Αυτή η φωτογραφία είναι από την παρουσίαση του βιβλίου της Ανθολογίας της Ξενιτιάς της «Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών των πέντε Ηπείρων,» στο γραφείο τύπου του ελληνικού Προξενείου, Νέα Υόρκη 2002
Εικονίζονται οι παρουσιαστές στα Ελληνικά: Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Διονύσιος Κονταρίνης και η Κλεοπάτρα Παναγιωσούλη στα αγγλικά.
Ήταν Ιανουάριος 2008, το κρύο ήταν τσουχτερό, χιόνιζε μάλιστα.
Εικονίζονται οι παρουσιαστές στα Ελληνικά: Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Διονύσιος Κονταρίνης και η Κλεοπάτρα Παναγιωσούλη στα αγγλικά.
Ήταν Ιανουάριος 2008, το κρύο ήταν τσουχτερό, χιόνιζε μάλιστα.
Κοίταζα απ’ το τζάμι τις νιφάδες χιονιού, έτσι πλατιές όπως έπεφταν, να ντύνουν στα άσπρα την αυλή μου, η οποία συνόρευε με το πεζοδρόμιο κι αυτό με το δρόμο, να τα σκεπάζουν στα λευκά με το πέπλο της παρθενιάς, μια εικόνα αγνότητας, πριν τσαλαπατηθεί και λερώσει από λασπωμένο αίμα, αυτό που παράγουν τ’ αυτοκίνητα και οι άνθρωποι.
Άφησα τη σκηνή να εξελίσσεται μόνη της και πήγα στο γραφειάκι μου.
Όχι δεν έχω θαλπωρή από τζάκι, ούτε κούτσουρα στη φωτιά, όπως παριστάνουν στο βάθος οι φωτογραφίες των μεγάλων προσωπικοτήτων αλλά θέρμανση με κοινό γκάζι όπου βράζει νερό ο λέβητας και παράγει ατμό, ο οποίος αναταράζει τις σκέψεις μου όταν διαφεύγει σφυρίζοντας από τους εξαεριστήρες των σωμάτων. Το γραφειάκι μου στο υπόγειο έτσι για να μην ενοχλώ, ούτε να ενοχλούμαι. Καθόμουν λοιπόν μπροστά στο υπολογιστή μου ναυσιπλοώντας στο διάστημα, ίσως να εύρισκα και τη θεωρία του αεικίνητου, δεν βαριέσαι όμως χαμένοι κόποι άλλοι το είχαν δοκιμάσει πριν από εμένα.
Απογοήτευση με κατέλαβε, εκεί που σκεφτόμουνα λαμβάνω μια παρότρυνση του φίλου Στράτου αν ήθελα θα μπορούσε να με βοηθήσει να ιδρύσω μια ιστοσελίδα στο ιντερνετ, έτσι κι έγινε!
Από τότε μέχρι σήμερα καθημερινώς επισκέπτομαι το δημιούργημά μας, περνώ αρκετές ώρες στο γυαλί της οθόνης μου, ανταλλάσσω γνώμες απόψεις με φίλους αναγνώστες αλλά όπως όλα τα πράγματα έτσι κι αυτό ήρθε η ώρα του για μια προσωρινή ξεκούραση, μια ξεκούραση στα Μαρκάτα, Πυλάρου Κεφαλονιάς, όπου μαζί με τη νοσταλγική χαμένη μου παιδική ηλικία, θα προσπαθήσω να βρω την ξεγνοιασιά, να νιώσω του καλοκαιριού την ζεστασιά μα και τη δροσιά στης θάλασσας την αγκαλιά.
Όχι ότι θα κάνω τίποτα σπουδαία πράγματα, απλώς θα πάψω να συλλογίζομαι, να κουράζω το νου μου. Θα αναμιχθώ με τους χέρσους πέτρινους αγρούς, μόνο που τώρα έχουν γίνει αγνώριστοι από την εγκατάλειψη, έχουν χαθεί τα μονοπάτια της παιδικής μου ηλικίας, έχουν φουντώσει τα πουρνάρια, οι άγριες μάζες, τα κυπαρίσσια, οι ασφάκες, οι ελιές, το βαθύ πράσινο έχει καταλάβει όλα, όσα δεν είναι πέτρινα. Ακόμα και τα σπίτια έρημα χωμένα στο αγριόχορτο είναι σα να ντρέπονται για την κατάντια της ελληνικής υπαίθρου. Απ’ τα παράθυρά τους κρέμονται μισο-ξηραμένες βέργες από κληματαριές μοιάζουν σαν δόντια με ρίζες από νεκροκεφαλές.
Όχι πολυτέλεια, όχι ανέσεις, απλώς αναλαμπή μιας περασμένης ζωής, ένα ταξίδι στο παρελθόν, σε αυτό που άνοιξα τα μάτια μου, αυτή μου η ικανοποίηση θα με ξανακάνει παιδί, θα ξαναζήσω νοερός τον εαυτόν μου, αυτόν τον αθώο που αλλοίωσε η βιοπάλη, και θα μπω σαν το μεταξοσκώληκα στο καβούκι μου, μόνο για λίγο, θα γευτώ της μουριάς τα φύλλα, και θα είμαι ευτυχής όπως τότε.
Θα κατεβαίνω κάθε μέρα στη θάλασσα για μπάνιο, θα τρώω ένα λιτό φαγητό ότι παράγει ο τόπος, το βραδάκι ένας περίπατος, μια βόλτα έναν καφέ στην πλατεία, μια συζήτηση σ’ ένα στοχασμό αναμνήσεων, μια ερώτηση στον εαυτό μου αν υπάρχει πεπρωμένο, πάντοτε μ’ ένα αναπάντητο γιατί να μεταμορφώνεται κάποιος σε μετανάστη; Αφού δεν είναι μεταξοσκώληκας.
Ο μετανάστης ο παγκόσμιος έλληνας αναγκαστικώς έβαλε ρίζες στα μέρη όπου πήγε, ρίζωσε σα δένδρο έβγαλε κλαριά, ποτισμένες οι ρίζες με ξένο νερό, ξένος αέρας χαϊδεύει τα κλαριά του που τραγουδούν στο θρόισμα των φύλλων τους τραγούδια του τόπου όπου γεννήθηκαν.
Ο μετανάστης ο κάθε ένας με τον τρόπο του προσπάθησε να κρατήσει, ή και να μεταδώσει την ελληνική λαλιά, την ελληνική κουλτούρα είδε (φωτογραφία) έκανε ότι μπορούσε, τα κλαριά του έγιναν γηγενείς , τα άνθη τους οι απόγονοί τους, η ρίζα του έμεινε ελληνική κι όταν θα έρθει η σειρά του να φύγει από τούτο τον πρόσκαιρο κόσμο σα μετανάστης πάλι θα φύγει…
Θα τα ξαναπούμε λοιπόν φίλοι μου περίπου μετά τις 15 Αυγούστου/ 08,
Έως τότε να έχετε καλό καλοκαίρι και προπαντός υγεία.
Πιο κάτω σας αντιγράφω δυο ποιήματα της εγγονής μου 11 χρονών. Είναι ένα από τα άνθη των κλαριών τα οποία άνθισαν στην περιοχή όπου βασιλεύει η αγγλική γλώσσα. Θεώρησα καλό να τα αντιγράψω στο πρωτότυπο, ώστε να μην διαστρεβλωθεί η ερμηνεία τους από τη μετάφραση.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
New York
The Umbrella that Never spoke
It stood there dry
Without comfort,
Facing the window,
Rusted handle,
Torn cloth,
Waiting for water,
Still hot outside,
Drought
No hope,
No dreams,
No plans,
No rain,
No life.
***
A Special Flower
The Umbrella that Never spoke
It stood there dry
Without comfort,
Facing the window,
Rusted handle,
Torn cloth,
Waiting for water,
Still hot outside,
Drought
No hope,
No dreams,
No plans,
No rain,
No life.
***
A Special Flower
Every summer a flower blooms
With the name Hortence,
My grandmother’s name.
Amazing colors,
So radiant,
So proud,
To be flower of my grandmother,
Representing and symbolizing,
Faith,
To stand up το the wind.
Power,
To stand in pile of different flowers,
Love,
To return every year.
Cleopatra Zhonga