Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Ημέρα Ελληνικών Γραμμάτων



Σήμερα 31 Ιανουαρίου Κυριακή εορτάσαμε τα Ελληνικά γράμματα στο ημερήσιο ελληνοαμερικανικό σχολείο του Μπρονξ.

Μια εορτή με ομιλίες σχολικά σκετς και ελληνικούς χορούς.
Η φωτογραφία τα δυο εγγονάκια μου, Κλεοπάτρα και Γαβριήλ τα οποία πήραν μέρος στις χορευτικές επιδείξεις, της τελευταίας τάξης του δημοτικού και της τελευταίας χρονιάς στο Ελληνοαμερικανικό σχολείο…

Περήφανοι που είναι έλληνες…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Πως πλάθεται μια ζωή:

Η αρχή Την εφηβική ζωή του, την έπλασε για τριάμισι χρόνια ταξιδεύοντας στα λιμάνια της Κούβας ήταν αποτέλεσμα των δυσμενών συνθηκών αυτών που τον υποχρέωσαν να φέρει στην πλάτη του και να αποζητά αυτό που θα ικανοποιούσε μια παιδική ψυχή, έναν οδηγό φιλίας, ένα αθώο φλερτ, μια φίλη, έναν συμμαθητή, κάτι να του εμπιστεύεται την καρδιά του, μα και κάποια ελπίδα που τρεμόσβηνε στην ψυχή του από το βαρύ πέλμα της άγνοιάς του. Στον αγώνα της ζωής στη θάλασσα ως ναυτικός όλοι έβλεπαν την εκμετάλλευση, το ξέσπασμά του, η κατανόηση που τόσο του έλειπε την έψαχνε στις γυναίκες της Αβάνας Κούβας, του κάθε λιμανιού, αυτές τον έπιασαν απ’ το χέρι, αυτές τον έμαθαν τα μυστικά της ζωής, αυτές του παρουσίαζαν ότι ήξεραν, ή ότι ήθελαν να μάθει κρύβοντας την καρδιά τους, αν ποτέ είχαν. Φουμάριζε παρταγκάς και έπινε κούμπα λίβρε, χόρευε στις κομπάρσες στο καρναβάλι. Ήταν η αρχή.

Μετά ανοίγει το μονοπάτι, αυτό που έπλασαν άλλοι με πηλό παγκοσμιότητας , αυτό που χαράζει την οδό της ζωής.

Την φόρμα της ζωής του την χρωστά στο κεφάλι του, στον τρόπο σκέψης του, στην απειρία του, μα και στις περιστάσεις, θα μπορούσα να ήταν κάτι τι άλλο, θα μπορούσε να είχε περάσει από πανεπιστήμια, θα μπορούσε να είχε γίνει μεγιστάνας του χρήματος, Αρχαιολόγος που αγαπούσε τόσο, θα μπορούσε να είχε πατήσει επί ανθρώπινων υπάρξεων για το χρήμα, όχι όμως, όχι, αρκέστηκε με αυτά τα ολίγα, αρκέστηκε στην απλότητα, στην απλή γυναίκα, αυτή που ήταν με μια λέξη απλή, ειλικρινή, αυτή που θα μπορούσε να ανταποδώσει ότι ζητούσε, αγάπη, στοργή, ιδανικά με αυτά που γεννήθηκε, ίσως να ήταν ονειροπόλος γιατί διάβαζε μικρός πολλά μυθιστορήματα, όπως ο Αρχισιδηρουργός, η Γρατσιέλα, νουβέλες, ότι έπεφτε στα χέρια του.

Και το κυριότερο σε αυτά που διάβαζε πίστευαν ότι η αγάπη δεν ήταν θνητή.
Σκέψεις εφήμερες που τις παίρνει ο άνεμος, τις φυλάει και γελά μαζί του, περιμένοντας πότε θα διαψευστούν, τότε τις ξαναφέρνει, τις φυσά μπροστά του και γελά σφυρίζοντας, μπαίνοντας σαν φίδι από τα χαραμάδες της σκεβρωμένης πόρτας, αυτής που κλείνει μέσα της την ηλικία.

