Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2010

Η Επέτειος

Είναι μια μέρα του Φλεβάρη, όπου τιμώ μια επέτειο μοναδική δική μου, που εορτάζεται μόνο από τον εαυτόν μου κάθε τέσσερα χρόνια.
Πρέπει να εξηγήσω:
Ότι ακολουθεί: είναι ένα μέρος της αφήγησης της ζωής ενός πιτσιρικά στην Αμερική ως λαθραίος στο νησί κρατητήρια του Έλλις,

Απόσπασμα από το βιβλίο μου Αχ! Νάξερα, σελίδα 199.

Έφτασε ο Φλεβάρης. Το ηθικό του Γερασιμάκη ήταν πλέον κουρελιασμένο. Όταν φτάσεις σε μια τέτοια κατάσταση δε σου μένει τίποτε άλλο παρά να αντιμετωπίζεις τη μοίρα σου με απάθεια. Είχε ήδη 115 μέρες φυλακή. Τις μετρούσε μια, μια και τις διέγραφε απ την ζωή του.
………………………………………………………………….......
Ένα πρωί τηλεφώνησε του θείου του…
« Ναι, είπα την ιστορία σου σε κάποιους χωριανούς» του είπε,
«Ένας από αυτούς,» συνέχισε «ενδιαφέρθηκε πολύ……
Έχει ένα βαποράκι στο Μπρούκλιν και μου υποσχέθηκε ότι θα σε πάρει ως πλήρωμα, όταν θα είναι έτοιμο να αναχωρήσει από τις ΗΠΑ. Μου είπε ότι υπολογίζει στα μέσα του Φλεβάρη.»
Η σπίθα της ελπίδας φούντωσε μέσα του και τον συνεπήρε ολόκληρο. Το είπε γεμάτος χαρά στους άλλους Έλληνες.
……………………………………………………....................
Τον λόγο ανέλαβε ο Ιερώνυμος: «Εσύ να φύγεις από εδώ μέσα;» Του φώναξε με κακία και βλοσυρό βλέμμα. «Ας γελάσουμε λιγάκι.»
……………………………………………………………………..
«Εσύ χωρίς χαρτιά που πας;» το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του Γερασιμάκη.
Μαζεμένοι εκεί στη γωνιά σιγομιλούσαν αναμεταξύ τους. Δεν τον πίστευαν. Άρχισαν να χαμογελούν, νόμιζαν ότι είχε αρχίσει να παραμιλά, το πρώτο σημάδι της τρέλας.
……………………………………………………….................
Ήταν 28 του Φλεβάρη, η προτελευταία μέρα του μήνα. Τούτος εδώ ήταν δίσεκτος.
………………………………………………...........................
Η απελπισία είχε καταλάβει τον Γερασιμάκη. Έβλεπε τις υποσχέσεις να εξαφανίζονται, φοβόταν να σκεφτεί, να ρίξει μπροστά μια ματιά με θάρρος.
………………………………………....................................
Κλειδιά ακούστηκαν να κουδουνάνε. Η πόρτα άνοιξε, ένας φύλακας με πράσινη στολή κι ένα χρυσοκίτρινο σήμα στο αριστερό μέρος του στήθους του μπήκε μέσα.
Κρατούσε μια κόλα χαρτί και φώναξε το όνομα του Γερασιμάκη.
……………………………………………………………………
Το φέριμποτ άρχισε να απομακρύνεται απ το νησάκι.
………………………………………………………………......
Του ήρθε να ρίξει φάσκελα, τόση η αγανάκτηση που είχε συσσωρεύσει μέσα του. Αλλά φοβήθηκε. Πήγε να φτύσει αλλά και πάλι κρατήθηκε, μην αλλάξει γνώμη ο φύλακάς του.
………………………………………………………………......
Ένα στρατιωτικό τζιπ τους περίμενε στην αποβάθρα. Ο φύλακας τον έβαλε μέσα και κάθισε δίπλα του
.
Ο Γερασιμάκης στάθηκε τυχερός, μπορούσε επιτέλους να χαμογελάσει. .

