Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Το Αντίδοτο,

Η νοσταλγία και οι αναμνήσεις , είναι μέρος της ζωής σου, σε βοηθούν να καταλάβεις το ποιος είσαι, φανερώνουν την ταυτότητά σου, στην πολυπολιτισμική κοινωνία όπου ζεις και υπάρχεις.
Μια διαφορετική Πρωτοχρονιά!
Η κουκέτα μου δίπλα στο φινιστρίνι, ένα γραφείο βιδωμένο στο πάτωμα, με μια κινητή καρέκλα, ένας ανεμιστήρας βιδωμένος στον τοίχο, η πόρτα του δωματίου μου πάντοτε στον γάντζο, ώστε να μην με κλείσει μέσα, εν περιπτώσει ναυαγίου, μια σέσουλα τενεκεδένια σφηνωμένη κόντρα στο φινιστρίνι για να φέρνει αέρα στις ζεστές θάλασσες και λιμάνια. Η καμπίνα μου ήταν στη μέση του βαποριού επικρατούσε φοβερή ζέστη. Ήταν ακριβώς πάνω από το στόκολο, δηλαδή πάνω από τα καζάνια παραγωγής ατμού. Είχε κι ένα νιπτήρα, σε αυτό το ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο βαπόρι έζησε 6 ολόκληρα χρόνια. Συνήθως αυτούς τους ναυτικούς που μένουν τόσο πολλά χρόνια στο ίδιο βαπόρι τους λένε καραμάνια, δηλαδή χάνουν την επαφή με τον έξω κόεμο. Γίνονται ένα με τη λαμαρίνα τουλάχιστον αυτή τη αλείφουν ψαρόλαδο για να μην σκουριάζει. Η γάτα που είχαμε στο βαπόρι για να μην την πιάσει η λαμαρίνα και τρελαθεί, της κρεμούσαμε στο λαιμό ένα κομμάτι χαλκό, μπακίρι, εμείς ασφαλώς όχι όλοι αλλά οι περισσότεροί μας για να μην μας πιάσει η λαμαρίνα, (υπολογίζω μια ψυχονευρωτική νόσος) το αντίδοτο ήταν τα λιμάνια, οι γυναίκες, το ποτό το γλέντι, όσα προλάβουμε σε κάθε ταξίδι σε κάθε πόρτο, αφού αύριο θα αρμενίζουμε ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα, και θα βλέπαμε γυναίκα μόνο στις φωτογραφίες των ημερολογίων κρεμασμένων στον τοίχο.
Τέλη Δεκεμβρίου αναχωρήσαμε από Μπελίζε το επόμενο λιμάνι το Κορτέζ Ονδούρας. Κανονίζαμε που θα περάσουμε την πρωτοχρονιά, αν κι εάν μας βάλουν μέσα στο λιμάνι τουλάχιστον να βγούμε στη στεριά.
Ήρθε τηλεγράφημα αν φτάσετε πριν την 6 απογευματινή θα πέσετε δίπλα, αν όχι στο αγκυροβόλιο και θα περιμένετε μέχρι τις 2 Ιανουαρίου.
Η μηχανή άνοιξε φτάσαμε 5 απογευματινή 31 Δεκεμβρίου, διπλαρώσαμε στην αποβάθρα, πρατιγάραμε, οι εργάτες δεν δούλευαν οπότε αυτό που μας έμενε ήταν να γλεντήσουμε. Κανόνισα με το καμαροτάκι στις 12 τα μεσάνυχτα να βγάλει στην τραπεζαρία τίποτα γλυκά πιοτό για τις βάρδιες της μηχανής, για άλλους που επέμεναν να παίζουν χαρτί και όποιος ήθελε να καλωσορίσει τον καινούργιο χρόνο, και πήγα έξω με παρέα. Τα μπαρ πολλά κοντά στο μόλο στη σειρά το ένα δίπλα από το άλλο, οι γυναίκες του πόρτου όταν είδαν ελληνικό βαπόρι βγήκαν τσάρκα και ήταν πολλές, πάρα πολλές, η κάθε μια έβγαινε περίπατο να αρπάξει μια οποιαδήποτε ευκαιρία.
Δεν είχα υπολογίσει όμως μια μικρή από τα προηγούμενα ταξίδια, με περίμενε στην πύλη, για αυτήν μια ευχάριστη έκπληξη, ρεβεγιόν αν μπορεί να λεχθεί έτσι θα κάναμε μαζί, ο καινούργιος χρόνος θα μας εύρισκε μαζί. Αρχίσαμε σε γνωστό μπαρ, εκεί μας βρήκαν και δυο φίλοι ντόπιοι Λιβανέζοι έμποροι υφασμάτων που τους ήξερα από πριν ο Μπισίρ και ο Μπισάρας Καναουάτη, ο ταξιτζής Κίλγορ με την έγκυο Πατροσίνεα την κοπέλα του. Μαζί μας ήταν κι ένας Κεφαλλονίτης Ληξουριώτης ο Σ. Αραβαντινός που είχε ξεμείνει σε εκείνα τα νερά και μετά μπαρκάρισε στο βαπόρι. Πηγαίναμε από στέκι σε στέκι, ο ταξιτζής στην διάθεσή μας, οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο έπιναν χόρευαν και γλεντούσαν. Με την υποδοχή του καινούργιο χρόνου ανάβουν κροτίδες, βαρελότα γεμίζει ο κόσμος από καπνιά κρότους γέλια, χαρές ευχές, η κοπέλα μου έφερε ένα σωρό, πήγα να βάλω φωτιά σε μια κι έσκασε στα χέρια μου. Πίναμε και χορεύαμε μέχρι τις 4 πρωί, μετά πήγαμε για ύπνο στις έξη γύρισα στο βαπόρι για δουλειά γεμάτος με ένα αντίδοτο της λαμαρίνας, για να συνεχίσω να υπάρχω, αφού αύριο μεθαύριο θα αρμενίζαμε μακριά απ’ το αντίδοτο ανάμεσα ουρανό και θάλασσα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης







Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Καλή και χαρούμενη Πρωτοχρονιά 2010

Χιόνια στην αυλή 20/12/09
Ανεβασμένος στην καρέκλα στον εξώστη κοιτώ το χιόνι



Πόλεμος, φτώχεια, σκοτωμοί, είναι αυτά που άφησα πίσω μου στην Ελλάδα, μια Ελλάδα που αιμορραγούσε από τον εμφύλιο, μια Ελλάδα που έμεινε και μένει γραμμένη στην ψυχή μου ακόμα μέχρι σήμερα.

Μόνος, μονάχος, παιδί, χωρίς παρέα, χωρίς νουθετήσεις από κανένα, κατόρθωσα να νικήσω αυτό το τέρας που λέγεται επιβίωση, πρόοδος και να μην χάσω την ελληνικότητά μου. Οι πρωτοχρονιές πολλές μαζευόταν στην πλάτη μου σαν πολύχρωμο κουβάρι σπάγκου, κάθε πρωτοχρονιά κι ένας κόμπος, όταν το ξεδιπλώνω μετράω τις πρωτοχρονιές, τους κόμπους που πέρασα στις θάλασσες με παρέα τους γλάρους, με στέρηση της ελευθερίας μου σε κρατητήριο, σε όνειρα που δεν είχαν τελειωμό, αχ! Αυτά τα όνειρα ακόμα με τυραννούν, μα και γλεντώντας σε ξένες πατρίδες, σε λιμάνια με οτιδήποτε προσέφεραν.

Πολλοί οι κόμποι στο κουβάρι, πρωτοχρονιές αξέχαστες, με χαρές ή και με πίκρες, με νοσταλγία, μα και με αγάπη.

Σήμερα πλέον μια ακόμα πρωτοχρονιά περνά κοιτάζω γύρω μου και βλέπω,
τα λουλούδια που με περιτριγυρίζουν κι ευχαριστώ τον Δημιουργό, για τη μεταμόρφωσή μου, το «μου» έπαψε πλέον να υπάρχει, έγινε μας, από έναν διαβάτη μονάχο Aventurero σε κάτι πιο αγαπημένο που μας πλαισιώνει, μαζί με την Ορτανσία φτιάξαμε το δικό μας περιβάλλον, γεμάτο ζεστή αγάπη, θαλπωρή, οικογένεια αυτά που δίνουν αξία και νόημα στη ζωή.

Ευχόμαστε σε όλους σας, στους αγαπητούς-τές αναγνώστες της ΠΥΛΑΡΟΣ υγεία, πρόοδο, ευτυχία και χαρά στον καινούργιο χρόνο 2010.
Με αγάπη,
Γαβριήλ Παναγιωσούλης και οικογένεια

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2009

Μια Χριστουγεννιάτικη Ιστορία


Μπροστα στο Σπίτι μας Γουατεμάλα

Στην φώτο φίλοι μας μπροστά στο ναό (Βasílica) του μαύρου Χριστού, Εσκιπούλας, όπου έχει τη φήμη θαυμάτων, προσκυνητές προέρχονται από όλη την Κεντρική Αμερική.
Το ξύλο της κατασκευής 1594 του εσταυρωμένου, είναι μαύρο ένεκα τις καπνιάς κεριών και αγκαλιάσματα πιστών. Από εκεί και το όνομα. El Cristo Negro de Esquipulas.

Είχε σουρουπώσει όταν καθώς περπατούσα συνάντησα μπροστά μου την πομπή με τα ομοιώματα της Παναγίας με Ιωσήφ, που είχε σταματήσει στη μέση του δρόμου. Οι προσκυνητές είχαν απιθώσει την πλατφόρμα στη μέση του δρόμου για να βάλουν την κορώνα στο άγαλμα της Παναγίας που είχε πέσει καθώς άγγιξε σε κάποιο σύρμα, ήταν μόνο γυναικόπαιδα. Κάποια κυρία μαζί με παιδάκι με είδε σαν από μηχανή σωτηρία.
Κύριε, μου λέει μας δίνεται ένα χεράκι να ανεβάσουμε στους ώμους μας την πλατφόρμα; Είναι βαριά
.
Η σκηνή στην πόλη της Γουατεμάλας της οποίας οι κάτοικοι εξακολουθούν να έχουν τις συνήθειες που τους μεταφύτεψαν οι Ισπανοί κατακτητές. O μοναχός Πέδρο Ντε Μπετανκούρ (1626-1667) εισήγαγε στην Γουατεμάλα τις θρησκευτικές αυτές τελετές.
Εννέα μέρες πριν τα Χριστούγεννα βγάζουν λιτανεία τα ομοιώματα (imágenes) της Παναγίας και του Ιωσήφ και επισκέπτονται εννέα προκαθορισμένα σπίτια, σε κάθε σπίτι ζητούν φιλοξενία να περάσουν την νύχτα τα «ομοιώματα» (ποσάδα) για να αναπαραστήσουν το ταξίδι του Ιωσήφ και της Μαρίας για απογραφή προς Βηθλεέμ. Οι νοικοκυραίοι έχουν φτιάξει μια φάτνη, τους υποδέχονται δε, με παραδοσιακά φαγητά και ποτά. Οι προσκυνητές και όλοι μαζί ψάλλουν έχοντες κεριά αναμμένα, κάνοντας μια μικρή φιέστα. Αρχίζουν στις 16 Δεκ. και τελειώνουν 24 Δεκ. Οι δρόμοι γεμάτοι από τέτοιες λιτανείες με κεριά αναμμένα που ψάλλουν με όργανα, με τον ρυθμικό χτύπο σε καύκαλο χελώνας και ζητούν «ποσάδα» φιλοξενία. Στο τελευταίο σπίτι την παραμονή 24 μαζί με την Μαρία και Ιωσήφ κρύβουν ένα κουκλάκι ομοίωμα του Χριστού, τότε δηλώνουν σε αυτό το σπίτι γεννήθηκε él niño Jesús κλπ… εκεί αρχίζει μεγάλο φαγοπότι, τα παιδιά σπάνε τις «πινιάτες,» χάρτινες κούκλες γεμάτες καραμέλες, οι μεγάλοι πίνουν, ποτά πηγαίνουν επισκέψεις, χορεύουν και γλεντούν, μερικοί θρησκόληπτοι τα μεσάνυχτα πάνε στην εκκλησία να ακούσουν την λειτουργία του πετεινού, Misa del gallo, λέγεται έτσι γιατί ο κόκορας ήταν ο πρώτος που κατάλαβε τη γέννηση του Ιησού. Το πρωί της καθεαυτό μέρας των Χριστουγέννων τους βρίσκει κουρασμένους, έτσι ανήμερα των Χριστουγέννων κάθονται και ησυχάζουν στα σπίτια τους.
Σε μερικά μέρη υπάρχουν και παραλλαγές σε αυτές τις συνήθειες.

Κάποιο ζιζάνιο είχε μπει μέσα μου, δεν ξέρω, ξαναήρθε μέσα μου η θάλασσα, η Κεφαλονιά, σε αυτό το τόσο μακρινό μέρος, σχεδόν δίπλα από τον Ειρηνικό Ωκεανό, αισθάνθηκα διαφορετικός.
Όχι, τους λέω δεν σας βοηθάω.
Έτρεξα και μπήκα στο σπίτι μου κι έκλεισα την πόρτα. Λέω της γυναίκας πάμε έξω πλύθηκα καθώς βγαίναμε μου λέει η γυναίκα που είναι το δαχτυλίδι σου, κοίταξα το χέρι μου δεν υπήρχε. Η αμαρτία γιατί δεν βοήθησες την Παναγία μου είπε. Περιττό να πω γυρίσαμε πίσω. Ε! λοιπόν το άτιμο είχε φύγει μέσα στην πετσέτα και όπως την δίπλωσα κρύφτηκε.

Παραμονή Χριστουγέννων στο σπίτι είχαμε δικά μας νέα, μας τα έφερε το χτύπημα του πελαργού στο τζάμι, ο οποίος μας έστειλε στο materno infantil ειδικό νοσοκομείο. Εκεί βγάλαμε τη βραδιά την άλλη μέρα των Χριστουγέννων 11:50 πριν τα μεσάνυχτα γεννήθηκε το πρώτο μας παιδί.

Ήταν ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο.

Κι όλα αυτά σε μια πόλη μακριά από τη θάλασσα, με ιδεώδη ανοιξιάτικο κλίμα με έναν πληθυσμό ιθαγενών σε μεγάλο ποσοστό, σε ένα υψόμετρο 1500 μέτρων με την ονομασία El País de la eterna Primavera, το κράτος της αιωνίας άνοιξης.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Έτσι έπλασαν τη γενιά μας:


Το βιβλίο υπάρχει αυτοτελές, τα πρώτα φύλλα μόνο έχουν φθαρθεί στις άκρες.

Στη γη όπου τα κίτρινα λουλούδια (μαρτιάκοι) αναζητούν τον ήλιο.