Κλείνει την πόρτα της ηλικίας και ξαναζεί, με καινούργια νεανική καρδιά γεμάτη φιλοσοφία, αφήνοντας την τύχη και το μέλλον να αποφασίσουν για τον χρόνο της παρουσίας του πάνω στη μητέρα γη.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Δεν τα κατάφερα:

Το Ταξί μου,

Το λεωφορείο βαρύ και παλαιό προχωρούσε αργά νωχελικά στον γεμάτο λακκούβες σκονισμένο δρόμο. Δεν είχε μείνει παρά μόνο ένας επιβάτης, ένας χλωμός αδύνατος, φαινόταν αναστατωμένος.
Ε! φίλε μέχρι που πας; Τον ρώτησε ο οδηγός.
Πάω στο Μοράλες,
Μα εγώ δεν πάω εκεί, πάω στο Ματίας θα πρέπει να κατεβείς, να περιμένεις το επόμενο.

Τότε άσε με εδώ.

Σηκώθηκε απότομα και άνοιξε την πόρτα με δύναμη, ο σοφέρ φρενάρισε, ο επιβάτης πετάχτηκε έξω. Προχώρησε στην άκρη του δρόμου και κρύφτηκε πίσω από τους τροπικούς θάμνους.

Τι παράξενος άνθρωπος μουρμούρισε ο οδηγός ο Χουάν αυτός που υπερηφανευόταν για το κόκκινο λεωφορείο του και είχε ζωγραφίσει έναν λευκό κρίνο και το ονόμαζε γραμμές «Η Λευκή Καλόγρια» .
Όταν δεν δούλευε σαν οδηγός έκανε τον χασάπη, είχε στην αγορά ένα κιόσκι που έμοιαζε με κλουβί, κάθε πρωί κλεισμένος μέσα με ένα ξεσκονιστήρι έδιωχνε τιε μύγες, άνοιγε το πορτάκι και σου πουλούσε κρέας. Με το δυνάμωμα της ζέστης έκλεινε το χασάπικο.

Η Σόϊλα είχε συνοδέψει έναν φίλο της ναυτικό μέχρι την πύλη του μόλου.
Κοιτούσε να γυρίσει σπίτι της με κανένα άδειο ταξί, χωρίς φυσικά να πληρώσει.
Στάθηκε στην άκρη του δρόμου και περίμενε, μου έκανε νόημα, σταμάτησα, πας για την πόλη μου λέει, με παίρνεις μαζί σου;
Έλα, ανέβα, έκατσε δίπλα μου. ήταν παλιά γνωστή μου από τότε που συζούσε με έναν έλληνα ναυτικό, τώρα είχαν χωρίσει.

Όπως οδηγούσα πετάχτηκε μπροστά μου, ακριβώς απέναντι από την διασταύρωση των δρόμων και δίπλα από τα διυλιστήρια, ένας νεαρός μου έκανε νόημα. Σταμάτησα άνοιξε την πισινή πόρτα και μπήκε, η Σόϊλα μου λέει φίλε δεν θέλω να σου χαλάσω το αγώι, άφησέ με εδώ, κάποιος άλλος θα με πάρει. Ο καινούργιος επιβάτης μου λέει τράβα ίσια για τον δρόμο που πάει έξω απ’ την πόλη, θα σου πω που να σταματήσεις.
Όταν φτάσαμε κοντά στο σταυροδρόμι της Ζακάπας περίπου 100 και χιλιόμετρα σταμάτα εδώ μου λέει, τι σου χρωστώ με πλήρωσε και γύρισα προς τα πίσω.

Η πόλη του λιμανιού ήταν ανάστατη, ένας οδηγός λεωφορείου είχε τρακάρει, και είχε σκοτώσει μια γυναίκα, τον αναζητούσε η αστυνομία. Κατάλαβα ότι ήταν ο επιβάτης, δεν είπα τίποτε κανενός.

Σαν βράδιασε στην πιάτσα των ταξί με βρήκε φίλος ναυτικός. Θα με πας στο μπαρ η ‘Γαλάζια Θάλασσα’.
Έλα μέσα να σε κεράσω, θέλω να συζητήσουμε, ήπιαμε δυο μπύρες και μου είπε τον καημό του, θέλω να ενοικιάσω ένα δωμάτιο, μπορείς να με βοηθήσεις!
Τι να το κάνεις;
Έχω μια κοπέλα, επιμένει να την πάρω από εκεί που μένει, να μένει μόνη της κι εκεί να με περιμένει να περνάμε τις μέρες μας μαζί όταν θα γυρίσει το βαπόρι.
Ε! όχι του λέω, δεν σε συμφέρει, όχι αυτό δεν το κάνω γιατί μετά θα με βλαστημάς.