Ήταν 29η Φεβρουαρίου 1952


Γαβριήλ Παναγιωούλης

Νέα Υόρκη

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Η Νοσταλγία της Δραχμής:











Όλοι μας όταν ήμασταν παιδιά μεγαλώσαμε με τα χαρτονομίσματα της δραχμής.
Αυτά μας έδιναν χαρά όταν μας έκαναν μποναμά την πρωτοχρονιά, ή ακόμα κι όταν πρώτο-εισπράξαμε τον πρώτο μας μισθό, ή ακόμα κι όταν μας έδιναν χαρτζιλίκι…
Τα χαρτονομίσματα έχουν αλλάξει τόσες πολλές όψεις, ώστε μερικά από αυτά που βλέπεται, «όχι όλα» μου θυμίζουν παιδικές αθώες εποχές. Γι’ αυτό και τα έχω φυλαγμένα αφού σε μερικά από αυτά ξαναζώ τη στιγμή, που μου τα έδιναν είτε κερδίζοντάς τα πουλώντας ελιές ή δαφνόφυλλο, αυτά που μαζεύαμε απ το βουνό, ή τσιγάρα χύμα στις κηδείες, είτε ως χαρτζιλίκι. Σε μια επόμενη δημοσίευσή μου θα παρουσιάσω τα Ιονικά χαρτονομίσματα εποχής 1940+…



Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

Ax!!!!!!!!! Μισή Ώρα Ανάσα!


Εργαζόμουν σε εστιατόριο ακριβώς απέναντι από το Presbyterian Hospital in New York, 10:30 με 11 πρωινή ήταν η δική μου, μισή ελεύθερη ώρα, ώρα για φαγητό, μπορούσα να κάνω το σώμα μου ότι ήθελα, συνήθως έβγαινα έξω να πάρω καθαρό αέρα ή ας πούμε να μου φύγει από πάνω μου αυτό το αίσθημα της καταπιεστικής σκλαβιάς. Άλλοι άνθρωποι δεν το καταλάβαιναν ή τους άρεσε, εμένα με πέθαινε, γυρνώντας στο σπίτι, η κούραση μου αφαιρούσε κάθε πρωτοβουλία, γινόμουν ένα κινούμενο πτώμα, αλλά υποχρεωτικά έσκυβα το κεφάλι στο δεκάωρο εργασίας έπρεπε να βγει ο επιούσιος.
Η γυναίκα μου, με συνάντησε σε αυτή την μισή ώρα ανάσας μου και πήγαμε μαζί στην τράπεζα που ήταν κοντά μας. Αυτή γύρισε σπίτι κι εγώ στην δουλειά μου, οπότε λαβαίνω ένα τηλεφώνημα, στην μισή ώρα αυτή, που ήταν προσδιορισμένη για να ανασάνω, κλέφτες έσπασαν την πόρτα του διαμερίσματος και είχαν κλέψει ότι βρήκαν.
Με κομμένη την ανάσα έφυγα νωρίτερα απ’ τη δουλειά, πήγα σπίτι ήρθε η αστυνομία, έκαναν κατάλογο των κλεμμένων, τα παιδιά είχαν γυρίσει απ’ το σχολείο, αγόρασα καινούργια κλειδαριά, αλλά τι το θέλεις ο φόβος και η ανασφάλεια άρχισαν να μας πνίγουν.