Τα τζαμένια παραθυρόφυλλα κλειστά, καθισμένος μπρος στο λαβομάνο με ανοιχτό ένα βιβλίο, ένα βιβλίο πολύ παλαιό που είχα βρει καταχωνιασμένο στο κατώι προσπαθούσα να διαβάσω. Διάβαζα ιστορίες της αρχαίας μας κληρονομιάς, αλλά προπαντός ιστορίες κι ανδραγαθήματα των ελλήνων για την απελευθέρωση από τους Τούρκους εις μίαν γλώσσα καθαρεύουσα όπου λόγιοι και συγγραφείς του 19 αιώνα προσπαθούσαν να ενθαρρύνουν την ψυχολογία των ελλήνων και να αναλύσουν τα μύρια προβλήματα του ελληνικού έθνους. Ονομάζω μόνο μερικούς από τους παίρνοντας μέρος:
Κοραής, Τρικούπης, Βαλαωρίτης, Φ. Σκούφος, Ραγκαβής, Α. Σούτσος,
Αχ. Παράσχος, Παπαρηγόπουλος, Ζαλοκώστας κλπ…
Η εγκύκλιος του υπουργείου εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαίδευσης φέρει ημερομηνία (Εν Αθήναις τη 21η Νοεμβρίου 1884). Οι πατεράδες μας έμαθαν γράμματα με αυτό, εμείς όχι. Εμείς το χρησιμοποιούσαμε και σαν σημειωματάριο πάνω του γράφαμε τα νούμερα όταν παίζαμε κοντσίνα, από έλλειψη χαρτιού.

Έξω χιόνιζε, σήκωνα το βλέμμα προς τον ουρανό και έβλεπα τις νιφάδες του χιονιού να πέφτουν σαν στάχτη, όταν ήταν μικρές τις ονομάζαμε στουπουλίδα κι όταν ήταν μεγάλες πλατομαντήλα. Η ζεστή του σπιτιού ατμόσφαιρα θερμαινόταν από τα κούτσουρα που καιγόταν στην κουζίνα κι από έναν κουβά με αναμμένα κάρβουνα το ονομάζαμε μαγκάλι μα και από την παρουσία της μάνας η οποία δημιουργούσε μια οικογενειακή θαλπωρή, πάντα είχε μια παδέλα στη φωτιά, έστω και με πουλέντα. Ο πατέρας πήγαινε βόλτα στο καφενείο.

Όχι δεν είχαμε παιχνίδια, μα ούτε και ηλεκτρισμό, σαν βράδιαζε χωνόμαστε κάτω από τις κουβέρτες να ζεσταθούμε, το φως του λύχνου κι αυτό τρεμόσβηνε από τα χάδια του αέρα, αυτού που περνούσε απ’ τις ρωγμές, της σκεπής που πάνω της ξεκουραζόταν τα γύφτικα κεραμίδια.

Το για να διαβάσεις κάτι δεν υπήρχε αρκετό φως, μα ούτε και βιβλία εκτός ένα χοντρό σχολικό ξεφτισμένο με τίτλο Άπασα-Ύλη. Α! κι ένα παλιό περιοδικό το "Μπουκέτο," το οποίο μας έδινε δανεικό κάποιος γείτονας, ραμμένα πολλά φύλλα μαζί με σπάγκο βενέτικο διαβάζαμε δημοσιεύματα του Σταμ, Σταμ, κωμικές ιστορίες φραντέζων από την κατάληψη της Θεσσαλονίκης του Α! παγκοσμίου πολέμου. Τα βράδια όλα τα παιδιά λέγαμε παραμύθια, με αυτά τα παραμύθια αποκοιμόμαστε, πάντα με τη λαχτάρα, με την αμφιβολία αν εμείς θα γινόμαστε κάποτε μέρος των παραμυθιών μας. Μοιάζαμε σαν μια πρωτότυπος πηγή παραμυθιών, Ελληνικού Χ. Κ. Άντερσεν, που όμως δεν καρποφόρησε. Ένα καντήλι κι αυτό έκαιγε νυχτιάτικα, σημάδι ότι κατοικούσαν άνθρωποι, με το πολύ κρύο η μάνα γέμιζε μπουκάλες ζεστό νερό και τις έβαζε κάτω απ τα σκεπάσματα, ώστε να ζεσταίνουμε τα πόδια μας. Μετά κάπως καλυτέρεψε η κατάσταση, ερχόταν και το περιοδικό «Θησαυρός» με τη Χοντρή και το Ζαχαρία στο οπίσθιο εξώφυλλο, με νουβέλες της Ιωάννας Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, με το έλληνες και ξένοι κατάσκοποι στην Ελλάδα του Ι. Β. Ιωαννίδη, την Μαντάμ Σουσού, η πυργοδέσποινα του Βύθουλα, του Ψαθά, άρθρα του Παπαδάκη, ή Παπαδούκα, το Εκείνος κι Εκείνη του Χαιρόπουλου, κλπ… Ένα και μοναδικό περιοδικό έκανε το γύρω του χωριού.

Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και μετά, ούτε ηλεκτρισμός, ούτε τρεχούμενο νερό, ούτε τίποτα, μέχρι που φύγαμε για να κατακτήσουμε τα όνειρα, αυτά που μας νανούριζαν σαν παραμύθια, στο κρύο του χειμώνα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Ένας σταθμός στο Πουθενά

Ιθαγενή κόρη της Γουατεμάλας υφαίνει...

Το τραίνο σφύριξε ένα συρτό ουρλιαχτό, η ατμομηχανή ξέρναγε καπνό, κόκκοι μαύρης κάπνας αιωρούνταν στον αέρα και κόλλαγαν στα ιδρωμένα πρόσωπα των ανθρώπων αυτών που ταξίδευαν. Άνθρωποι του λαού, με μπογαλάκια στην πλάτη τους, με δίχτυα φρούτα, με μπανάνες, με κοτόπουλα δεμένα από τα πόδια, άλλα σε κλουβιά τα οποία έσκουζαν λες και τους έβανες το μαχαίρι στο λαιμό, όλοι αυτοί πήγαιναν για την πρωτεύουσα, ή τους ενδιάμεσους σταθμούς. Ο χώρος στο δάπεδο του βαγονιού ήταν γεμάτος από τα συμπράγκαλα αυτά, που ανάμεσά τους πηδούσαν γυναίκες πουλώντας μαύρο καφέ με ζάχαρη ή κακάο. Οι επιβάτισσες γυναίκες είχαν δεμένα με φασκιές στην πλάτη τα μωρά τους, όταν καθόταν αν υπήρχε κάθισμα τα έφερναν μπροστά στο στήθος τους, άνοιγαν την σχισμή της μπλούζας τους και τα βύζαιναν, ώστε να σταματήσουν το κλάμα. Οι άντρες με τα πλατύγυρα ψάθινα καπέλα τους έκρυβαν το λιγοστό φώς που υπήρχε στο βαγόνι. Ακουγόταν ο ρυθμικός χτύπος της ατμομηχανής και από τα παράθυρα φαινόταν ο μαυρόασπρος καπνός που έτρεχε κι αυτός αντίθετα από το τραίνο.
Καθισμένος στριμωγμένος σ’ ένα ξύλινο παγκάκι ονειρευόμουν τον εαυτόν μου πρωταγωνιστή καουμπόικης ταινίας του περασμένου αιώνα και όλοι αυτοί οι συνταξιδιώτες μου κομπάρσοι ήμουν ο πρωταγωνιστής, περιέργως αισθανόμουν ευτυχισμένος. Το άγνωστο το απρόοπτο με ενθουσίαζε, καθώς οι συνεπιβάτες μου με κοίταζαν περίεργα έβλεπα τον εαυτόν μου να ξεχωρίζει, ίσως να με θεωρούσαν κανένα ιεροκήρυκα Ευαγγελιστή από αυτούς που αφθονούν σε αυτά τα μέρη οι οποίοι πασχίζουν να σώσουν τις ψυχές των ιθαγενών, ή ας πούμε κανένα ανθρωπολόγο, που ψάχνει για να βρει στάχτες και κόκκαλα. Κανείς δεν ήξερε ότι ο προορισμός μου ήταν ένας σταθμός στην τροπική ζούγκλα, στο μέσον του πουθενά.

Εκεί με περίμενε η Ούλντα για να ζήσουμε μακριά από το μίασμα του πολιτισμού μας, όπως οι πρωτόπλαστοι.
Ήταν αυτή η απλότητα, αυτή η ελευθερία σώματος και νου, να τα κουμαντάρεις όπως εσύ θέλεις, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς την έγνοια του αύριο, αλλά να ζεις μόνο για το σήμερα, ήταν αυτό που με ενθουσίαζε. Ήταν μια καινούργια ζωή, έτσι όπως την έπλασε ο πλάστης, κάτι σαν τον κήπο της ΕΔΕΜ χωρίς τον απαγορευμένο καρπό, μα και χωρίς το φίδι. Τα μόνα που ήταν οι νυχτερίδες τη νύχτα πετούσαν γύρω μας λες και ήταν ψυχές, μετά τα όρνεα αυτά τα πουλιά έκαναν κάθετες εφορμήσεις σε οτιδήποτε κινιόταν, ένας γείτονας οπαδός μια θρησκευτικής αίρεσης μας έφερε πεσκέσι κρέας από αγριογούρουνο που είχε σκοτώσει. Α! ναι υπήρχαν και ιγουάνας αυτά τα άκακα ζώα, μας κάλεσαν σε τραπέζι την φάγαμε κοκκινιστή με ατσιότε κάτι σαν πάπρικα.
Μετά τα ψάρια της λίμνης, άφθονα, σκάβαμε στις ρίζες από μπανανιές βγάζαμε σκουληκάκια για δόλωμα, όσα ψάρια μας περίσσευαν τα κάναμε λιαστά με αλάτι. Για νερό αποβραδίς ανοίγαμε έναν λάκκο, τον σκεπάζαμε με φύλλα μπανανιάς, το πρωί ήταν γεμάτος γάργαρο τρεχούμενο νερό.
Τις νύχτες τ’ αστέρια μας έστελναν το φως τους σαν ουράνιες πυγολαμπίδες κι εγώ έβλεπα τον κόσμο μου στις θάλασσες των ματιών της.
Ο ήλιος στην αρχή της ημέρας μας θώπευε, μετά μας τσουρούφλιζε, οι φυλλωσιές των δένδρων μας προστάτευαν, τα ρυάκια μας δρόσιζαν. Οι σταγόνες της βροχής χάραζαν στα μάγουλά μας την υπογραφή μιας παντοτινής αφοσίωσης.
Η φωλιά μας ήταν ο παράδεισός μας. Αυτή η πράσινη ευτυχία είχε γεμίσει τις καρδιές μας. Πόσο καιρό κράτησε μα μόνο τρεις μήνες, μετά αποζήτησα τον πολιτισμό, την μολυσμένη ατμόσφαιρα, την ηχορύπανση, τον ηλεκτρισμό, τους ανθρώπους.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Ευχάριστη έκπληξη, στη χώρα που γεννήθηκα:

Οι Φωτογραφίες από την βράβευση του βιβλίου "Αχ Νάξερα," στο Hotel King George Plaza
o Γαβριήλ Παναγιωσούλης, ο κ. Ψυχογιός, ο κ. Π. Τρανούλης, η παρουσιάστρια... Οκτ. 2003
Στις πιο κάτω φωτογραφίες από την παρουσίαση του βιβλίου στην Πύλαρο Κεφαλληνίας, Αύγουστος 2004
Ζητώ την κατανόησή σας, που καταγίνομαι στα κείμενά μου με θέματα δικής μου βιωματικής πρωτοτυπίας (originality).

Η ζωή στη Νέα Υόρκη μια τυποποιημένη ρουτίνα που σπάνια αλλάζει. Ευχαρίστησή μου το χόμπι μου, το οποίο είναι η γραφή. .
Πάντοτε έκλεβα κι ακόμα κλέβω χρόνο για να γράφω.
Έγραφα, έγραφα, έγραφα σε υπολογιστή κι αποτύπωνα σκέψεις ιδέες βιώματα συμβάντα τα τύπωνα σε σελίδες, όταν δεν μου άρεσαν μετάνιωνα, άλλαζα γνώμη, τα κοσκίνιζα, τελικά τις έσχιζα, τις πέταγα στα σκουπίδια.
Πολλές από αυτές τις σελίδες τις φύλαγα, ε! λοιπόν αυτές φύλαγα κατέληξαν σε εκδότη στην Αθήνα. Πήραν την φόρμα βιβλίου.

Έτσι έπεσα από τα σύννεφα όταν με πήραν τηλέφωνο από την Αθήνα ότι το βιβλίο μου (Αχ Νάξερα) ήταν ένα από τα καλλίτερα στον λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πνευματικής Εστίας Τρανούλη που το είχαν στείλει, και ίσως να έπαιρνε και βραβείο. Θα ήταν τέλη Σεπτεμβρίου 2003
Θα έπρεπε λοιπόν να ετοιμαστώ αν με φωνάξουν να ταξιδέψω. Στην αρχή δεν το πίστεψα, παραμύθια είπα, ποιος με ξέρει εμένα, όταν όμως έλαβα και πρόσκληση να παραστώ στην απονομή των Λογοτεχνικών βραβείων στο Ξενοδοχείο King George Plaza, την 19 Οκτωβρίου 2003 ώρα 6 το απόγευμα, άρχισα να το παίρνω στα σοβαρά. .
Όλα αυτά μου φαινόταν σαν παραμύθι, απίστευτα, μάλιστα θυμάμαι τους πήρα τηλέφωνο για να βεβαιωθώ και τους ρωτούσα που να είναι αυτό το ξενοδοχείο κλπ. Μα στην πλατεία Συντάγματος.

