Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Το Μπλε Τριαντάφυλλο


Η μάνα του Μίκη μοδίστρα έραβε για όλο το χωριό, ήταν κι αυτό μια εργασία επιβίωσης όλης της οικογενείας στις μαύρες μέρες της κατοχής, αν και χρήματα δεν υπήρχαν εν τούτοις η πληρωμή ήταν πάντα σε είδος, όσπρια, ή λάδι, ή καλαμπόκι, ή τυρί, ή ανταλλαγή εργασίας, ή οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο χωριό.
Ο Μίκης έπαιζε με άλλα παιδιά το κουτσό με αμάδα από ένα κομμάτι κεραμίδι, αυτό που είχε σπάσει από την σκεπή της κουζίνας, όταν ένας δυνατός αέρας το ξεκόλλησε και το πέταξε στην αυλή μετατρέποντάς το σε κομμάτια. Έπαιζε και κλώτσαγε την αμάδα με το ένα πόδι χωρίς να αγγίξει τη διαχωριστική γραμμή του παιχνιδιού αυτού που ήταν χαραγμένο στο χωματένιο δρόμο του χωριού. Η μάνα του πάσχιζε να τελειώσει ένα φόρεμα μιας κάποιας χωριανής που το ήθελε την Κυριακή να βγει περίπατο στο νυφοπάζαρο του χωριού. Τι κι αν ήταν ιταλική κατοχή; τι κι αν υπήρχε πείνα; αυτή είχε κάτι παραπάνω από τους άλλους. Ήταν Σάββατο είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν η επιτακτική φωνή της μάνας ακούστηκε.
«Μίκη! Ε! Μίκη έλα σπίτι.»
Το παιχνίδι διαλύθηκε, έμεινε εκεί χαραγμένο στον χωμάτινο δρόμο σαν αθώες ξένοιαστες παιδικές ρυτίδες, που με την πρώτη βροχή θα εξαφανιζόταν.
«Έλα παιδί μου να πας το φόρεμα στην κυρία τάδε. Είναι έτοιμο.»
Ο Μίκης άπλωσε το δεξί του χέρι, εκεί επάνω κρέμασε η μάνα το φόρεμα, διπλωμένο για να μην αγγίζει το έδαφος.
«Πρόσεξε να μην σου πέσει, να της πεις με γεια σας.»
Το χέρι τεντώθηκε ακόμα πιο πολύ, η χαρά του ήταν μεγάλη, θα τους έλεγε με τις υγείες σας και θα τον φίλευαν κάτι. Μόνο που ο σκύλος τους ήταν το εμπόδιο, τον φοβόταν τόσο, από μια φορά που τον είχε δαγκώσει ένας στον πισινό δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει. Αλλά θα φώναζε από μακριά, έτσι να ξεσηκώσει όλη τι γειτονιά στο πόδι. Με το δεξί του χέρι πάντα τεντωμένο να ξεκουράζετε πάνω του το φόρεμα, ξεκίνησε για το διπλανό χωριό, έπρεπε να βιαστεί να γυρίσει πριν σκοτεινιάσει. Στην πλατειούλα έξω απ΄ το σχολείο συνάντησε τα παιδιά του διπλανού χωριού. Έπαιζαν ‘γουρουνούλα’. Ο κάθε ένας τους είχε ένα ραβδί και όλοι χτυπούσαν ένα ζαρωμένο κουτί προσπαθώντας να το βάλουν στη μεσαία λούμπα, χωρίς όμως να αφήνουν για πολύ ελεύθερη τη δικιά τους λούμπα εκεί όπου έχωναν τη μύτη του ραβδιού τους. Ο Μίκης στάθηκε και τους χάζευε, η σκόνη του χωματένιου δρόμου απ’ τα χτυπήματα των ραβδιών σηκωνόταν σα μικρό σύννεφο, σκέφτηκε ότι θα βρώμιζε και το φόρεμα. Για να πάει πιο γρήγορα βάδισε για το μονοπάτι, βγήκε πάλι στο δημόσιο δρόμο, εκεί πάνω στη στροφή ήταν και το σπίτι. Στα αριστερά του, φάνηκε η μεγάλη πόρτα της αυλής, πήγε σιγά, σιγά κοντά για να βεβαιωθεί ότι ήταν κλειστή, κόλλησε πάνω της κι άρχισε να φωνάζει τ’ όνομα της γυναίκας. Γαυγίσματα σκύλου ακούστηκαν, ήρθε πίσω απ’ την πόρτα κι έκανε σαν τρελός αλυχτώντας, ο Μίκης κρατούσε το πόμολο σφιχτά και δεν το άφηνε. Απ’ το θόρυβο πήρε χαμπάρι η γυναίκα, μισάνοιξε την πόρτα.
«Τι θέλεις;»
«Σας έφερα το φόρεμα και με γεια σας.»
Έδιωξε το σκύλο, κι άνοιξε διάπλατα.
«Έλα μέσα,» είπε, ο Μίκης μπήκε στηv αυλή, αυτή πήρε το φόρεμα απ’ το χέρι του, το σήκωσε όρθιο, το έβαλε μπροστά της, περπάτησε μισό βήμα, γύρισε δεξιά αριστερά, κοίταξε στα μάτια τον Μίκη να δει αν του έκανε εντύπωση, τέλος του είπε να περιμένει και χάθηκε στο εσωτερικού του σπιτιού, μετά σα ν’ άλλαξε γνώμη βγήκε πάλι έξω και το ρώτησε:
«Πεινάς;»
Ο Μίκης δεν απάντησε, μόνο έγνεψε με το κεφάλι. Ναι.
Ξανά μπήκε μέσα, ο Μίκης αισθάνθηκε ότι θ’ άνοιγαν οι ουρανοί, ποιος ξέρει τι αμβροσία θα του έφερνε;
Ίσως να πραγματοποιείτο το όνειρό του, ένα όνειρο να μπορούσε χορτάσει κάποτε, να φάει όσο ήθελε, και το φαγητό που ονειρευόταν ήταν γάλα βραστό με αλάτι, να μουσκεύει ψωμί μέσα, να το τρώει και να γελάει, με κάθε μπουκιά ψωμιού που βουτούσε να ξεχειλίζει το κύπελλο, να χύνεται το γάλα γύρω του, να σχηματίζει ένα γαλαξία, σα να ήταν το αθάνατο γάλα, αυτό που έτρεχε απ’ τα στήθη της θεάς Ήρας, να γίνεται ποτάμι στη σκεπή του νυχτερινού ουρανού, κι αυτός να πλέει, τυλιγμένος μέσα σε πουπουλένιο γαλακτικό αφρό, συνεπαρμένος από ευτυχία, χορτάτος, κάνοντας συντροφιά με τ’ άστρα.
Η πόρτα άνοιξε, φάνηκε η γυναίκα να κρατά κάτι στα χέρια της.
«Να, πάρε», του λέει και του δίνει ένα κομμάτι ψωμί, η γλώσσα του άρχισε να υγραίνει, το σάλιο του έτρεχε απ’ τα άκρα των χειλιών του, η ανάσα του κόντευε να κοπή απ’ την αδημονία της δαγκωματιάς που θα έδινε στη σάρκα του ψωμιού. Έχωσε τα δόντια του, έκοψε μια τόσο μεγάλη μπουκιά, παρ’ ολίγο να πνιγεί, ένα μπλε-πράσινο χρώμα άνθισε μπρος τα μάτια του, στην αρχή του φάνηκε ότι ήταν ένα μπλε παντεσπάνι, μετά σα να ήταν ένα μπλε τριαντάφυλλο, αυτό που ζητούσε να βρει ο Σαχίμπ.
Το κοίταξε καλλίτερα, ήταν μούχλα. Ο Μίκης το έφαγε επί τόπου, τι κι αν ήταν μουχλιασμένο; Του φάνηκε σα να είχε βρει την πηγή της νιότης, το αθάνατο νερό, το μπλε τριαντάφυλλο.
Ο σκύλος από κάπου είχε ξεφύγει, τον πλησίασε, τον κοίταζε και κουνούσε την ουρά του περιμένοντας να του πετάξει ένα κομμάτι απ’ το μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Ο Μίκης κατάλαβε ότι είχαν γίνει φίλοι.
Στο γυρισμό τα παιδιά που έπαιζαν ‘γουρουνούλα’ σταμάτησαν το παίξιμο και τον κοίταζαν με ζήλια, καθώς αυτός αναγλυφόταν απ’ τα τρίματα του ψωμιού, αυτά που είχαν μείνει στις άκρες των χειλιών του.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Το Φάρμακο