Η σκάλα ήταν στο κέντρο του κτηρίου, όχι δεν ήταν ουρανοξύστης είχε μόνο πέντε ορόφους, ούτε είχε ανελκυστήρα.
Δυο παιδιά παίζανε τρέχοντας τα σκαλοπάτια, το ένα έμενε στον πρώτο όροφο, το άλλο στον πέμπτο. Σε μια στιγμή πάνω στην κάψα του παιχνιδιού το παιδί που έμενε στον πέμπτο όροφο έτρεξε να φύγει να πάει στο διαμέρισμά του. Το του πρώτου ορόφου έβγαλε το πιστόλι και σημάδεψε από κάτω προς τα πάνω. Τον πέτυχε καθώς ανέβαινε τα σκαλιά του τρίτου ορόφου. Έπεσε νεκρό λίγο πιο πάνω από την πόρτα μου. Την μισάνοιξα, άκουσα τις φωνές, τη σειρήνα του νοσοκομειακού, μετά ήρθε η αστυνομία. Βγήκα στον διάδρομο ρώτησα, έμαθα, ξανακλείστηκα στο διαμέρισμά μου, την άλλη μέρα μαζί με άλλους ενοίκους πήγαμε στο γραφείο κηδειών να δώσουμε το ύστατο χαίρε στους οικείους του παιδιού. Η οικογένεια του σκοτωμένου έψαξε βρήκε άλλο διαμέρισμα κι έφυγε απ το κτήριο. Η σκηνή σε ένα κτίριο της πάλε ποτέ ελληνικής γειτονιάς του Washington Heights Νέας Υόρκης, όχι δεν ήταν Ελληνικό γκέτο αλλά μια γειτονιά που άλλαζε προς το χειρότερο
. Ακριβώς δίπλα μας η εκκλησία και το κοινοτικό απογευματινό σχολείο των Αγίων Αναργύρων, εκεί όπου έμαθαν τα παιδιά μας τα πρώτα τους ελληνικά γράμματα. Ναι στο σχολείο της κοινότητας υπήρχαν προβλήματα, οι έλληνες διηρημένοι είχαν πολλές έριδες αναμεταξύ τους.
Είχαμε κάνα χρόνο που είχαμε έρθει στην χώρα των ευκαιριών, προερχόμενοι από την Γουατεμάλα δεν γνωρίζαμε νόμους και συνήθεις του τόπου, . Δεν είχαμε την πολυτέλεια σπουδών ή να διαλέξεις εργασία, έπρεπε να βγει το μεροκάματο… Μετά μόλις σκοτείνιαζε καθόμουν κλεισμένος στο διαμέρισμα και προσπαθούσα να καταλάβω τη διαφορά της ψυχοσύνθεσης των λαών, αλλά μ’ έπνιγε το άγχος, ζητούσα ψυχική βοήθεια, από Don ‘κύριος’, έγινα για το σύστημα Peón ‘ανειδίκευτος’ , κανένας δεν με καταλάβαινε, ούτε ο γιατρός που πήγα, ένας πραγματιστής Πειραιώτης, αποτέλεσμα σήκωνα το βάρος του κατεστημένου στο στήθος μου επάνω, το άγχος μου έγινε έλκος, πέρασε καιρός μέχρι που να συνηθίσω να σκύβω το κεφάλι…

Το κατεστημένο, τόσο δυνατό!!!!! Αλέθει την ατομικότητά σου σε έναν ομοιόμορφο κόκκο άμμου και τον πετά σε μια απέραντη κοσμοπολίτικη αμμουδιά, σε μια αμμουδιά που άλλοι την πατούν και λασπώνουν, άλλοι χτίζουν παλάτια, άλλοι φυτεύουν λουλούδια, σε αυτή την αμμουδιά κρύβεται, το μυστικό σου, η χαμένη προσωπικότητά σου, μια προσωπικότητα που μόνο εσύ γνωρίζεις.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη





Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Ένας αναμενόμενος Μεσαίωνας,


Το κείμενο αυτό δημοσιεύθει ως επιστολή στην Ελληνική εφημερίδα ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ Νέας Υόρκης , 19 Φεβ. 20010