Εν τέλει αποφάσισα και ταξίδεψα στην Ελλάδα, φίλος με φιλοξένησε στην Γλυφάδα. Θα συναντούσα έναν άγνωστος κόσμο δια εμένα και όχι μόνο αλλά είχα και στην καρδιά μου μια αμφιβολία, ποιος άραγε να ήταν ο τυχερός της βράβευσης; Κρατούσαν τα ονόματα μυστικά. Μπήκα λοιπόν δειλά, δειλά στην αίθουσα, του King George Plaza, εκεί συνάντησα τον εκδότη μου, κάθισα από δεξιά σε μια καρέκλα, ήρθαν και με χαιρέτισαν, μου συστηνόταν διάφορες κυρίες συγγραφείς που για πρώτη μου φορά έβλεπα, καθώς και ο κ. Τρανούλης, είχα ειδοποιήσει και μερικούς γνωστούς όπως και την κ. Βάνα Κοντομέρκου η οποία ήταν στην Αθήνα, αλλά η ένταση με σκότωνε.
Ο εκδότης μου Σωτήρης Νικολόπουλος του Β. Κυριακίδη κι αυτός δεν ήταν σίγουρος για τίποτα, καθόταν στο ακροατήριο.
Μας φώναξαν στο βάθρο ονομαστικώς πρώτος από δεξιά η αφεντιά μου, δίπλα μου ο κ. ψυχογιός εκδότης, ο κ. Τρανούλης, και μια δεσποινίς η οποία ανακοίνωνε τα καθέκαστα, αργότερα κάθισαν οι συγγραφείς κυρίες των επαίνων. Από την έντασή μου δεν θυμούμαι διάβασαν κολακευτικές κριτικές για το βιβλίο μου, γενικά ήμουν σε μια υπερένταση μέχρι που έτσι σαν αντίλαλος από το υπερπέραν έφτασε στα αυτιά μου η φωνή της δεσποινίδος:
Αλλά καλύτερα να αντιγράψω την είδηση από το Βιβλιοχαρτοπωλικό ΒΗΜΑ σελίδα 31 Οκτώβρης 2003.
Από τα 100 υποψήφια βιβλία διακρίθηκαν και προτάθηκαν πέντε και από αυτά το Α! ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ 2003 πήρε με τον τίτλο «Αχ Νάξερα…» του Γαβριήλ Παναγιωσούλη των εκδόσεων «Β. Κυριακίδης.» Βραβεύτηκε επίσης για τη μετάφραση από τα Γερμανικά της Μαρίας και Ελένης Παξινού το βιβλίο «Άλι και Νινώ» του εβραίου συγγραφέα Κουρμπάν Σαΐντ των εκδόσεων «ΨΥΧΟΓΙΟΣ». Έπαινοι δόθηκαν στα βιβλία:
«Τα απαγορευμένα θα τα λέμε τη νύχτα» της Μάγδας Πίκη. (Εκδόσεις Φυτράκη)
«Ο άγγελος της στάχτης» της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου. (Εκδόσεις Κέρδος)
«Της φωτιάς και της ερημιάς» της Λιλής Μαυροκέφαλου, (Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Λιβάνης)
Πολλά τα συγχαρητήρια, οι χειραψίες, τα ονόματα των παρισταμένων οι συστάσεις έπεφταν σα βροχή πάνω μου, ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι είναι τόσο δύσκολο να τα συγκρατήσεις. Βεβαίως κατόρθωσα έβγαλα ένα λογύδριο για το οποίο είχα κρατήσει σημειώσεις, κατόπιν προτροπής του εκδότη μου, τι να πω αν ποτέ υπήρχε η περίπτωση να κερδίσω το βραβείο, τους ευχαρίστησα όλους…
Με χαιρέτισε πολύς κόσμος, μάζεψα ένα σωρό συγχαρητήρια, μεταξύ άλλων ήταν και ο Νοε Παρλαβάντζας όπου με προσκάλεσε στην ΕΡΑ και μίλησα την επόμενη μέρα στο (Η φωνή της Ελλάδας) βραχέα, αισθανόμουν ότι κάτι άλλαξε στη ζωή μου, προσπαθούσα να το συνειδητοποιήσω ότι πράγματι ήμουν εγώ ο ίδιος, ο απλός άνθρωπος των λιμανιών, της θάλασσας, εν τέλει τα κατάφερα, κουρασμένος κατά τα μεσάνυχτα γύρισα σπίτι κοιμήθηκα χαρούμενος, ήμουν τόσο ενθουσιασμένος σα να έσπασα το φράγμα του ήχου, μετά από τρεις μέρες αναχώρησα για την Νέα Υόρκη, όπου η ζωή ξανάρχισε να κτυπά στον μονότονο ρυθμό της ρουτίνας, μέσα μου όμως αισθανόμουν ικανοποιημένος, για τη λάμψη μου στον ελληνικό ουρανό, φανταστείτε την τιμή «στον τόπο που γεννήθηκα» σαν διάττοντας αστέρας που ήρθε να σβήσει στην κοσμοπολίτικη Νέα Υόρκη. Εκεί μετά από μερικές μέρες με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη, η οικογένειά μου και φίλοι μου, μου είχαν ετοιμάσει ένα surprise party με φαγητό ποτό και χορό, εκεί αισθάνθηκαμε όλοι μας σαν μια οικογένεια, γλεντήσαμε μέχρι αργά.

Οι φωτογραφίες από την παρουσίαση του βιβλίου μου στην ΠΥΛΑΡΟ το μέρος που γεννήθηκα, Αύγουστος 2004
--------------------------------------------------------
Γλέντι στην Νέα Υόρκη Νοέμβρης 2003






Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Το Τελευταίο Αντιο:


Φωτογραφίες μιας και μοναδικής νεότητας

Τις νύχτες αφουγκραζόμουν τις κορφές των κυμάτων να γλύφουν το σκαρί, μερικά να ξεσπάνε μανιασμένα στην κουβέρτα, ο νωχελικός ρυθμός της μηχανής, το νανούρισμα του λικνίσματος του βαποριού συντρόφευε τις σκέψεις μου, που σαν τρελές ξεχυνόταν απ’ τον νου μου, γέμιζαν την καμπίνα μου, στα πιο παράλογα κι οργιαστικά όνειρα, ανυπομονούσα να φτάσουμε σε λιμάνι.
Θα έτρεχα, θα γλεντούσα, θα μεθούσα, θα έκανα παρέα με όμορφα κορίτσια, θα έφευγα από την αγκαλιά της θάλασσας να πέσω σε γυναικεία, θα χόρευα, θα χόρταινα ο νους μου αγάπη, στοργή, γυναικείο σώμα, ποτό μια αυταπάτη της ευτυχίας. Όταν ξημέρωνε γεμάτος κέφι θα γύριζα στο βαπόρι, με το μαρτύριο να μου κατατρώει τα σωθικά. Γιατί να μην μπορώ να έχει δίπλα μου τη γυναίκα;


Φτάνοντας στο μικρό λιμανάκι Wilmington, North Caroline, βγήκαμε για περίπατο παρέα, λέγαμε και συζητούσαμε να πάμε κάπου σε κάνα μπαρ να πιούμε όταν από κάπου ξεπρόβαλε ένας κύριος, άκουσε που μιλούσαμε ελληνικά.
-Έλληνες είστε παιδιά;
-Μάλιστα Έλληνες.
-Δηλαδή βαπορίσιοι,
-Ναι, μα υπάρχουν έλληνες εδώ;
-Ναι, είμαστε αρκετοί την Κυριακή έχουμε κι έναν γάμο, είστε προσκεκλημένοι, επίσης να έρθετε το βράδυ στην εκκλησία, έχουμε εσπερινό. Να εδώ πιο κάτω είναι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου
.
Ο Σωκράτης από την Λευκάδα απάντησε καλά ίσως να έρθουμε. Σκεφθήκαμε ίσως να γνωρίζαμε και κανένα κορίτσι. Ο καπετάν Ιωακείμ, που τον είχε αφήσει η γυναίκα του, το είχε μαράζι, ας πάμε, είπε, ας φύγουμε λίγο από την λάσπη.
Για πρώτη φορά μετά από πολλά, πολλά χρόνια μπήκαμε στον οίκο του Θεού.
Καθίσαμε στη μεσαία γραμμή στο στενόμακρο παγκάκι… Μια βοή κάτι σαν ψίθυρος έφτασε στα αυτιά μας. Βαπορίσιοι θα είναι, δεν βλέπεις τα μούτρα τους; Κοιταχτήκαμε, τους κοίταζαν ύποπτα. Εμείς κοιτάζαμε αχόρταγα τις γυναικείες σιλουέτες που μπαινόβγαιναν. Ρε τι καμπύλες είναι τούτες ψιθύρισε ο Ιωακείμ κάπως δυνατά επειδή ήταν κουφός.
Σιωπή ακούστηκε μια φωνή από πίσω. Αα! ο Σωκράτης έβγαλε μια φωνή, βλέπεις εκεί στην δεξιά μεριά έχουν σε εικόνα ένα ανθρώπινο κεφάλι σε ένα δίσκο; Μα είναι του Αϊ Γιάννη, είπα.
Πω, πω τι φρίκη πάμε να φύγουμε. Φώναξε ο Ιωακείμ, πάμε να βρούμε καμιά μπάρα να πιούμε λιγάκι.
Σούσουρο δημιουργήθηκε. Ησυχία, μα δεν σέβεστε την εκκλησία; Είπε μια γυναικεία φωνή.
Ο παπάς ξερόβηξε και κοίταξε προς το μέρος τους.
Ο Σωκράτης μας τράβηξε απ’ το μανίκι.
Πάμε έξω δεν βλέπεται ότι ο Θεός αυτός είναι διαφορετικός απ’ τον δικό μας;
Πάμε σε μπαρ, ίσως βρούμε και καμιά γυναίκα, είπε ο Ιωακείμ. Καθίσαμε στον πάγκο, παραγγείλαμε μπύρες, κοιτάζαμε αχόρταγα την κοπέλα που σερβίριζε.
Τι άχαρη, τι ανάλατη που είναι η αμερικάνικη ζωής είπε ο Ιωακείμ. Η μουσική έπαιζε καουμπόικους σκοπούς
. Φέρε μας κι άλλες μπύρες είπε ο Σωκράτης, σιγά θα μεθύσεις είπα.
Από τότε που τον άφησε η γυναίκα του ο Ιωακείμ δεν μπορούσε να κάνει χωρίς γυναίκα, στα λιμάνια οι φιλενάδες του ακολουθούσαν το βαπόρι από τη στεριά, τις έφερνε στο σαλόνι μου την σύστηνε με υπερηφάνεια, από εδώ η κυρία Ιωακείμ, θα φάμε μαζί, καμάρωνε.
Την Κυριακή πήγαμε στον γάμο, το πανηγύρι έγινε στην κοινοτική αίθουσα.
Οι ηλικιωμένοι μας αγκάλιασαν, μας τράβαγαν να χορέψουμε, μας φώναζαν οι βαποριέρηδες, εμείς τα μάτια μας στα κορίτσια, δυστυχώς κανένα δεν μας έδωσε σημασία, ναυτικοί βλέπεις, άνθρωποι του υπό-κόσμου. Ήταν από ένα νησί του Αιγαίου νομίζω Ικαρία, ή Δωδεκάνησα. Πικραμένοι φύγαμε, που να πάμε που αλλού παρά στο βαπόρι μας. Με τον καιρό ο καπετάν Ιωακείμ άλλαξε βαπόρι, πήγε καπετάνιος σε άλλο, σε μια φουρτούνα στον βόρειο Ατλαντικό το βαπόρι βυθίστηκε αύτανδρο, νομίζω ήταν γεμάτο ξυλεία.
Παγώσαμε όταν το μάθαμε, ήταν καλός, λογικός άνθρωπος, στην ζωή του, του έλειπε η γυναίκα, ένα βράδυ καθώς πλέαμε στην Καραϊβική ο Σωκράτης μάζεψε κάτι γυναικεία ρούχα, από αυτά που παίρναμε δώρα για τα κορίτσια, τα έπλεξε στεφάνι, έγραψα το όνομα του, το έβαλε πάνω στην κουπαστή ώστε με το λίκνισμα του πλοίου να πέσει μόνο του στην θάλασσα και μαζί φωνάξαμε Αιωνία σου η μνήμη, φίλε μας Ιωακείμ.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2009

Στην αρχή δημιουργήθηκε η Στεριά:


Η άγρια φύση της Κεφαλονιάς

Αυτά που έπλασαν τον χαρακτήρα μου, ένα βιωματικό υπόβαθρο της ζωής, μια πληγωμένη πηγή υποσυνείδητου, είναι η αιτία δημιουργίας του λόγου.

Τα κλαριά των δένδρων στάλαζαν υγρό, ήταν από την ομίχλη, αυτή που έβγαζε η μπούκα του Μύρτου και μας καταπλάκωνε την καρδιά. Ερχόταν από την νότια Αδριατική και περνούσε στο Ιόνιο
Οι πέτρες στους λίθινους τοίχους γεμάτες μια πράσινη γλίτσα σαν βελούδο, αυτή που κατά- κάθετε από την υγρασία. Λιγοστό το χώμα κι όπου υπήρχε ήταν άγονο. Οι πετρο-χωματένιοι δρόμοι γεμάτοι λακκούβες βρώμικου νερού. Στις άκρες τους ξεφύτρωναν οι Μαρτιάκοι με τα κίτρινα λουλουδάκια τους, μετά ερχόταν οι παπαρούνες, οι βρούβες, αυτές που εμάζωναν οι κάτοικοι και τις έτρωγαν, τι κι αν τις κατούραγαν οι σκύλοι! Το χαμομήλι άγριο ταπεινά έκανε την εμφάνισή του στις άκρες της χωματένιας αυλής. Οι αμυγδαλιές είχαν ντυθεί στα άσπρα, μια θεϊκή μυρωδιά αγνότητας ξεχυνόταν στον αέρα. Ερχόταν η άνοιξη.
Η μάνα καθάριζε το γυαλί της λάμπας από την κάπνα με ένα αδράχτι που μπροστά είχε δέσει ένα πανί, η νόνα είχε μια ρόκα με μαλλί κι έγνεθε, κάνοντας νήμα μαζεύοντας το στο αδράχτι.
Η θεια κεντούσε πετσετάκια, για το τραπεζάκι της σάλας, με κλωστές μουλινέ και η γειτόνισσα έπλεκε τσουράπια για τον άντρα της όπου ήταν στα βουνά κι έκαιγε καμίνι για κάρβουνα.
Τα μικρά παιδιά έτρεχαν στεφάνι στους χωματένιους δρόμους, τα όρνια πετούσαν, μάλλον έπλεαν στον αέρα κοιτάζοντάς μας. Τα κοράκια μάλωναν αναμεταξύ τους ψάχνοντας να βρουν κάνα ψοφίμι. Στο καναπεδάκι της εισόδου ένα αχυρένιο στρώμα εκεί πάνω του ήταν η φάτνη των ονείρων μου τα βράδια που κοιμόμουν και ήταν τόσο πολλά; Με συντρόφευε του γκιώνη η λυπητερή λαλιά. Μα εκεί στο αχυρένιο στρώμα ξάπλωνα ώρες ακίνητος από πόνους αρθριτικών με αλοιφή πετρελαίου, το μόνο που υπήρχε, έλεγε ο πατέρας φταίει το κλίμα, είναι υγρό.

Τα ποτήρια με το κοίλο χείλος στο κομοδίνο, το πιρούνι δεμένο με βαμβάκι και ποτισμένο με πράσινο οινόπνευμα, η φλόγα που κυνηγούσε τον αέρα από τα ποτήρια της βεντούζας, το δέρμα σου που φούσκωνε σαν αγιοβασιλιάτικη φούσκα, ο λιναρόσπορος ψημένος στο τηγάνι και τοποθετημένος στο στήθος σου επάνω σε ένα μάλλινο ύφασμα που από την αγριάδα γέμιζες εξανθήματα.
Ο γείτονας αυτός που έκαιγε καμίνι ήρθε πρωί, πρωί, ξύπνησε τον πατέρα τον τράβηξε έξω κι άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους. Τα μάτια του κατακόκκινα πετούσαν σπίθες, δάκρυα έτρεχαν για να τις σβήσουν.
Έκανε χειρονομίες εν τέλει φύγανε μαζί. Πήγαν να ειδοποιήσουν την οικογένεια ότι βρήκε τον Βαγγέλη σκοτωμένο, με μια τσεκουριά του είχαν ανοίξει το κεφάλι καθώς κοιμόταν στο χωράφι του για να προστατεύσει τα σπαρτά του, είχε σπείρει φακή. Τα παιδιά χαιρόταν, ευκαιρία να πάρουν τα εξαπτέρυγα θα τους έδιναν χαρτζιλίκι. Ο γάμος είχε προετοιμαστεί, τι κι αν ήταν φυματικός ο γαμπρός, η αγάπη νίκησε. Το γραμμόφωνο το είχαν κουρδίσει και περίμεναν το γλέντι, ένα γλέντι φτωχό φοβισμένο κι όχι μόνο αλλά έσπασε και το κουρδιστήρι του γραμμόφωνου. Κρίμα δεν ακούστηκε τίποτα.
Μετά πέθανε ο γαμπρός, κάψανε τα ιμάτια του για να μην κολλήσουν χτικιό οι υπόλοιποι. Ξέχωσαν κι έκλεψαν τις πατάτες μας από τον κήπο, τα κουνέλια μας χωρούσαν στις τσέπες του κλέφτη, ο παπάς έκανε λιτανείες, διάβαζε προηγιασμένες. Η κυρά Ιφιγένεια ήρθε στη μάνα μου να της ξορκίσει το μουλάρι που τεμπέλιαζε, η μάνα έβαλε τρία σπυριά χοντρό αλάτι στην άκρη της ποδιάς της, με την πιθαμή της μέτρησε την απόσταση…
Η Ακριβού γιάτρευε με ξόρκια όποιον είχε τη βεντερούγα (ραχίτιδα), η Αγγέλα γέννησε κι άλλη κόρη, έτσι είπε η μαμή, συμφορά της, τόσα θηλυκά! Βρήκαν ποντίκια στα πιθάρια με το λάδι, αυτό του αγίου. Το αντάλλαξαν με καλαμπόκι που έφερνα καΐκια απ’ το Ξηρόμερο. Κάποιος είπε ότι στην Αγγλία βρέθηκε το φάρμακο της φυματίωσης, αλλά πολύ αργά ο άνθρωπος πέθανε.
Ο δάσκαλος μας μάθαινε τον εθνικό ύμνο, το στοίχιση και ζύγιση, μας πήγαινε στην εκκλησία όπου λέγαμε το πάτερ ημών, οι αντάρτες κατέβαιναν απ’ τα βουνά, οι χωροφύλακες έβαζαν πολίτες σκοπούς έξω από το κτίριο της χωροφυλακής, κι αυτοί οι ίδιοι κοιμόταν μέσα.

Μετά ήρθε η θάλασσα

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Ειρηνικός Ωκεανός

Πλέωντας το κανάλι του Παναμά στην Πλώρη.
Όσο μου είναι δυνατόν προσπαθώ να δίνω στις ιστοριούλες μου αυθεντικές "original"στιγμές με φωτογραφίες της εποχής εκείνης, φυσικά μαυρόασπρες.

Τα Θηρία:
Από τη μεριά της θάλασσας φάνηκε ένα μονόξυλο, πλησίασε το βαπόρι ο ψαράς φώναξε ήθελε να μιλήσει με τον Mayordomo, έχω μου λέει ένα ψάρι, το θέλεις να το αγοράσεις; ακόμα και με ανταλλαγή τσιγάρων δέχομαι.
Πήγα στην κουπαστή τι είδος ψάρι; Ένας τεράστιος ροφός. Ναι βεβαίως του λέω. Το έφερε επάνω ζύγιζε 150 λίτρες. Το ξάπλωσα στην κουβέρτα. Γύρω μου μαζεύτηκε το πλήρωμα, ο Μάρκος έβγαλε τα μυωπικά γυαλιά του τα έτριψε πάνω στην ποδιά του, τα ξαναφόρεσε, ξανακοίταξε καλλίτερα το θηρίο κι αποφάνθηκε.
Όχι δεν το καθαρίζω ούτε το μαγειρεύω, αυτό είναι θεριό εξ άλλου δεν το λέει ούτε η σύμβαση.
Το κήτος κειτόταν πάνω στην κουβέρτα του βαποριού ακριβώς κάτω από το σκεπαστό όπου ήταν η σωσίβια λέμβος εκεί όπου δεν το έβλεπε ο ήλιος. Ο αποφανθείς ήταν ο μάγειρας του βαποριού ο Μάρκος Ξαγοράρης από τη Σύρο.
Ρε, του λέω εγώ είδα κι έπαθα να το αγοράσω, το πλήρωσα κι εσύ μου λες ότι δεν το μαγειρεύεις; Εν τέλει πήρα την απόφαση, άστο του λέω θα το αναλάβω εγώ. Πήρα το μαχαίρι και το έγδαρα, έκανα το κρέας του φιλέτο, μετά τα κόκκαλα και το μισό κεφάλι τα κάναμε σούπα, το άλλο μισό κεφάλι το έκανα δώρο στον εφοπλιστή όταν φτάσαμε στη Νέα Υόρκη, ο οποίος το επόμενο ταξίδι ήρθε να μου δώσει τιε ευχαριστίες του, μια σούπα υπέρ-νόστιμη
Μπροστά μας ο απέραντος Ειρηνικός, εμείς με το βαποράκι διπλαρωμένοι στον μόλο ξεφορτώναμε πραμάτεια. Η σκηνή στο λιμάνι του Cutuco, La Unión El Salvador.

Όπως είναι η συνήθεια των ναυτικών όταν το βαπόρι αγκυροβολήσει περιμένοντας την σειρά του για φόρτωση ή ξε-φόρτωση οι περισσότεροι ναυτικοί έχουν μαζί τους καθετή με αγκίστρια και ρίχνουν για ψάρεμα. Όταν ένιωθες να κινείται η καθετή στο δάχτυλό σου, καταλάβαινες ότι τσιμπάει, τράβαγες το χέρι προς τα επάνω ώστε να καρφωθεί το αγκίστρι πιο βαθιά κι έβγανες το ψάρι. Είχαμε λοιπόν φουντάρει στην Tocopilla Χιλή, νότιο ημισφαίριο.
Ο καπετάν Γεράσιμος ανθυποπλοίαρχος ένιωσε κι αυτός το τσίμπημα, αλλά η καθετή του έφευγε από τα χέρια, καταλάβαμε ότι κάτι μεγάλο είχε πιάσει, δεν πρέπει ποτέ να κοντράρεις, όταν στην τραβάει αμόλα και τράβα, αμόλα και τράβα, σιγά, σιγά την έφερε στην επιφάνεια. Τρέξαμε όλοι να δούμε, ένα τεράστιο καλαμάρι θα ήταν περίπου ένα και μισό μέτρο. Ολόκληρο θηρίο.
Αποκλείετε να το φέρουμε πάνω στο βαπόρι, θα σκιζόταν και θα έφευγε.
Κατεβάσαμε με την πρυμνιά μπίγα ένα ανοιχτό βαρέλι πετρελαίου χωρητικότητας 55 γαλονιών, του έκαναν τρύπες από κάτω ώστε να φεύγει το νερό κι έτσι φέραμε το καλαμάρι στην κουβέρτα.
Με μαχαίρι το ανοίξαμε, πήρα ένα κομμάτι και το πέταξα στο ζεστό μαντέμι της κουζίνας, δεν τρωγόταν σκληρό σαν σόλα, ο καπετάν Γεράσιμος Λουκάτος πήρε για ενθύμιο την «ραχοκοκαλιά» του αν μπορεί να λεχθεί έτσι, αυτή που μοιάζει σαν πλαστικό θα την πήγαινε στο Αργοστόλι στην Κεφαλονιά σαν θαλασσινό τρόπαιο του Ειρηνικού Ωκεανού.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Η Αξία μιας Ζωής!

Ζώντας μέσα σε έναν τροπικό παράδεισο, εκεί όπου η αξία της ζωής μετράει με πόσα πράσινα διαθέτεις.
(Η ιστορία αυτή είναι μεγάλη, για έλλειψη χώρου απλώς γράφω τα κυριότερα σημεία.)

Όπως κάθε μεσημέρι έτσι και σήμερα διάβαζα την τοπική εφημερίδα ξαπλωμένος σε μια αιώρα για πιο φρέσκο μια που η ζέστη ήταν ανυπόφορη στο τροπικό αυτό μέρος της Γουατεμάλας. Την μεσημεριάτικη ησυχία διέκοψε η επίσκεψη ενός φίλου μου νεαρού, του Έκτωρ.
Έρχομαι από τον μόλο, ένα βαπόρι της γραμμής άκουσα ότι ζητά πλήρωμα, μια και είσαι γνωστός του καπετάνιου ήθελα να του πεις δυο λέξεις για μένα, ώστε να μπαρκάρω. Πράγματι βρήκα τον καπετάνιο, του μίλησα αμέσως μπαρκάρισε λαδάς στη μηχανή ένα βαπόρι Ντήζελ μικρό γενικού εμπορίου τακτικών γραμμών χρόνο- ναυλωμένο από την United Fruit co. Πέρασε καιρός,
Ο Έκτωρ είχε την βάρδια 12-4, όταν λοιπόν κατέβηκε στη μηχανή να παραλάβει από τον λαδά της 8-12, ο οποίος ήταν κι αυτός από το ίδιο μέρος, παρατήρησε ότι κάτι δεν ήταν εντάξει. Ανέβηκε λοιπόν στο κατάστρωμα πήγε στην πρύμνη στην τραπεζαρία του πληρώματος όπου έτρωγε ο λαδάς μαζί με το υπόλοιπο πλήρωμα και του έκανε την παρατήρηση. Στο τραπέζι πάνω ήταν ένα ολόκληρο καρβέλι ψωμί κι ένα μαχαίρι, κάθε ένας έκοβε όσο ψωμί ήθελε. Ο Έκτωρ είπε ότι είχε να πει, γύρισε προς την πόρτα να φύγει. Ο λαδάς των 8-12 σήκωσε το μαχαίρι και το έστειλε πεταχτό στον Έκτορα. Κάποιος από το πλήρωμα φώναξε, Έκτορα φυλάξου, αυτός γύρισε να δει και το μαχαίρι τον βρήκε στο στήθος στην καρδιά. Ξεψύχησε επιτόπου. Το βαπόρι εν πλω, σημαία Λιβερίας, στο επόμενο λιμάνι θα έπιαναν μετά από τρεις μέρες, ήταν Puerto Cortez, Ονδούρας. Τον έθαψαν στο λιμάνι της Ονδούρας, παρέδωσαν το δολοφόνο στις αρχές πήγε φυλακή. Πατέρας, και μάνα του φίλου μου, έμειναν άφωνοι, ζητούσαν δίκιο εκδίκηση κι ένα αιώνιο γιατί. Εφόσον δεν υπήρχε κατήγορος στην Ονδούρα θα έμενε φυλακή 6 μήνες μετά θα τον έστελναν στην Γουατεμάλα. Όταν το βαπόρι ήρθε στη Γουατεμάλα, έβαλαν δικηγόρο έδωσαν κατάθεση οι μάρτυρες για να το χρησιμοποιήσουν όπου δει. Όταν έμαθαν την ημερομηνία αποφυλάκισης του, πατέρας και μάνα πήγαν στην αστυνομία, στο λιμεναρχείο, σε όλες τις αρμόδιες αρχές. Όλοι τους είπαν για μας δεν έχει συμβεί απολύτως τίποτα. Έτσι αποφασίσαμε να πάμε όλοι μαζί στο υπουργείο εσωτερικών, να εκθέσουμε την υπόθεση. Πράγματι ξεκίνησε η μάνα, ο πατέρας, μια αδελφή κι εγώ. Στην πρωτεύουσα μια απόσταση 300 χιλιομέτρων. Πήγαμε σε ξενοδοχείο.
Το Palacio Nacional ένα επιβλητικό τριώροφο κτίριο στο κέντρο της πολιτείας, με θολωτές πόρτες και κολώνες σε στυλ Ισπανοϊταλικό με επιρροή αραβικού ρυθμού. Ανεβήκαμε τα πλατιά σκαλοπάτια, στην πόρτα μας σταμάτησαν δυο φρουροί, μας έψαξαν, μας ρώτησαν τι θέλουμε, η μάνα είπε να δούμε τον υπουργό… από το ισόγειο ξεκινούσαν δυο πλατιές κυκλικές σκάλες μια αριστερά μια δεξιά, στην μέση κήπος με λουλούδια, στους τοίχους ζωγραφιές ηρώων του κράτους. Άνθρωποι βιαστικοί με χαρτοφύλακες έτρεχαν προς όλες τις διευθύνσεις, ένας κύριος με γυαλιά που καθόταν σε ένα γραφείο μας ρώτησε:
Τι θέλετε;
Η μάνα απάντησε:
«Θέλουμε να δούμε τον υπουργό,»
«Έχετε ραντεβού;»
«Όχι, αλλά ερχόμαστε από την επαρχία, σκότωσαν τον γιο μου»…
«Περιμένετε εδώ.»
Άνοιξε μια πόρτα κι εξαφανίστηκε. Από την πόρτα βγήκε ένας στρουμπουλός κύριος με γυαλιά.
«Ποιος με ζήτησε» είπε;
Η μάνα σάστισε, έκανε κάτι να πει μπερδεύτηκε, τον λόγο ανάλαβα εγώ.
«Κύριε υπουργέ, σκότωσαν τον γιο της κι έρχεται να ζητήσει δικαιοσύνη, μάθαμε ότι ο δολοφόνος θα αφεθεί ελεύθερος από την Ονδούρα και ζητάμε όταν έρθει στη Γουατεμάλα να συλληφθεί.»
«Μα που έγινε ο φόνος;»
«Εν πλω, σε βαπόρι μέσα.»
«Δηλαδή έξω από την δικαιοδοσία του κράτους.»
«Ναι σε διεθνή νερά.»
«Το σύνταγμα της χώρας μας δεν λέει ότι μπορεί να συλλάβουμε κάποιον όταν αυτός δολοφόνησε άνθρωπο έξω από τα σύνορά μας, να πάτε στην εθνικότητα του πλοίου.»
«Μα αυτό έχει σημαία Λιβερίας.»
«Δεν ξέρω πάντως για εμάς δεν έγινε τίποτα.» Και κουνώντας το δάχτυλό του μου είπε:
«Κι εσύ να προσέχεις πως μιλάς σε έναν υπουργό.»
Κατάπληκτος έψαξα να βρω τι είχα κάνει, α ναι, χρησιμοποίησα τον ενικό σε μια μου συνδιάλεξη αντί του πληθυντικού. Αλήθεια τι έγκλημα!
Ήταν φανερό ότι δεν ήθελαν να αναμιχθούν, εξ άλλου μια παροιμία του λαού λέει: Un indio menos, un pan mas. Ένας Ιθαγενής λιγότερος, ένα ψωμί παραπάνω.
Η λέξη indio εννοεί αυτόχθονα ιθαγενή κάτοικο.
Γυρίσαμε όλοι στην πόλη του λιμανιού, φίλος με βρήκε στην πιάτσα των ταξί, έχω μήνυμα για εσένα μου είπε, θέλει να σε δει ο Σόσα ήξερα ότι ήταν μέλος μιας ακροδεξιάς οργάνωσης και σπιούνος της αστυνομίας.
«Μα καλά χαζοί είσαστε και πάτε στην κυβέρνηση για να βρείτε το δίκιο σας, τη δικαιοσύνη τη δίνω εγώ, θα μου δώσετε $500, τα μισά τώρα και τα άλλα μισά όταν θα βρεθεί πνιγμένος στο ποτάμι ο δολοφόνος.»
Τότε θα αρχίσουμε βεντέτα, είπε ο πατέρας κι όχι μόνο αυτό αλλά δεν θα ξαναφέρουμε τη ζωή του γιού μας. Σε λίγο διάστημα πέθανε ο πατέρας ίσως από τον καημό του, η μάνα τα αδέλφια ξενιτεύτηκαν, ερείπια έμειναν εκεί που υπήρχε ζωή, ο δολοφόνος γύρισε, ήταν παντρεμένος με δυο μικρά παιδιά, άνοιξε μπακάλικο κι ακόμα υπάρχει…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης





Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Πλούσιος για ένα Φεγγάρι:

