Δευτέρα 28 Απριλίου 2008

Μια διαφορετική κοσμογονία...

Ψάχνοντας διάφορα παλαιά βιβλία μου κίνησε την περιέργεια οι μύθοι για την δημιουργία του κόσμου (κοσμογονία) των αυτοχθόνων κατοίκων της μέσο- Αμερικής των Μάγια της φυλής Quiché Κιτσέ η οποία ζει στα υψόμετρα της οροσειράς Sierra Madre της Γουατεμάλας. Έχοντας λοιπόν ζήσει κι εγώ αρκετά χρόνια σε αυτό το κράτος κι αναμιχθεί με το λαό αυτόν αντιγράφω σε περίληψη προσπαθώντας να βρω ομοιότητες με τις δικές μας παραδόσεις. Είναι ένα βιβλίο με 192 σελίδες, λέγετε μάλιστα το ιερό βιβλίο Popol Vuh των Μaya-Quiché .
Διερωτώμαι τι να μας θυμίζει, τον απαγορευμένο καρπό της Παλαιάς Διαθήκης; Την παρθένο- γέννηση; τη θυσία της Ιφιγένειας;


Περίληψη:
Ο μοναχός Francisco Ximenez , Φρανσίσκο Χιμένεζ του τάγματος του Santo Domingo Αγίου Δομινίκου ο οποίος είχε φτάσει στη Γουατεμάλα προερχόμενος από την Ισπανία τo 1688 μαζί με μια βαποριά θρησκευόμενων ιερωμένων, του ανέθεσαν την ενορία του Αγίου Θωμά Chuilá, το σημερινό Chichicastenango Τσιτσικαστενάνγκο, όπου οι ιθαγενείς κάτοικοί του, Quiché διατηρούνε μέχρι σήμερα τις παραδόσεις της φυλής τους.
………………………
Ο μοναχός Χιμένεζ κατόρθωσε και τους ενέπνευσε εμπιστοσύνη, στις αρχές του 18ου αιώνα του εκμυστηρεύθηκαν ότι υπήρχαν χειρόγραφα που γράφτηκαν σε φλούδα του δένδρου amate λίγα χρόνια μετά από την κατάληψή τους από τους ισπανούς ίσως το 1544 στην Γλώσσα Quiché = Κιτσέ με τη βοήθεια του Ισπανικού αλφαβήτου.
……………
Ο συγγραφέας είναι άγνωστος τα χειρόγραφα γράφτηκαν από αφηγήσεις όπου αφηγούνται από στόμα σε στόμα, ότι κάποτε υπήρχε ένα ιερό βιβλίο των Μάγια Κιτσέ το Popol Vuh Ποπόλ Βου όπου εξιστορούσε τη δημιουργία του κόσμου.
Ο μοναχός έμαθε τη γλώσσα των Ιθαγενών κατάλαβε την αξία των χειρογράφων, tα έγραψε σε βιβλίο και παράλληλα τη μετάφραση στα Καστελλιάνικα- Ισπανικά.
Το πρωτότυπο χειρόγραφο βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Newberry, Chicago USA
……………
…αφού έκοψαν το κεφάλι του Ουάν-Ουναπού (αιχμάλωτος άλλης φυλής που είχε χάσει ένα παιχνίδι μπάλας) οι κύριοι του κάτω κόσμου ’Άδη’ οι Xibalbá Kxιμπαλμπά το κρέμασαν σε ένα δένδρο το οποίο άρχισε να δίνει καρπούς τα καλύτερα φρούτα του έμοιαζαν με κολοκύθες, έβγαλαν διαταγή κανένας να μην πλησιάσει το δένδρο, ούτε να κόψει τα φρούτα.
Το άκουσε και η κόρη του Cuchumaquic Κουτσουμαkίκ η δεσποινίς Ixquic, Ικxκίκ η περιέργειά της την έκανε να πάει κάτω απ’ το δένδρο.
Τι θαυμάσια φρούτα, άραγε αν κόψω ένα τι μπορώ να πάθω; Να πεθάνω;
Τότε της μίλησε η νεκροκεφαλή, που ήταν ντυμένη σα κολοκύθα.
-Τι θέλεις τι ζητάς, όλα τα φρούτα είναι από μέσα νεκροκεφαλές, θέλεις να έχεις περιπέτειες;
-Ναι,
-Τότε άνοιξε την παλάμη του δεξιού σου χεριού.
-Εντάξει, απάντησε η κόρη.
Την ίδια στιγμή η νεκροκεφαλή κολοκύθα έφτυσε στο χέρι της κόρης και μια φωνή της είπε:
-Από αυτή τη στιγμή μένεις έγκυος, φέρνεις στα σπλάχνα σου τους κληρονόμους μου.
Αλλά μην φοβάσαι δεν θα πάθεις τίποτε, ότι έγινε είναι γιατί το διέταξαν οι τρεις καρδιές του ουρανού η πρώτη Huracán, η δεύτερη Chips-Caculhá, και η Τρίτη Raja-Caculhá, κλπ.
-Είναι θεία θέληση απ’ το σώμα σου να γεννηθούν τα αδέλφια ημίθεοι Hunahpú και Ixbalanqué Ουναπού και Ικxμπαλανκέ
……..………
Η κόρη γύρισε σπίτι της, δεν είπε σε κανένα τίποτε, μετά από έξη μήνες η κοιλιά της έδειχνε φουσκωμένη, ο πατέρας της τής λέει με ποιον πήγες, ποιανού είναι το παιδί;
-Πατέρα δεν πήγα με άνδρα, είμαι παρθένα,
-Ψέματα μου λες, άρα είσαι πόρνη.
Ο πατέρας είπε στους άρχοντες:
-Η κόρη μου είναι έγκυος με ατίμασε, με ντρόπιασε.
-Αυτό είναι προσβολή πρέπει να πεθάνει.
Ο πατέρας φώναξε τέσσαρες μπούφους αγγελιοφόρους τους έδωσε ένα δοχείο σε σχήμα καρδιάς, ένα πέτρινο μαχαίρι, τους παρέδωσαν την κόρη του να την σφάξουν και να φέρουν την καρδιά της να την ψήσουν οι άρχοντες στη φωτιά όπως ήταν η συνήθεια για τις ανθρωποθυσίες των Μάγια.
Πράγματι την κατέβασαν στον κάτω κόσμο, εκεί αυτή κατάφερε να τους σαγηνέψει, τους παρότρυνε να κόψουν την φλούδα ενός δένδρου όπου ο χυμός του ήταν κόκκινος σαν αίμα, croton sanguifιlus και είχε την ιδιότητα να πήζει, με αυτό να γεμίσουν το δοχείο και να το παραέδωσαν στους άρχοντες, έτσι κι έγινε η κόρη νίκησε το βασίλειο του Άδη και όταν γύρισε διωγμένη από την γιαγιά της περιπλανώμενη στο βουνό έφερε στον κόσμο μόνη της τα δυο παιδιά της…
Από το βιβλίο Popol Vuh versión Adrián Recinos Editorial Concepto, S.A. México 13 D.F.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη Απρίλιος 2008

Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

Εκπληκτικό Περιηγητικό και τόσο κοντά μας!



Έτσι χωρίς να το έχω προγραμματίσει με παρέα από φίλους προ μερικών ετών και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2000 βρέθηκα περιηγητής -τουρίστας στη νότιο Αλβανία. Κάτω από την προστασία της UNESCO υπάρχει ένας αρχαιολογικός χώρος μισής ώρας απόστασης από τους Αγίους Σαράντα με ταξί.
Το όνομά του Βουθρωτό (Butrint) (Μια ξεχασμένη πόλη) λένε ότι πρωτοκατοικήθηκε από Έλληνες Κορίνθιους που πέρασαν απέναντι από την Κέρκυρα τον 7 αιώνα π.Χ. μια πόλη με 10.000 κατοίκους, οι Ρωμαίοι την κατέστρεψαν και ξαναχτίστηκε πάλι τον 2 αιώνα π.χ. ένας αρχαίος Ελληνικός χώρος, ένας Μεσογειακός μικρόκοσμος, από τους αρχαίους Έλληνες, Ρωμαίους Βυζαντινούς, ως τους Ενετούς.
Μετά από αλλεπάλληλες επιδρομές και φυσικές καταστροφές η πόλη εγκαταλείφθηκε κατά τον 14 αιώνα.