Απίστευτα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα μας, την οποία έχει καταπλακώσει ένας μαύρος μεσαίωνας, με το να φτάσουμε σήμερα σε μια αναμενόμενη άλλωστε κατάσταση, στην οποία έχει χαθεί το φιλότιμο, έτσι όπως το ξέραμε, έχει χαθεί ο όρκος του Ιπποκράτη, τα ξένα ΜΜΕ δείχνουν τα πολυτελή ιδιωτικά Νοσοκομεία όπου κυριαρχεί το Φακελάκι, δείχνουν τα λιμάνια μας γεμάτα θαλαμηγούς, κότερα, και διατυμπανίζουν με ειρωνεία μόνο 100 άτομα στην Ελλάδα δηλώνουν ότι έχουν εισόδημα πάνω από 100.000 Ευρώ. Άρα τα κότερα ανήκουν στους φτωχούς έλληνες.
Οι κρατικές ατασθαλίες, τα κόλπα προς ατομικό πλούτο κάθε ενός που πιάνει τα ηνία στα χέρια του είναι πράξεις που θα πρέπει να τιμωρούνται, να δώσει η δικαιοσύνη το παράδειγμα στον απλό λαό, όμως εφόσον δεν γίνεται άρα τι θα πρέπει να γίνει για να πεισθούν να μην καταχρώνται; Μήπως πρέπει να επαναληφθεί η καταδίκη και το δράμα όπως στο Γουδί μετά από την Μικρασιατική καταστροφή; Το πιο δύσκολο απ όλα στην παρούσα κατάσταση είναι να κάνεις τους έλληνες να πιστέψουν, ότι πράγματι υπάρχει μια εθνική ανάγκη, να συρρικνωθούν τα έξοδα, να ελαττώσουν τον φραπέ και το τσιγάρο, αλλά το κυριότερο να εργάζονται, για το καλό της Ελλάδας το δικό τους και το δικό μας, όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας (Τα αγαθά κόποις κτώνται) .
Χρειάζεται αληθοφάνεια πράξεων πρώτα από τις αρχές, ώστε να κάνουν τον πολίτη να τους πιστέψει. Μέχρι σήμερα η μη προγραμματισμένη πολιτική, η αθρόα λήστεψη των κρατικών αποθεμάτων, η κατά κάποιον τρόπο κατάληξη των Αγροτο-γεωκτηνοτροφικών επιδοτήσεων σε αυτοκίνητα μπαρ και ουίσκι, η αναξιοπιστία των εκάστοτε στατιστικών έφθασαν σήμερα την Ελλάδα στο να μας ειρωνεύονται τα ξένα ΜΜΕ, και να προφέρουν την λέξι «φακελάκι» με μια βαριά ουνιτική προφορά. Και να ήταν μόνο αυτό; Πως ανέχεται το ελληνικό κράτος το ελληνικό δημόσιο την λέξη επιτηρητής να κρέμεται πάνω απ το κεφάλι του σαν η δαμόκλειο σπάθη;
Απ’ έξω καραδοκούν οι οπορτουνιστές μήπως μας αποπέμψουν από το Ευρώ, από την ευρωζώνη, τότε θα αρχίσει η μεγάλη κατηφόρα, για εμάς και ίσως και για τους πάρα πέρα…

Μετά από κάθε μεσαίωνα, μετά από κάθε σκοτάδι έρχεται το φως η αναγέννηση, αυτή περιμένουμε όλοι οι έλληνες, να ξαναζήσουν η υπερηφάνεια, το φιλότιμο, η φιλοπατρία…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Μπρονξ

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Ένα παράξενο Καρναβάλι,

Οι μαρτυρίες μια ζωής γραμμένες με το ίδιο μου το χέρι, ξεκινούνσαν από κάθε γωνιά της γης και συνοδεύουν τις αναμνήσεις μου μέχρι σήμερα…
**********
Είμαστε αραγμένοι στο λιμανάκι Antilla Cuba, εποχή καρναβαλιού, είχαμε πέσει δίπλα στον μόλο φορτώναμε ζάχαρη. Ο κεντρικός δρόμος της πολιτειούλας είχε ένα πλατύ χώρισμα στη μέση , εκεί έκαναν βόλτες οι ντόπιοι, στις άκρες του δρόμου διάφορα μαγαζιά μπυραρίες είχαν βάλει καρέκλες και τραπέζια και μετά το κάθισμα του ήλιου σερβίριζαν τους πελάτες,
Ο χορός άρχιζε μόλις σκοτείνιαζε, χόρευαν όλοι, όλη η πόλη χόρευε στους δρόμους ακολουθώντας ένα γκρουπ μουσικών με μαράκες και άλλα όργανα βάδιζαν μπροστά κι ακολουθούσε το πλήθος το οποίον κουνιόταν ρυθμικά, σύμφωνα με τους ήχους της μουσικής. Ο χορός αυτός του καρναβαλιού ονομαζόταν Comparsa.

