Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Το ένα αγώι, έγιναν τέσσερα...

Το ένα αγώι, έγιναν τέσσερα.

Ήταν σούρουπο, το σκοτάδι πάντοτε κουβαλούσε μαζί του και τη δροσιά στο τροπικό αυτό μέρος. Εμείς οι ταξιτζήδες στην πιάτσα μας απολαμβάναμε τη θαλασσινή αύρα περιμένοντας να έρθει η δημοτική ορχήστρα, να παίξει στη μέση της πλατείας μουσική, όπως έκανε κάθε Κυριακή βράδυ. Τότε ξετρύπωναν οι κάτοικοι γέμιζαν την πλατεία ή καθόταν στα παγκάκια του πάρκου. Ευκαιρία για εμάς τους ταξιτζήδες, να καμαρώσουμε τα κορίτσια, αυτά που έφερναν βόλτα, τάχαμου για να ακούσουν την ορχήστρα αλλά στην πραγματικότητα να επιδείξουν την άγουρη ομορφιά τους, που στεφανωμένη με την μουσική μας σερβίριζαν εμάς των θεατών μια πόρτα σε έναν φανταστικό παράδεισο που όμως υπήρχε και το δίλημμα ποιος θα έκανε το πρώτο βήμα. Η μουσική κάπως παλαιών αρχών, συνήθως pasodoble, κλασική ισπανική. Αν έκανε ότι έβρεχε τότε ήταν που θα είχαμε σίγουρο αγώι Από τη μια μεριά της πλατείας ήταν το κτίριο του Κυβερνείου, δυο σκοποί στεκόταν σα μαρμαρωμένοι στην είσοδο, από το άλλο μέρος συνόρευε με τη θάλασσα, από την άλλη ο δημόσιος δρόμος. Εκεί πιο πέρα το ξενοδοχείο Ντελ Νόρτε όπου κατέληγαν οι προύχοντες της πόλης για φαγητό σερβιρισμένο σε άσπρα τραπεζομάντηλα, οι διάφοροι πλασιέ φαρμακευτικών εταιριών, γιατροί, δικηγόροι και οι στρατιωτικοί της Αμερικανικής αποστολής, όχι οι ντόπιοι στρατιωτικοί δεν χωρούσαν. Ξάφνου φάνηκε το ξανθό λουστράκι, γιος μια γυναίκας του λιμανιού και σκανδιναβού ναυτικού. Στο ένα χέρι κρατούσε το κασελάκι με τα εργαλεία για λούστρο, απ’ το στόμα του κρεμόταν ένα αποτσίγαρο, με το άλλο χέρι άνοιξε την πόρτα του ταξί μου, στρογγυλοκάθισε στο μπροστινό κάθισμα, πάμε μου λέει, σε ζητά η Ελένα ιδιοκτήτρια μπαρ με γυναίκες.
Την Ελένα την ήξερα, ήταν αδελφή της πεθαμένης στη γέννα γυναίκας ενός φίλου μου έλληνα ναυτικού.
Έτρεξε μόλις με είδε, ξέρεις μου λέει: έχουν βάλει φυλακή τέσσερεις έλληνες ναυτικούς, μου το είπε ο Αλφόνσο ένας ταξιτζής που τους έφερε από το άλλο λιμάνι.
-Μα γιατί;
-Αρνήθηκαν να πληρώσουν το ταξί, τους φάνηκαν πολλά τα χρήματα, κι αυτός τους πήγε στην αστυνομία.
Βρήκα τη μάνα του Αλφόνσο η οποία γύριζε στους δρόμους κρατώντας απ’ το σχοινί μια αγελάδα, την έβοσκε στα χαντάκια στις άκρες του δρόμου και σε μια τσάντα πούλαγε καλλυντικά Avon αυτά που έβγαιναν από βαπόρια λαθραία σε κορίτσια του μπαρ, αυτές που φτιαχνόταν για να λάμπουν στα φώτα της νύχτας, ώστε να θαμπώνουν τους ναυτικούς. Τη ρώτησα για το γιο της,
-ψάχνει να σε βρει, μου είπε.
Με βρήκε.
-Τι έγινε; του λέω;
Τέσσερεις Έλληνες ναυτικοί μπήκαν στο ταξί μου, σταματήσαμε σε όλα τα μπαρ, έριχναν μια ματιά στο κάθε ένα, μετά γύριζαν πίσω, πάμε σε άλλο, και σε άλλο, κοκ.
Ξέρεις πως είναι τα πράγματα κάθε σταμάτημα-ξεκίνημα είναι καινούργια ταρίφα, έτσι όταν τους είπα την τιμή άρχισαν να φωνάζουν ότι τους κλέβω.
-Θα πάω στην αστυνομία και θα μου πληρώσετε και το αγώι προς την αστυνομία, τους είπα.
-Πάγαινε όπου θέλεις.
Τους πήγα στην αστυνομία, χωρίς δεύτερη κουβέντα τους έβαλαν στα κρατητήρια.
Η Ελένα μου λέει θα πάμε μαζί, εσύ θα εξηγήσεις στους ναυτικούς, γιατί δε μιλάνε τη γλώσσα μας, και είναι δύσκολο να μας καταλάβουν ποιος είναι ο νόμος εδώ κι εγώ θα μιλήσω με τον σταθμάρχη.
Ο σταθμάρχης ένας υπολοχαγός της αστυνομίας, όταν άκουσε την ιστορία μας είπε:
-Μα βεβαίως πρέπει να πληρώσουν το αγώι του ταξί που ήρθε ως εδώ, αλλά και όλα τα αγώια που χρωστούν, θα πληρώσουν και πρόστιμο και όχι μόνο αυτό αλλά θα πληρώσουν και υπερωρίες τέτοια ώρα να φέρουμε τον γραμματέα να ετοιμάσει την αίτηση για να αφεθούν ελεύθεροι.
Το γραφείο του γραμματέα ένα παλιό τραπέζι πάνω σ’ ένα τσιμεντένιο βρώμικο πάτωμα, ένα φως φθοριούχο γεμάτο έντομα των τροπικών, που μόλις και μετά βίας φώτιζε το χλωμό πρόσωπο του, οι τοίχοι ένα βαθύ πράσινο χρώμα, μια χειροκίνητη γραφομηχανή που έτριζε σα να σερνόταν φίδι, κάθε που πατούσε τα πλήκτρα.
Στο βάθος φαινόταν μια μεγάλη πόρτα και πίσω από αυτή κάγκελα κι ένα δωμάτιο γεμάτο κρατούμενος, οι περισσότεροι κρατούσαν και μια ψάθα υπό μάλης, για να την βάλουν στο τσιμεντένιο πάτωμα να περάσουν τη νύχτα. Μια βρώμα ουρίας κι ένα σούσουρο σαν φουσκωτό ποτάμι που ρέει λάσπη έφτανε ως τα αυτιά μας.
Ο σταθμάρχης είπε:
-Θα πληρώσετε 50 δολάρια πρόστιμο, χώρια το ότι χρωστάτε τέσσερα αγώγια στον ταξιτζή, πράγματι έτσι έγινε. Τους συμβούλεψα, εδώ μην κάνετε τους μάγκες, υπάρχει δικτατορία πληρώστε και γυρίσετε στο βαπόρι, αν σας βάλουν φυλακή σας ξεχνούν, ή αν θέλετε ας πάτε στο μπαρ να γλεντήσετε. Η Ελένα έφυγε ευχαριστημένη προεξοφλώντας την ευγνωμοσύνη των ναυτικών, με τη βοήθεια της βγήκαν από το κρατητήριο, η δε αστυνομία έμεινε και αυτή ευχαριστημένη αφού εισπράχθηκαν 50 δολάρια, οι δε ναυτικοί έμειναν κι αυτοί ευχαριστημένοι, θα μπορούσε να πέρναγαν τη νύχτα τους στην ψειρού, ή να έχαναν και το βαπόρι τους και μετά άντε γύρευε.