Ο Βιργίλιο μάλιστα πίστευε ότι ήταν η νέα Τροία συνδέοντας το χτίσιμό της με τον Αινεία, επίσης ο γιος του Πρίαμου Helenus και η Ανδρομάχη έφθασαν εκεί κυνηγημένοι από τους Έλληνες κι έχτισαν το Βουθρωτό, τη νέα Τροία. Ο Πλούταρχος μας ξαναλέγει για τον μύθο ότι ο Παν πράγματι πέθανε εδώ.
Έχει 3000 χρόνια ιστορίας που άφησε τα ίχνη της ώστε ο σημερινός επισκέπτης να περιπλανιέται ανάμεσα στα ερείπια και μνημεία διάφορων πολιτισμών. Ομολογώ ότι μου προξένησε έκπληξη η ξεναγός διερμηνέας της UNESCO ένα νεαρό κορίτσι -το οποίο βλέπετε στην φωτογραφία- για το πόσο κατατοπισμένη ήταν στο να μου εξηγήσει όλες μου τις ερωτήσεις, ακόμα και τις ιδιοτροπίες μου.
Μου έδειξε τα τείχη τη διαφορά των ελληνικών τειχών από τα ρωμαϊκά οι ρωμαίοι είχαν εφεύρει το μπετόν ενώ οι έλληνες όταν έχτιζαν τα αγκωνάρια στις γωνίες τα έκαναν κλειδωμένα σα δαγκάνες κλπ… η περιήγησή μου δεν είχε τέλος, οι Βυζαντινοί είχαν δημιουργήσει επισκοπή, με πήγε στο νυμφαίο χτισμένο το 200 μ.Χ.( είδα μια κρήνη με ένα ρηχό πηγάδι όπου έτρεχε νερό) δίπλα από την βυζαντινή Βασιλική.
Τα Βυζαντινά μνημεία μεταξύ άλλων περίπλοκα παλάτια με το Βαφτιστήρι του έκτου αιώνος και πολύχρωμα μωσαϊκά με φιγούρες άγριων ζώων, πουλιών και ψαριών σύμβολα του βαπτίσματος και της Χριστιανικής μετάληψης, κοινωνίας.
Τα Ρωμαϊκά τείχη, τα Ρωμαϊκά μπάνια, είδα την Πύλη των Λεόντων, την της λίμνης, το ιερό ιατρείο του Ασκληπιού, το Ελληνικό αμφιθέατρο, το Ενετικό κάστρο …
Έμεινα άφωνος μην πιστεύοντας τα μάτια μου, τόση ιστορία, τόσος πολιτισμός, ο ένας πάνω στον άλλο, αρχίζοντας από τις δικές μας Ελληνικές ρίζες.
Τα έλη της λίμνης Buntrint έχωσαν με λάσπη τα αρχαία μνημεία έως που Ιταλοί αρχαιολόγοι όπως ο Κόντε Luigi Ugoloni τα ανακάλυψαν περίοδο του 1920-1930.
Από το 1991 Έλληνες αρχαιολόγοι συνεργάζονται με το Αλβανικό αρχαιολογικό ινστιτούτο και με το ίδρυμα Butrint…
Πηγή εκτός της κυριοτέρας ξεναγού της UNESCO, The Butrint Foundation, UK registered charity No. 1017039, και Wikipedia.


Πέρασα μια συγκλονιστική μέρα γεμάτη εκπλήξεις, μέσα σε μια ανυπόφορη ζέστη, λυπήθηκα που δεν είχα καιρό να ολοκληρώσω την εξερεύνησή μου όλο αυτόν τον θησαυρό των τόσο πολλών συγκεντρωμένων πολιτισμών, από τους αρχαίους πρόγονούς μας. Ήμουν ο μόνος από την παρέα που επισκέφθηκε το Βουθρωτό, οι άλλοι προτίμησαν την ξάπλα και το τσίπουρο κάτω από την σκιά των δένδρων. Σαν έπεσαι ο ήλιος πήραμε το δρόμο του γυρισμού κοιμηθήκαμε στο χωριό Βρυσερά, όπου μαζί με την παρέα την επόμενη μέρα επισκεφθήκαμε το χωριό Σωτήρα ήταν μια εορταστική ατμόσφαιρα μια και ήταν η παραμονή της χριστιανικής εορτής του Σωτήρα κι εόρταζε ο ναός και το χωριό μαζί.
Το άλλο πρωί, ξεκινήσαμε για τα σύνορα όπου περάσαμε από Κακαβιά στην Ελλάδα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Νέα Υόρκη

Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Ενσταντανέ, από τη χώρα των Μάγια, αρ. 1

Το φάντασμα:

Χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα του σπιτιού μου ήταν περίπου 4 η ώρα τα χαράματα, κοίταξα από την χαραμάδα και είδα τον οδηγό του ταξί μου που εργαζόταν τη νυχτερινή βάρδια, άνοιξα.
Μου έκανε νόημα να βγω έξω, έβαλε το στόμα του κοντά στο αυτί μου λες και ήμουν ιερωμένος για να εξομολογηθεί. Η ανάσα του μύριζε πιοτό, μου φάνηκε μεθυσμένος.
«Σου έφερα το αυτοκίνητο σου, φοβήθηκα γιατί είδα μπροστά μου το φάντασμα του Χουνουναπού -νο, ξέρεις αυτού που λένε ότι υπάρχει, μα δεν υπάρχει, αυτού που εξουσιάζει το βασίλειο του Άδη Χιμπαλμπά, που στο όνομά του κάνουν ανθρώπινες θυσίες, αυτό που όποιος το δει πεθαίνει, έτσι πιστεύουν στο μέρος μου οι χωριανοί μου, Μάγια Κιτσέ.»
«Μη λες ανοησίες, θέλω να μάθω τι έγινε.»
«Καθώς περνούσα το γεφυράκι αυτό που οδηγεί προς το νεκροταφείο, είδα στη μέση του δρόμου μια ανθρώπινη σιλουέτα χωρίς να κινείται. Απ’ το φόβο παρέλυσαν τα πόδια μου, δοκίμασα να την αποφύγω έστριψα δεξιά, αριστερά χαμένος κόπος, τελικά της έδωσα μια με τον προφυλακτήρα.»
Πετάχτηκα όρθιος από την έκπληξη, δεν πίστευα στα αυτιά μου, κοίταξα γύρω μου να δω αν μας ακούει κανένα αυτί. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε, κάποιος κόκορας δοκίμαζε να λαλήσει, αλλά δεν ήταν σίγουρος για το ξημέρωμα και η λαλιά πνίγηκε στο λαρύγγι του. Κοίταξα τον προφυλακτήρα ήταν γεμάτος αίματα.
«Πήγες στην αστυνομία;»
«Θα αστειεύεσαι, αυτοί σε κλείνουν μέσα και μετά άντε να βρεις άκρη.»
«Σε είδε κανένας ρώτησα;»
«Όχι,»
«Μα είσαι σίγουρος ότι ήταν το φάντασμα του χωριού σου, μήπως ήταν άνθρωπος, ή ακόμα και κανένας σκύλος;»
«Όχι σου λέω ήταν το φάντασμα του Χουνουναπού-νο, ή ίσως να ήταν και άνθρωπος, πάντως κάτι ήταν όπως τον χτύπησα έπεσε πάνω στο καπό, έστριψα απότομα δεξιά και το κορμί έπεσε στο έδαφος.»
Πήγα μέσα στο σπίτι κι έφερα ένα κανάτι νερό, έπλυνα τα αίματα και πήγα σε φίλο που είχε γκαράζ, ζήτησα τη γνώμη του.
«Αν ήταν Άνθρωπος αύριο θα ακουστεί, αλλά για καλό κακό πάρε το αυτοκίνητο και φύγε, πήγαινε στην πρωτεύουσα μια απόσταση 300 χιλιομέτρων, μείνε εκεί μια βδομάδα επισκεύασέ το και μετά βλέπουμε.»
Ο νόμος της πιάτσας είναι η σιωπή, κανένας δεν καταδίδει κάποιον στην αστυνομία, την οποία όλοι θεωρούν εχθρό τους.
Ο νόμος της σιωπής ένας τάφος, ένας σύντροφος του εσωτερικού μας κόσμου. Η σιωπή ένα ταμπού τιμής, ήταν η τιμή της μπέσας όπως λέει και ο αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ, το πρωτόγνωρο αυτό συναδελφικό ένστικτο σιωπής κι αλληλεγγύης ενός καταπιεσμένου λαού που παραμένει μέχρι σήμερα, ενάντια στις αρχές του κατεστημένου.

*

Η σημαδεμένη:

Η Βλάνκα ήταν μια ομορφούλα ξανθή με γαλανά μάτια, η σκούφια της κρατούσε από Άγγλους ίσως πειρατές αυτούς που είχαν εποικήσει το νησί Ουτίλα στην Καραϊβική. Ζούσε μαζί με τη μάνα της στην πόλη του λιμανιού Μπάριος σε ένα ξύλινο σπιτάκι, μεταξύ τους μιλούσαν αγγλικά.
Ήταν τακτική πελάτισσα του ταξί μου, είχε πιάσει φίλο έλληνα ναυτικό, κατά κάποιο τρόπο με θεωρούσε φίλο της και πριν έρθει το βαπόρι στο λιμάνι μου έλεγε όλα τα μυστικά που έκανε στο σώμα της, όλα τα τρυκ που μόνο μια γυναίκα φαντάζεται για να παραδοθεί στην αγκαλιά του ναυτικού κάνοντάς τον να πιστεύει ότι ζούσε μόνο γι’ αυτόν.
Το ταξί μου είχε γίνει το μεταφορικό μέσον των ερωτευμένων, μέχρι που κάποιος ζήλεψε την ευτυχία τους, έστειλαν με τη βία το παλικάρι στην Ελλάδα και μετά από λίγο αυτοκτόνησε στην Κόρινθο. Η Βλάνκα έψαχνε για αντικαταστάτη, για καινούργιες περιπέτειες μέχρι που τον καινούργιο φίλο της ντόπιο ναυτικό και φίλο δικό μου, τον δολοφόνησαν σε ελληνικό βαπόρι εν πλω κι εγώ την μετέφερα στα διάφορα αστυνομικά τμήματα ζητώντας δικαιοσύνη…
Μετά από λίγο σκοτώθηκε και η ίδια τρέχοντας σε μια μοτοσικλέτα με καινούργιο φίλο που απέκτησε όταν ζητώντας δικαιοσύνη για τον δολοφονημένο φίλο της γνωρίστηκε με ναύτη του λιμεναρχείου, που είχε τη μοτοσικλέτα, έτσι τρίτωσε το κακό.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 6 Απριλίου 2008