Μια ακόμη σκονισμένη σελίδα που άκουσα τις διαμαρτυρίες της, γιατί τις εγκαταλείπω.

Όταν άρχιζε να βρέχει στα Μαρκάτα Πυλάρου, ένα ορεινό χωριό της Κεφαλονιάς, ξεχνούσε να σταματήσει, μια βροχή ψιλή, αρρωστιάρικη, μολημέρια την ονόμαζαν οι χωριανοί. Οι τοίχοι του σπιτιού χοντροί πέτρινοι παραγεμισμένοι με χαλίκι σοβατισμένοι με ασβέστη έσταζαν υγρασία, σα να κλαίγανε τη μοίρα τους.
Η μάνα του Παναγή είχε κρεμάσει στους τοίχους κουρελούδες, μα και κιλίμια από το αργαλειό της γειτόνισσας, για να απορροφούν τις σταγόνες υγρασίας που έτρεχαν σαν δάκρυα. Η γειτόνισσα, της τα είχε δωρίσει γιατί αγαπούσε το γιο της και περίμενε να γίνει καλά με την ελπίδα να παντρευτούν κρυφά, αφού η μάνα δεν την ήθελε, γιατί υποπτευόταν την αρρώστια του γιου της. Είχε ανάψει και την φουφού, ένας κουβάς με κάρβουνα
Ο Παναγής έβηχε από καιρό. Όλοι υποπτευότανε ότι θα είχε χτικιό αλλά κανένας δεν το έλεγε. Νέος ακόμα είχε γίνει ναυτικός, έμεινε στην Αμερική ένα χρονικό διάστημα και δούλευε στις σιδηροδρομικές γραμμές. Δεν του άρεσε και γύρισε πίσω στην Ελλάδα.
Τώρα ήταν άρρωστος, είχε και δέκατα η μάνα του έτρεξε να πιάσει και να σφάξει την κότα να δώσει να πιει το ζουμί της το άρρωστο παιδί της, να δυναμώσει, να γίνει καλά. Έλα όμως που έβρεχε, μια βροχή μονότονη σιγανή, αποφασισμένη να πιάσει την κότα βγήκε στην αυλή. Παραμέρισε τα φύλλα που είχαν πέσει, έκανε στην άκρη τα χορτάρια, άπλωσε το χέρι της να την πιάσει, αυτή ήταν κρυμμένη κάτω από τη λεμονιά. Η κότα τρομαγμένη της ξέφυγε κι ανέβηκε στη λεμονιά.
«Α! που θα μου πας δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις», φώναξε κάπως θυμωμένη.
Ανέβηκε στο χαμηλό διχαλωτό κλαρί, η κότα πήδησε πιο πάνω, σήκωσε το χέρι της να την πιάσει, γλίστρησε κι έπεσε στις λάσπες. Η βροχή εξακολουθούσε, τώρα είχε δυναμώσει, μουσκεμένη όπως ήταν –σκέφτηκε- πρέπει να την πιάσω, ξανά ανέβηκε στο διχαλωτό κλαρί της λεμονιάς, πάτησε το πόδι της σ’ ένα πιο πάνω, με το ένα χέρι κρατιόταν τέντωσε το άλλο κι έπιασε την κότα απ’ το ποδάρι. Αυτή είχε κουρνιάσει σε μια στάση ώστε άφηνε τη βροχή να γλιστρά από πάνω της. Την τράβηξε προς τα κάτω, πήγε στο μαγειρείο και την έδεσε απ’ το πόδι πάνω σε μια τρίποδη πυροστιά.
Πέρασε τη μικρή αυλή, μπήκε στο σπίτι, η μικρή φουφού στη μέση του δωματίου προσπαθούσε να καταπιεί την υγρασία, αυτή που έτρεχε από τους τοίχους. Άλλαξε τα βρεμένα ρούχα της, φόρεσε κάτι πρόχειρο, ετοιμάστηκε να πάει δίπλα στο μαγειρείο να σφάξει την κότα. Ανυπομονούσε να ετοιμάσει τη ζεστή κοτόσουπα, ένα δυναμωτικό του γιου της.
Πήρε το μεγάλο μαχαίρι και ξεκίνησε για το μαγειρείο. Έλυσε το ποδάρι της κότας από την πυροστιά, την τράβηξε σε μια χωματένια γωνιά, πάτησε με το ένα πόδι της τ’ απλωμένα φτερά, με το ένα χέρι χούφτιασε το κεφάλι, με το άλλο της πέρασε το μαχαίρι απ’ το λαιμό. Το κομμένο κεφάλι, της έμεινε στο χέρι, με το άλλο κρατούσε το μαχαίρι, σάστισε κι άφησε τα πατημένα φτερά από το πόδι της. Η κότα ακέφαλη άρχισε να πετάει, να μουντζουρώνει τους τοίχους, το πρόσωπό της με ζεστό αίμα. Φοβήθηκε και βγήκε απ’ το μαγειριό, η βροχή εξακολουθούσε. Ξανά γύρισε μέσα έπρεπε ν’ ανάψει φωτιά, αλλά είχε ξεχάσει τα σπίρτα στην τσέπη της και είχαν