Ακόμα και η Φωτό βγήκε μικρή, αλλά είναι αυθεντική
Είμαστε με το βαπόρι διπλαρωμένοι στο Veracruz México, μια εποχή κοντά στα Χριστούγεννα.
Το φορτίο εποχιακό διάφορα Χριστουγεννιάτικα παιχνίδια, ηλεκτρικές συσκευές, όλα τα αμπάρια γεμάτα αγαθά συσκευασμένα σε κιβώτια.
Βατσιμάνης (Νυκτοφύλακας) ήταν ένας ναύτης ο Αντώνης Κ. από το νησί Μήλο καλό παιδί και φίλος μου.
Τρόμαξα όταν άκουσα να μου χτυπά την πόρτα θα ήταν περίπου μετά τα μεσάνυχτα, πετάχτηκα επάνω, τι τρέχει του λέω;
Έπιασα έναν κλέφτη μέσα στο αμπάρι, του κατέσχεσα ότι είχε κλέψει, αυτός έδωσε ένα πήδημα κι έφυγε, και τώρα δεν ξέρω τι να κάνω. Τα έχω βάλει όλα σε μια σακούλα. Για να δούμε τι είναι;
Ήταν αλυσίδες, καδένες, σαν αυτές που κρεμάνε στο λαιμό τους, με μενταγιόν ή σταυρούς. Θέλω μου λέει να με βοηθήσεις να τα κρύψω ώστε να μην τα βρουν πάνω μου.
Ναι του λέω φέρτα να τα βάλουμε στην αποθήκη τροφίμων, εκεί άνοιξα κιβώτια με κονσέρβες από ανανά, αυτά τα κιβώτια τα είχαμε πάρει (κλέψει) από τα αμπάρια το προηγούμενο ταξίδι, μια και στον γυρισμό προς Νέα Υόρκη φορτώναμε ανανάδες σε κονσέρβες. Τα πήραμε έτσι για να τρώμε.
Τα τακτικά μας ταξίδια ήταν Νέα Υόρκη, Progresο Yucatán, Coatzacoalcos, Veracruz, Tampico, και τανάπαλιν. Όλα τα λιμάνια στο Μεξικό. Σε κάθε λιμάνι ξεφορτώναμε κι από λίγα. Άρα κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος που και σε πιο λιμάνι τα έκλεψαν, αν ποτέ έψαχναν.
Το βράδυ πριν ακόμα σκοτεινιάσει, με μια αλυσίδα στην τσέπη, πήγαμε μαζί σε ένα χρυσοχοείο. Του είπαμε θέλουμε να μάθουμε αν είναι χρυσάφι; Την κοίταξε την ψηλάφισε και μας είπε κάτι που είχε τη λέξη όρο, αλλά εμείς δεν καταλάβαμε καλά. Πάντως η λέξη «oro,» όρο= χρυσάφι στα Ισπανικά ηχούσε στα αυτιά μας.
Γυρίσαμε στο βαπόρι και γελούσαν και τ’ αυτιά μας, είμαστε πλούσιοι, έχουμε χρυσάφι μου είπε, ναι λέω αλλά που θα τα πουλήσουμε; Κάναμε εξόδους στην πόλη, πιάσαμε παρέα με κορίτσια με την Judith Nocedal αλληλογραφούσα για πολλά χρόνια, από αυτήν έμαθα για τους κήπους του Xochimilco, το palacio de bellas artes κλπ… χαιρόμαστε υπολογίζοντας τι μας περιμένει, ούτε πιοτά ούτε μπαρ, πρώτη μας φορά συναντήσαμε μαγαζί στην κυριολεξία να πουλά γυναίκες, μόνο αυτό, πλήρωνες την τιμή την έπαιρνες κι έφευγες. Αχ τι φέρνει η αίσθηση του πλούτου!
Προσπαθήσαμε η εντύπωση του πλούτου να μην αλλάξει τίποτε, μόνο αισθανόμαστε μια μικρή ευφορία ότι πιάσαμε την καλή και περιμέναμε ευκαιρία να εμφανισθούμε.
Στη Νέα Υόρκη ερχόταν στο βαπόρι ένα Κεφαλλονίτης μαραγκός-επιπλοποιός ο οποίος έφτιαχνε κάτι έπιπλα για το σαλόνι, παραγγελία της γυναίκας του εφοπλιστή για να έρθει ταξίδι. Αυτόν πλησίασα και του έδωσα μάλιστα και μια αλυσίδα να μάθει την αξία της.
Μετά από δυο μέρες μου την έφερε πίσω, δεν έχει καμιά αξία είναι φαντασία ψεύτικη…
Γκρεμίστηκαν τα όνειρα, αποτέλεσμα μετά από αρκετό χρονικό διάστημα όταν πλέον είχαμε φάει όλους τους ανανάδες πήρα τις αλυσίδες και τις πέταξα στη θάλασσα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

Η Τροχιά μιας σφαίρας...



Ένα κομματάκι χωράφι εκεί πίσω από την εκκλησία της Παναγίας της κρήνης, δίπλα από τον λάκκο του νερού που ανάβλυζε από τη γη, ανήκε στην οικογένειά του παππού, ήταν αυτό που είχε κληρονομήσει από τον προ-προ πάππου του, όταν είχαν έρθει πρόσφυγες από την Πάργα όταν την πούλησαν οι Άγγλοι στον Αλή Πασά περίπου 1807. Ήταν ποτισμένο με ιδρώτα των προγόνων του, αυτών που το έλαβαν σαν πληρωμή με την υποχρέωση να καλλιεργούν τα χωράφια της πλούσιας αυτής οικογένειας στα Ποταμιανάτα.

-Η γειτόνισσά μας είχε δυο κατσίκες, από αυτές αγόραζε η μάνα λίγο γάλα, έτσι για να πίνουν τα μικρά. Ο άνδρας της γειτόνισσας μαζί με τα παιδιά του έβγαναν κάρβουνα στο βουνό.
Ο πόλεμος ήταν στο ζενίθ του, ο πατέρας μαζί με έναν άλλο χωριανό είχαν πάει να σκάψουν το χωράφι αυτό, σαν μεσημέριασε η μάνα μας είχε φύγει να τους πάει φαγητό, μπιζέλια με ψωμί σούπα. Στο σπίτι μείναμε μόνοι.
Ξάφνου ακούστηκαν πυροβολισμοί μαζεμένοι, μετά μοναχικοί. Ο κόσμος βγήκε από τα σπίτια του να δει τι τρέχει, εγώ πήγα πάνω στο ανυψωμένο αλώνι της στέρνας και κοίταγα, η γειτόνισσα βγήκε στην αυλή της κι έλεγα : ωχ! Τα παιδιά μου που νάνε άραγε;
Ο μπάρμπας μου που ήταν άρρωστος από φυματίωση κατάλαβε τον κίνδυνο, ανέβηκε στην στέρνα και με πήρε στην αγκαλιά του, με έμπασε μέσα στο σπίτι. Τι είχε συμβεί; Οι Γερμανοί ανέβαιναν από τον κάμπο προς το χωριό, το οποί ο ήταν χτισμένο στην πλαγιά του βουνού, σε υψόμετρο 200 μέτρων, τα καφενεία γεμάτα κόσμο, κάποιος τους είδε και φώναξε, έρχονται Γερμανοί, τότε όλοι τρέξανε να φύγουν, αυτό είδαν οι Γερμανοί και τους έβαλαν στις τουφεκιές
.
Ένας Γερμανός μπροστά από την εκκλησία του Αϊ Δημήτρη σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε απέναντι στα Μαρκάτα. Τα δυο χωριά αυτά τα χωρίζει ένα πλατύ αυλάκι, θα έλεγα μια χαράδρα που παλαιά θα πρέπει να ήταν ποτάμι μια και το έδαφός της είναι γεμάτο γουλιά πέτρες στρογγυλές από αυτές που γλύφει η θάλασσα. Κι όχι μόνο αλλά μια φορά κάθε τόσο σέρνει δηλαδή κατεβάζει νερό απ' τα βουνά και παίρνει σβάρνα ότι βρει μπροστά του όπως τον δρόμο κλπ…
Η σφαίρα βρήκε στην κοιλιά την γειτόνισσα, που είχε βγει στην αυλή της να δει για τα παιδιά της.
Έτρεξαν όλοι την έβαλαν στο κρεβάτι, ο τσαγκάρης του χωριού προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τους γερμανούς, έλεγαν ότι ο Γερμανός ήταν γιατρός, μαζί με τους άλλους χώθηκα κι εγώ στο δωμάτιο, όταν την ξεγύμνωναν να δουν το τραύμα, η γριά Κ… με έπιασε από το αυτί και με έβγαλε έξω. Λέγανε ότι η σφαίρα της είχε τρυπήσει το βασιλικό άντερο.
Δεν υπήρχαν ούτε φάρμακα ούτε γιατρός, έτσι πέθανε η γυναίκα.

Σήμερα έχουν απομείνει ερείπια, κουκουβάγιες λαλούν τη νύχτα, το χωράφι χέρσο, ο λάκκος του νερού άχρηστος ξεχειλίζει, χάνεται, οι άνθρωποι οι περισσότεροι σκορπισμένοι σε τσιμεντουπόλεις.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Ένα λανθασμένο Αραράτ:



Εκεί στην πλώρη του βαποριού στην δεξιά μάσκα ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο, τετράγωνο με ράφια στους τοίχους κι ένα πάγκο βιδωμένο στο πάτωμα. Από δεξιά είχε τρία φινιστρίνια χωρίς να τολμώ να τ’ ανοίξω, γιατί θα έμπαινε το κύμα της θάλασσας. Ήταν το μαραγκούδικο του βαποριού. Σε τούτη την περίπτωση ήταν γεμάτο κότες και κοκόρια. Κάθε πρωί τα τάιζα έπιανα ένα, ένα έξη το όλων και τα στραγγάλιζα χωρίς να χυθεί ούτε σταγόνα αίμα. Μερικά κοκόρια ήταν επιθετικά έτσι αυτά τ’ άφηνα τελευταία.
Τα έπιανα απ’ το κεφάλι, τα γύριζα στριφτά 2-3 φορές μέχρι που δεν κουνιόταν πλέον. Τα υπόλοιπα ξαφνιασμένα έτρεχαν να κρυφτούν κάτω από τον πάγκο, ή πάνω στα ράφια, όταν έβλεπαν το γαντοφορεμένο χέρι του χάρου, δηλαδή το δικό μου τα κοκόρια σήκωνα τα φτερά του λαιμού τους κι ετοιμαζόταν να μου επιτεθούν. Έτσι τα πιο άγρια τα άφηνα τελευταία μέχρι να έρθει η σειρά τους. Τα μαδούσα, τα έπλενα και τα έδινα στο μάγειρα. Το σφάξιμο των πουλερικών κρατούσε εμάς στη ζωή, όσο διαρκούσε το ταξίδι μας. Φανταζόμουν τον εαυτόν μου σαν τον Πολύφημο που σκότωνε τους συντρόφους του Οδυσσέα και τον πιο γενναίο τον άφηνε τελευταίο. Πρέπει να δώσω έμφαση ότι δεν είχαμε ψυγεία και το μόνο μας φαγητό ήταν αυτές οι κότες μια φορά την ημέρα.
Ο ουρανός και η θάλασσα είχαν ενωθεί σε ένα σταχτί-μαυρο χρώμα που άσπριζε μόνο από τους αφρούς που έκαναν τα κύματα σπάζοντας τα μούτρα τους στην κουβέρτα του βαποριού. Έμοιαζαν σα σκυλιά λυσσασμένα που έβγαναν αφρούς από το στόμα τους. Εκεί στον ουρανό είχαν σχηματισθεί κάτι σύννεφα που έμοιαζαν με ανθρώπινη μορφή με μακριά γενειάδα, που κάτω από τις δυο μασχάλες του κρατούσε δυο ασκιά με τα στόμιά τους εναντίων μας φυσούσαν τη θάλασσα, τα κύματα μας χτυπούσαν από μπροστά από πίσω από δίπλα. Το βαπόρι χόρευε σαν καρυδότσουφλο. Ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του ανακάτευε τη θάλασσα με τη βοήθεια του Αίολου που του έστελνε τον αέρα. Άρα τι να τους έχουμε κάνει; Μήπως ζητούν εκδίκηση επειδή αφήσαμε την πατρίδα μας, ή μήπως ζητούν να χυθεί αίμα στο βωμό τους, μήπως θα πρέπει να κόβω το λαιμό από τις κότες αντίς να τις στραγγαλίζω; Να με πιτσιλίζει το αίμα ζεστό αχνιστό;
Το βαπόρι αγκομαχούσε πάλευε με τα θηρία, ανέβαινε σε υδάτινα βουνά κι απότομα έπεφτε στην άβυσσο, δεν ξέραμε αν θα είχε τη δύναμη να ξανανεβεί, με κάθε χτυπιά από τα κύματα τρανταζόταν ολόκληρο, έτρεμε η προπέλα ξενέρωνε, σηκωνόταν στον αέρα, γύριζε σαν τρελή. Είχαμε κλείσει και τις πόρτες του κομοδέσιου με μπουκαπόρτες, ο κάθε ένας μας βουβά σιωπηλά προσευχόταν στον δικό του θεό να μας βοηθήσει να φτάσουμε στη στεριά, να φτάσουμε σε ένα Αραράτ ν’ αφήσουμε τα κοκόρια να πετάξουν, κάναμε τάματα στους θεούς μας, να πατήσουμε χώμα, ευλογημένο να αλειφτούμε λάσπη, να γεμίσουμε σκόνη, να πατήσουμε κάτι στερεό, τότε θα γελάμε θα τρέχουμε στους δρόμους παίζοντας ανεμίζοντας το χώμα. Να κοιτάξουμε κατάματα τη ζωή, την ελπίδα, τις γυναίκες που ο κάθε ένας μας έπλαθε στη φαντασία του μια ιδεαλιστική μορφή δικής του γυναίκας, να την λατρεύει, να την πιστεύει μια μορφή αγγελική να τον καταλαβαίνει, να ανοίγει την καρδιά του, ένα λουλούδι μεθυστικό, κάτι να προσεύχεται στο όνομά της, κάτι σαν μπουμπούκι έτοιμο ν’ ανθίσει να τον περιμένει.

Αντί αυτού είμαστε τραβερσωμένοι για 21 μέρες στον Ινδικό Ωκεανό, στο υγρό στοιχείο, μουσκεμένοι γεμάτοι αρμύρα μέχρι που κατά λάθος καθίσαμε σε ύφαλο σε ένα λανθασμένο Αραράτ, στο νησί Σοκότρα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Εντυπώσεις:

Στην φώτο: πηγαίνοντας βόλτα στο πάρκο πιάσαμε μια άκακη Ιγουάνα, πρώτη μας φορά την βλέπαμε, νομίσαμε ότι ήταν θηρίο, την δέσαμε και την φέραμε στο βαπόρι, σαν λάφυρο...

Εντυπώσεις που γράφονται στο παιδικό μυαλό με ανεξίτηλο μελάνι.
Η ζέστη αφόρητος, το βαπόρι διπλαρωμένο στο μόλο ξεφόρτωνε σωλήνες για πετρελαιοπηγές. Το τζιπ των αστυνομικών, τώρα μπορεί να ήταν και του λιμεναρχείου ή του τελωνείου δεν ξέρω, σταματούσε εκεί απέναντι από την σκάλα του βαποριού, ένας με πράσινη στολή και πηλίκιο ψηλό φασιστικό, ανέβαινε πάνω πήγαινε στο δωμάτιο του καπετάνιου, ο άλλος καθόταν στο τιμόνι και περίμενε. Σε λιγάκι κατέβαινε με μια τσάντα γεμάτη πραμάτεια, αυτό γινόταν κάθε μέρα, πολλές φορές την ημέρα. Η σκηνή στο λιμάνι του Μαρακαΐμπο της Βενεζουέλας. Το βαπόρι ήταν χρόνο-ναυλωμένο στην εταιρία Venezolana de Navegación. Όλοι είχαν να λένε, προπαντός οι αξιωματικοί ότι ο καπετάνιος κάνει κοντραμπάντο με ουίσκι. Εδώ που τα λέμε όχι ότι τους πείραζε αλλά ζήλευαν. Όταν ήρθε η ημέρα της αναχώρησης, έλειπε ο δεύτερος μηχανικός δεν ήταν στο δωμάτιό του, κατά κάποιον περίεργο τρόπο είχε εξαφανισθεί, ήταν οικογενειάρχης άνθρωπος ο Κώστας Κ. από τον Πειραιά. Στο κεφαλόσκαλο είχε αναρτηθεί ο πίνακας αναχώρησης 5 το απόγευμα. Θα πήγαινε για La Guaira επίνειο του Καράκας να αφήσει κι εκεί μερικό εμπόρευμα.
Σαν ήρθε μεσημέρι και δεν φάνηκε πουθενά, ο υποπλοίαρχος ένας έλληνας της Αγγλίας ο οποίος είχε αλλάξει το επώνυμό του σε Captain Henderson φορούσε πάντα στολή και γαλόνια αποφάσισε να πάει στην αστυνομία να δηλώσει την εξαφάνιση του έλληνα.
Ω! του θαύματος, ο Πειραιώτης ήταν φυλακή, αφού πλήρωσε κάποιο πρόστιμο αφέθηκε ελεύθερος, τρέξαμε όλοι να μάθουμε τι έγκλημα είχε κάνει για να πάει φυλακή.
Απλούστατα είπε: Καθόμουν στην κουπαστή κι έβλεπα τους τελωνειακούς να μεταφέρον κοντραμπάντο που τους πουλούσε ο καπετάνιος.
Τους είπα ξέρω τι κουβαλάτε μέσα στις τσάντες σας. Ο τελωνειακός δεν είπε τίποτα, όταν όμως κατέβηκε στο έδαφος έκανε νόημα του δεύτερου μηχανικού να κατέβει να του πει κάτι. Με το που πάτησε στο έδαφος τον μπαγλάρωσαν στο τζιπ και κατευθείαν στο κρατητήριο. Κανένας από εμάς δεν είδε την σκηνή, η κυβέρνηση του Pérez Jiménez ήταν δικτατορική δεν τολμούσες να μιλήσεις
.

Η Βενεζουέλα του καιρού εκείνου για τους ναυτικούς ήταν ακριβό μέρος, το δολάριο δεν είχε αξία αν το συγκρίνουμε με τα άλλα κράτη. Τα βράδια έβγαινα στην πολιτεία και περπατούσα μαζί με άλλους, συναντήσαμε αρκετούς έλληνες μετανάστες οι περισσότεροι είχαν ένα μικρό κατάστημα φαγητών στην αγορά, άλλος ήτανε τσαγκάρης, άλλος είχε ένα μεγάλο εστιατόριο το ΑΛΦΑ πάνω στο δρόμο προς το delicias όπου πήγαιναν οι ντόπιοι για κολύμπι.
Για μας τους ναυτικούς κανένα σπέσιαλ τα καμπαρέ τα είχαν μακριά έπρεπε να πάρεις ταξί. Όλες οι γυναίκες αλλοδαπές, αλλά οι ιστορίες αυτές δεν γράφονται.
Πιάναμε πολλά λιμάνια, σε κάθε λιμάνι ξεφορτώναμε εμπορεύματα, στο La Guaira, Puerto la Cruz, Puerto Cabello, Cumaná, Cuanta, Carupano. Στο λιμάνι της La Guaira ήρθαν κι επισκέφτηκαν το βαπόρι δυο έλληνες κεφαλλονίτες από τη Σάμη, μας έλεγαν ότι πήγαιναν στα χωριά στο εσωτερικό και πουλούσαν ρούχα.
Στο Puerto Cabello, οι τελωνειακοί μπήκαν έτσι απότομα στο βαπόρι. Διέταξαν έρευνα στα δωμάτιά του πληρώματος για λαθραία. Ότι ρούχα είχαμε καινούργια ακόμη κι εσώρουχα μας τα κατάσχεσαν. Τα πήραν κι έφυγαν. Ο ασυρματιστής του πλοίου ήταν κουβανός, τον πήραμε μαζί για διερμηνέα και πήγαμε να διαμαρτυρηθούμε για τα ρούχα μας, δεν βαριέσαι χαμένος κόπος, μας έδιωξαν.

Στo Cumaná ένα άλλο μικρό λιμανάκι υπήρχε μια οικογένεια ελλήνων από ένα νησί του αιγαίου, είχαν ένα μικρό κατάστημα ρούχων Tienda Atenas.
Είχαν λοιπόν μια κόρη, όταν άκουσαν βαπόρι ελληνικό ήρθαν μέσα οι άνθρωποι γεμάτη νοσταλγία, ένας κεφαλλονίτης ναύτης ο Στέλιος, χωρίς να ξέρω τίποτα μου λέει ότι τα κανόνισε αν θέλω να παντρευτώ το κορίτσι… θα είμαστε της ίδιας ηλικίας. Όχι ρε παιδί μου δεν σκέπτομαι τέτοιο πράγμα του είπα.
Η ζωή και περιπέτειές μου στη Βενεζουέλα δεν κράτησαν πολύ μόλις ένα χρόνο, μετά αλλάξαμε ρότα.
Πάντοτε νοσταλγώ την αθωότητα της νιότης, τα περασμένα που έστω και τώρα ακόμη βάζουν ένα κόκκο αλατιού στην χωρίς εκπλήξεις τυποποιημένη ώριμη ζωή μου.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Ο Άγνωστος

Το βαπόρι "Αίνος" τον πήρε μαζί του, στην αγκαλιά της γαλάζιας θάλασσας, στην αγκαλιά της ελευθερίας. Κούβα 1952
Σαν λουλούδι που μαραίνεται και πέφτει, είναι το μονοπάτι της ζωής σου. Άλλος το ποδοπατεί, άλλος σκύβει, νοσταλγικά το παίρνει, το μυρίζει και θυμάται το δικό του μονοπάτι.

Σπάνια η ζωή μας επηρεάζεται από ένα άγνωστο άνθρωπο ο οποίος έτσι απότομα, χωρίς να τον περιμένεις βγαίνει και αλλάζει τον ρου ενός πεπρωμένου.
Ο άνθρωπος αυτός Κεφαλλονίτης, καταγωγή εκ Πυλάρου γεννημένος στο Αργοστόλι, ζώντας στην Αμερική και συγκεκριμένα στα Φιλαδέλφεια, άνθρωπος της πιάτσας, λέγανε ότι είχε χαρτοπαικτική λέσχη σε αυτή την πόλη, παντρεμένος με την κόρη του διευθυντή της αστυνομίας, αφού μάζεψε αρκετό χρήμα, αποφάσισε να αγοράσει ένα βαπόρι.
Βρήκε τον Καπετάν Λ. από την Πύλαρο και αγόρασε το βαπόρι στο όνομά του, ένα μικρό χαβουζάδικο, κουβαλούσε κάρβουνο ή σιδηρομετάλλευμα. Το ονόμασε Μαρκέλλα το όνομα της γυναίκας του.
Εν τω μεταξύ πεθαίνει η γυναίκα του, τότε αυτός μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, εκεί αγοράζει κι άλλο βαπόρι το "Αίνος."

Ο Μάκης ήταν φυλακισμένος όχι γιατί ήταν εγκληματίας, αλλά διότι είχε μένει παράνομα στο κράτος αυτό από βαπόρι, τον είχαν ζαλίσει τα πλούσια λόγια, οι υποσχέσεις δεν ζητούσε τίποτα μόνο ένα μεροκάματο. Αυτό, τίποτε άλλο. Πίσω στην Ελλάδα, περίμεναν πολλά στόματα, μια μπουκιά ψωμί...
Τα κρατητήρια τα επισκεπτόταν αρκετοί έλληνες νόμιμοι που αντιπροσώπευαν ναυτιλιακές εταιρίες, για να διαλέξουν πληρώματα από τους κρατούμενους έλληνες ναυτικούς στο φημισμένο νησί Ellis Island και ήταν πολλοί εκατοντάδες… οι αντιπρόσωποι ερχόταν με ένα τουπέ λες και εξουσίαζαν τη ζωή σου, λες κι έβγαιναν στις ακτές να αγοράσου σκλάβους.
Αλήθεια τι διαφορά ανάμεσα νόμιμος με σκαστός, έλληνες και οι δυο!
Ο Μάκης μην έχοντας διαβατήριο ούτε ναυτικό φυλλάδιο (του το είχαν κατασχέσει ένεκα δραπετεύσεως από βαπόρι) εκτός από μια ταυτότητα χωροφυλακής του χωριού του, οι αντιπρόσωποι των ναυτιλιακών εταιριών τον έδιωχναν, έτσι περνούσε ο καιρός, πέρασε 120 μέρες κλεισμένος έως που φάνηκε αυτός ο άνθρωπος. Όχι δεν τον γνώριζε, αλλά καταγόταν από το ίδιο χωριό της Κεφαλονιάς, κάποιος γνωστός, του είπε την ιστορία του. Όπως είπα πιο πάνω ήταν άνθρωπος του λαού, της πιάτσας, γνώριζε από δυσκολίες από ανάγκες.
Ενδιαφέρθηκε, έβαλε δικηγόρο τον πήρε στο βαπόρι του και αναχώρησαν για Κούβα.
Οι δε αρχές των ΗΠΑ του ζήτησαν ένα πιστοποιητικό από το προξενικό λιμεναρχείο Νέας Υόρκης, ότι πράγματι ήταν και θα εξακολουθήσει να είναι ναυτικός. Επειδή του είχαν απαγορεύσει την έξοδο στην στεριά πήγε ο καπετάνιος ο Ιωακείμ Φωτόπουλος από την Ιθάκη ο οποίος πνίγηκε στον βόρειο Ατλαντικό όταν άλλαξε βαπόρι. Ο λιμενάρχης του μήνυσε ότι πρώτη του φορά συνάντησε έναν τόσο νέο με βεβαρυμμένο μητρώο, (ένεκα δραπετεύσεως)… Ο καλός λόγος του λιμενάρχη τον γέμισε πικρία.
Ήταν η εποχή που όλα τα κράτη κλείνανε τις πόρτες τους στους έχοντας ελληνικά χαρτιά.
Εργάστηκε για δώδεκα χρόνια σε διάφορα βαπόρια, ώσπου, έμεινε στη στεριά- Guatemala.
Πέρασαν τα χρόνια, πολλά χρόνια, από όταν τον πρωτογνώρισε, μια μέρα λαβαίνει ειδοποίηση αν ήθελε να μεταναστεύσει από την Γουατεμάλα στις ΗΠΑ, θα του σύστηνε τον ίδιο δικηγόρο.
Έτσι κι έγινε. Ο άγνωστος άνθρωπος ξαναπαντρεύτηκε μετακόμισε στην Ελλάδα, Κηφισιά όπου πέθανε
.

Στης ζωής το μονοπάτι, ο άνεμος σε ανεμίζει σαν ξερόφυλλο κι όταν πέσεις με σκούπα σε προετοιμάζουν για σκουπίδι, έως ένας άγνωστος θα θυμηθεί ότι κι αυτός κάποτε ήταν σαν το ξερόφυλλο, ότι κι εσύ άνθρωπος είσαι.

Con respeto le mando a su memoria un eterno y sincero agradecimiento por todo lo que él hizo por mí, por su apoyo a las dificultades que encontré tratando de caminar por el sendero del mundo, éste que escribió mi destino.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη



Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Σύγχρονοι Ομογενειακοί Θησαυροί.

Η Φωτό είναι από μια έκθεση βιβλίων μου, σε ένα χωριουδάκι του Long Island
Άρα ποιοι να είναι οι θησαυροί της ομογένειας στη Νέα Υόρκη;
Μήπως τα πλούτη; Μήπως τα κτίρια;

Θησαυροί είναι τα πνευματικά βιωματικά έργα των μεταναστών, όσοι κρατάνε την λυχνία του ελληνικού φωτός, των ελληνικών γραμμάτων, της ελληνικής γλώσσας. Ο κάθε ένας τους με τον τρόπο του, αφού ακόμα μετά από τόσα χρόνια στα ξένα εξακολουθούν να διαβάζουν ελληνικά, να γράφουν ελληνικά να υπάρχουν σαν έλληνες, να συναναστρέφονται μεταξύ τους σαν ίδια ράτσα και μόνο το ότι κρατούν ανυψωμένο το λάβαρο της εθνικότητάς τους εδώ στην πολυσπερμία εθνών, είναι θησαυροί, που ακόμα αγωνίζονται. Το κάθε γεροντάκι, η κάθε γριούλα αυτοί που έμειναν έλληνες είναι ανεκτίμητοι, είναι αυτοί που αγνοεί η άρχουσα τάξη, το κράτος, το ΣΑΕ, είναι αυτοί που η φωνή τους δεν ακούεται, τώρα γενάτε το ερώτημα τι θα απομείνει για τις επόμενες γενιές όταν φύγουν όλοι αυτοί οι ελληνόφωνες ‘πρωτοπόροι’ μετανάστες;
Τα πλούτη όπου υπάρχουν θα σβήσουν, το χρήμα θα αλλάξει χέρια, τα σπίτια, τα κτίρια, θα ξαναγυρίσουν στους νόμιμους ιδιοκτήτες, ή το κράτος.
Η εκκλησία δεν έχει πρόβλημα, θα ταυτιστεί με τις συνήθειες και γλώσσα της νεολαίας του τόπου.
Η μεταναστευτική Ελλάδα, τα γραπτά έργα των βιοπαλαιστών, αυτά που έσταζαν δάκρυα νοσταλγίας και ιδρώτα βιοπάλης θα χαθούν. Μιας ομογένειας που έκτισε κοινοτικά κτίρια, μιας ομογένειας που έγραψε ιστορία με βιωματικές περιπέτειες πρωτοπόρων αποτυπωμένες σε περγαμηνές στην ελληνική γλώσσα παρατημένες σε κάθε γωνιά υπογείου, αφού δεν ενδιαφέρουν κανένα, μουχλιασμένες από την υγρασία, μέχρι που να πεταχτούν στα άχρηστα, απ’ τους κληρονόμους. Τα παιδιά τους, οι απόγονοί τους, για πρώτη τους γλώσσα έχουν την αγγλική, δύσκολο να εννοήσουν τη γραπτή γλώσσα και το πνεύμα των μεταναστών. Και αν ακόμα τα διαβάζουν θα πρέπει να τα συγκρίνουν με τον αμερικανικό τρόπο σκέψης, ένα δύσκολο επίτευγμα.
Αν τους έθαβαν κάπου μετά από χρόνια θα μπορούσαν σε ανασκαφές να παρουσιαστούν σαν ευρήματα αρχαίας μαρτυρίας και να υπερηφανεύονται οι αρχαιολόγοι ερευνητές και οι εκ μακρόθεν έλληνες ιθύνοντες ότι κάποτε σε τούτο τον τόπο υπήρχε ανθούσα ελληνική παροικία.

Αλήθεια, τι ειρωνεία;

Τι χρειάζονται; Όχι έναν τάφο. Αλλά ένα αρχείο, μια βιβλιοθήκη, να δείξουν λίγο ενδιαφέρον οι ιθύνοντες, το κράτος, το ΣΑΕ, οι άνθρωποι, -όσο ανιαρό και να φαίνεται το θέμα,- για σύναξη των γραπτών θησαυρών, που σαν παιδιά της Ελλάδας, της ελληνικής γραφής , είναι σκορπισμένα σε κάθε υπόγειο, σε κάθε γωνιά, πριν σαπίσουν, πριν γίνουν στάχτη, από την τριβή του χρόνου.

Συνήθως όποιος έχει την τρέλα, την μανία, το χόμπι να γράφει καταλήγει απένταρος, σπαταλώντας τον καιρό του, σε κάτι όπου δεν φέρνει κέρδος, αλλά αυτό το κάτι τον γεμίζει, τον ικανοποιεί.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Μια Σταγόνα...

Μια σταγόνα θύμησης που σα δάκρυ εμφανίζεται κι αναπολεί τα περασμένα, είναι αυτή που αρνείται να πέσει να χαθεί, αλλά παραμένει αιωρούμενη πιστή μιας εικοσάχρονης περιπέτειας που άρχισε με ένα πλωτό σκαφίδι.
Πελάτης ήρθε στην πιάτσα των ταξί και κοίταζε κάπως περίεργα, μελαχρινός με ένα μαύρο μουστάκι σα σκούπα, έλληνας ναυτικός από ένα βαπόρι όπου ήταν χρονο ναυλωμένο από την αμερικανική εταιρία United fruit Co. εταιρεία μπανανών, σε τακτικά ταξίδια. Τελικά του μίλησα ελληνικά. Ά! Ωραία, εσένα θέλω, έχεις μεγάλο αυτοκίνητο ένα Σεβρολέτ Μπελαιρ χρώματος γαλάζιου προς ένα αχνό πράσινο. Θα έρθεις στην πύλη του λιμανιού την τάδε ώρα έχω φέρει μερικά χριστουγεννιάτικα δώρα για τον λιμενάρχη ο οποίος ήταν και γνωστός μου, ο Coronel Rodríguez.

Ο ναυτικός Χιώτης από την Καλιμασιά Είχε μιλήσει με τους τελωνιακούς στην πύλη και του έκαναν πλάτες , πράγματι αφού φόρτωσε το αυτοκίνητο περάσαμε απ ό το λιμεναρχείο Capitanía del puerto , εκεί ξεφόρτωσε δυο κιβώτια μήλα Washington apples red delicious. Πρέπει να εξηγήσω ότι τα μήλα ένα φρούτο σπάνιο για τα τροπικά μέρη η άρχουσα τάξη είχε τη συνήθεια στις εορτές των Χριστουγέννων να δωρίζουν και να τρώνε μήλα, άσε που ήταν και ένα κοινωνικό στάτους. Ο φτωχός λαός δεν αγόραζε τέτοια. Η υπόλοιπη πραμάτεια ήταν καλλυντικά Avon τα οποία έβγαιναν λαθραία παραλήπτης ένας κινέζικος ο οποίος είχε εμπορικό κατάστημα. Μια μεγάλη πόρτα αυλής άνοιξε κι έκλεισε, το αυτοκίνητο κρύφτηκε μέσα, μαζί κι εγώ. Εκεί το ξεφόρτωναν με την ησυχία τους. Τελειώνοντας πήγα τον φίλο στο μόλο όπου ήταν το βαπόρι του, με πλήρωσε για το αγώι και την πραμάτεια, υπόθεση τελειωμένη. Στην πιάτσα είχε βγει η φήμη ότι κουβαλούσα με το αυτοκίνητο λαθραία, ένας οδηγός ταξί έγχρωμος παραμπαστός από τα νησιά της καραϊβικής με ένα μεγάλο αυτοκίνητο πλύμουθ είδε τις κινήσεις , και ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία είχε στείλει δυο μυστικούς με πολιτική περιβολή να με συναντήσουν. Πράγματι ήρθαν στην πιάτσα κι άρχισαν τις ερωτήσεις. Ναι τους είπα ήταν όλα του λιμενάρχη.
Που τα πήγες;

Στη μέση του πουθενά σταμάτησα, ήλθε το τζιπ του λιμεναρχείου και τα πήγε στο σπίτι του.
Για να γίνω πιο πιστικός φώναξα απ’ το βαπόρι και τον ναυτικό Παναγιώτη ο οποίος τους είπε τα ίδια, μάλιστα τους δώρισε μια μπουκάλα ουίσκι και πολλές υποσχέσεις για μελλοντικά δώρα που θα τους έφερνε στα επόμενα ταξίδια. Οι αστυνομικοί δεν τολμούσαν να καταγγείλουν τον λιμενάρχη αλλά έψαχναν, σκάλιζαν από την ουρά, από τον πιο μικρό, έτσι ήρθαν σε εμένα. Όχι καλέ δεν τους ενδιάφερε ο νόμος, απλούστατα ήθελαν μερτικό.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Τα πρώτα βήματα...

Η σκεπή του σπιτιού που γεννήθηκα...
Τα πρώτα βήματα…

Το πάτωμα του σχολείου ήταν φτιαγμένο από κυπαρισσένιες σανίδες με ρόζους, έμοιαζαν με παπαρούνες απλωμένες σε βρώμικο κάμπο από τα παιδικά πατήματα, που όμως άνθιζαν λουλούδια. Η έδρα του δασκάλου ήτανε στην αίθουσα που είχε παράθυρο προς τον Μαΐστρο, εκεί πάνω σ’ ένα βάθρο ένα παλιό τραπέζι επάνω το μελανοδοχείο με μελάνι φτιαγμένο από φύλλα παπαρούνας με τη βοήθεια του ήλιου, η πένα και το πενάκι για αλλαγή.
Ο μαυροπίνακας στο βάθος στεκόταν ακουμπισμένος σε έναν τρίποδα, το σφουγγάρι από παλιά κουρέλια αλευρωμένο από τη σκόνη της κιμωλίας. Πιο εκεί κάτι σα μισοφέγγαρο, το στυπόχαρτο. Η πλάκα με το κοντύλι σε μια σάκα πάνινη κρεμόταν στην πλάτη μου.

Οι πρώτες εικόνες…

Απ το ύψωμα του χωριού βλέπαμε τους ανεμόμυλους να γυρίζουν χαρούμενοι τα πάνινα φτερά τους πάντοτε ενάντια στην κατεύθυνση του αέρα. Οι χωριανοί θέριζαν τα χρυσά στάχυα, τα έδεναν σε θημωνιές, τ’ αλώνιζαν με άλογα στο πέτρινο αλώνι και με δικράνια έβγαζαν τ’ άχερα στη πνοή του δροσερού Μαΐστρου, έτσι μετέφεραν το σιτάρι στους ανεμόμυλους για να γίνει αλεύρι.
Θυμήθηκα και το τραγουδάκι που λέγαμε.
«Κάτω στην άκρη του χωριού που ο μύλος μας γοργά γυρνά, εκεί είναι και το φτωχικό το σπίτι μου το πατρικό. Εκεί πρωτάνοιξα το φως τα μάτια μου και τη χαρά και είμαι σαν ένας αδελφός με τ’ άλλα του χωριού παιδιά»…

Το τέλος:

Μετά ήρθε ο πόλεμος, η φυγή, ο ξεριζωμός, το χάος, το τέλος της παιδικής ηλικίας.

Το ζητούμενο:

Σήμερα δεν ζητώ τίποτα απ’ τη ζωή, μόνο λίγη νοσταλγική παιδική αθωότητα με τον ίδιο ήλιο, αυτή που μου έκλεψαν, όχι δεν είμαι εκδικητής, αλλά το ποδοπάτημα μιας παιδικής αθωότητας, αυτής που μόνο μια φορά υπάρχει, αυτής που χάθηκε, αυτής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, είναι ένα ψυχικό βάρος που ζει εν όσο ζεις.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Aπό τη ζωή, μιας άλλης Νέας Υόρκης

Στο βάθος τα κτίρια της wall street, υπήρξε μια αθώα εποχή που τα θαύμαζα.

Ο μετρητής του χρόνου.


Μετά από δεκάωρο μεροκάματο στο εστιατόριο αρχίζει ένας καινούργιος αγώνας, ο αγώνας του γυρισμού με το υπόγειο τρένο της Νέας Υόρκης. Βιάζεσαι να φθάσεις στη θαλπωρή του σπιτιού σου. Τα πόδια σου πρησμένα από την ορθοστασία πασχίζουν να σηκώσουν τα βαριά παπούτσια σου, που μοιάζουν σα φέρετρα να κολλάνε σε κάθε σκαλοπάτι, σαν αυτό να ήταν το μνήμα τους, να χωθούν να ζήσουν στην αιωνιότητα.
Τα σκαλοπάτια βρώμικα, μαύρα γεμάτα μασημένες και ποδοπατημένες τσίκλες τα κατεβαίνεις με την ψυχή στο στόμα. Στην πλατφόρμα ο κόσμος πολύς, σε συνεπαίρνουν, σε σπρώχνουν προς την πόρτα του τραίνου. Ούτε κατάλαβες πως μπήκες μέσα, τα σώματα γύρω σου συμπαγή, δεν φοβάσαι μη χάσεις την ισορροπία σου, έχεις γίνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι ανθρώπινης μάζας.
Χέρια σηκωμένα, κρατημένα από τις χειρολαβές. Σάρκες πλαδαρές που κρέμονται από γυμνά μπράτσα, μασχάλες που βρωμούν, κορμιά ιδρωμένα, χοντρά, αδύνατα, γέρικα, νεαρά. Πρόσωπα πολύχρωμα μαύρα, άσπρα, κίτρινα, σοκολατί, μαλλιά σαν τα χρώματα της ίριδος, σκουλαρίκια να κρέμονται από κάθε τρύπα. Αναπνοές που βρομούν, βλέμματα αγριεμένα, μούτρα αξύριστα, γένια μπερδεμένα, μουστάκια κινέζικα, σε κοιτούν, σε πατούν, σε σπρώχνουν, πατάς κι εσύ, σπρώχνεις όσο μπορείς. Το τραίνο σταμάτησε, ανοίγει η πόρτα βρίσκεσαι έξω. Δοκιμάζεις ν’ αναπνεύσεις ελεύθερα, να καταλάβεις πόση ώρα ήσουν μέσα στον κινούμενο κήπο της Εδέμ.
Φθάνεις σπίτι σου κάθεσαι στον καναπέ, βγάζεις τα παπούτσια σου, από την κούραση τα μάτια σου κλείνουν, ξυπνάς, τρίβεις τα μάτια σου, το ρολόι από το απέναντι τραπεζάκι σου χαμογελά, κάνοντας τα μπλε φωτάκια του να αναβοσβήνουν. Αισθάνεσαι αιχμάλωτος στην παγίδα του χρόνου. Το χουφτιάζεις το ποδοπατάς, καπνός βγαίνει από τα μπλε μάτια του. Άχρωμες τρύπες έμειναν στο μέρος των ματιών του. Σταμάτησες τον μετρητή του χρόνου.
Έπαψε πλέον να στον μετρά, ελεύθερος άνοιξες τα μπράτσα σου κι αγκάλιασες μιαν ουτοπία, την ελευθερία σου από το σκλάβωμα του μετρητή του χρόνου, βάλθηκες να την χαρείς έστω για απόψε, χωρίς να σκέφτεσαι ότι αύριο θα έπεφτες στην αγκαλιά του για να μπορείς να ζεις να υπάρχεις.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Το φως της Ελπίδας.

Παρέα με την καινούργια γενιά, στις πατρογονικές ρίζες, Κεφαλονιά, λίμνη Μελισάνη
Το φως της ελπίδας, στο αγκάλιασμα του χρόνου



Το πρόσωπο του μου ήταν γνωστό, με τα χρόνια είχε παχύνει λιγάκι, κοντοστάθηκα μπροστά του, τον περίμενα να εκπλαγεί που με έβλεπε, με κοίταξε με μάτια κρύα απλανή, λες και είχα κατεβεί από τον Άρη.
Σταμάτησα αναποφάσιστος, τον κοίταξα καλύτερα, ίσως να έχω κάνει λάθος σκέφθηκα; Αλλά δεν γίνεται, τέτοια ομοιότητα; Τότε παρατήρησα ότι κρατούσε απ’ το χέρι τη γυναίκα. Φορούσε μια φορεσιά χρώματος κρέμα, Ίδρωνε, μετά έβγαλε το σακάκι του το πέταξε σε μια γωνιά, μπήκε στη σειρά, μπροστά μου, να τσεκάρει τις βαλίτσες του για Νέα Υόρκη.
Μπήκα κι εγώ στη ουρά με το διαβατήριο και το βαλιτσάκι μου, το τσεκάρισα για τη Νέα Υόρκη.
Η σκηνή στο αεροδρόμιο της Κεφαλονιάς ώρα 5 πρωινή, ακόμη δεν είχε φέξει, λέω στο μισοσκόταδο ίσως να έκανα λάθος, αλλά πάλι με έτρωγε η περιέργεια.
Μπήκαμε στο αεροπλάνο μαζί, στην Αθήνα θα αλλάζαμε αεροπλάνο. Περιμένοντας πήγα στην καφετέρια του αεροδρομίου. Πάλι μπροστά μου έπιναν καφέ, μαζί με την γυναίκα του.
Συγνώμη του λέω, είσαι ο Τάκης από τη Νέα Υόρκη;
Ναι εγώ είμαι, μου είπε και το επώνυμό του.
Με θυμάσαι όταν ερχόσουν στο Blue Diner, αυτό το μικρό εστιατόριο που έμοιαζε με βαγόνι τραίνου, σαν από αυτά που κάποτε υπήρχαν στο Far West αυτά που βλέπαμε σε ταινίες καουμπόικες του περασμένου αιώνα μάλιστα μια φορά με κινηματογράφησαν για ένα ντοκιμαντέρ, παίζοντας τον ρόλο του πατέρα, ενός νεαρού που το είχε ρίξει στα ναρκωτικά. Τους άρεσε το σκηνικό αυτό το παμπάλαιο εστιατόριο, και η επικίνδυνη φτωχογειτονιά του νότιου Μπρονξ , εσύ ερχόσουν να πάρεις παραγγελία για τρόφιμα κι εγώ ως μάγειρας σου έλεγα τι χρειάζομαι. Μετά, κουβεντιάζαμε ήσουν κι εσύ, όπως κι εγώ ναυτικός, εσύ ανθυποπλοίαρχος, εγώ καμαρότος, είχαμε τον κοινό φίλο μας τον καπετάνιος που πραγματοποίησε το όνειρό του, να χτίσει ένα εστιατόριο σε σχήμα βαποριού, να έχουν πρόσβαση οι πελάτες και από την θάλασσα, μα και ο Μιχάλης μηχανικός στα βαπόρια και σήμερα ιδιοκτήτης του εστιατορίου, όλοι μας για ένα φεγγάρι δουλεύαμε ναυτικοί στην ίδια εταιρία, έτσι βρεθήκαμε στη Νέα Υόρκη, δεν είχαμε την πολυτέλεια να μείνουμε χωρίς δουλειά, έτσι ο καθένας μας έκανε ότι εργασία εύρισκε; Ήταν απαραίτητο το καθημερινό μεροκάματο. Έμεινε σιωπηλός, μπορεί να μην θέλει να συνεχίσει την κουβέντα μας, σκέφτηκα ότι ζούσε στον κόσμο του.
Τι παράξενο;
Στο αεροπλάνο για Νέα Υόρκη τι σύμπτωση, κάθισαν ακριβώς μπροστά μου, 10 ώρες πτήσεις είναι αυτές, σηκώθηκα έκανα περίπατο στον διάδρομο, σε μια στιγμή που είχε πάει στην τουαλέτα πλησίασα την γυναίκα του, της συστήθηκα, ναι μου λέει αυτός είναι, ο Τάκης, αλλά έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό, και δεν θυμάται, έγινα μέλος της παρέας, το ταξίδι μου πέρασε με παλιές αναμνήσεις για κοινούς φίλους συζητώντας με την γυναίκα του, αυτός άκουγε, δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση. Στη Νέα Υόρκη στο αεροδρόμιο μαζί βγαίναμε, εγώ μπροστά αυτοί ακολουθούσαν, όταν πέρασα τον έλεγχο αυτοί έμειναν πίσω, γύρισα το κεφάλι μου.
Ξαφνικά είδα στο στρογγυλό πρόσωπό του ένα φως, το φως της ελπίδας, έλαμπε σαν πανσέληνο, ένα χαμόγελο άνοιξε στα χείλη του, σήκωσε το χέρι του και μου έγνεψε ένα αντίο. Με είχε θυμηθεί.

Όλοι μας εμείς βγήκαμε στον αγώνα έξω απ’ τα σύνορα της Ελλάδας μόνοι μας, σε μια πλατιά κοινωνία χωρίς σύνορα, για να κατορθώσουμε να επιζήσουμε στην παγκοσμιότητα, κάναμε οποιαδήποτε εργασία, μέχρι που να ωριμάσει το όνειρο της επιστροφής, χωρίς ποτέ να υπολογίσουμε τον χρόνο, αυτόν που ωριμάζει το σώμα και σαν το μήλο που από την ωριμότητα σαπίζει και πέφτει απ’ το δένδρο, έτσι κι εμείς απ’ την ωριμότητα του χρόνου πέφτουμε στις ρίζες μας, αγαπάμε αυτές που γεννηθήκαμε, αλλά μένουμε σε αυτές που σπείραμε στα ξένα και φούντωσαν έγιναν δένδρο με κλαριά, έβγαλαν άνθη, φρούτα και δημιούργησαν μια καινούργια γενιά, τη δική μας γενιά.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Ύμνος


Στην Φώτο, ένα ταξίδι στα έγκατα της γης, στην σπηλιά Δρογαράτι Κεφαλονιά
Η κόρη μου, η αφεντιά μου, η εγγονή μου.
Αγαπητοί μου φίλοι: Διαβάστε για να δείτε τι δύναμη έχει το φιλί μιας γυναίκας.
Είπα να ανασύρω απ’ τα αρχεία μου και να σας παρουσιάσω, ένα ποίημα του Αργεντινού ποιητή Jorge Luis Borges, μέχρι να βρω απαιτούμενο καιρό να βάλω τις ιδέες μου σε κάποια τάξη και ν’ αρχίσω να γράφω, ένεκα που πρέπει να τελειώσω ορισμένες εργασίες πριν τον χειμώνα.

Ύμνος
Τούτο το πρωί
υπάρχει στον αέρα μια απίστευτη ευωδία
απ’ τα τριαντάφυλλα του παραδείσου.
Εις τις όχθες του Ευφράτη
ο Αδάμ γεύεται τη δροσιά του νερού.
Χρυσή βροχή πέφτει απ’ τον ουρανό
είναι η αγάπη του Δία.
Πηδά απ’ τη θάλασσα ένα ψάρι
κι ένας άνθρωπος από το Αγρικέντο θα θυμηθεί
ότι αυτός ήταν το ψάρι.
Στη σπηλιά που το όνομά της θα είναι Αλταμίρα
ένα απρόσωπο χέρι χαράζει τις καμπύλες
της ράχης ενός βίσωνα.
Νωθρό το χέρι του Βιργίλιου χαϊδεύει
το μετάξι που έφεραν
απ’ το βασίλειο του κίτρινου αυτοκράτορα
τα καραβάνια και οι σκούνες.
Το πρώτο αηδόνι κελαηδά στην Ουγγαρία.
Ο Ιησούς βλέπει στο νόμισμα το προφίλ του Καίσαρα.
Ο Πυθαγόρας αποκαλύπτει στους έλληνες του
ότι το σχήμα του 'χρόνου' είναι κυκλικό.
Σε ένα νησί του ωκεανού
τ’ ασημένια σκυλιά κυνηγούν τα χρυσά ελάφια.
Σε ένα αμόνι σφυροκοπούν το σπαθί
που θα είναι πιστό στον Σιγκούρδ.
Ο Ουίτμαν τραγουδά στο Μανχάταν.
Ο Όμηρος γεννιέται σε εφτά πόλεις.
Μια δεσποινίς κατάφερε κι αιχμαλώτισε
το λευκό μονόκερω .
Όλο το παρελθόν ξανάρχεται σαν ένα κύμα
και τα αρχαία συμβάντα ξαναζούν
γιατί σε φίλησε μια γυναίκα.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Μετάφραση,
Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Fragmentos

To σκηνικό της ιστορίας μοιάζει με το μυστήριο της φωτογραφίας στην Κεφαλονιά, είναι η οροφή μιας υπόγειας λίμνης της Μελισάνης η οποία έπεσε και στάθηκε στη μέση της λίμνης πριν 5000 χρόνια ...
^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^^
Αγαπητοί μου φίλοι αναγνώστες, το καλοκαίρι στην Ελλάδα εκτός από του ότι απολάμβανα τη φύση διάβαζα, ήταν μια ανάγκη, επιβίωσης εκτός από το σώμα μου που ήταν παρόν, ο νους μου έτρεχε σε άλλες εποχές, για να μπορώ να ισορροπώ.
Το ότι ακολουθεί είναι απόσπασμα ενός μεγάλου ποιήματος, ισπανού ποιητή του 19 αιώνα, που μου έκανε τεραστία εντύπωση…
Έχω στο αρχείο μου το όνομα του ποιητή, καθώς και το βιβλίο, όποιος το ζητήσει ευχαρίστως θα το παράσχω.

Fragmentos= αποσπάσματα

Σε έναν καλό δικαστή, καλύτερος μάρτυρας
……………………………………………………………..................
-Γυναίκα, τι θέλεις;
-Ζητώ δικαιοσύνη, κύριέ μου.
–Για ποιο λόγο;
-Για ένα κόσμημα που μου έκλεψε.
-Τι κόσμημα;
-Την καρδιά μου.
-Εσύ την έδωσες;
-Του την δάνεισα.
-Και δεν στην ξαναγύρισε;
-Όχι.
-Έχεις μάρτυρες;
-Κανένα.
-Σου υποσχέθηκε;
-Ναι, μα το Θεό, πριν αναχωρήσει απ’ το Τολέδο δέθηκε με όρκο.
-Ποιος είναι αυτός;
-Ο Ντιέγο Μαρτίνεζ.
-Ευγενής;
-Και καπετάνιος, Κύριε.
-Να παρουσιαστεί ο καπετάνιος, να τηρήσει την υπόσχεσή του αν ορκίστηκε.
……………………......................................................
-Εσύ είσαι ο καπετάν Δον Ντιέγο;
ρώτησε ο Δον Πέδρο, εσύ;
Ήρεμος και νηφάλιος απάντησε ο Ντιέγο Μαρτίνεζ.
-Εγώ είμαι.
-Γνωρίζεις αυτό το κορίτσι;
-Πάνε τρία χρόνια, αν δεν κάνω λάθος.
-Της έδωσες όρκο να γίνεις άνδρας της;
-Όχι.
-Ορκίζεσαι ότι δεν της έδωσες όρκο;
-Ναι, ορκίζομαι.
-Τότε, πήγαινε στην ευχή του Θεού.
-Λέει ψέματα φώναξε η Ινές κλαίοντας, κατακόκκινη με πείσμα.
-Γυναίκα σκέψου τι λες;
-Λέω, ότι λέει ψέματα, μου ορκίστηκε.
-Έχεις μάρτυρες;
-Κανένα.
-Καπετάνιε μου πήγαινε στην ευχή του Θεού και συγνώμη που αμφέβαλα για την τιμιότητά σου.
Γύρισε την πλάτη ο Μαρτίνεζ με μια άγρια ικανοποίηση και η Ινές που τον είδε να φεύγει πετάχτηκε πάνω και δυνατά φώναξε:
-Φωνάξτε τον, έχω ένα μάρτυρα.
-Φωνάξτε τον για άλλη μια φορά κύριε!
………………………………….........................................................
Σούσουρο ακούστηκε από το ακροατήριο.
-Και η Βάργας εξακολούθησε:
-Έχω ένα μάρτυρα ο οποίος λέει την αλήθεια και το δίκιο.
-Ποιον;
-Ένας άνδρας ο οποίος από μακριά άκουε τα λόγια μας, κοιτάζοντάς μας από ψηλά.
-Ήταν σε κανένα μπαλκόνι;
-Όχι, ήτανε μαρτυρικά σταυρωμένος και πάει καιρός που πέθανε.
-Τότε είναι νεκρός;
-Όχι, ζει.
-Είσαι τρελή, ο Θεός ζει.
-Ποιος ήταν;
-Ο Χριστός του la Vega που μπροστά του ψευδομαρτύρησε.
………………………………………………………………..
-Ο νόμος είναι νόμος για όλους, ο μάρτυράς σου είναι ο καλλίτερος, για αυτούς τους μάρτυρες δεν υπάρχει άλλο δικαστήριο από τον Θεό, αλλά εμείς θα κάνουμε ότι ξέρουμε.
Γραμματέα, με το πέσιμο του ήλιου θα πάρεις κατάθεση του Χριστού που είναι στο La Vega.
……………………………………………………………………
-Ιησού, γιε της Μαρίας, παρουσιάζεσαι μπροστά μας σήμερα σαν μάρτυρας κληθείς από τον στόμα της Ινές του Βάργας.
Ορκίζεσαι ότι είναι αλήθεια ότι μια μέρα μπροστά στη δική σου θεϊκή μορφή ορκίστηκε στην Ινές ο Ντιέγο Μαρτίνεζ να την νυμφευθεί;
……………………………………………………………..
Από τους μακρινούς αιθέρες ακούστηκε μια βαθιά υπεράνθρωπη φωνή,
Ναι, ορκίστηκε…
Δειλά ύψωσε ο όχλος το βλέμμα στην άγια εικόνα. Είχε ανοιχτά τα χείλη κι ένα ξεκάρφωτο χέρι…

Μετάφραση,
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

-

Κυριακή 23 Αυγούστου 2009

Ξαναγύρισα,


Και το πιο παράξενο είναι ότι το αυτοκίνητο αυτό, υπήρχε όταν πρωτάνοιξα τα μάτια μου.





Γεια σας φίλοι μου,

Έφθασα στην πόλη του Μεγάλου Μήλου, παρακαλώ μερικές μέρες να συνέλθω, μάλλον να ξαναβρεί το ρυθμό του το βιολογικό ρολόϊ μου, που όπως και νάναι ξεκουρδίζεται όταν πετά στους αιθέρες λες και ήταν 'φτερό που το πέρνει ο άνεμος.'


Γαβριήλ




Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Έτσι ήτανε γραμμένο...


Κόβοντας Δάφνη με το machete...


Así mandó el destino

Γεννήθηκε γυμνός. Απ’ την στιγμή που γεννήθηκε το σώμα άρχισε να φθείρετε, ο νους παρθένος, άγουρος, σα σφουγγάρι απορροφούσε ότι ήταν γύρω του, ότι τον δίδασκαν, ακόμα και ότι πίστευαν οι μεγαλύτεροί του. Μεγαλώνοντας έντυσε το σώμα με φανταχτερά λούσα.

Ο χρόνος τσάκισε το σώμα, χάθηκαν οι φίλοι αυτοί που μόνο εντυπωσιαζόταν από το σφρίγος του σώματος. Παρέμεινε ο νους μοναδικός σύντροφός του, έτσι όπως τον πρωτογνώρισε 'γυμνό'.
Παρέα λοιπόν πάνε και οι δυο σώμα και νους, να βρουν ένα υποθετικό Nιρβάνα στο μέρος που πρωτάνοιξε τα μάτια του.


Ίσως ο νους να βοηθήσει το σώμα, αντλώντας δύναμη από τα περασμένα, όχι δεν τον εντυπωσιάζουν τα υλιστικά αγαθά, ούτε τα περιττά λούσα, αλλά τον εντυπωσιάζει η ιδέα να ξαναζήσει έτσι ‘γυμνός’ όπως γεννήθηκε, σε ένα κόσμο αβίαστο, φυσικό, να τον γλυκαίνει του τζίτζικα το τιτίβισμα, των κοτσύφων η λαλιά, το σκούξιμο της κίσσας καθώς κατασπαράζει ένα ώριμο σύκο, των μερμηγκιών οι επιθέσεις, της αράχνης ο ιστός, των αρουραίων το φοβισμένο βλέμμα, ότι ήρθε να τους πάρει τα τόσο χρονών κεκτημένα τους.

Στης νύχτας τη σιγαλιά να κοιτάει εκστατικά τον πολυέλαιο του ουρανού, το γαλαξία της Ήρας, να περιμένει να πέσει κάνα αστέρι, να ακούει της κουκουβάγιας τη λυπητερή λαλιά, το συνεχές αλύχτισμα των σκύλων αυτό που φτάνει από κάπου μακριά, τον αντίλαλο των κουδουνιών κοπαδιών αιγοπροβάτων. Το ξημέρωμα να ξυπνά με του πετεινού τη λαλιά. Να τον ψήνει η αρμύρα της θάλασσας, να τον μαυρίζει ο ήλιος, να ισκιώνεται κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, να γεύεται τις ώριμες ρώγες σταφυλιού κι ότι άλλο παράγει ο τόπος. Έτσι όπως ήταν όταν γεννήθηκε.

Όλα αυτά τα φυσικά ασήμαντα για άλλους μικρά πράγματα, είναι αυτά που μας χάρισε ο Θεός, ένας Θεός που τα έπλασε για να τα μοιράζεται με τον άνθρωπο, ώστε να τον κάνει να αισθάνεται ότι κι αυτός ανήκει στην αγκαλιά της μητέρας γης.

Εκεί θα είμαι λοιπόν φίλοι μου, απών από τα ηλεκτρονικά μηνύματα, έως τέλη Αυγούστου.

Ελπίζω κι εύχομαι να ξανασυναντηθούμε στο ΠΥΛΑΡΟΣ σαν πιστοί φίλοι.
Θα μπορείτε να το επισκέπτεσθε, να αφήνεται σχόλια αν το επιθυμείται…
Μια μέρα θα τα διαβάσω, οπότε θα αισθανθώ ότι είμαι ακόμη ένας κόκκος άμμου της ηλεκτρονικής παγκοσμιότητας που δεν τον έχει καταπιεί η θάλασσα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης