Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ:


Αυτή η φωτογραφία είναι από την παρουσίαση του βιβλίου της Ανθολογίας της Ξενιτιάς της «Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών των πέντε Ηπείρων,» στο γραφείο τύπου του ελληνικού Προξενείου, Νέα Υόρκη 2002
Εικονίζονται οι παρουσιαστές στα Ελληνικά: Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Διονύσιος Κονταρίνης και η Κλεοπάτρα Παναγιωσούλη στα αγγλικά.


Ήταν Ιανουάριος 2008, το κρύο ήταν τσουχτερό, χιόνιζε μάλιστα.


Κοίταζα απ’ το τζάμι τις νιφάδες χιονιού, έτσι πλατιές όπως έπεφταν, να ντύνουν στα άσπρα την αυλή μου, η οποία συνόρευε με το πεζοδρόμιο κι αυτό με το δρόμο, να τα σκεπάζουν στα λευκά με το πέπλο της παρθενιάς, μια εικόνα αγνότητας, πριν τσαλαπατηθεί και λερώσει από λασπωμένο αίμα, αυτό που παράγουν τ’ αυτοκίνητα και οι άνθρωποι.
Άφησα τη σκηνή να εξελίσσεται μόνη της και πήγα στο γραφειάκι μου.


Όχι δεν έχω θαλπωρή από τζάκι, ούτε κούτσουρα στη φωτιά, όπως παριστάνουν στο βάθος οι φωτογραφίες των μεγάλων προσωπικοτήτων αλλά θέρμανση με κοινό γκάζι όπου βράζει νερό ο λέβητας και παράγει ατμό, ο οποίος αναταράζει τις σκέψεις μου όταν διαφεύγει σφυρίζοντας από τους εξαεριστήρες των σωμάτων. Το γραφειάκι μου στο υπόγειο έτσι για να μην ενοχλώ, ούτε να ενοχλούμαι. Καθόμουν λοιπόν μπροστά στο υπολογιστή μου ναυσιπλοώντας στο διάστημα, ίσως να εύρισκα και τη θεωρία του αεικίνητου, δεν βαριέσαι όμως χαμένοι κόποι άλλοι το είχαν δοκιμάσει πριν από εμένα.
Απογοήτευση με κατέλαβε, εκεί που σκεφτόμουνα λαμβάνω μια παρότρυνση του φίλου Στράτου αν ήθελα θα μπορούσε να με βοηθήσει να ιδρύσω μια ιστοσελίδα στο ιντερνετ, έτσι κι έγινε!
Από τότε μέχρι σήμερα καθημερινώς επισκέπτομαι το δημιούργημά μας, περνώ αρκετές ώρες στο γυαλί της οθόνης μου, ανταλλάσσω γνώμες απόψεις με φίλους αναγνώστες αλλά όπως όλα τα πράγματα έτσι κι αυτό ήρθε η ώρα του για μια προσωρινή ξεκούραση, μια ξεκούραση στα Μαρκάτα, Πυλάρου Κεφαλονιάς, όπου μαζί με τη νοσταλγική χαμένη μου παιδική ηλικία, θα προσπαθήσω να βρω την ξεγνοιασιά, να νιώσω του καλοκαιριού την ζεστασιά μα και τη δροσιά στης θάλασσας την αγκαλιά.
Όχι ότι θα κάνω τίποτα σπουδαία πράγματα, απλώς θα πάψω να συλλογίζομαι, να κουράζω το νου μου. Θα αναμιχθώ με τους χέρσους πέτρινους αγρούς, μόνο που τώρα έχουν γίνει αγνώριστοι από την εγκατάλειψη, έχουν χαθεί τα μονοπάτια της παιδικής μου ηλικίας, έχουν φουντώσει τα πουρνάρια, οι άγριες μάζες, τα κυπαρίσσια, οι ασφάκες, οι ελιές, το βαθύ πράσινο έχει καταλάβει όλα, όσα δεν είναι πέτρινα. Ακόμα και τα σπίτια έρημα χωμένα στο αγριόχορτο είναι σα να ντρέπονται για την κατάντια της ελληνικής υπαίθρου. Απ’ τα παράθυρά τους κρέμονται μισο-ξηραμένες βέργες από κληματαριές μοιάζουν σαν δόντια με ρίζες από νεκροκεφαλές.
Όχι πολυτέλεια, όχι ανέσεις, απλώς αναλαμπή μιας περασμένης ζωής, ένα ταξίδι στο παρελθόν, σε αυτό που άνοιξα τα μάτια μου, αυτή μου η ικανοποίηση θα με ξανακάνει παιδί, θα ξαναζήσω νοερός τον εαυτόν μου, αυτόν τον αθώο που αλλοίωσε η βιοπάλη, και θα μπω σαν το μεταξοσκώληκα στο καβούκι μου, μόνο για λίγο, θα γευτώ της μουριάς τα φύλλα, και θα είμαι ευτυχής όπως τότε.
Θα κατεβαίνω κάθε μέρα στη θάλασσα για μπάνιο, θα τρώω ένα λιτό φαγητό ότι παράγει ο τόπος, το βραδάκι ένας περίπατος, μια βόλτα έναν καφέ στην πλατεία, μια συζήτηση σ’ ένα στοχασμό αναμνήσεων, μια ερώτηση στον εαυτό μου αν υπάρχει πεπρωμένο, πάντοτε μ’ ένα αναπάντητο γιατί να μεταμορφώνεται κάποιος σε μετανάστη; Αφού δεν είναι μεταξοσκώληκας.
Ο μετανάστης ο παγκόσμιος έλληνας αναγκαστικώς έβαλε ρίζες στα μέρη όπου πήγε, ρίζωσε σα δένδρο έβγαλε κλαριά, ποτισμένες οι ρίζες με ξένο νερό, ξένος αέρας χαϊδεύει τα κλαριά του που τραγουδούν στο θρόισμα των φύλλων τους τραγούδια του τόπου όπου γεννήθηκαν.
Ο μετανάστης ο κάθε ένας με τον τρόπο του προσπάθησε να κρατήσει, ή και να μεταδώσει την ελληνική λαλιά, την ελληνική κουλτούρα είδε (φωτογραφία) έκανε ότι μπορούσε, τα κλαριά του έγιναν γηγενείς , τα άνθη τους οι απόγονοί τους, η ρίζα του έμεινε ελληνική κι όταν θα έρθει η σειρά του να φύγει από τούτο τον πρόσκαιρο κόσμο σα μετανάστης πάλι θα φύγει…
Θα τα ξαναπούμε λοιπόν φίλοι μου περίπου μετά τις 15 Αυγούστου/ 08,
Έως τότε να έχετε καλό καλοκαίρι και προπαντός υγεία.
Πιο κάτω σας αντιγράφω δυο ποιήματα της εγγονής μου 11 χρονών. Είναι ένα από τα άνθη των κλαριών τα οποία άνθισαν στην περιοχή όπου βασιλεύει η αγγλική γλώσσα. Θεώρησα καλό να τα αντιγράψω στο πρωτότυπο, ώστε να μην διαστρεβλωθεί η ερμηνεία τους από τη μετάφραση.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

New York

The Umbrella that Never spoke

It stood there dry
Without comfort,
Facing the window,
Rusted handle,
Torn cloth,
Waiting for water,
Still hot outside,
Drought
No hope,
No dreams,
No plans,
No rain,
No life.
***

A Special Flower


Every summer a flower blooms
With the name Hortence,
My grandmother’s name.
Amazing colors,
So radiant,
So proud,
To be flower of my grandmother,
Representing and symbolizing,
Faith,
To stand up το the wind.
Power,
To stand in pile of different flowers,
Love,
To return every year.

Cleopatra Zhonga

Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

ΤΟ ΘΑΜΠΟΧΑΡΑΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Η ηλικία της Αθωότητας στα Μαρκάτα Πυλάρου!

Ο παπάς ήταν ο άξονας του χωριού όπου γύρω του στροβιλιζόταν ολόκληρη η γη. Γύρω του ζούσε κι ανάπνεε η κοινωνία του χωριού. Ήταν ένα κινητό ληξιαρχείο, κρατούσε σε τετράδιο τις γεννήσεις, βαφτίσεις και θανάτους των πιστών, όταν γέμιζε το πέταγε σε μια γωνιά, υπόγραφε τα πιστοποιητικά γεννήσεως κάτω από το (ο εφημέριος). Το καλοκαίρι σε ανομβρία με την εικόνα της Παναγίας έβγαινε σε λιτανεία στους χωματένιους δρόμους του χωριού παρακαλώντας την να βρέξει. Και πολλές φορές γύριζαν λασπωμένοι απ’ τη βροχή. Οι πιο παλαιοί λέγανε ότι διάλεγε τις μέρες που ήταν νέο φεγγάρι και υπήρχε η πιθανότητα ν’ αλλάξει ο καιρός. Τα πιτσιρίκια λέγανε ότι όταν πεθάνει ένας παπάς τον βάζουν στο φέρετρο καθιστό, ποτέ ξαπλωμένο όπως τους κοινούς θνητούς.
Το χωριό ετοιμαζόταν, θα γινόταν η βάφτιση της μπέμπας κόρη της Πηνελόπης, ειδοποίησαν τον παπά, έφεραν την κολυμπήθρα στο σπίτι, σε όλες τις γωνίες του σπιτιού ήταν κρυμμένα παιδιά και περίμεναν ν’ ακούσουν το όνομα αυτής ώστε να τρέξουν να δώσουν τα συχαρίκια στη μάνα που κρυβόταν στο διπλανό δωμάτιο κάνοντας τάχα ότι δεν ήξερε τι όνομα θα έδιναν στο παιδί της ο νονός. Αυτός που θα έφτανε πρώτος και θα φώναζε τ’ όνομα θα έπαιρνε, και το δώρο. Το μυστήριο της βάφτισης άρχισε, τα παιδιά σπρώχνονταν να δουν το θέαμα, μα και ν’ ακούσουν και το όνομα αυτής, ώστε να δώσουν τα συχαρίκια στην μάνα.
Ένας πιτσιρικάς ο γιος του Μεμά έμεινε με το στόμα ανοιχτό καθώς ο παπάς βουτούσε την μπέμπα στην κολυμπήθρα, φωνάζοντας και το όνομα αυτής;
Με μιας ξέχασε γιατί είχε πάει, ξέχασε να τρέξει να φωνάξει το όνομα στη μάνα, απόρησε, γύρισε το κεφάλι του και ρώτησε τα άλλα παιδιά, μα καλά γιατί το μωρό δεν έχει κότα; (πουλάκι)
Η γριά Ευανθία, που ήταν και μοιρολογίστρα έστεκε παρέκει κι άκουσε την συζήτηση πετάχτηκε σα σπίθα και είπε: Μα της την έκοψε ο παπάς.
Της την έκοψε ο παπάς, της την έκοψε ο παπάς επαναλάμβαναν σα (χορωδία) τα πιτσιρίκια του χωριού.
Ο γιος του Μεμά έμεινε αποσβολωμένος, σκέφτηκε ότι έχει πολύ δύναμη ο παπάς, αφού ο ίδιος εκτός του να κόβει κότες, χτυπούσε την καμπάνα το πρωί για σχολείο, το απόγευμα για το απογευματινό, μα και πριν κάτσει ο ήλιος για βράδυ, στις εορτές για να πάει ο κόσμος στην εκκλησία. Στους θανάτους ο χτύπος της καμπάνας συντροφεύει τους νεκρούς ως την τελευταία τους κατοικία, λες και μπορούσαν να την ακούσουν. Έτσι ο γιος του Μεμά πήγε ως παπαδοπαίδι στο ιερό, φύσαγε τα καρβουνάκια κι έβανε λιβάνι στο θυμιατό, έβαζε σε καμινέτο το ζέον, ακολουθούσε με τα εξαπτέρυγα την περιφορά του ευαγγελίου και φιλούσε το χέρι του παπά. Πολλές φορές έλεγε και το πάτερ ημών. Συντρόφευε τον παπά στα σπίτια παραμονή φώτων για τον απαραίτητο αγιασμό και σιγο- έψαλλε μαζί του το «εν Ιορδάνη…»
Του κρατούσε και το θυμιατό στα τρισάγια πάνω από τους τάφους. Κατά κάποιον τρόπο ο παπάς αντιπροσώπευε τη μόνη «εναπομείνασα γνήσια ελληνική» αρχή, στα μαύρα χρόνια της ξένης κατοχής, της σκλαβιάς.
Επιτέλους ήρθε η μέρα που οι καμπάνες σήμαναν χαρμόσυνα για την απελευθέρωση, έφυγαν οι κατακτητές. Χαράς ευαγγέλια.
Ο γιος του Μεμά βρέθηκε έξαφνα μπρος στο χάος που ενέσκηψε στην ελληνική ύπαιθρο απ’ το κενό εξουσίας, μα και την πάλη προς απόκτησή της από διάφορες ομάδες ελλήνων. Πρόσφεραν όλοι τους τη δική τους δικαιοσύνη και την σερβίριζαν σε πιάτο με κομμένες κεφαλές αντιπάλων σαν να ήταν το κεφάλι του Αϊ Γιάννη. Αυτό ήταν το τέλος της παιδικής του ηλικίας, σαν εκεί να σταμάτησε το τρέξιμο του χρόνου, και με μιας βρέθηκε ενήλικας στον αγώνα επιβίωσης, με παιδική όψη, ποτισμένος με του χωριού την αθωότητα, μουσκεμένος με θαλασσινή αρμύρα να ζητιανεύει σε ξένα μέρη για μια θέση κάτω απ΄ τον ήλιο και το χειρότερο χωρίς παπά.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης