Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Έτσι ήτανε γραμμένο...


Κόβοντας Δάφνη με το machete...


Así mandó el destino

Γεννήθηκε γυμνός. Απ’ την στιγμή που γεννήθηκε το σώμα άρχισε να φθείρετε, ο νους παρθένος, άγουρος, σα σφουγγάρι απορροφούσε ότι ήταν γύρω του, ότι τον δίδασκαν, ακόμα και ότι πίστευαν οι μεγαλύτεροί του. Μεγαλώνοντας έντυσε το σώμα με φανταχτερά λούσα.

Ο χρόνος τσάκισε το σώμα, χάθηκαν οι φίλοι αυτοί που μόνο εντυπωσιαζόταν από το σφρίγος του σώματος. Παρέμεινε ο νους μοναδικός σύντροφός του, έτσι όπως τον πρωτογνώρισε 'γυμνό'.
Παρέα λοιπόν πάνε και οι δυο σώμα και νους, να βρουν ένα υποθετικό Nιρβάνα στο μέρος που πρωτάνοιξε τα μάτια του.


Ίσως ο νους να βοηθήσει το σώμα, αντλώντας δύναμη από τα περασμένα, όχι δεν τον εντυπωσιάζουν τα υλιστικά αγαθά, ούτε τα περιττά λούσα, αλλά τον εντυπωσιάζει η ιδέα να ξαναζήσει έτσι ‘γυμνός’ όπως γεννήθηκε, σε ένα κόσμο αβίαστο, φυσικό, να τον γλυκαίνει του τζίτζικα το τιτίβισμα, των κοτσύφων η λαλιά, το σκούξιμο της κίσσας καθώς κατασπαράζει ένα ώριμο σύκο, των μερμηγκιών οι επιθέσεις, της αράχνης ο ιστός, των αρουραίων το φοβισμένο βλέμμα, ότι ήρθε να τους πάρει τα τόσο χρονών κεκτημένα τους.

Στης νύχτας τη σιγαλιά να κοιτάει εκστατικά τον πολυέλαιο του ουρανού, το γαλαξία της Ήρας, να περιμένει να πέσει κάνα αστέρι, να ακούει της κουκουβάγιας τη λυπητερή λαλιά, το συνεχές αλύχτισμα των σκύλων αυτό που φτάνει από κάπου μακριά, τον αντίλαλο των κουδουνιών κοπαδιών αιγοπροβάτων. Το ξημέρωμα να ξυπνά με του πετεινού τη λαλιά. Να τον ψήνει η αρμύρα της θάλασσας, να τον μαυρίζει ο ήλιος, να ισκιώνεται κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, να γεύεται τις ώριμες ρώγες σταφυλιού κι ότι άλλο παράγει ο τόπος. Έτσι όπως ήταν όταν γεννήθηκε.

Όλα αυτά τα φυσικά ασήμαντα για άλλους μικρά πράγματα, είναι αυτά που μας χάρισε ο Θεός, ένας Θεός που τα έπλασε για να τα μοιράζεται με τον άνθρωπο, ώστε να τον κάνει να αισθάνεται ότι κι αυτός ανήκει στην αγκαλιά της μητέρας γης.

Εκεί θα είμαι λοιπόν φίλοι μου, απών από τα ηλεκτρονικά μηνύματα, έως τέλη Αυγούστου.

Ελπίζω κι εύχομαι να ξανασυναντηθούμε στο ΠΥΛΑΡΟΣ σαν πιστοί φίλοι.
Θα μπορείτε να το επισκέπτεσθε, να αφήνεται σχόλια αν το επιθυμείται…
Μια μέρα θα τα διαβάσω, οπότε θα αισθανθώ ότι είμαι ακόμη ένας κόκκος άμμου της ηλεκτρονικής παγκοσμιότητας που δεν τον έχει καταπιεί η θάλασσα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Τροπικών Στιγμιότυπα, από την Πόλη του Λιμανιού.

Αγαπητοί αναγνώστες, παρακαλώ μην τρομάξετε από το μέγεθος του παρόντος δημοσιεύματος, είναι ένα κομμάτι της καρδιάς μου, είναι αυτό που ξαναφέρνει στην επιφάνεια τον αγώνα επιβίωσης του ατόμου μέσα σε μια διαφορετική κοινωνία. Θα χρειαστείτε μόνο 2-3 λεπτά ανάγνωσης από τα 1440 λεπτά όπου έχει ένα 24ωρο, θα σας περισσέψουν 1437 για εσάς. Σας ευχαριστώ.

Τροπικών στιγμιότυπα, από την πόλη του λιμανιού.

Ο γιατρός εξέτασε το μωρό στο γραφείο του και είπε:
Φαίνεται ότι έχει πιάσει γερό κρύωμα, έγραψε ένα χαρτί να τo πάτε στο παιδικό νοσοκομείο και θα έλθω να τo δω. Ο γιατρός έβαλε μπροστά το αυτοκίνητό του ένα κονβερτίμπλε άσπρο μερσεντές με κόκκινα καθίσματα, το παρκάρισε στην αυλή του ξενοδοχείου Ντελ Νόρτε το οποίο είχε πρόσβαση προς τη θάλασσα, συνάντησε την παρέα του οι οποίοι τον περίμεναν και ξανοίχτηκαν με το κότερό τους στο πέλαγος. Στο σπίτι πάντα έβραζε μια κατσαρόλα με μαύρο καφέ και ζάχαρη, από αυτό γέμιζαν τα μπιμπερό των παιδιών ή με γάλα σκόνη lirio blanco διαλυμένο σε νερό.
Ο πατέρας πήγε μια βόλτα στο νοσοκομείο να ρωτήσει τι γίνεται, μια καλόγρια βγήκε στην πόρτα και είπε, περιμένουμε τον γιατρό του, δεν έχει φανεί πουθενά.
Έτρεξε στο ξενοδοχείο, εκείνη την στιγμή μια παρέα από χορτάτους έβγαιναν από την αίθουσα φαγητού, πήγαιναν για τη ‘σιέστα’ (μεσημεριανός ύπνος) τους, μια ιεροτελεστία των πλουσίων να τρώνε όλοι μαζί σε αίθουσα που την χάιδευε το θαλασσινό αεράκι με τους κρεμαστούς ανεμιστήρες. Σερβίριζαν σε άσπρα πάνινα τραπεζομάντηλα, ήταν μια ξεχωριστή κάστα ανθρώπων, μεγαλοκτηματίες ιδιοκτήτες φυτειών παραγωγής καφέ, ή ζάχαρης, (ερχόταν με ιδιωτικό αεροπλάνο), γιατρών, και δικηγόρων μιας τάξης που δεν είχε τίποτε κοινό με τους απλούς κατοίκους της πόλης του λιμανιού. Τα παιδάκια λούστροι τους περίμεναν στην πόρτα εξόδου, τους ακολουθούσαν προσφέροντας να τους γυαλίσουν τα παπούτσια, ή να πλύνουν τα αυτοκίνητά τους. Αυτοί απαθείς με μια οδοντογλυφίδα να εξέχει από τα δόντια τους, σημείων ότι είχαν φάει τους έδιωχναν σα να ήταν μύγες αυτές που σε ενοχλούν όταν πίνεις το γάλα σου.
Ένα λουστράκι εκμυστηρεύθηκε στους ταξιτζήδες ότι η δεκαπεντάχρονη Μάρθα το είχε σκάσει με τον Σέργιο τους είχε δει στην πανσιόν Τροπικάλ.
Ένας ναυτικός ζητούσε την Βιργινία, μια μικρή τσαχπίνα, του είχε υποσχεθεί να βγουν μαζί έξω αφού του ζήτησε μερικά χρήματα για την μάνα της που ήταν άρρωστη, η οποία μετά έγινε καπνός
.
Ο Αρτούρο Παπαδόπουλο, (με ελληνικές ρίζες, δεν μίλαγε ελληνικά) πράκτορας βαποριών, υποπρόξενος σκανδιναβικών κρατών και Ολλανδίας, φώναξε για ταξί, έδωσε εντολή στον σοφέρ να πάει να πει της κόρης του να έρθει σπίτι η οποία ήταν και φιλιόταν με έναν του λιμενικού στην ακρογιαλιά. Την άλλη μέρα το λιμεναρχείο έκανε συστάσεις στον ταξιτζή, να μην το ξανακάνει, ή δε άλως θα το πλήρωνε ακριβά.
Βάρκα είχε έρθει απ' το Belize και πούλαγε ζωντανά ψάρια και όστρακα. Πήγαινες στο κατάστρωμα κοίταζες στη δεξαμενή, έδειχνες πιο ήθελες το έπιαναν με απόχη το ζύγιζαν με ένα στατήρα μικρό σαν αυτό που είχαμε παλαιά στην Ελλάδα, ή αν δεν ήθελες ψάρι αγόραζες όστρακα.
Μυστικοί αστυνομικοί έκαναν βόλτες στην πιάτσα των ταξί για τίποτα λαθραία. Ήθελαν μερτικό. Όταν τους έβλεπαν οι οδηγοί αμέσως έπεφτε σήμα κινδύνου πιάνοντας το αυτί τους εννοεί ότι υπάρχουν ‘orejas’ ιδιωματισμός του σπιούνου, μυστικοί δίπλα μας και το σύνθημα «Hay moros en la costa.» Το ρητό αυτό προέρχεται από την Ισπανία η οποία ήταν σκλαβωμένη σχεδόν 800 χρόνια από του άραβες Μαροκινούς κι εννοεί υπάρχουν εχθροί στην ακτή-γύρω μας.
Ο Φερνάντο ήταν πάλι μεθυσμένος, είχε ένα κιόσκι και πούλαγε τουριστικά είδη, χρώσταγε πολλά σε τοκογλύφο ο οποίος περνούσε μια φορά την εβδομάδα για εισπράξεις, μέχρι που βρέθηκε πνιγμένος στο ποτάμι.
Κορίτσια με κοντά παντελονάκια έπαιζαν καλαθοσφαίριση στην πλατεία οι ταξιτζήδες θαύμαζαν.
Ο Λεονάρδο ένας μετανάστης Ιταλός πούλαγε στο μπαρ Caribe που ήταν δίπλα από το τουριστικό κιόσκι μπύρα, ρούμι κλπ, εκεί μαζευόταν οι εργάτες του λιμανιού προπαντός την ημέρα της πληρωμής τους, οι οποίοι μεθοκοπούσαν μέχρι να πέσουν κάτω, τότε ο Λεονάρδο τους πέταγε στον διάδρομο, την άλλη μέρα πρωί, πρωί οι γυναίκες τους νοίκιαζαν ταξί για να τους μεταφέρουν σπίτι. Από εκεί περνούσαν και γυναίκες της μιας νύχτας, όπως και η Οδέτη, μια αδύνατη ξερακιανή, που έμοιαζε με στέκα του μπιλιάρδου. Απ’ την πίσω πόρτα που έβλεπε προς τον δρόμο, έβγαινε η γυναίκα του Λεονάρδου με τα δυο μικρά κοριτσάκια τους πήγαιναν στην εκκλησία όπου ο πάτερ Περούτσι τους έδινε την ευλογία του. Ο επιστάτης του λιμανιού κάθε βράδυ που σκόλναγε απ' το λιμάνι ζητούσε ταξί, πήγαινε σε μπακάλικο το φόρτωνε πραμάτειες, πέρναγε από το σπίτι της φιλενάδας του άφηνε τις μισές και τις άλλες μισές στην γυναίκα του.
Ο πατέρας ιδρωμένος, στενοχωρημένος ρωτούσε για τον γιατρό τους φίλους. Ο Μπέτο παλιός γραμματέας την αστυνομίας του είπε:
Μην τον περιμένεις, μην του έχεις εμπιστοσύνη, αυτός είναι γυναικάς, τρέξε βρες άλλον γιατρό πριν νυχτώσει.
Ο πατέρας έτρεξε στον ιατρό Αριάγα, ήταν σπίτι του, τον παρακάλεσε πήγαν μαζί στο νοσοκομείο, είχαν βάλει το μωρό σε μια κούνια μαζί με ένα άλλο, έτσι ώστε έγγιζαν μόνο τα πόδια τους. Είχε ανάγκη οξυγόνου. Το παιδί του έγινε καλά αλλά του έμειναν βρογχικά, έτσι κάθε λίγο και λιγάκι με το που έβρεχε το έπιανε πυρετός
.
Εκεί πιο κάτω ζούσε μια νέα γυναίκα, ήταν από το Belize είχε σπουδάσει μαμή, ήταν αυτή που φώναζαν στα σπίτια τους οι ετοιμόγεννες μητέρες για να ξεγεννήσουν κι αυτή χρέωνε για κάθε γέννα $10.00 αν ήταν κορίτσι, $15.00 αν ήταν αγόρι. Αυτή την γυναίκα φώναζαν στο σπίτι κάθε λίγο και λιγάκι για να κάνει ενέσεις στο μωρό. Για να καταλάβετε την αξία των χρημάτων το μεροκάματο ανειδίκευτου εργάτη $1.00 ημερησίως, εισιτήριο σε λεωφορείο 0.05… Ο πατέρας όταν έβλεπε την μαμή καταλάβαινε ότι πάλι τα ίδια, ενέσεις αντιβίωσης, έκανε βόλτα κι έφευγε, δεν το άντεχε αυτό, σπαραζόταν η καρδιά του.
Δίπλα από το αρχοντικό του Παπαδόπουλου το οποίο ήταν χτισμένο στην ακρογιαλιά, βρισκόταν το μπαρ ‘Γαλάζια θάλασσα’ του κ. Μέμε και της γυναίκας του, η κόρη τους ήταν κράχτης ναυτικών. Είχαν ξαπλώστρες τραπεζάκια και καρέκλες, σε βεράντα φυτεμένη με στύλους μπηχτούς μέσα στην θάλασσα, μουσική δίσκων των 45 στροφών σε ‘βιτρόλα’ και πολλές γυναίκες. Το μέρος γέμιζε με ναυτικούς. Από εκεί έβλεπαν τα βαπόρια δεμένα στο λιμάνι. Οι τσιμινιέρες τους κάπνιζαν λες και ήταν το τσιμπούκι της λησμονιάς αυτήν που έβρισκαν οι ναυτικοί στις γυναικείες αγκαλιές. Ο κινηματογράφος έπαιζε το φιλμ «Μητέρα Ινδία» Madre India, ο πατέρας είχε υποσχεθεί θα πήγαιναν κινηματογράφο. Αλλά με άρρωστο παιδί αναβάλετε. Πήγαν αργότερα να δουν το Ροζ Πάνθηρα, στα μέσα της παράστασης άνοιξαν τα φώτα, μια φωνή απ’ το μεγάφωνο τσίριξε, όλοι στα σπίτια σας, κηρύχτηκε επανάσταση, απαγορεύεται η κυκλοφορία.
Κρίμα χάσαμε τη συνέχεια είπε ο πατέρας…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

Ένα Ανεπίτρεπτο Εικαστικό Δημιούργημα

Άρθρο μου, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ, Νέας Υόρκης στην στήλη επιστολών ημερομηνία Παρασκευή 4 Ιουνίου 2009.

Ένα ανεπίτρεπτο εικαστικό δημιούργημα.

Η δύναμη της πίστης εκφράζεται με γραπτά τα οποία κυκλοφορούν μέσω ενός κιτρινισμένου χαρτιού, χωρίς το χαρτί αυτό να αποτελεί θεότητα.
Οι μετανάστες νόμιμοι και λαθραίοι στο καινούργιο τους οίκημα σε τούτη την περίπτωση χώνονται στα κενά που αφήσαμε εμείς στο κράτος που γεννηθήκαμε. Αυτοί στην θετή τους πατρίδα, πρέπει να σέβονται τις συνήθειες του τόπου που επέλεξαν να ζήσουν, όπως κι εμείς οι εδώ μετανάστες σεβόμαστε και υπακούμε τους νόμους και τις συνήθειες της θετής μας πατρίδας. Αν δεν μας αρέσει γυρίζουμε από εκεί που ήρθαμε.
Δεν μπορεί ποτέ οι νεοφερμένοι να αλλάξουν τα ειωθότα της πατρίδας μας με το πρόσχημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Είμαστε 400 χρόνια κάτω από την κυριαρχία αλλόθρησκων Οθωμανών,
όπως και όλη η Βαλκανική, οι οποίοι ακόμα σήμερα εορτάζουν την κατάληψη της πόλις με σαρικοφόρους γενίτσαρους. Όπως και να το κάνουμε μας έχει ακόμη μείνει μια απέχθεια, όχι προς τους ανθρώπους, αλλά προς τις πράξεις οι οποίες θυμίζουν σκοταδισμό, μεσαίωνα, υποταγή ανθρώπων σε κάτι το φανταστικό, στο να πιστεύουν ότι είναι θανάσιμο αμάρτημα με το να ξεδιπλώσεις αυτό το μαγικό χαρτί, που έχει γραμμένες προφητικές ιδέες, ή δοξασίες, ή ίσως σα να έχει κι ένα κρυμμένο Τζίνι που σου εκπληρώνει όλες σου τις επιθυμίες, ακόμη και τις μεταθανάτιες. Σεβασμός προς όλα τα πιστεύω τους, αλλά τις κινήσεις αυτές να τις δοξάζουν στα κράτη τους ή στις αυλές τους.
Δεν είναι ποτέ δυνατόν ένα τεμάχιο χαρτιού που φτιάχνεται από ανθρώπινα χέρια, ή τα γραπτά που γράφονται από ανθρώπινα χέρια να έχουν θεϊκές ιδιότητες. Είναι απλούστατα ένα βιβλίο πληροφόρησης των συμβάντων, η μύθων, ή πιστεύω μιας περασμένης εποχής, όπως και όλα τα βιβλία, ακόμη κι αυτά που γράφτηκαν προ της χριστιανικής εποχής.
Με το να προσκυνούν τα παλαιά αυτά βιβλία, π.χ. είναι σα να προσκυνούμε εμείς οι έλληνες την του Ομήρου Ιλιάδα, την Οδύσσεια, ή τον Σοφοκλή, τον Αισχύλο τον Πλάτωνα κλπ. Άλο τόσο πληροφοριακά είναι και τα εβραϊκά βιβλία, τα πιστεύω και μύθους αρχίζοντας από την Παλαιά Διαθήκη με τα επακόλουθά της.
Είναι απλούστατα βιβλία γραμμένα από ανθρώπινο χέρι τα οποία εκφράζουν, διηγούνται παραμύθια ή ανθρώπινες οπτασίες μιας εποχής που πέρασε.

Ευχαριστώ
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Bronx, New York

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009




Δυο από τα πέντε Εγγονάκια, Κλεοπάτρα και Λούης-Γαβριήλ

Όταν χαίρεται η φύση
Ο κάθε ένας μας που ξενιτεύτηκε κάτι πήρε μαζί του, για ενθύμιο, ένα τριαντάφυλλο, ένα γιασεμί, ένα κήπο ανθισμένο, μια γλάστρα με βασιλικούς, ένα όνομα, ακόμα κι ένα γαλάζιο χρώμα. Στις παρούσες φωτογραφίες ο μετανάστης απεικονίζει την ψυχή του σε δικά του έργα, σε ένα τρισδιάστατο φυσικό κόσμο, γεμάτο λουλούδια, τριαντάφυλλα, αγιόκλημα, ο μικρός του κήπος και το γαλάζιο χρώμα, εκτός βέβαια από την εμβάθυνση του νου σε κάθε τι το ελληνικό ιδιαιτέρως στην γραφή.

Όλα αυτά αντιπροσωπεύουν την προσωπικότητά σου, προσπαθείς να τα παρουσιάσεις σε μια κοινωνία η οποία αδιαφορεί, δεν γνωρίζει την αξία τους.
Υπερηφανεύεσαι, είναι απόκτημα δικό σου ακόμα και μια πινελιά γαλάζιου, είναι η θάλασσά σου, το νησί σου, η σημαία σου, η πατρίδα σου.

Χαμογελάστε λοιπόν, χαίρετε όλη η φύση, τα χρώματα, τα λουλούδια σαν της Ελλάδας στην Νέα Υόρκη και μαζί με αυτά χαίρονται και οι πρωτοπόροι μετανάστες, αυτοί που δεν ζητούν τίποτε άλλο παρά μια επαλήθευση των ονείρων τους και τελικά ικανοποιούνται κοιτάζοντάς τα, σε μια δική τους ουτοπική Ιθάκη.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη, Ιούνιος-09