βραχεί. Πέρασε την αυλή και πήγε στο δωμάτιο με τη φουφού, πήρε με την τσιμπίδα ένα αναμμένο κάρβουνο το σκέπασε με την παλάμη της για να μη σβήσει, ξαναμπήκε στο μαγειρείο, έβαλε το κάρβουνο κάτω από τα ξερά φρύγανα που φύλαγε κρυμμένα κάτω απ’ τη γωνιά κι άρχισε να φυσά, από το φύσημα της ήρθε ζαλάδα, σταμάτησε και κοίταξε τη φλόγα που σαν ήλιος της αυγής ξεπηδούσε από κάτω, έβαλε κούτσουρα ν’ ανάψουν κι από πάνω την πυροστιά. Έβαλε μια εμαγιέ μπαλωμένη κατσαρόλα με νερό να βράσει για να μαδήσει την κότα. Περίμενε λιγάκι, το νερό έβρασε, βούτηξε την κότα έτσι όπως ήταν και την τράβηξε προς τα έξω. Άρχισε να μαδά, πρώτα τα μεγάλα φτερά ένα, ένα, μετά τα μικρά, τα χούφτιαζε και τα τραβούσε όλα μαζί, έπρεπε να τελειώνει. Μια μυρωδιά ωμού κρέατος της ήρθε στην μύτη, κάτι σα σάπια αυγά. Θα είναι απ’ τη βροχή σκέφθηκε. Την καθάρισε απ’ τα εντόσθια την έπλυνε και την έβαλε στην κατσαρόλα, να βράσει έστυψε κι ένα λεμόνι για να της βγάλει τη μαυράδα. Πήγε στο σπίτι με τη φουφού τα χώριζε μια μικρή αυλή, ο γιος της ξαπλωμένος στο κρεβάτι περίμενε το κοτόζουμο, το φάρμακο του δυναμώματος.
Η βροχή είχε δυναμώσει, τα κεραμίδια κουνιόταν απ’ τη δύναμη του αέρα, ακούστηκε ένα τακ, τακ, σταγόνες νερού έπεσαν στο πάτωμα. Έτρεξε έβαλε μια παλιά λεκάνη να πέφτουν μέσα οι σταλαματιές, τώρα ακουγόταν μπλουμ, μπλουμ. Βλαστήμησε για τον καιρό, μια αστραπή την τύφλωσε, η βροντή έκανε τα τζάμια να τρίζουν, τώρα οι σταλαματιές είχαν γίνει ρονιές. Έκανε το σταυρό της, πέρασε την αυλή και πήγε στο μαγειρείο, η κότα είχε βράσει. Γέμισε ένα πιάτο ζουμί και το πήγε στο δωμάτιο με τη φουφού, μετά θα έφερνε και την κότα. Ο γιος της χαρούμενος άρχισε να πίνει με το κουτάλι το ζουμί, περιμένοντας να καταβροχθίσει την κότα, μια πανάκεια της αρρώστιας του. Και η μάνα του τον πρόσεχε, τον καμάρωνε χωρίς ούτε να δοκιμάζει το κοτόζουμο. Ήταν για τον άρρωστο γιο της, να τον προλάβει πριν εμφανισθεί το χτικιό.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Bronx - Νέα Υόρκη

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008

Ναυτική Ζωή σε NOIR


Ό Κουμιότης ο θερμαστής,
είχε την τράπουλα στην τσέπη,
σαν τελείωνε τη βάρδια την 4-8
φώναζε για 66 αγοραστό.

Μάζευε κοντά του κι άλλους,
κάπνιζαν σαν τα φουγάρα,
πίνανε καφέ, γράφανε πόντους,
αποτρέποντας ανίας φαγωμάρα.

Εκεί όμως εις την πρύμη,
μερικά χαρτόμουτρα
πόκα στρώνανε κρυφά,
φώναζαν και βλαστημούσαν
και βιδάνιο σκορπούσαν.

Μετά από τα μεσάνυχτα,
στου καραβιού τη μέση,
ακούστηκαν τρεχάματα,
φωνές και φασαρίες.

Ξύπνησα, πετάχτηκα επάνω,
ένας Μανιάτης φάνηκε
στο χέρι καραμπίνα,
Κεφαλλονίτη κυνηγούσε,
κλέφτη τον αποκαλούσε.

Ο Καπετάνιος κατέβηκε
ένας Καρδαμυλήτης
την καραμπίνα φούχτωσε,
την πήρε στο γραφείο.

Φωνές, κακό, διαπληκτισμοί,
έμοιαζε με λειτουργία.

Ως που φωνή λάλησε: “--Ω! τι ευτυχία!
“Δόξα τω Θεώ. Έσπασε η μονοτονία.”



*

Ο ΞΕΝΟΣ

Η ανάσα του έβγαζε αχνό,
η δική της έβγαζε απορία.
Ξένε τι ζητάς
στης νύχτας την παγωνιά;

Είμαι μονάχος ναυτικός,
ζητώ τη νύχτα, τη στεριανή,
μπορείς να μου τη δώσεις;

Σκέπασε εκείνη τη φωτιά,
συνταύλισε το τζάκι,
πήγε κοντά του τρυφερά.

Έλα αγκάλιασέ με.
Είμαι η νύχτα, η στεριανή,
του ναυτικού η νύχτα.