Αποτέλεσμα τον έχασα από πελάτη, έκανε ότι δεν με έβλεπε στην πιάτσα, κι έπαιρνε άλλο ταξί . Σηκώθηκα να φύγω, πιο πέρα καθόταν η Σόιλα με τράβηξε απ το μανίκι, κάνε μου παρέα για λιγάκι,
Μα γιατί;
Ένα βαπόρι αμερικάνικο της United Fruit είχε έρθει στο λιμάνι, ήταν ένα μικρό φορτηγό-ποστάλε, τακτικών γραμμών.
Ξέρεις, έχω μια υπερηφάνεια δεν θέλω να με αγγίξει μαύρος, απέναντί μας ήταν αυτός ο αμερικάνος ναυτικός, πώς να στο πω δεν θέλω να κάνω παρέα με μαύρο, όταν λοιπόν μας δει ότι μαζί να συζητάμε θα φύγει.
Έτσι κι έγινε.
Άλλη μια απλή μέρα πήγαινε προς το τέλος της, πήγα σπίτι στην βεράντα, ξάπλωσα στην αιώρα μου, προσπαθούσα να ξεχάσω την ναυτική ζωή, προσπαθούσα να ξεχάσω τα παλιά, να μην βλέπω την εκμετάλλευση των συναδέλφων ναυτικών, εν τέλει δεν τα κατάφερα, κι έμεινα όπως ήμουνα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2010

Η Σταλαγματιά:

Ένα αιώνιο γιατί;
Μια σταλαγματιά θύμησης κύλησε σα δάκρυ, έπεσε χάμω, ανοίχτηκε σα σε στυπόχαρτο, λέρωσε τη μνήμη, τότε αυτή ξαναζωντάνεψε.

Αν προλάβαινε η μάνα της Αγγελικής να πήγαινε στο Αργοστόλι με τα πόδια μια απόσταση 35 χιλιομέτρων να φέρει το φάρμακο ίσως να γλύτωνε, ήταν μόλις 7 χρονών κοριτσάκι, δεν πρόλαβε όμως. Στο χωριό είχε πέσει μια επιδημία δυσεντερίας, μετά έφυγε ο συμμαθητής μου ο Νίκος, μετά μας ήρθε ο άνθρακας, μετά η ευλογιά, η Ιλαρά, ο κοκίτης, ο τύφος, ο τριχοφάγος, η ραχίτιδα όλα αυτά στα μικρά παιδιά. Στους μεγάλους βασίλευε το χτικιό και ο φόβος να μην αγγίξουμε τίποτα, να μην κολλήσουμε.
Σαν ξημέρωσε ο θεός την ημέρα από στόμα σε στόμα έφτασε η είδηση και στ’ αυτιά μας. Δυο φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα κατακτητές γερμανούς στρατιώτες πήγαιναν προς το λιμάνι της Σάμης. Είπαν ότι οι αντάρτες του ΕΑΜ τους κάνανε καρτέρι, ξάπλωσε ένας στη μέση του δρόμου και με το αυτόματο γάζωσε τον οδηγό κλπ…

Οι Γερμανοί οπισθοχώρησαν προς το Φισκάρδο, όλοι περίμεναν αντίποινα.

Από το σπίτι μου χτισμένο στα Μαρκάτα Πυλάρου σε ύψωμα έβλεπα απέναντι προς τ’ ανατολικά τη θάλασσα, το στενό της Ιθάκης και το νότιο ακρωτήρι του αϊ Γιάννη. Την επόμενη μέρα φάνηκαν δυο καραβάκια να πλέουν παράλληλα με την ακτή, λέγανε πως πήγαινα στην Σάμη για αντίποινα. Οι αντάρτες τους έβαλαν με τα κανόνια αυτά που είχαν κυριεύσει από τους Ιταλούς με την παράδοσή τους. Οι κανονιές έπεφταν δίπλα τους, μπορούσα να διακρίνω τον αφρό της θάλασσας.