Ο Λύχνος, ο Χρόνος, ο Ίσκιος



Στο στερέωμα λάμπει ο ήλιος, στης νύχτας τη σιγαλιά τρεμοσβήνει το φως του λύχνου, και τα δυο μου χαρίζουν το μοναδικό σύντροφο της ζωής μου.
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Σκεπασμένο από τη σκιά του βουνού σα να ζητούσε την προστασία του, το πατρικό μου σπίτι με καλωσόρισε. Εγκαταλειμμένο, έρημο, πνιγμένο από αγριόχορτα και με τις μισό-ξηραμένες κληματαριές του να το περικυκλώνουν. Κανείς δεν με περίμενε. Στο άνοιγμά της, η πόρτα έτριξε σα να φοβήθηκε τη βεβήλωση του ξένου. Έτριξε σα να ζητούσε προστασία από τον απρόσμενο επισκέπτη. Οι αράχνες με αναγνώρισαν και παραμέρισαν, κάνοντάς μου χώρο να περάσω. Με λύπη κοίταξα το σπίτι που γεννήθηκα, ερειπωμένο, σκεβρωμένο, από τα τόσα πολλά χρόνια ερημιάς.
Από κάθε γωνιά του, εμφανίστηκαν μπροστά μου αναμνήσεις σα φαντάσματα μιας άλλης προηγούμενής μου ζωής, που τώρα έχει χαθεί. Στο πάτωμα διέκρινα την καταπακτή που έβλεπε προς το κατώι, έτσι όπως την είχα αφήσει εδώ και πολλά χρόνια. Με χέρι τρεμάμενο έβαλα το δάχτυλο στον κρίκο και σήκωσα την πορτίτσα. Μια τετράγωνη τρύπα φάνηκε μπροστά μου. Κατέβηκα την παλαιά σκόρο-τρυπημένη ξύλινη σκαλίτσα, ήταν η ίδια όπως τότε, μια κίτρινη σκόνη από σάπιο ξύλο γέμισε τα χέρια μου, μπήκε στην αναπνοή μου. Έσκυψα το κεφάλι, κύρτωσα την πλάτη μου για να χωρέσω, σκυφτός προχωρούσα, ο φακός έτρεμε στο χέρι μου. Το πόδι μου έμπλεξε σε κάτι σύρματα, τράβηξα την άκρη τους. Ένας λύχνος εμφανίστηκε, μπρούτζινος με χερούλι από τενεκέ σκουριασμένο. Τον πήρα στο χέρι μου, τον χάιδεψα, γέμισα σκόνη, σκουριά.
Θυμήθηκα τότε που με το φως του μάθαινα το αλφαβήτα, τότε που το φως του, διαπερνούσε τα τζάμια του παραθύρου μαζεύοντας τις κουκουβάγιες στο διπλανό κυπαρίσσι, (τώρα δεν υπάρχει πια, ξεράθηκε,) οι οποίες λαλούσαν πένθιμα όλη τη νύχτα.
Ήταν η εποχή που ακόμα δεν είχε κυκλοφορήσει η πενικιλίνη, η τηλεόραση, το στυλό διαρκείας, τα παγωμένα φαγητά, τα συσκευασμένα προϊόντα, τα ηλεκτρικά πλυντήρια, τα ψυγεία, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, το νάιλον, οι βίντεο-κασέτες, το χάπι, το καλσόν, το χαρτί υγείας… Τότε που δεν υπήρχε κινηματογράφος, ηλεκτρικό φως, τηλέφωνο, υπέρ-βραχέα ραδιοφωνικά κύματα...
Κοιτάζοντας το λυχνάρι παρομοίασα αυτή την περασμένη εποχή, σαν τον καιρό που ζούσε ο Διογένης, ο οποίος με το λυχνάρι έψαχνε να βρει ανθρώπους, πριν από δυο χιλιάδες χρόνια και κάτι.
Αμφιβάλλοντας για την ορθότητα της σκέψης μου, κοίταξα τον εαυτό μου, στο θαμπό-χάραμα της ύπαρξής μου. Κοίταξα το πορτραίτο που κουβαλούσα μαζί μου, που φιλοτέχνησε ο φίλος ζωγράφος Νίκος από τη Νέα Υόρκη. Τα χιόνια έχουν έρθει στα μαλλιά, τα χρόνια, μου έχουν κυρτώσει την πλάτη, ρυτίδες σαν ξερά και άγονα ρυάκια γέμισαν το πρόσωπό μου, σκέφθηκα τα δυο χιλιάδες χρόνια που έχουν περάσει από τότε και τρόμαξα. Στάθηκα στο σημείο αυτό του χρόνου, σα μαρμαρωμένος. Μα είναι ποτέ δυνατόν να έχει περάσει ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα από την εποχή του Διογένη με το λύχνο και να μην έχει αλλάξει τίποτα;
Κοίταξα πίσω μου, το φως του λύχνου τρεμόσβηνε κάνοντας τον ίσκιο μου να κινείται, να με ακολουθεί. Δοκίμασα να του ξεφύγω, αδύνατον, αφού ο ίσκιος ήταν δικός μου.
«Ε! που φεύγεις που πας;» μου είπε, «σε περίμενα, είμαι δικός σου, ο δικός σου ίσκιος.»
Τον αναγνώρισα, ήταν αυτός που με ακολουθούσε, έμοιαζε όπως τότε, ο ίδιος, ούτε τ’ άσπρα μου μαλλιά, ούτε τις ρυτίδες έδειχνε. Πήρα θάρρος. Με χαρά φώναξα: «Ίσκιε μου, σύντροφέ μου, είσαι ο μόνος που έμεινες όπως τότε.»
Έτρεξα να τον πιάσω, έσκυψα, μου ξέφυγε, κουράστηκα, τότε ένιωσα τα σημάδια του χρόνου να με νικούν… Μέτρησα τα χρόνια από την εποχή του λύχνου που με παράπονο με φώναξε παππού, κατάλαβα, ήθελα παρέα…
Πήρα το λυχνάρι στην ξενιτιά στο σπίτι μου, το έτριψα, γυάλισα τον μπρούντζο, το τενεκεδένιο χερούλι έμεινε σκουριασμένο. Το κρέμασα στον τοίχο. Είναι το μόνο που ξέρει το μυστικό μου, είναι η παρέα μου, ο μάρτυρας που με είδε όταν γεννήθηκα, ο σύνδεσμός μου με το παρελθόν, μιας αθώας ύπαρξής μου, της άλλης προηγούμενης ζωής μου, αυτής που χάθηκε, αυτής που δεν υπάρχει, αυτής που τείνει να ξεχασθεί, αυτής που αγνοούν οι νεοέλληνες ότι κάποτε υπήρχε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης,


Νέα Υόρκη