Γαβριήλ Παναγιωσούλης

********************************************************************************************

7 σχόλια:

Αστοριανή είπε...

...οι Έλληνες, οι... μάγκες!!! Παντού ν΄ακούγονται!
Μα το πρόστιμο, πρόστιμο!
Σαν πολλά δεν είναι;
Τι εποχή έγινε;

ΥΓ.:Σε χαρήκαμε την Κυριακή
στο Λημνιακό Σπίτι. Όλοι αγαπούν τις ναυτικές ιστορίες. Ακόμη κι εκείνοι που δεν αλμυρο-παστώθηκαν στα καράβια!!!
Να είσαι πάντα καλά, Γαβρίλη μας.
Υιώτα, ΝΥ

pylaros είπε...

Όχι δεν είναι πολλά, τα χρήματα του κράτους αυτού ονομάζοντε Quetzal ήταν ένα Κετσάλ=ένα δολάριο, το Quetzal προέρχεται από ένα πουλί μικρό με μεγάλη καταπράσινη ουρά όπου δεν ζει ποτέ σε κλουβί, συμβολίζει την ελευθερία.
Εποχή δεκαετία 1960,
Η ιστορία είναι αληθινή,
Αγαπητή Υιώτα ευχαριστώ δια τα καλά σου λόγια, κι εμείς χαρήκαμε εσένα προπαντός γιατί ερμήνευσες εκτός από την δική σου, ποίηση της Ιουστίνης, του Βάιου, και του Ιάκωβου...
Μια βραδυά γεμάτη με τέχνη του λόγου, άλλοι ως πρόζα, άλλοι ως ποιητές.

Ευχαριστώ
Γαβριήλ

Dennis Kontarinis είπε...

Ένα ακόμη υπέροχο γραφτό σου φίλε Γαβρίλη. Γεμάτο από τις εμπειρίες σου στη Λατινική Αμερική. Στοιχεία, που δεν θα πρέπει να χαθούνε.
Τελικά δεν μας λες αν εσύ πληρώθηκες.
Νάσαι καλά.
Ντένης

Αστοριανή είπε...

Γαβρίλη μας,
Είδες, λοιπόν, πώς το ενα φέρνει το...άλλο!
Πού να φανταστώ ότι το κετζάλ, το μικρό πτερωτό της Ελευθερίας 'εγινε... νόμισμα και (κατά το .60) τουλάχιστον... ισοτιμήθηκε με το δολλάριο!
Όσο ζω τόσο μαθαίνω...

Τώρα, για την εκδήλωση -μετά από ένα ολόκληρο χρόνο.........
ναι, οι λογοτέχνες διψούν ν' ακούγεται η εργασία τους, μα ποιος νοιάζεται!
Πάλι καλά που η δραστήρια "Ιόνιος πολιτιστική ομοσπονδία" σε συνδιασμό με την "ασθμαίνουσα" την Ε.Ε.Λ.Α., οργάνωσαν αυτή την εκδήλωση στο Λημνιακό Σπίτι.
Κι εγώ,
όπως και πέρυσι, στον χρόνο που μου έδωσαν: 7 με 10 λεπτά, παρουσίασα ποιητικά αποσπάσματα ομογενών που θα ήθελαν -αλλά αφού είναι εκτός Νέας Υόρκης-
δεν μπορούσαν, δηλαδή όπως προανέφερες: της Ιουστίνης Φραγκούλη, του Βάιου Φασούλα, του Ιάκωβου Γαριβάλδη, μα και των Κώστα Δουρίδα, της Χριστίνας Τσαρδίκου και ένα μικρό δικό μου...

Όταν θέλουμε, όλα τα προφταίνουμε!

Και κάτι άλλο, για τους φίλες/ους
που έβγαλα φωτογραφίες, ναι μεν τις έχω, μα με την "τεράστια (!!!)" γνώση που έχω γύρω απ΄αυτά τα ...Ιντερνετικά, Δεν καταφέρνω να τις αναρτήσω στο δικό μου Μπλογκ, ΑΡΑ: ΘΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ, ΟΛΟΙ !
Έβαλα αυτήν την επεξήγηση ώσπου να γίνει, θα τα πούμε αναλυτικότερα!!!
Πάντα φίλη σου,
Υιώτα

pylaros είπε...

Φίλε Ντένη,
καθώς βλέπω σου άρεσε το γραπτό μου αυτό, αν με βοηθήσει η τύχη θα τα εκδώσω όλα μαζί σε βιβλίο, πάλι μόνος μου

Ευχαριστώ

Γαβριήλ

pylaros είπε...

Αγαπητή Υιώτα,
Για την εκδήλωση των λογοτεχνών πρέπει να γράψουμε κάτι μαζί με τις φώτος που έχεις.
Γράψε το κείμενο, ετοίμασέ το στο WORD και μιλάμε απ' το τηλέφωνο.
Ευχαριστώ

Γαβριήλ

pylaros είπε...

Ντένη ξέχασα να σου πω, ότι εγώ δεν πληρώθηκα,
Η ιδιοκτήτρια του μπαρ θεώρησε ίσως ότι θα με πλήρωναν οι ναυτικοί, κι αυτοί θεώρησαν έλα μωρέ πατριώτης είναι τον διερμηνέα έκανε, μόνο αυτό.

Γεια χαρά
Γαβριήλ