Σε μια στιγμή ένας καπνός άσπρος φάνηκε να γεμίζει τον ορίζοντα στο μέρος που ήταν τα βαποράκια. Νομίζαμε ότι άρπαξαν φωτιά, όχι, είχαν αμολήσει παραπέτασμα καπνού, έτσι χάθηκαν από τα μάτια μας. Σε λίγο φάνηκε αεροπλάνο αγγλικό και τα βομβάρδισε.
Ακολούθησε η νύχτα σκοτάδι πυκνό, θα ήταν περίπου μετά τα μεσάνυχτα ακούσαμε στο σπίτι κάτι σαν σφυρίγματα και μετά έναν κρότο δυνατό που επαναλαμβάνονταν σε τακτικά διαστήματα, σφύριζαν σα να ήταν ο δαίμονας που ερχόταν να πάρει ψυχές. Ο πατέρας, η μάνα μου μας ξύπνησε όλους, απαγορευόταν να ανάψεις τον λύχνο, αν έβλεπαν φως έδινες στόχο, καταλάβαμε ότι ήταν οβίδες κανονιών που οι γερμανοί μας έστελναν από κάπου κοντά στο Φισκάρδο.
Στην αρχή είπαμε να φύγουμε να πάμε να βρούμε κανένα απάγκιο, απέναντί μας ήταν ένα διώροφο σπίτι, λέγαμε να πάμε να απαγκιάσουμε πίσω από τον μεγάλο του τοίχο. Εν τέλει δεν το κουνήσαμε κάτσαμε στο σπίτι, μια οβίδα έπεσαι σε ένα μας χωράφι στην τοποθεσία ξηρά, έκανε έναν μεγάλο λάκκο.
Ξημέρωσε πάλι ο θεός την ημέρα, ήμασταν όλοι καλά, ήταν Σεπτέμβρης του 1944, περιμέναμε με ελπίδα τους κατακτητές να φύγουν. Όταν κάποτε έφυγαν τότε στο σχολείο μας ήρθε κάποια μικρή βοήθεια από την UNRA, μας μοίρασαν κι από μια οδοντόβουρτσα και μας δίδαξαν να πλένουμε τα δόντια μας, μέχρι τότε βάζαμε αλάτι στο δάκτυλο και τα τρίβαμε. Περιμέναμε την λευτεριά, χωρίς να μπορούμε να προβλέψουμε ότι θα άρχιζε ένας καινούργιος αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος, πολύ χειρότερος από αυτό των κατακτητών όπου κράτησε μέχρι το 1949, σημαδιακός χρόνος για εμένα, τότε ήταν που έριξα μια πέτρα πίσω μου, που από την πολυκαιρία έγινε μαύρη, πολλά χρόνια πείνας στέρησης, πολλά χρόνια αμάθειας, αγραμματοσύνης, πολλά χρόνια ανελεύθερης ύπαρξης, πολλά χρόνια λογοκρισίας, θυμάμαι τις επιστολές που λαβαίναμε ήταν όλες ανοικτές λογοκριμένες, από τα διάφορα κυβερνητικά όργανα.
Κανονικά θα πρέπει να είχα ξεχάσει αυτά τα συμβάντα, αλλά δεν γίνεται, είναι η ιστορία του τόπου μου, είναι η λαχτάρα μου, είναι ο εαυτός μου τυλιγμένος σε κουρέλια, είναι για να θυμόμαστε την Ελλάδα μας, την του τότε, αυτή που ακόμα είναι στις καρδιές μας, έστω κι αν έχει αλλάξει… και στο γυρισμό μετά από τόσα χρόνια βρήκα τα ερείπια, την ερημιά, την απελπισία.
Θεέ μου, γιατί; Τι φταίνε τα μικρά παιδιά, αυτά που τους σκότωσαν την αθωότητά τους, αυτά που μεγάλωσαν σαν γέροι τυλιγμένοι σε παιδικό νεανικό κορμί;

Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Η κοινωνία μας

Η κοινωνία εκμοντερνίζεται, οι γενιές των ανθρώπων αναδέχονται η μια την άλλη χωρίς να έχουν τον συνδετικό κρίκο αναμεταξύ τους.
Παραδείγματος χάριν, εμείς με τους γονείς μας είχαμε έναν κοινό παρονομαστή, στα φαγητά, στα γούστα, στον τρόπο εκμάθησης της γλώσσας μας, ξέραμε όπως και η νέα μας γενιά το πώς ανάβει το κουμπί του φωτός στο σπίτι, ή η λάμπα του πετρελαίου, ή το λυχνάρι.
Εδώ που ήρθαμε, τα παιδιά μας φυσικό ήταν να μάθουν τα χούγια του τόπου που μεγαλώνουν, η καινούργια τεχνολογία, προχωρεί πιο γρήγορα από το ό,τι κατορθώνει να απορροφήσει ο νους μας, έτσι κάθε μέρα που περνά γινόμαστε πιο αδαείς τότε φωνάζουμε τον εγγονό μας να μας δήξει το πώς δουλεύει το τηλέφωνο, το ipod το πώς να στείλουμε ένα μήνυμα με το ιντερνέτ.
Σκεφτόμαστε ότι ήρθε η ώρα να πούμε στα παιδιά μας στα εγγόνια μας, θέλουμε να τους δήξουμε τις δικές μας επιτυχίες, την καταγεγραμμένη σκληρή ωμή ζωή του τότε μετανάστη, τις δικές μας κληρονομιές αυτές που θα αφήσουμε σε αυτά όταν έρθει η ώρα του ταξιδιού μας.
Κοιτάμε πίσω μας με τρόμο, βλέπουμε ότι δεν έχουμε να αφήσουμε απολύτως τίποτα, η ευφορία που φέρνει το χρήμα όταν υπάρχει παρέρχεται, αλλάζει χέρια, η εκκλησία θα εξακολουθεί να υπάρχει και όχι μόνο αλλά για να επιβιώνει θα αλλάζει όψη σύμφωνα με την τεχνολογία και τη γλώσσα της στιγμής, αυτής της νέας γενιάς.

Τα βιωματικά συγγράμματα των πρωτοπόρων, οι ωμές εμπειρίες του τότε, αφού σήμερα δεν εξυπηρετούν κανένα θα χαθούν. Ένα ατόφιο κομμάτι ελληνικής ψυχής, στα τόσα χρόνια ύπαρξης του ελληνισμού στα ξένα μέχρι σήμερα δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ κανένας να συνάξει αυτή την διασπορική Ελλάδα, σε μια γωνιά, σε ένα δωματιάκι, με τον τίτλο η ψυχή του έλληνα έμεινε ελληνική, αλλά ως συνήθως αυτοί που γράφουν, αυτοί που αποτυπώνουν με την πένα τους τη, σκληρή ζωή δεν έχουν τη δύναμη να μοιράζουν οφίκια παραμερίζονται πάντα σε βάρος του Ελληνισμού, προς όφελος των φερόντων τίτλων ανύπαρκτων άγνωστων πόλεων.
Εμείς τι κάνουμε; Μοιρολατρικά βαδίζουμε προς το τέλος, τι θα μείνει πίσω μας, το τίποτε το χάος, μα δεν είναι κρίμα να μην υπάρχει μια κουκίδα στίγματος στο χάρτη ότι σε αυτό το μέρος κάποτε ζούσαν υπήρχαν Έλληνες;

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη
Αυτή η επιστολή δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ, Νέας Υόρκης 15, Ιανουαρίου 2010

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Έχε Πίστη:

Η Σάσα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, θα πήγαινε στο ληξιαρχείο να δηλώσει τη γέννηση του παιδιού της. Σκέφθηκε ποιος να ήταν ο πατέρας του, μήπως ο Έλληνας ναυτικός, μήπως ο χωροφύλακας, ή μήπως ο Τομάς αυτός που δούλευε σε Βενζινάδικο. Σκέφτηκε ποιανού να το φορτώσει. Τελικά ο ναυτικός είχε φύγει, ο Χωροφύλακας την απείλησε ότι δεν ήταν δικό του και ο Τομάς της είπε ότι το αμφέβαλε και ότι ήταν πολύ φτωχός για να την βοηθήσει, έτσι ας έκανε ότι ήθελε.
Πήγε λοιπόν στο ληξιαρχείο και το δήλωσε με ένα όνομα και ένα επώνυμο, το δικό της, σημείο ότι το ένα επώνυμο σύμφωνα με τις συνήθειες εννοεί ότι ήταν άγνωστου πατέρα.
Το ονόμασε Χούλιο, επώνυμο Εστράδα.

Είχε σουρουπώσει τα πιτσιρίκια της γειτονιάς παίζανε στη λασπωμένη γη, τα κουνούπια και τα άλλα φτερωτά ζωύφια χόρευαν γύρω από το φως της φθοριούχας λάμπας της κολώνας του δρόμου. Οι βάτραχοι χοροπηδούσαν κι έσκουζαν στο παρακείμενο χαντάκι, από μακριά ακουγόταν ο απόηχος μουσικής από διάφορα νυκτερινά κέντρα όπου γλεντούσαν ναυτικοί, με κορίτσια αυτά που πουλούσαν ότι ήθελαν οι ναυτικοί εκτός από αγάπη. Οι αστυνομικοί περιπολούσαν προσπαθώντας να ανακαλύψουν τίποτα λαθραία που θα κουβαλούσαν μαζί τους οι ναυτικοί, συνήθως δώρα αρώματα κλπ…
Η σειρήνα αλλαγής βάρδιας εργατών λιμανιού ηχούσε όλο το εικοσιτετράωρο. Οι ατμομηχανές σφύριζαν για αλλαγή βαγονιών φορτίου με μπανάνες ή καφέ ή ζάχαρη. Ξαπλωμένος στην αιώρα μου κατά μήκος της βεράντας του σπιτιού μου αναπολούσα τη ζωή των βαποριών έλα όμως που με είχε νικήσει η του ταξιτζή η οποία ήταν αλληλένδετη με τη γυναίκα.

Η Σάσα φάνηκε να έρχεται, προς το μέρος μου, είχε δει ένα όνειρο και ήταν αλαφιασμένη, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν ήταν όνειρο, χθες το βράδυ άκουσε θόρυβο περνούσε απ’ έξω η άμαξα αυτή με τα μαύρα άλογα, μου φάνηκε σα να ήταν το κάρο του θανάτου που μαζεύει τις ψυχές, είπε. Κακό όνειρο της είπε η Εύα αυτή που περίμενε μισο-κρυμμένη στη γωνία στο μισοσκόταδο τον φίλο της. Ο άνδρας της ήταν ράφτης και δούλευε μέχρι αργά το βράδυ.
Την άλλη μέρα ήρθε η είδηση, σκότωσαν τον Χούλιο, πισώπλατα. Η Σάσα άρχισε τις φωνές μαζεύτηκαν γείτονες, ρωτούσαν το γιατί, που; πότε; Που ήταν το πτώμα; Στο ποτάμι της είπαν, πέρα από τη γέφυρα, ανήκε σε μια παραστρατιωτική οργάνωση το λευκό χέρι, αυτή που τρομοκρατούσε τους αγρότες. Έφυγε για εκεί. Πέρασαν οι μέρες.

Ο τουρίστας φορούσε ένα εξωτικό πουκάμισο με κάτι πράσινες κιθάρες, ήταν αμερικανός απ’ το Μαϊάμι, ζητούσε ταξί, μου λέει θέλω το ταξί σου για όλη την ημέρα, θα σε πληρώνω με την ώρα, θα με πηγαίνεις να δω όλα τα αξιοθέατα της πόλης του λιμανιού. Κάναμε συμφωνία, μαζί του μάλιστα είχε και μια κρεμάστρα, κουβαλούσε ένα πουκάμισο μισο-βρεμένο και το κρέμαγε στην κρεμάστρα πάνω απ την πόρτα του πισινού καθίσματος. Με την τροπική ζέστη στέγνωνε γρήγορα.
Απομεσήμερο θυμήθηκα πως με είχαν καλέσει στο σπίτι του σκοτωμένου για τη ‘νοβένα’ εννιάμερο να προσευχηθούμε για την ψυχή του. Είχαν ανάψει κεριά, γυναίκες και άνδρες μαζεύτηκαν για να δώσουν τα συλλυπητήρια τους, μερικές γυναίκες άρχισαν να ψάλλουν το Άβε Μαρία, μητέρα του Θεού… κρατώντας ροσάριο κομποσκοίνια η Σάσα και λοιποί συγγενείς έκλαιγαν, άλλες γυναίκες έφτιαχναν καφέ μαύρο, είχαν φέρει και ποτό. Τα κέρινα καντήλια αναμμένα σε κάθε γωνιά η καπνιά τους γέμιζε το δωμάτιο, ανακατευόταν με τη ζέστη κι έτρεχε σαν ιδρώτας και σε μούσκευε, μερικοί είχαν φέρει και λουλούδια. Κατά το απογευματάκι είπα στον τουρίστα πελάτη μου, πρέπει να φύγω, έχω μια υποχρέωση αλλά θα σε πάω σε άλλον φίλο ταξιτζή του εξήγησα το λόγο. Καταλαβαίνω, μου λέει έβγαλε από την τσέπη του και μου έδωσε μια εικόνα του χριστού με τίτλο: Δεν ήταν κανένας σπουδαίος, ήταν όμως Θεός.
Έχε πίστη, μου είπε κι έφυγε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Επανάσταση.


Η πόλη της Γουατεμάλας είναι χτισμένη σε ένα οροπέδιο 1500 μέτρων ύψος έχει πάντοτε ένα κλίμα γλυκό, ήπιο, με λουλούδια όλο τον χρόνο και δυο εποχές, των βροχών και της ξηρασίας. Η των βροχών ήταν ο χειμώνας τους ο οποίος άρχιζε τον Μάη μέχρι τον Οκτώβρη.

Στις άκρες η πόλη συνόρευε με τεράστιες βάραθρους, στις πλαγιές τους ήταν χτισμένα οι μπαρακο-γειτονιές των φτωχών, μετά ήταν μια μεγάλη γέφυρα η οποία σύνδεε την πόλη με την εθνική τους οδό προς τις ακτές του Ατλαντικού, ένας δρόμος 295 χιλιομέτρων. Η ονομασία της γέφυρας αυτής ήταν Belize μια παλιά επαρχία της Γουατεμάλας που την είχαν ενοικιάσει τον 19 αιώνα στους εγγλέζους με αντάλλαγμα την κατασκευή σιδηροδρόμων από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό. Αποτέλεσμα μετά από χρόνια η επαρχία έγινε αποικία και μετά απόκτησε την ανεξαρτησία της, υπάρχει μέχρι σήμερα σαν ξεχωριστό κράτος με γλώσσα την αγγλική. Πριν μπούμε στη γέφυρα πάνω σε ένα άλλο ύψωμα ήταν χτισμένη μια στρατιωτική βάση, ονομαζόταν Βάση υποστράτηγου Ζαβάλα.

Είχα ένα μικρό κατάστημα που είχα μόλις εγκαινιάσει όταν ακούστηκε βόμβος αεροπλάνων, μετά πολυβολισμοί. Βγήκαμε όλοι στο δρόμο, τα αεροπλάνα μονοκινητήρια καταδιωχτικά τύπου mustang του Β! παγκοσμίου πολέμου πηγαινοερχόταν και πολυβολούσαν στο απέναντι μικρό οροπέδιο όπου ήταν η στρατιωτική βάση.
Τρέξαμε βάλαμε το ραδιόφωνο, είχαν μόνο τραγούδια, μετά από λίγο όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί έκαναν αλυσίδα (Cadena) με το κρατικό ραδιόφωνο το TGW, τα αεροπλάνα συνέχιζαν να περνούν ξυστά πάνω από τα σπίτια και να πολυβολούν.
Τέλος μεταδόθηκε μια διάδοση που από στόμα σε στόμα έφτασε και σε εμάς. Κηρύχτηκε επανάσταση, ένας συνταγματάρχης με την βοήθεια της αεροπορίας πολυβόλησε και νίκησε τη στρατιωτική βάση Ζαβάλα, ο πρόεδρος της χώρας Ydigoras δραπέτευσε, ο συνταγματάρχης Peralta πήρε στα χέρια του την κυβέρνηση κι άρχισε να βγάζει λόγους να πείσει την κοινωνία ότι αυτός ήταν ο μεσσίας της δικαιοσύνης.
Τη βάση την κατάλαβαν οι καινούργιοι, εκεί άρχισε το πλιάτσικο. Στην αναμπουμπούλα αυτή φίλος μου στρατιώτης είχε κλέψει ένα ράδιο και κάτι άλλα μικροπράγματα, την νύχτα θα φύλαγε βάρδια στην μια άκρη της γέφυρας.
Με παρακάλεσε να πάω τάχαμου ότι θα περάσω τη γέφυρα θα με περίμενε και θα με σταματούσε για έλεγχο, θα μου έβανε στο αυτοκίνητο μου, ότι είχε και θα γύριζα πίσω, μην φοβάσαι μου είπε, είμαι το κράτος.

Γύρω μου οι κορυφές των βουνών ήταν κωνικές από τα τόσα πολλά ηφαίστεια που δεν ήταν ενεργά, εκτός από ένα το της φωτιάς που ήταν σε 3835 υψόμετρο ήταν απέναντι από το σπίτι μου, όπου κάθε βράδυ έφεγγε τη γειτονιά με εκρήξεις και ποταμάκια λάβας κατέβαιναν από τα μονοπάτια, πολλές δε φορές μας σκέπαζε με μια στάχτη μαύρη, έτσι το πρωί πριν φύγω για δουλειά ξεσκόνιζα το αυτοκίνητό μου, ήταν από το Volcán de Fuego de Alotenango ένα χωριό της προάστιο της πόλης της Γουατεμάλας.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Εμπειρίες:

Η ζωή συνεχίζεται
Σε άλλες κοινωνίες ίσως οι συγγραφείς να ψάχνουν να βρουν θέματα για να αρχίσουν να γράφουν. Η ζωή μου ήταν τέτοια ώστε τα πολλά και διαφορετικά θέματα συσσωρεύονται γύρω μου σαν πολύχρωμα κομφετί σαν αυτά που πέφτουν την πρωτοχρονιά στο Times Square New York. Αυτά τα κομφετί μόλις φυσήξει αεράκι σαν αιωρούμενα θέματα αρχίζουν να με πνίγουν, δεν μπορώ να πάρω αναπνοή, τότε είναι που αρχίζω να γράφω, φόβος μου μήπως φύγω απ’ την ζωή πριν προλάβω να ολοκληρώσω αυτά που θέλω να πω.

Όποιος γράφει δεν γράφει κάτι για να το βάλει σε ένα καλούπι ώστε να γίνει ομοιόμορφο με τους άλλους.

Πόσοι το καταλαβαίνουν αυτό; Ε! Είναι ζήτημα καλαισθησίας, πνεύματος και γνώθι σ’ αυτόν.

Πριν μερικές μέρες πήγα σε ένα ελληνικό γραφείο, μερικά τεύχη από το τελευταίο μου βιβλίο. Όχι με αντάλλαγμα δηλαδή να τα πωλήσω αλλά τα δώρισα ώστε κι αυτοί να τα κάνουν ότι θέλουν. Χριστούγεννα, είναι Πρωτοχρονιά είναι, η απάντησή τους, μου έφερε παγωμένα ρίγη στα κόκκαλα.
Ξέρετε βιωματικά βιβλία, με θαλασσινές παγκόσμιες περιπέτειες δεν έχουν ενδιαφέρον, αυτά που περνούν είναι τα μυθιστορήματα, οι νουβέλες…

Μετάνιωσα, ντράπηκα, αλλά ήταν αργά, τα άφησα κι έφυγα…
Με σκυφτό κεφάλι πήγα στο καταφύγιό μου, ερχόταν Χριστούγεννα, πρωτοχρονιά. Δεν είπα κανενός τίποτα, αλλά μέσα μου, μου τσάκισε την αυτοπεποίθηση. Παραμονή Χριστουγέννων, Noche Buena, μαζευτήκαμε όλοι σε μια ζεστή οικογενειακή ατμόσφαιρα, γλεντήσαμε, χορέψαμε, φάγαμε ήταν η συνέχεια των περιπετειών του βιβλίου μου τούτη τη φορά με χειροπιαστές αποδείξεις, αυτές που δεν γράφονται σε νουβέλες. Κατάλαβα ότι η ζωή η ίδια όπως άρχισε έτσι συνεχίζεται.

Νε έχετε Καλή χρονιά

Γαβριήλ Παναγιωσούλης