*

ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙ

Απ’ το ιερό φυτό των Μάγια,
το λευκό και κίτρινο καλαμπόκι,
δειλά, ξεφύτρωσε,
το μπουμπούκι της αγάπης.

Καράβι αγκυροβόλησε,
μπρος στο κλειστό μπουμπούκι,
ο ναυτικός το μύρισε
κι άνθισε λουλούδι.



Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Εσείς Κάνετε παιχνίδι

ΤΑ ΕΚΑΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Τίτλος πωτοτύπου:
Los Cien mejores poemas de amor de la lengua castellana.
Έκδοση Δίγλωσση,
Μετάφραση από τo Ισπανικó Ρήγας Καππάτος
Πρόλογος, εκλογή, σχόλια,Ρήγας Καππάτος-Pedro Lastra
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΑΤΗ
Σελίδα 123

ΑΛΦΟΝΣΙΝΑ ΣΤΟΡΝΙ

Αργεντινή, 1892-1938

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΧΑΔΙ

Γλιστράει μέσα απ' τα δάχτυλά το αναίτιο χάδι,
μου φεύγει από τα χέρια. Στον άνεμο όταν κυλάει,
το χάδι που πλανιέται δίχως σκοπό ούτε μέλλον,
το χαμένο χάδι ποιος θα βρει να το πάρει;

Θα μπορούσα ν' αγαπήσω απόψε με μια άπειρη λύπη
θα μπορούσα ν' αγαπήσω τον πρώτο τυχόντα.
Κανένας δεν έρχεται. Μοναξιά στ' ανθισμένα δρομάκια.
Το χαμένο χάδι, θα κυλάει... θα κυλάει...

Αν απόψε στον άνεμο σε καλούν ταξιδιώτη,
αν ριγήσει τα κλωνιά ένας γλυκός στεναγμός,
αν σου σφίγγει τα δάχτυλα ένα χέρι μικρό
που σε κρατάει και σε αφήνει, σε βρίσκει και φεύγει.

Αν δε βλέπεις το στόμα που φιλάει, ούτε εκείνο το χέρι,
αν το κάλεσμα δεν είναι παρά μια αυταπάτη
του αγέρα, ω, ταξιδιώτη που έχεις μάτια γαλάζια,
διαλυμένη στον άνεμο θα με αναγνωρίσεις;



Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2008

Σκηνικό χωρίς φωτογραφία, Νέα Υόρκη

Αποβραδίς τράβαγα το κουμπί από το ξυπνητήρι, σ’ ένα παλιό ραδιόφωνο που μου είχαν κάνει δώρο, το οποίο με κοίταζε με κάτι μάτια, μπλε μάτια που μέσα τους τρέχανε οι δείχτες μαρκάροντας τις ώρες, τον χρόνο, μετρώντας ακόμη και τις αναπνοές μου, μέχρι να έρθει η καταραμένη ώρα να αρχίσει να τρέμει, να χτυπιέται σα σεληνιασμένο, μια ώρα που ακόμα και τα κοκόρια κοιμόταν.
Μου είχε γίνει συνήθεια να ξυπνώ πέντε λεπτά πριν λαλήσει το ξυπνητήρι, 3:00 χαράματα, πατούσα το κουμπί πάλι και το απενεργοποιούσα. Έριχνα νερό στα μάτια μου έτσι για να φύγουν οι τσίμπλες, ντυνόμουν κι έβγαινα στον δρόμο.
Έβανα εμπρός το αυτοκίνητο ξεκινούσα οδηγώντας στους έρημους δρόμους της Νέας Υόρκης, κρατώντας το τιμόνι, σφιχτά με τα δυο μου χέρια, μέχρι να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν. Στη διαδρομή κοίταζα τ’ άστρα, το φεγγάρι αν υπήρχαν, αν όχι κοίταζα τη μαύρη μούχλα που ήταν ντυμένοι οι δρόμοι, τότε άρχιζαν τα όνειρα, αυτά μου έδιναν ένα θάρρος να συνεχίζω να υπάρχω, ένα πείσμα να νικήσω τη ζωή, την ξενιτιά, τις περιστάσεις, μέχρι να έρθει η λευτεριά, μέχρι να ξαναβρώ τον εαυτό μου, έτσι νόμιζα. Γυρίζοντας μια μέρα στο μέρος μου, θα εύρισκα αυτά που άφησα, αυτά που ήξερα. Μια ουτοπία που τόξερα ότι ήταν ουτοπία, έλα όμως που χωρίς αυτή την πίστη, η ζωή θα ήταν ωμή, άθρησκη, απαίσια. Μου φαινόταν βουνό η πράξη της προσαρμογής. Θεέ μου τι μαρτύριο ήταν οι σκέψεις αυτές, σκέψεις που ροκάνιζαν το μυαλό και μου μετέφεραν το νόστο για τον ήλιο που έλαμπε στο χωριό μου, στην Πύλαρό μου, για τα πέτρινα ξεροχώραφα, αυτά που η κάθε τους σπιθαμή ήταν ποτισμένη με σταγόνες παιδικού αθώου ιδρώτα, αυτές οι πέτρινες φλέβες χώματος που έσκαβα για να πέσει ο σπόρος για μια φτωχική σοδειά. Αυτά τα άγονα μέρη, αυτές οι βουνοκορφές είναι ένα κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας, αυτής που με τη βία ξεριζώθηκε, απ’ τον τόπο μας, τότε που το φάσμα της ανεργίας, της φτώχειας, της πείνας, του εμφυλίου μας σκότωνε, μιας αθώας ηλικίας που χάθηκε στα γρανάζια της δουλο-μετανάστευσης, ίσως προς όφελος του τότε ελληνικού κατεστημένου.
Δεν φταίω όμως εγώ, η Νέα Υόρκη Δεν έχει ομοιογενή πληθυσμό, είναι γεμάτη από γκέτο από όλες τις φυλές του κόσμου, κάτι που σε κάνει να ψάχνεις που ανήκεις, η κουλτούρα σου, τα πιστεύω σου, ψάχνεις για κοινά σημεία σκέψης, ερευνάς τους αφομοιωθέντας συμπατριώτες σου, παρατηρείς τους οικονομικά εύρωστους, δεν συμφωνείς στα πιστεύω τους, κοιτάς τριγύρω σου η μοναξιά σε αγκαλιάζει, μένεις αιωρούμενος αντλώντας δύναμη απ’ το παρελθόν.
Τέρμα τα όνειρα, έφθασα στον προορισμό μου, εκεί που έπρεπε για το μεροκάματο.
Μια αρμαθιά κλειδιά ήταν στις τσέπες μου. 4 η ώρα πρωινή, παρκάριζα στην άκρη του δρόμου και περίμενα να έρθει από την αντίθετη πλευρά κι ένα άλλο αυτοκίνητο ενός μεξικανού λαθραίου, εργάτη του εστιατορίου. Απότομα σταματούσαν οι σκέψεις. Περίμενα και φοβόμουν τη νυχτερινή μοναξιά, σε μια γειτονιά του Νότιου Μπρονξ όπου στους δρόμους ήταν επικίνδυνη η κυκλοφορία. Δεν κυκλοφορούσε κανένας πριν φέξει, έτσι όταν έβλεπα τα φώτα του άλλου αυτοκινήτου που ερχόταν από την αντίθετη πλευρά έπαιρνα θάρρος, σκεφτόμουν, 'έλα πάλι τυχερός ήμουν,' άλλη μια μέρα που φάνηκε συνεπής και ήρθε στη δουλειά του, ο μεξικανός. Πάντα είχα ένα μικρό αγκάθι αμφιβολίας αν τα φώτα του αντιθέτου ερχόμενου αυτοκινήτου δεν ήταν αυτά που περίμενα εγώ. Μαζί ανοίγαμε την πόρτα της αυλής αυτής που χρησιμοποιούσαμε για πάρκινγκ και μπαίναμε στο μαγαζί ένα εστιατόριο παλαιού τύπου σαν βαγόνι τρένου. Κλειδώναμε την πόρτα πίσω μας μέχρι να φέξη ώστε να έρθουν και οι υπόλοιποι εργάτες και παρασκευάζαμε το μενού της ημέρας, αρχίζοντας από το κολατσιό…
Κάθε μέρα που ξημέρωνε ένας καινούργιος ήλιος ανέτειλε στον ορίζοντα, αλλά ήταν ένας ήλιος της νύχτας, που για άλλη μια φορά ήταν γεμάτος ουτοπικές, ανεκπλήρωτες επιθυμίες.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Το άρωμα Ρέγκας


(Μια ακόμη σελίδα, από αυτές τις παραπονεμένες ότι τις έχω εγκαταλείψει)

Στα Μαρκάτα Πυλάρου Κεφαλονιάς τίποτε δεν έμενε κρυφό, προπαντός την εποχή του πολέμου, της πείνας. Είχε βγει λοιπόν η φήμη ότι παραγγελιοδόχος είχε έρθει από την Αθήνα κρυφά με καϊκι (απαγορευόταν οι μετακινήσεις) και είχε φέρει ένα δέμα με τρόφιμα στην κυρά Ευδοξία που ζούσε με τον γέρο άνδρα της, μόνοι τους οι δυο με το αίσθημα μοναξιάς να τους αποκαρδιώνει. Αφού οι γιοι τους ήταν έμποροι και ζούσαν στην Αθήνα.
Στο χωριό ήμουνα ένας από τους λίγους που ήξερε το μυστικό της κυράς Ευδοξίας, (το ότι δεν ήξερε γράμματα). Πήγα λοιπόν έναν περίπατο προς τα εκεί προσποιούμενος ότι κυνηγούσα κοτσύφια με μια σφεντόνα κρατώντας την στο δεξί χέρι έτοιμος για δράση όταν εμφανιζόταν ένα οποιοδήποτε πουλί. Στην άκρη του χωματένιου δρόμου συνάντησα τον μπάρμπα Παναγιώτη που λιαζόταν στις ξεξασπρισμένες πέτρινες καθίστρες, που είχαν γίνει έτσι από τις ρονιές των κεραμιδιών, από το σπίτι της παραμυθατζούς, αυτής που έλεγε στα μικρά παιδιά παραμύθια καθισμένα δίπλα στη φωτιά με τα κούτσουρα για να ζεσταθούν, μέσα στην τσίγκινη παράγκα, που ο καπνός τους, τούς έτσουζε τα μάτια, τους έκανε να βήχουν, αλλά τους άρεσαν τα παραμύθια και οι ιστορίες του Ναστρεδίν Χότζα, ήταν κι αυτό μια φυγή στην πολυτέλεια των ονείρων, απ΄ τη μονότονη ζωή του χωριού .
Με το πηγούνι του να ξεκουράζεται ακουμπισμένο πάνω στο χέρι του που κρατούσε το μπαστούνι, έμοιαζε σαν φιλόσοφος που προσπαθούσε να μάθει γιατί γυρίζει η γη. Μου έπιασε κουβέντα μου εξηγούσε τα σημάδια των καιρών, το τι εννοούσε το κάθε συννεφάκι που ταξίδευε μόνο του στην απεραντοσύνη του ουρανού. Ήξερε τι καιρό θα έκανε την επόμενη μέρα παρατηρώντας αυτά τα σημάδια μα και το νυχτερινό φεγγάρι ανάλογα με τον αν είχε κύκλο. Μιλούσε ακόμα και για τα πουλιά πώς να τα πιάνει με ξόβεργα, μα και για τις κουκουβάγιες, τι εννοεί το λάλημά τους τη νύχτα, μα και γιατί τα κουκουβαόπολα ήταν άσπρα σαν το χιόνι.
Σε μια στιγμή κατάλαβα ότι όσο ήταν ήλιος στο στερέωμα δεν θα ερχόταν η καλή μου τύχη. Έτσι έφυγα, αλλά μετά από λίγο ξαναγύρισα, περπατούσα κάνοντας τον αδιάφορο, ευτυχώς ο Μπάρμπα Παναγιώτης είχε φύγει απ’ το λιαστήρι του.
Με την σφεντόνα στο χέρι σα να παίζω κομπολόι πήγα και κάθισα κάτω από το μεγάλο πουρνάρι που ήταν στην άκρη της αυλής από εκεί ξεκινούσε ένας διάδρομος προς τη σιδερένια πόρτα της αυλής. Καθώς την άνοιξε έτριξε από την σκουριά. Η κυρά Ευδοξία με ένα καφέ χρώματος τσεμπέρι δεμένο στο κεφάλι της φάνηκε να κοιτάζει δεξιά αριστερά. Η ματιά της σταμάτησε πάνω μου, «έλα μέσα παιδί μου» μου είπε. Έκλεισε πίσω της τη σιδερένια πόρτα, μπήκαμε και οι δυο μαζί στην είσοδο του σπιτιού, έκλεισε την πόρτα.
Δεν μου είπε να κάτσω σα να φοβόταν κάτι το αόρατο, αλλά βασιζόταν στην παιδική αθωότητά μου. Έχωσε το χέρι στον κόρφο της κι έβγαλε ένα φυλαχτό, το ξεδίπλωσε και μου το έδωσε.
«Είναι από το γιο μου, τι μου γράφει; Είναι καλά;»
Άρχισα να διαβάζω την επιστολή, τα μάτια της κοκκίνισαν, η ανάσα της κοβόταν σε κάθε μου λέξη. Αφουγκραζόταν και τον παραμικρό θόρυβο που έβγαινε από τα χείλη μου, κρεμόταν κυριολεκτικώς από αυτά. Στο τέλος της ανάγνωσης έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης. Δόξα τω Θεώ ψέλλισε, είναι όλοι καλά, με το ρυτιδωμένο χέρι της πήρε την επιστολή, τη έβαλε ξανά στον κόρφο της.
«Περίμενέ με εδώ» μου είπε και χάθηκε μέσα στο άλλο δωμάτιο. Ήξερα ότι κάτι θα με φίλευε, σε λίγο παρουσιάστηκε με μια ρέγκα καπνιστή, από αυτές που της είχαν στείλει από Αθήνα.
«Να την πας σπίτι σου» είπε.
Λίγα άχερα, αυτά που φυλάγαμε στον στάβλο για να τρώει το δανεικό γαϊδουράκι όταν μας το έδιναν για να κουβαλούμε ξύλα, ήταν το προσάναμμα μια και δεν υπήρχε χαρτί. Στην άκρη της αυλής με τον πυριόβολο άναψα τ’ άχυρα, στη φλόγα τους έψησα τη ρέγκα, η μυρωδιά έσπασε τη μονοτονία του λαχανόζουμου, το σάλιο άρχισε να υγραίνει στα στόματα των γειτόνων κι αυτοί μακάριζαν τους τυχερούς που θα έτρωγαν τη ρέγκα.
Κι όλα εμείς τα παιδιά μαζευτήκαμε γύρω απ’ τον καπνό του ψησίματος της ρέγκας, γεμίζοντας τα πνευμόνια μας, με το εξωτικό σπάνιο άρωμά της.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

Χρόνια Πολλά!


Αγαπητέ φίλε Γαβριήλ καλημέρα από την όμορφη Ελλάδα μας.
Αφού ευχηθώ σε σένα και στη σύζυγό σου ατελείωτες ευτυχισμένες ημέρες γεμάτες αγάπη...
Θα ήθελα να σε παρακαλέσω, λόγω της σημερινής ημέρας, να αναρτήσεις στην όμορφη σελίδα σου, τις ολόθερμες ευχές μου, για υγεία, καλό γράψιμο, και να είναι πάντα ερωτευμένες με το σύντροφό τους, όλες τις γυναίκες της Ε.Ε.Λ.Σ.Π.Η. και οι φίλες αυτής.
Μια ανθοδέσμη, με ωραία τριαντάφυλλα, θα ταίριαζε, στην ομορφιά της προσωπικότητάς τους.

Σε ευχαριστώ,
Δημήτρης Ζαχαρόπουλος

Φίλε Δημήτρη, συμμερίζομαι τις καλοπροαίρετες ευχές σου…

Γαβριήλ

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Ουλές Πολέμου

Δεν αντέχω ν’ ακούω τα κλαψουρίσματα των σελίδων μου, (οι Άνθρωποι) έτσι σήμερα έβγαλα στην επιφάνεια απ’ την εγκατάλειψης μια σελίδα ακόμη:

Εποχή της πείνας, ο Ιταλικός στρατός κατοχής είχε επιτάξει τα καλλίτερα σπίτια του χωριού, στην Κεφαλονιά μαζί κι ένα δικό μας. Ανεβασμένος ξυπόλυτος στο φράχτη τους χάζευα που μοίραζαν συσσίτιο στην αυλή, που κάποτε ήτανε δική μας, οι φαντάροι με κοίταζαν με πρόσωπα ανέκφραστα λες και φορούσαν κέρινες μάσκες.
Τους κοίταζα λαίμαργα, τα μάτια μου γουρλωμένα μπρος στη θέα του φαγητού, ένας από τους στρατιώτες με λυπήθηκε, με φώναξε και μου έδωσε μια καραβάνα σούπα κόκκινη με μακαρόνια.
Το σάλιο άρχισε να υγραίνει τη γλώσσα μου, λίγο ακόμα θα έπεφτε μέσα στη σούπα. Χαρούμενος πήδηξα το φράχτη, ανέβηκα τα σκαλοπάτια δυο, δυο και φώναξα:
Γρήγορα φέρτε μου ένα κουτάλι κοίτα τι σας φέρνω, αμβροσία.
Η θεια μου που απ’ τον φόβο της έμενε μαζί μας βγήκε στην εξώπορτα βλοσυρή, άγρια. Που την βρήκες την καραβάνα με τη σούπα την έκλεψες;
Όχι θεια, ένας στρατιώτης μου την έδωσε, πρόσθεσα με περίλυπο ύφος.
Να πας να την δώσεις πίσω, δεν σου έχω πει χίλιες φορές να μην παίρνεις τίποτα από τους κατακτητές;
Ικετευτικά την κοίταξα, Μα θεια πεινάω!
Άντε χάσου από τα μάτια μου, δεν ντρέπεσαι ρε! Πήγαινέ την πίσω δεν τη θέλουμε!
Φαΐ από κατακτητές, όχι ποτέ!
Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου, φοβήθηκα την ντροπή, ο Ιταλός με κοίταξε παράξενα με είδε πόσο χλωμός και κοκαλιάρης ήμουν, τα μάτια μου βαθουλωμένα στις κόγχες τους, απορημένος πήρε πίσω την καραβάνα με τη σούπα.
Το μίσος νίκησε την ανθρωπιά!
Πόλεμος και ανθρωπιά δεν μπορούν να συνυπάρχουν.
Όλοι μας μικροί κάνουμε όνειρα, για εμένα ο βιοπορισμός τα σκότωσε, και όταν ο χρόνος μου επέτρεψε να ονειρεύομαι δεν με άφηνε να σταθώ σε χλωρό κλαρί κυνηγώντας με, με το καμουτσί των γηρατειών. Ίσως στην επόμενη ζωή.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης Μπρονξ, Νέα Υόρκη

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008

Μνήμη



Γράφω,
γιατί η μνήμη είναι,
καθεαυτό δική μου,
που καταλήγει σε θάνατο, υποχρεωτικό.

Οι ιστορίες μου,
της ζωής αθάνατα παιδιά.
Δεν πρέπει να φύγουνε μαζί μου..

Πεθαίνοντας εγώ,
θα μείνουνε εκείνες αθάνατες…
Γραμμένες στις μνήμες όλου του κόσμου…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
-----------------------------------------
Το στενό Ιθάκης-Κεφαλονιάς

Το Χρώμα των Αγγέλων


…η Κυρά Μάρθα με περιεργάστηκε σα να αγόραζε κοτόπουλο, «Ιβάν φίλε μου άσε την εδώ, σαν καλή φαίνεται θα στρώσει.»
Πέρασα τη νύχτα με τον Ιβάν, χάρηκε το κορμί μου, την επομένη με φώναξε η Κυρά Μάρθα:
«Θα με βοηθήσεις να πάμε να επισκεφτούμε τις κόρες μου, είναι εσωτερικές σε μοναστήρι, σε σχολή καλογραιών,» φώναξε ταξί γιατί αυτή δεν οδηγούσε. ήταν περίπου 200 χιλιόμετρα στο εσωτερικό της χώρας…
Η μεγάλη σιδερένια πόρτα της σχολής άνοιξε, οι καλόγριες υποδέχθηκαν την κ. Μάρθα, εγώ ακολουθούσα φορτωμένη με πακέτα και δώρα για τις κόρες της, ξάφνου έβγαλε μια στριγκλιά,
«Όχι αυτή μην την αφήσετε να μπει μέσα, δεν τη βλέπετε, είναι τέτοια,»
Οι καλόγριες με κοίταξαν σα να είχα λέπρα, πήραν τα πακέτα από τα χέρια μου και μου έκλεισαν κατάμουτρα την πόρτα.
«Να πας να με περιμένεις με τον ταξιτζή,» φώναξε η κ. Μάρθα.
Ένας καλόγερος με καφετιά τριγωνική κουκούλα που έφθανε έως τα πόδια του, με μια ζώνη με φούντες χτύπησε συνθηματικά τη μεγάλη πόρτα της μονής, μια καλόγρια άνοιξε, κοίταξε δεξιά αριστερά μην τους βλέπει κανένας και τον έμπασε μέσα.
Πήγα και κάθισα μαζί με τον ταξιτζή, σε αυτό το άγιο μέρος δεν υπήρχε ούτε ένα μπαρ να ξεδιψάσουμε, έτσι από κάτω από τον ίσκιο ενός δένδρου, ξάπλωσα κι έβαλα το κεφάλι μου στου ταξιτζή τα γόνατα.
«Μου αρέσεις, του είπα, θα σε κάνω φίλο, θα σε πληρώνω. Του είπα τους πόθους μου, τα όνειρά μου, του ζήτησα να με βοηθήσει να πιάσω ναυτικό φίλο, να κάνω παιδί μαζί του, σαν κι αυτούς ξανθό, να μοιάζει με χερουβίμ, σαν αυτούς τους αγγέλους που είναι δίπλα από την εικόνα της Μαρίας, να έχω το γιο μου σαν εικόνισμα, ένα αγαλματάκι να το βάλω δίπλα στην Παρθένο έτσι όταν οι πιστοί θα προσκυνούν να βλέπουν ότι κι ο γιος μου έχει το ίδιο χρώμα...

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008

Το Ξενύχτι...

Ένα διήγημα χωρίς εικόνες, που είναι γεμάτο εικόνες.

Η καμπάνα του Αγίου Δημητρίου σήμαινε λυπητερά. Οι χωριανοί αναρωτιόταν ποιος να πέθανε άραγε;
Τα παιδιά έτρεχαν να μάθουν τα νέα ώστε να προλάβουν να καπαρώσουν τα εξαπτέρυγα για την κηδεία, έτσι να κερδίσουν το δώρο τους συνήθως ένα μικρό χρηματικό ποσόν.
Ο παπάς περνούσε απ’ την πλατεία με τα καφενεία πηγαίνοντας στο σπίτι του, που βρισκόταν ακριβώς κάτω απ’ το δημόσιο δρόμο. Εκεί σε μια γωνιά κρατούσε φυλαγμένα και τα δημόσια έγγραφα γεννήσεων, θανάτων γάμων κλπ. Ένα ολόκληρο ληξιαρχείο. Άκουσε κι αυτός την καμπάνα που σήμαινε λυπητερά.
«Άλλη μια διόρθωση στα εκκλησιαστικά μητρώα,» σκέφθηκε.
Στα πεζούλια των καφενείων οι άνδρες κουβέντιαζαν και προσπαθούσαν να εξηγήσουν τις προφητείες του Αγαθάγγελου, αυτές που έλεγαν ότι το αίμα θα φτάσει ένα ζωνάρι από ένα ξανθό γένος που θα κατεβεί απ’ το βορρά. Νόμιζαν ότι θα ερχόταν το τέλος του κόσμου.
Η μοιρολογίστρα, στο σπίτι της έξαινε μαλλί προβάτου να το έχει έτοιμο για να γνέσει.
Άκουσε κι αυτή την καμπάνα, έλυσε τις πλεξούδες των μαλλιών της σε μια μάζα ψαρών κατσαρών φουντωτών μαλλιών και περίμενε να την φωνάξουν στο ξενύχτι ώστε να τα τραβάει και να οδύρεται για τον πεθαμένο.
Η μάνα καβούρδιζε ρεβίθια, να τα ανακατέψει με μερικά κλωνιά καφέ, ώστε να τρατάρει τους χωριανούς που θα ερχόταν στο ξενύχτι.
Ο πατέρας έκοβε ταμπάκο με το μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας, αφού τον είχε κρεμάσει προηγουμένως στη στέρνα για να μην τρίβει. Είχε ετοιμάσει και τον πυριόβολο με φυτίλι για να ανάβουν τα τσιγάρα, αυτά που θα τους πρόσφερε.
Ο γείτονας ο Αντώνης του είχε δώσει μερικά φύλλα χαρτιού από το βιβλίο με τις προφητείες, για τσιγαρόχαρτο. Είχανε και τσίπουρο, μα και κονιάκ, αν κάποιος ήθελε να πιει.
Σ’ ένα κουβά μέσα υπήρχε νερό με διάλυση σουμπλιμέ, ένα κοκκινωπό υγρό, για να απολυμαίνουν τα χέρια τους αν έγγιζαν κάτι από το σπίτι του χτικιασμένου νεκρού.
Η μάνα είχε βρει ένα προϊστορικό σκανταλέτο-λιβανιστήρι, είχε βάλει κάρβουνα αναμμένα κι έκαιγε λιβάνι, μέσα στην κάμαρα που ήτανε το φέρετρο του πεθαμένου μπάρμπα.
Οι ξένοι Ιταλοί κατακτητές, περνούσαν από τον δρόμο κι έλεγαν απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις. Σα νύχτωσε το φως του λύχνου μετά βίας φώτιζε τις γυναικείες σκιές που καθόταν ξαγρυπνώντας γύρω απ’ το νεκρό με τα λυτά τσεμπέρια τους σιγοκλαίγοντας και μοιρολογώντας. Έμοιαζε σκηνή αρχαίας τραγωδίας.
Η μεγάλη πόρτα της αυλής άνοιγε κι έκλεινε, οι άνδρες καθόταν πάνω στα λιθάρια σιγοψιθυρίζοντας, ο Θεός να τον συγχωρέσει κι έκρυβαν το φως της καύτρας απ’ τα τσιγάρα τους στην κλειστή παλάμη τους, μην τυχόν και περάσει Ιταλική περίπολος.
Εγώ έτρεχα ανάμεσα στα τόσα καινούρια πρόσωπα, άκουγα συζητήσεις. Όλοι το περίμεναν
ότι θα πέθαινε, λέγανε μάλιστα ότι άργησε, αφού έκανε το λάθος να παντρευτεί. Δεν είχε το δικαίωμα, το χτικιό δεν το επέτρεπε. Τα μάτια μου είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι. Κατά τα μεσάνυχτα πήγα στο διπλανό σπίτι. Εκεί ξάπλωσα πάνω στο αχυρένιο στρώμα του καναπέ.
Ο ύπνος με πήρε στην αγκαλιά του. Με μετέφερε στον ουράνιο θόλο από όπου μπορούσα να δω το μέλλον. Από μπροστά μου χανόταν το χωριό μου, ο τόπος μου. Τρόμαξα, δεν μου άρεσε, διαμαρτυρήθηκα στο Θεό: «Το πεπρωμένο σου είναι γραμμένο, θα χαθείς από την Πύλαρό σου» ακούστηκε μια φωνή
Ξύπνησα όταν είχε ξημερώσει, οι περισσότεροι επισκέπτες είχαν φύγει, οι υπόλοιποι ετοιμαζόταν για την κηδεία. Τι παράξενο όνειρο σκέφτηκα, ευτυχώς που ήταν μόνο όνειρο.
Οι καμπάνες του Αγίου Δημητρίου τώρα χτυπούσαν διπλές, λυπητερά, η κηδεία είχε αρχίσει, ο παπάς με το θυμιατό στο χέρι, τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα είχαν έρθει στο σπίτι να συνοδέψουν το νεκρό στην τελευταία του κατοικία. Ο παπάς έβαλε λιβάνι στο θυμιατό. Καπνός γέμισε την ατμόσφαιρα, άφησε την ανατολίτικη μυρωδιά του και διαλύθηκε. Τέσσερις φίλοι χωριανοί σήκωσαν στους ώμους τους, το εκκλησιαστικό φέρετρο με το νεκρό, ακολουθώντας τις νεκρώσιμες ψαλμωδίες του παπά, από πίσω η νιόπαντρη χήρα, μαζί τα αδέλφια του σιωπηλά, οι πενθούντες συγγενείς, ο υπόλοιπος κόσμος του χωριού, ακολουθούσα κι εγώ ήθελα πολύ ν’ ακούσω το «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα…»
Στην στροφή του δρόμου φάνηκαν τα πρώτα κοράκια, πετούσαν χαμηλά κι έκραζαν. Απ’ το έρημο παλάτι του Ροή, αυτού που είχε πλουτίσει και μείνει στο εξωτερικό αναδινόταν μια βρώμα κοπριάς προβάτων, κάποιος τσοπάνης, χρησιμοποιούσε το υπόγειο για μαντρί. Στη ρεματιά μέσα φάνηκε το πτώμα ενός γαϊδάρου, τα κοράκια μάλωναν αναμεταξύ τους. Η κηδεία προχωρούσε, ο παπάς έψαλλε το κύριε ελέησον, οι κατακτητές Ιταλοί κοίταζαν απ’ το παράθυρο σπιτιού που είχαν επιτάξει και γελούσαν. Στην εκκλησία μετά τον τελευταίο ασπασμό, έφεραν το φέρετρο, δίπλα στο μνήμα, σήκωσαν με το σεντόνι το νεκρό, τον πίθωσαν στο στόμα της γης, ξαναέβαλαν το φέρετρο στην εκκλησία για τον επόμενο. Ο παπάς έριχνε λίγο χώμα, άπλωσα το χέρι μου κι έριξα μια χούφτα χώμα, μια τιμητική συνήθεια από τα Ομηρικά χρόνια, μόνο που τότε έριχναν τον κονιορτό πριν την ταφή, ο γέρο Μπάμπης έφτυσε στις παλάμες του έπιασε το φτυάρι στο χέρι κι άρχισε να γεμίζει με χώμα τον τάφο, στα αυτιά μου ηχούσε ακόμα ο αντίλαλος των ψαλτών αιωνία αυτού η μνήμη…
Γυρίσαμε σπίτι. Περνώντας από τη ρεματιά είδαμε ότι τα κοράκια είχαν ξεγυμνώσει απ’ τις σάρκες τα κόκαλα του γαϊδάρου, κόκκινα φάνταζαν σαν σταυρόλεξο από τριαντάφυλλα.
Την επόμενη μέρα ήρθε η σειρά της φωτιάς, κάηκαν τα ιμάτιά του νεκρού, το κρεβάτι του, τα πάντα. Μετά ήρθε από το Αργοστόλι ο κλίβανος.
Το χτικιό είχε νικηθεί.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη