Παρασκευή 7 Μαρτίου 2008

ΤΑ ΧΕΡΙΑ: ΣΕ NOIR


(Ξεκινώντας από τη Νέα Ορλεάνη, με ένα παλιό (σαπιοκάραβο) φορτηγό βαπόρι, 5000 τόνων, φορτωμένοι ρύζι με προορισμό -Chalna, Bangladesh- ταξιδεύοντας με 5 ναυτικά μίλια την ώρα, κάνοντας το γύρω του ακρωτηρίου της καλής Ελπίδας, φυσικά ‘πιάσαμε’ για τρόφιμα, επισκευές σε αβαρίες και καύσιμα σε Κούβα, Βραζιλία, Νοτιοαφρικανική ένωση και Colombo Sri Lanka. Μετά από 120 μέρες εν πλω αγκυροβολήσαμε στον προορισμό μας, στον κόλπο της Βενγκάλης στο Δέλτα των ποταμών Γάγγη, Βραχμαπούτρα και Μέγκνα, να ξεφορτώσουμε μερικό φορτίο για να ελαφρύνει το βαπόρι και να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι του στο ποτάμι μέχρι να φανεί η Chalna, τελικά πήγαμε Chitagong.)

Τα νερά του δέλτα των ποταμών θολά βρώμικα. Μετά από τη μερική ξεφόρτοση στο αγκυροβόλιο του δέλτα το βαπόρι με ελαφρωμένο στομάχι βογκώντας και αναστενάζοντας ανέβαινε ενάντια στο ρεύμα του ποταμού που έμοιαζε σα να ξερνούσε αίμα, ανακατεμένο με τα κόκκινο-καφετιά νερά του. Το δέσανε στο μόλο πάνω σε κάτι παλιές σκουριασμένες δέστρες που φαινόταν σα μανιτάρια μέσα σε ένα μουντό-μουχλιασμένο τοπίο. Αμέσως άρχισαν να τρώνε τα σωθικά του άνθρωποι σαν τα μερμήγκια έκαναν σειρές κουβαλώντας στο κεφάλι τους τα σακιά το ρύζι. Επικρατούσε ζέστη και άπνοια, κολλούσαν τα ρούχα στο δέρμα σου. Περνώντας τόσες πολλές μέρες στο πέλαγος, με την αρμύρα της θάλασσας στα χείλη μου επάνω, κουρασμένος απ’ το νανουριστικό κλυδωνισμό του βαποριού, με την πρώτη ευκαιρία έτρεξα έξω, να δω άλλους ανθρώπους, να πατήσω χώμα στερεό, ευλογημένο. Ανέβηκα σε ένα τρίκυκλο ποδήλατο -το ταξί τους,- του είπα να με αφήσει στο κέντρο της πόλης. Μετά από μια μικρή περιπλάνηση τα βήματά μου μ’ έφεραν σ’ ένα χωματένιο δρόμο όπου οδηγούσε στην αγορά.
Στις άκρες του δρόμου ανθρώπινες ψυχές είχαν φωλιάσει σε σκελετωμένα κορμιά τα περισσότερα σακάτικα που για να κρύψουν τη γύμνια τους σκεπαζόταν με μια καφέ χωματένια αποξηραμένη λάσπη, με τεντωμένα τα χέρια τους εκλιπαρούσαν ελεημοσύνη.
Τα χέρια έμοιαζαν με βλαστάρια, κάτι βλαστάρια καφετιά σαν αποξηραμένα στάχυα, σάρκινα, κοκαλιάρικα, φαινόταν σα να ξεφύτρωναν από ένα βρώμικο σεληνιακό τοπίο, κουνιόταν πότε δεξιά πότε αριστερά σύμφωνα με τα βήματά μου, λες κι εγώ ήμουν ο θεός τους, οι δε φωνές των ψυχών έμοιαζαν σαν κρωγμοί κοράκων.
Κοίταζα σαστισμένος μην πιστεύοντας τα μάτια μου, έως που ένιωσα τα χέρια να με αγγίζουν από πίσω, γύρισα το κεφάλι ένα σωρό παιδιά με τα χέρια απλωμένα φώναζαν όλα μαζί. Μπαξίσι, μπαξίσι, τάχυνα το βήμα μου να βγω από αυτή τη γειτονιά, τα παιδιά με ακολουθούσαν σ’ ένα ασφυκτικό κλοιό. Για να ελευθερωθώ έπιανα τα χέρια και τα τσίμπαγα, τσιμπιές στριφτές, έφευγαν, αμέσως ερχόταν άλλα. Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι και η κόλαση σκέφτηκα, ομολογώ ότι είχα φοβηθεί, επιτέλους κάποτε φάνηκε ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος, στο βάθος διέκρινα ένα σπίτι πράσινου χρώματος με μεγάλη θολωτή πόρτα και παράθυρα, ανοιχτή αυλή χωρίς πόρτα. Μπήκα μέσα, τα παιδιά με ακολουθούσαν, κοίταξα από την πόρτα άνδρες στα άσπρα ντυμένοι προσευχόταν γονατιστοί, από κάπου φάνηκε ένας άνδρας με άσπρη κελεμπία, μου έδειξε την πόρτα προς το δρόμο, κάτι είπε στα παιδιά που εξαφανίσθηκαν, μετά μπήκε κι αυτός μέσα και γονάτισε, διερωτήθηκα, να ήταν άραγε ο παράδεισός τους;
Ο ήλιος κόντευε να κρυφτεί απ’ τον ορίζοντα σαν ένα κατακόκκινος δίσκος σύμβολο της φοβερής ζέστης και της αυριανής ελπίδας. Ευτυχώς περνούσε ένα τρίκυκλο ποδήλατο, το σταμάτησα, στο λιμάνι του είπα. Οι λιμενικοί ντυμένοι με την άσπρη στολή τους με τα χρυσά και μαύρα σιρίτια τους, με τα λευκά πηλίκιά τους και τ' άσπρα γάντια τους ανυπόμονοι πρόσμεναν τη δύση του ηλίου, για να επιδοθούν σε φαγοπότι…

Ήταν Ραμαζάνι…

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ

Τ’ αστέρια πέφτουνε στη Γη
σαν κέρινες φλογίτσες,
είναι οι ψυχές του ουρανού,
που πλέουνε στον ποταμό το Γάγγη.
*
Χέρια κοκαλιάρικα μ’ αγγίζουν,
λερές παλάμες απλωμένες,
σπαρακτικές φωνές.
«Θεέ μου! Δώσε μας μπαξίσι.»
*
Θεός, ελπίδα των φτωχών,
στα μάτια τους είμαι κι εγώ,
ένας περαστικός Θεός,
αφού είμαι ένας ναυτικός.
.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

13 σχόλια:

Μηθυμναίος είπε...

Συμβάντα σαν παραμύθι... Να τα λες στα παιδιά και να σε βλέπουν με ανοιχτό το στόμα. Μα και μεγάλοι σαν κι εμάς.
Πως τα θυμάσαι με τόσες λεπτομέρειες, αναρωτιέμαι...
Να 'σαι καλά και να μας γράφεις πάντα τέτοια παραμύθια.

ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ είπε...

Θαυμάσια ταξιδιωτική σελίδα, ατμοσφαιρική, γεμάτη χρώματα, ανθρώπινο χνώτο και πόνο. Μια σελίδα γήινης ομορφιάς και γήινης κόλασης!

pylaros είπε...

Φίλε Στράτο, φίλε Φαίδων

Πολλές φορές τρομάζω να γνωρίσω τον εαυτόν μου αν πράγματι είμαι ο ίδιος αυτός που έζησε παιδάκι σε τόσο διαφορετικές συνθήκες.
Όλα ταύτα αυτά με παιδεύουν, συγκρίνω ονειρεύομαι υπάρχω και ζω με αναμνήσεις.
Είναι κι αυτό το αλάτι και το πιπέρι της σημερινής μου ανιαρής ζωής.
Σας ευχαριστώ,
Γαβριήλ

Ανώνυμος είπε...

δεν ξέρω γιατί βλέπεις τη ζωή σου ανιαρή φίλε Γαβριήλ. Ζεις σκέπτεσαι ,θυμάσαι γράφεις δημιουργείς,έχεις φίλους που σε εκτιμούν,οικογένεια που μοσχοβολάει πρόοδο και Ελλάδα.

Θα το πίστευες αν σου λεγε κάποιος τότε που σαλτάρισες ξυπόλυτος στα καράβια,ότι θα ρχοταν η στιγμή να πάρεις βραβεία λογοτεχνίας;

Η ναυτική σου Αφήγηση μοιάζει σαν να ήρθε από ένα άλλο κόσμο.Ενα κόσμο που κάνει την αλήθεια του μαστίγιο στην αδιαφορία μας .

Ανώνυμος είπε...

ο Σπύρος ήμουνα μωρέ....

pylaros είπε...

Αχ φιλε μου Σπύρο!
Μάλλον αυτό το ανιαρή ήταν της στιγμής, σήμερα έξω βρέχει έχει μαυρίσει ο ουρανός, μου γεννά ένα συναίσθημα απομόνωσης, θα πρέπει να είναι περαστικό.
Φίλε ευχαριστώ για τα τόσο ενθαρρυντικά σου λόγια.
Εβίβα λοιπόν με κρασί Νεμέας αυτό που μας υποσχέθηκες ότι θα πίναμε μαζί.

Γαβριήλ

Ανώνυμος είπε...

ΓΕΙΑ ΣΟΥ Γαβρίλη. Ακόμα, σε βλέπω να ζαλίζεσαι από τους τρικυμισμένους ωκεανούς... Καλό σου κάνει διότι ... έτσι πρέπει ν' ανακατεύεται το χαρμάνι των αναμνήσεων και για να βγαίνουν στην επιφάνεια... λαυράκια! Τότε,εκεί, σίγουρα, ήσουν ένας μικρός θεός στα μάτια των πεινασμένων παιδιών ... δυστυχώς, όμως, αυτά συμβαίνουν και στις ημέρες μας. Καλά σου τα γράφει κι ο Σπύρος, πιο πάνω, κι επικροτώ τα μέγιστα. So, keep up the good work, friend! Εμείς, σ΄ακολουθούμε στις βουτιές του παρελθόντος σου. Υιώτα Σ., ΝΥ

pylaros είπε...

Γιώτα,
Αν δεν ήταν και οι αναμνήσεις δεν ξέρω πως θα την περνούσα τη ζωή, πάντως και αυτές χρειάζοντε

Ευχαριστώ

Γαβριήλ

Ανώνυμος είπε...

Καταπληκτική εικόνα! Με έκανες να ζηλέψω αυτά που ειδαν μέχρι τώρα τα ταξειδιωτικά σου μάτια. Ακόμα και τις εμπειρίες, που τις αποκαλείς Κόλαση. Στην ζωή, δεν ξεφεύγουμε, Γαβρίλη μου. Όλοι παίρνουμε γεύση από Κόλαση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σημασία έχει, τι κρατάμε και τι πετάμε για να..προχωράμε.
Το ποιήμα σου,αισθαντικό, το έχω ξαναδιαβάσει. Είναι αντιπροσωπευτικό της εικόνας που μας έδωσες. Στην φωτογραφία, είσαι συ; Μπήκες στην αλμύρα από τόση νεαρή ηλικία! Φαντάζομαι, πόσες ενδιαφέρουσες ιστορίες θα έχεις να μας πεις. Είμαι όλο αυτιά.
Καλό βράδυ,
Βάνα.

Ανώνυμος είπε...

Ναι Βάνα,ο Γαβριήλ είναι στην φωτογραφία,αδύνατος αδύνατος όμως.
Αφού όταν ανέβαινε στο κατάστρωμα με μπουρίνι έδενε και μια μικρή Αγκυρα στη μέση του.
Στα λιμανιά όμως ;Να οι κοπελιές από πίσω του ,φλερτούραγε από αγκαλιά σε αγκαλιά.
Ε ,πως να μην τον πνίγουν οι αναμνήσεις ;

Σπύρος Δαρσινός

Μηθυμναίος είπε...

Ο φίλος μας, ανάλαφρος στα λιμάνια, "φλερτούραγε" από αγκαλιά σε αγκαλιά! Στο κατάστρωμα, όμως, έριχνε τήν άγκυρα. Α, ρε νιότη, τότε που 'λεγες πως θα γινόμουν άλλος...

pylaros είπε...

Μάλιστα, παραδέχομαι τον Σπύρο έχει μια έκτη αίσθηση, πράγματι στη φωτογραφία είμαι εγώ, καμιά φορά λέω ότι μεγάλωσα στην αγκαλιά της θάλασσας και των λιμανιών της παγκοσμιότητας, συνήθως δεν με πιστεύουν, αλλά κυριολεκτώ.
Βάνα μου τα τόσο όμορφα λόγια σου, μου φέρνουν μια ευχάριστη ευδαιμονία, όπως και όλων σας, ώστε να εξακολουθώ να γράφω, με αυτό εννοώ ότι προσπαθώ να εξωτερικεύσω τα διαφορετικά μου βιώματα από τα τετριμμένα μεταναστευτικά κοινά. Ο Στράτος ξέρει…
Χίλια ευχαριστώ!
Γαβριήλ

Ανώνυμος είπε...

Αξιοζήλευτες οι ναυτικές σου εμπειρίες, φίλε Γαβρίλη, μα πιό αξιοζήλευτος είναι ο τρόπος που καταφέρνεις να τα μεταφέρεις στο χαρτί. Διαβάζοντάς τα πιστεύω πως κείνη τη στιγμή είμαι κι΄εγώ εκεί, κάπου κοντά σου και τα ζω όλα αυτά μαζύ με σένα.
Νάσαι καλά
Ντένης