Μια άλλη φορά που έτυχα στο καρναβάλι της Αβάνας είχα πάρει κι εγώ μέρος με κορίτσι παρέα, αλλά εδώ δεν μου έκανε γούστο, μικρό το μέρος, μάλλον δεν είχα γνωρίσει καμιά κοπέλα. Ένεκα που είμαστε ναυτικοί ήταν κάπως επιφυλακτικοί οι κάτοικοι.
Έτσι ένα βράδυ μαζί με τον Τάσο έναν Κεφαλλονίτη από την Έρυσσο καθίσαμε σε τραπεζάκι θυμάμαι παραγγείλαμε μπύρες, Hatuey ρωτήσαμε για μεζέ, μας έφεραν γαρίδες, ο ιδιοκτήτης ένας κινέζος. Φύγαμε κατά τα μεσάνυχτα, πήγαμε στο βαπόρι, μετά από καμιά ώρα με έπιασε μια δυνατή δίψα, μα πάρα πολύ δίψα, ήπια δυο κανάτες νερό, μετά αισθάνθηκα άσχημα πολύ άσχημα, φώναξα τον ‘βατσιμάνη’ νυκτοφύλακα τον Σπύρο Β. έναν Κεφαλλονίτη από τα Φάρσα, του λέω πεθαίνω, (καλή του ώρα όπου και να βρίσκεται,) μου λέει να σε πάω έξω στο νοσοκομείο, στηρίχθηκα πάνω του, περπατήσαμε, ανάμεσα στις ράγες του τρένου, φτάνοντας στο νοσοκομείο έπεσα κάτω, με έβαλαν σε ένα ράντσο στο διάδρομο, γιατρός δεν υπήρχε χόρευε στις κομπάρσας, μετά από ώρα ήρθε, ήταν γυναίκα απεφάνθη τροφική δηλητηρίαση. Το πώς συνήλθα δεν θυμάμαι, μόνο ότι με τραβάγανε από τους ώμους σέρνοντας τα πόδια μου, ξημέρωσα σαν πτώμα στο νοσοκομείο.
Ο άλλος ο Τάσος ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση και του είχαν δώσει δωμάτιο, εμένα καθώς έμαθα μετά με είχε γλυτώσει το πολύ νερό που ήπια.
Έλα όμως που η πρώτη κυρία της Κούβας Marta de Batista θα επισκεπτόταν το νοσοκομείο, έπρεπε να φύγουν τα ράντσα, έτσι με τσουβάλιασαν και με πήγαν στο βαπόρι.
Μετά μας φώναξαν στη αστυνομία να δώσουμε κατάθεση, εν τέλει μας είπαν ότι τις γαρίδες τις είχαν ψαρέψει μέσα στο λιμάνι όπου τρώγανε ακαθαρσίες, άντε να βρεις άκρη. Αφού την γλυτώσαμε πάλι καλά.
Πρέπει να πω ότι η καμπίνα του Τάσου ο οποίος ήταν λιπαντής στην μηχανή ήταν στην πρύμνη και η δική μου στη μέση, έτσι δεν μπορούσα να έχω άμεση επαφή, να ξέρω τι συνέβαινε.
Ήταν κι αυτό ένα αναπάντεχο συμβάν της ναυτικής ζωής, μιας ζωής γεμάτη φουρτούνες, αρμύρα, που στο κάθε λιμάνι βρίσκεσαι σε καινούργιο περιβάλλον, σε καινούργιες γνωριμίες, δύσκολο να χαλιναγωγήσεις τον εαυτόν σου, προπαντός όταν είσαι νέος, και το άλλο ότι σε κάθε λιμάνι μέναμε από μια εβδομάδα με 10 μέρες, μια φορά στο Ρίο της Βραζιλίας μείναμε 40 ημέρες.

Κι εσύ τραβούσες της ζωής τα πολύχρωμα νήματα, κάθε νήμα, και λιμάνι, κάθε χρώμα και ελπίδα, χαμένος σε αυτά έψαχνες για αυτό που σου έλειπε, μια στοργή, μια αγάπη, μια πατρίδα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Xιόνια












Τα δένδρα που περιτριγυρίζουν το σπίτι μου ντυμένα στα λευκά, πάνω στα γυμνά κλαριά τους δέχονται το χιόνι, το χρώμα της αγνότητας. Ακόμα και το αγιόκλημά μου ντύθηκε κι αυτό στα άσπρα. Αυτά καμαρώνουν, εγώ ο άνθρωπος βαριαναστενάζω και λέω αμάν, έως πότε θα μας τυραννά αυτός ο χειμώνας;
Πότε θα έρθει μια ξαστεριά; Η άνοιξη;


Γαβριήλ

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Η Κούβα, του Χθες,

Tarafa Cuba, Κεφαλλήνιοι ναυτικοί,
Recuerdos de Cuba de ayer.
Μπαίνοντας στο λιμάνι της Αβάνας, μας χαιρέτισε από αριστερά το κάστρο (castillo de moros)με το να υψώσει την σημαία του βαποριού μας δίπλα στην Κουβανική.
Το μέρος της παλαιάς πόλης La Habana vieja, κάθε γωνία κι ένα μπαρ, κάθε δρόμος και μουσική. Μετά απ τα μεσάνυχτα έβγαιναν γυναίκες στους δρόμους και σου προσέφεραν ότι ήθελες πολλές φορές σε τραβούσαν. Πολύ αργά για εμάς αφού γυρνάγαμε στο βαπόρι, για βάρδια ή για ύπνο. Μετά υπήρχε και η αριστοκρατία προς το μέρος που ήταν η la hidroeléctrica. Εκεί δεν πίστευες στα μάτια σου… από της ζωής τα κρυμμένα μυστικά, αυτά που για εσένα ήταν αφράτα πανέμορφα κορίτσια και γι’ αυτές ήσουν ένας ναυτικός με μορφή πράσινου δολαρίου
.

Isabela de Sagua, ένα μικρό λιμανάκι της Κούβας, βγήκαμε όλοι έξω σαν ναυτικοί που είμαστε ψάχνοντας για γλέντι, υπήρχε ένας κοινοτικός χορός, κάποιος ντόπιος μας είπε να πάμε. Στην είσοδο μας σταμάτησαν, ναι έχουμε χορό αλλά όχι για ναυτικούς. Πεισμώσαμε φύγαμε, πάμε στην πλατεία νοικιάσαμε ταξί πάμε για το εσωτερικό της χώρα σε μια πιο μεγάλη πόλη Sagua la Grande, εκεί ανακατευτήκαμε με τους ντόπιους στην πλατεία, αλλά δεν είμαστε ικανοποιημένοι. Ζητάγαμε να γλεντήσουμε. Κάποιος μας πήγε στις κακόφημες γειτονιές, αποτέλεσμα φύγαμε αφού με έκλεψαν, ευτυχώς που υπήρχαν και συνάδελφοι ναυτικοί, έτσι γυρίσαμε στο βαπόρι.

Στο λιμάνι της Nuevitas φορτώναμε ζάχαρη. Μια παρέα από εμάς βγήκαμε όλοι μαζί έξω θα είμαστε περίπου 10 ναυτικοί, πήγαμε στο Αμέρικαν Μπαρ, παραγγείλαμε ποτό, καθίσαμε σε ένα μακρύ τραπέζι, ο μπάρμαν έτριβε τα χέρια του θα τα κονομούσε τη βραδιά αυτή. Οι γυναίκες έκαναν βόλτα γύρω μας μύριζαν ψοφίμι. Αφού είχαμε πιει αρκετά ένας Κεφαλλονίτης ο Π. Λ. μας έβαλε μια ιδέα στο μυαλό, να φύγουμε χωρίς να πληρώσουμε. Μας εξήγησε θα κάνουμε ότι μαλώνουμε αναμεταξύ μας, θα βριζόμαστε ελληνικά τότε αυτός θα σήκωνε μια καρέκλα να μας χτυπήσει. Θα ήταν το σινιάλο για να τρέξουμε προς την πόρτα, έτσι κι έγινε, φύγαμε και γίναμε καπνός
.
Πάλι στην Κούβα σε ένα μικρό λιμανάκι Júcaro που είχε μόνο έναν μόλο, εκεί ήταν πλευρισμένο ένα καράβι Αγγλικό. Το δικό μας βαπόρι ήταν τάνκερ λίμπερτι, είχαμε πάει να φορτώσουμε Μελάσα. Πλευρίσαμε δίπλα στο εγγλέζικο, από πάνω του πέρασε ένας σωλήνα και ήρθε στο βαπόρι μας έτσι φόρτωναν την Μελάσα.
Το βράδυ βγήκαμε όλοι έξω, όπως ήταν φυσικό περνούσαμε πάνω από το κατάστρωμα του αγγλικού. Οι αξιωματικοί ήταν Άγγλοι το πλήρωμα Ινδοί.
Αφού πήγαμε σε μπαρ ήπιαμε αρκετά οι περισσότεροι έλληνες ήταν από την Αστυπάλαια και Ιθάκη.
Ο Μανώλης ένας λοστρόμος τεραστίων διαστάσεων από την Αστυπάλαια αφού είχαμε πιει λέει, πάμε στο αγγλικό καράβι να κάνουμε φασαρία, να τους πούμε να φύγουν από την Κύπρο; Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ανεβήκαμε όλοι στο ξένο καράβι, μερικοί πήγαν στο δεύτερο κατάστρωμα όπου κοιμόταν οι αξιωματικοί, άρχισαν να φωνάζουν και να βρίζουν, δεν είδα παραπάνω, έτρεξα και μπήκα στην καμπίνα μου και όχι μόνο αλλά έκανα και το ανήξερο.

Στο λιμάνι του Cienfuegos, o José Dueñas κουβανός ήταν πλήρωμα στο βαπόρι μας. Στην κεντρική πλατεία είναι μια μεγάλη εκκλησία δεν ξέρω αν ήταν ο καθεδρικός ναός ή όχι, αλλά από εκεί πίσω ο Χοσέ σε ένα μικρό μπαράκι μου σύστησε μια κοπέλα, φαινόταν μικρή, καλή, πάμε παρέα της λέω πάμε μου λέει, αλλά έχω μια στενοχώρια με περιμένει η μάνα μου να πάει για ψώνια. Δώσε μου 10 δολάρια να της τα δώσω να φύγει από την μέση και μετά είμαι δική σου, πάμε όπου θέλεις. Όπως ήταν φυσικό ακόμα την περιμένω…
Δεν ξέρω an τα μοιράστηκαν με τον Χοσέ;

Santiago de Cuba, με το ίδιο βαπόρι δούλευα στην Κουζίνα, έρχεται λοιπόν ο καμαρότος συνομήλικος και μου λέει, το βράδυ έχω ραντεβού με δυο κορίτσια, είσαι; Που τις γνώρισες, άστα το αφεντικό των εργατών μου τις σύστησε, μου έδωσαν την διεύθυνσή τους. Ήταν ένα διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία και ήταν μέσα μόνο αυτές δυο κορίτσια και εμείς δυο ναυτικοί, και ήταν για μια νύχτα μόνο, αλλά μέχρι εδώ, δεν έχω το χάρισμα να εξιστορώ συμβάντα, που μέσα στο βάθος της ψυχής μου μείνανε σαν μια αμφιβολία αν υπάρχει πράγματι η Αφροδίτη Θεά του έρωτα, ή βωμός της σάρκας;

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Η Κλήση,

Η ζέστη όπως κάθε μέρα αφόρητη αποπνικτική, το μπακάλικο της Έμμα, ένα μικρούτσικο ήταν απέναντι από το σπίτι, γύρισα κουρασμένος από το οδήγημα, το πουκάμισό μου ξεσχιζόταν σάπιζε απ’ τον ιδρώτα πίσω στην πλάτη, είναι εκεί όπου ακούμπαγα στο κάθισμα του αυτοκινήτου οδηγώντας ταξί.

Μπήκα στο σπίτι, τα παιδάκια έτρεξαν να με αγκαλιάσουν, φωνάζοντας με χαρά.
Κάθισα σε μια καρέκλα, φώναξε την κόρη μου θα ήταν 5-6 χρονών. Να, πήγαινε απέναντι στην κυρία Έμμα να σου δώσει μια κρύα μπύρα, μέσα μου καίω απ’ την ζέστη.
Έβαλα το κεφάλι κάτω κι έκλεισα τα μάτια, όταν τ’ άνοιξε είδα το παιδάκι να περνά τον δρόμο κρατώντας το μπουκάλι μπύρα. Μια φωτογραφία όπου αποτυπώθηκε στο μυαλό μου. Σε μια στιγμή το μυαλό μου θόλωσε, δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ τα μάτια μου, σα να ντράπηκα, τα έκρυψα, όχι δεν είναι δυνατόν πως ξέπεσα έτσι, που είναι τα όνειρα μου; έγιναν σκουπίδια, που είναι ο παλιός μου εαυτός;

Από απέναντι φάνηκε ένας χωροφύλακας με ποδήλατο, σταμάτησε στο μπακάλικο της Έμμας έβγαλε ένα χαρτί όπου επάνω είχε το όνομά μου και ρώτησε την Έμμα αν ξέρει που είναι το σπίτι μου.
Όχι δεν ξέρω,
του είπε, μετά με ειδοποίησε.

Εν τέλει ο χωροφύλακας με βρήκε ήταν για να παρουσιαστώ στο δικαστήριο για διερμηνέας.
Μια γειτόνισσα ήρθε και με βρήκε ήθελε ταξί την επόμενη μέρα το πρωί, να την πάει στο βαπόρι για το Μπελίζε.
Γυρίζοντας σπίτι είδα απ έξω σταματημένο ένα ημιφορτηγό, κι έναν έλληνα γνωστό απ’ το βαπόρι να προσπαθεί να συνεννοηθεί με την γυναίκα μου.
Τι τρέχει του λέω, σου φέρνω ένα φόρτωμα παντελόνια Lee, ξέρεις μου τα είχε παραγγείλει ο Κινέζος, όταν του τα πήγα μου λέει τώρα δεν τα θέλω είναι ακριβά. Δεν μπορώ να τα πάω πίσω στο βαπόρι καθότι είναι λαθραία, οπότε θέλω να τ’ αφήσω στο σπίτι σου και θα δούμε.
Αποκλείεται του λέω πάρε τα και φύγε, ο κινέζος θα έχει ειδοποιήσει την αστυνομία.

Μια μαύρη πεταλούδα σταμάτησε μπροστά στην πόρτα, μετά έφυγε. Κάτι κακό θ’ ακούσεις, είπε μια πιτσιρίκα η Μάρτα, που είχε έρθει για να πάρει νερό, αυτή που βιαζόταν να μεγαλώσει να βγει στην πιάτσα, της άρεσαν οι ναυτικοί. Τα μαντάτα έφτασαν ξημερώματα, το άλλο μου ταξί τρακάρισε στην κολώνα της γέφυρας, εκεί που στένευε ο δρόμος, κόπηκε στη μέση, ο οδηγός είναι φυλακή και τρεις έλληνες ναυτικοί στο νοσοκομείο.
Είπα να ηρεμήσω μπόρα είναι θα περάσει, όταν πηγαίνοντας στο λιμάνι από δεξιά ήταν σταματημένες πολλές νταλίκες, περίμεναν το φέριμποτ για Μαϊάμι, ήταν βραδάκι, μαζί μου ήταν κι ένας φίλος ο Ιβάν. Ξάφνου ακούστηκαν φωνές, σε μια στιγμή βλέπω ένα παιδάκι μπροστά απ’ το αυτοκίνητο, άπλωσε τα χέρια του, το χτύπησα έπεσε χάμω. Τα γόνατά μου λύγισαν απ’ τον τρόμο, βγήκα έξω το παιδάκι είχε πέσει ανάμεσα στις ρόδες, σηκώθηκε ξεσκονίστηκε κι έφυγε μαζί με την παρέα. Κόσμος μαζεύτηκε λέγανε, τα παιδιά φταίνε παίζανε κρυφτό στη μέση του δρόμου, ανάμεσα στις νταλίκες.
Ο Ιβάν φοβήθηκε το αυτόφωρο την αστυνομία κι εξαφανίστηκε, τότε πήρα την απόφαση έβαλα μπρος κι έφυγα. Πήγα σπίτι έβαλα το αυτοκίνητο στην αυλή, την άλλη μέρα δεν βγήκα για δουλειά.

Όταν εν τέλει αποφάσισα να βγω η αστυνομία είχε τον αριθμό των πινακίδων και με έψαχνε. Με σταμάτησαν μου έδωσαν κλήση για υπερβολική ταχύτητα, κάποιος είπε ότι έτρεχα πολύ.
Πλήρωσα την κλήση και τελείωσε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης