Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Συνάντηση:

Άσπα Παπακωνσταντίνου-Τριγώνη, Βάνα Κοντομέρκου, Στέλλα ζαμπούρου Φόλλεντερ και ο υποφαινόμενος.
στην Φωτογραφία: Απο αριστερά, ο Κ. Λυκογιάννης, ο Δ. Μουστάκης, ο Ν. Λιψάνος,
ο καθηγητής Γ. Γιάνναρης, ο Γ. Παναγιωσούλης, η Β. Κοντομέρκου, η Στέλλα Ζ. Φόλλεντερ.



Σε μια μακρινή γωνιά του κόσμου, ένα ανοιξιάτικο βραδάκι, Πέμπτη 29 Απριλίου 2010 συναντηθήκαμε σε μια φιλική ατμόσφαιρα στην Αστόρια Νέας Υόρκης, σε ένα συμπόσιο, ανταλλαγής απόψεων, μα και συνεστίασης φίλοι και γνωστοί σε ένα εγκάρδιο περιβάλλον.
Όχι δεν λύσαμε κανένα πρόβλημα, απλούστατα τα αναλύσαμε…

Παρόντες ο κος Κωνσταντίνος Λυκογιάννης, οι συγγραφείς Δημήτρης Μουστάκης, ζωγράφος-συγγραφέας Νίκος Λιψάνος, ο καθηγητής-συγγραφέας Γεώργιος Γιάνναρης, η συγγραφέας Βάνα Κοντομέρκου και ο Αντρέας, η ποιήτρια-συγγραφέας Στέλλα Ζαμπούρου Φόλλεντερ, η ποιήτρια συγγραφέας Άσπα Παπακωνσταντίνου-Τριγώνη και ο υποφαινόμενος.
ήταν μια όμορφη αξέχαστη βραδιά…


Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Σάββατο 24 Απριλίου 2010

Η Ιστορία Επαναλαμβάνεται;


Διαβάζοντας τις εφημερίδες, ξένες μα και ελληνικές της διασποράς, που όλες προφητεύουν με απαισιοδοξία την πτώχευση του ελληνικού κράτους, αν όχι την αλυσοδέσμια πολιτική του ΔΝΤ, προβλέπουν την στενότητα χρήματος, λένε και ψιθυρίζουν τα κακά που περιμένουν τον ελληνικό λαό,

Φαντασθείτε χάσαμε τον πόλεμο, χωρίς να δώσουμε μάχη.

Μια από τις αιτίες το κλέψιμο από τους έχοντας τα ηνία, η διαφθορά, η σπατάλη, ο ατομικός πλουτισμός, η παντελή έλλειψη φιλοπατρίας και ο λαός περιμένει να ακούσει να δικαιωθεί ότι ο τάδε, ή ο δείνα που έκλεψαν κατασχέθηκε η περιουσία τους, είναι φυλακή.
Αντί αυτού βασιλεύει η ασυδοσία, η μαγκιά, οι εξυπνάκηδες, που ακόμα σήμερα επιπλέουν.
Γιατί οι Έλληνες ιθύνοντες δεν παίρνουν παράδειγμα, από την ερημιά της υπαίθρου, από τις τόσες χιλιάδες έλληνες που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, από την κακομοιριά του τότε ελληνικού βασιλείου, τα επακόλουθα των τότε διωγμών από τους εναπομείναντες τα βλέπουμε μέχρι σήμερα. Ερήμωσε η ύπαιθρος, χάθηκαν χιλιάδες, εκατομμύρια έλληνες, οι απόγονοί τους ξενο-γεννημένοι, έχουν για πατρίδα τους άλλες πατρίδες, γιατί οι σημερινοί έλληνες βάζουν το ιδιωτικό συμφέρον μπροστά απ το της πατρίδας;
Τόσο κοντόφθαλμοι είναι; Ή μήπως αν αναλύσουμε την προέλευση της λέξης ιδιώτης είναι αυτό τους αρμόζει;

Εμείς οι παλαιοί του τότε ελληνικού βασιλείου, εμείς που ζήσαμε τον εμφύλιο, αναγκαστήκαμε να φύγουμε, από την κακομοιριά, είτε γιατί μας σπρώξανε, για να ζήσουν οι εναπομείναντες, είτε από την ανέχεια και πείνα, εμείς που φύγαμε με την υπόσχεση να βοηθήσουμε αυτούς που έμεναν πίσω και το κάναμε για πολλά, πολλά χρόνια, ήταν η μόνη τους ελπίδα, σήμερα έχουμε ένα αγκάθι στην καρδιά, αυτό που στάζει αίμα νοσταλγίας, αγάπης, για κάθε τι το ελληνικό. Δύσκολο να παραδεχτούμε ότι αυτά που αφήσαμε δεν υπάρχουν, πρέπει να καταλάβουμε, ότι η σκέψη μας, η αγάπη μας ο νόστος μας, είναι πια μια χαμένη ουτοπία, η πέτρινη γη μας, το ξερο- χωράφι μας, δεν υπάρχουν πια, το κυπαρίσσι κόπηκε, η ελιά ξεράθηκε.

Η μόνη μας ελπίδα έρχεται μαζί με τα γεράματα, είναι αυτά που θα σβήσουν την αγωνία μας, σε έναν τόπο που εμείς δεν γεννηθήκαμε, σε έναν τόπο που μας έριξε η μοίρα, σε έναν τόπο που θα γίνει ο στερνός μας τόπος. Μείναμε όμως έλληνες, έτσι όπως φύγαμε, θα μου πείτε γιατί το λέω, γιατί το γράφω μα από φόβο για να μην επαναληφθεί η ιστορία μας, στις καινούργιες γενιές ελλήνων.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Bronx, New York




Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Ο Πατέρας, η Ουτοπία, η Φυγή.



Από το λιμάνι του νησιού ξεκινούσαν δυο δρόμοι, ο ένας έσκιζε κατ’ ευθεία τον κάμπο στα δυο πήγαινε για την πρωτεύουσα, ο άλλος πήγαινε για το βουνό. Πήρα το δρόμο που ήταν ανήφορος. Ήταν Μάης, εποχή που ανθίζουν οι παπαρούνες, ένα κόκκινο θέαμα ξεπετιόταν από τους βράχους σαν αίμα από μαχαιριές θεών.
Κάποιος περπατούσε πλάι μου, φαινόταν να με απόφευγε.

-Πως το λένε το χωριό εκεί πάνω; Ρώτησα.
-Μαρκάτα, κύριε.
-Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι τα Μαρκάτα;
-Σιγουρότατος, κύριε.
-Μα γιατί φαίνεται τόσο θλιβερό;
-Είναι απ’ τον καιρό κύριε, γέρασε κι αυτό από την εγκατάλειψη
.

Εγώ το φανταζόμουν με τα μάτια του πατέρα μου τελείως διαφορετικό, αλέγκρο και τόσο μεγάλο που να κρύβει τον ορίζοντα. Πάντοτε έζησε τη ζωή του με αναστεναγμούς, με νόστο, αλλά ποτέ δεν γύρισε. Τώρα έρχομαι εγώ αντί γι’ αυτόν, φέρνω την αγάπη του, το νόστο του, να δω τον μυθικό του κόσμο.

-Ε! κύριε τι μουρμουρίζεις μόνο σου, τι πας να κάνεις στα Μαρκάτα;
-Μα να βρω την περιουσία του πατέρα μου.
-Α! έτσι


Μετά έπεσε βουβαμάρα, ο ξένος ανέβαινε κι αυτός προς το χωριό.
Ήταν απόγευμα την ώρα που σχολούσαν τα παιδιά του σχολείου, αντί παιδικές φωνές, οι χρυσές ακτίνες του ήλιου χρύσωναν την βουνοπλαγιά, τους ερειπωμένους τοίχους των σπιτιών. Τα αγριόχορτα είχαν σκαρφαλώσει και πνίξει τα πορτο-παράθυρα των ερειπίων. Μια ηλικιωμένη φάνηκε να περπατά, καλησπέρα, είπα, άνοιξε το στόμα της μου φάνηκε ότι τα δόντια της ήταν γεμάτα αγριόχορτα. Αυτός που βάδιζε δίπλα μου είπε:

-Εγώ σας αφήνω πάω για το σπίτι μου.
-Ποιος είσαι γιόκα μου;
-Είμαι ο γιος του Πέτρου.
-Α! αυτού που χάθηκε στα ξένα; Και τι γυρεύεις στον τόπο μας;
-Ο πατέρας μου εδώ γεννήθηκε πέρασε εδώ τα παιδικά του χρόνια, δεν κατάφερε όμως να πεθάνει εδώ όπως ήταν το όνειρό του. Πριν πεθάνει του υποσχέθηκα θα ερχόμουν εγώ αντί γι’ αυτόν. Έτσι πέθανε γαλήνιος, μου έμαθε να νιώθω την αγάπη του τόπου του, ήρθα να δω το χωράφι του, την περιουσία του, θυμόταν την αγριελιά, μετρούσε τα κυπαρίσσια.

-Τι χωράφι και περιουσία μου λες; Εδώ κανένας δεν καλλιεργεί, τα αγριόχορτα μας έχουν πνίξει, έχουν ερημώσει τα πάντα.

Στην μέσα τσέπη του σακακιού μου είχα μια φωτογραφία του πατέρα μου, από την πολυκαιρία είχε κιτρινίσει, άσε που στις γωνίες είχε κάτι μαύρες κουκίδες αυτές που αφήνουν οι μύγες. Από εκεί που βρίσκεται θα πρέπει να με βλέπει σκέφτηκα, έκανα τα χέρια μου χωνί, κοίταξα τον ουρανό και φώναξα.

-Με βλέπεις πατέρα;
-Που είσαι γιε μου; ακούστηκε μια φωνή.
-Εδώ στο χωριό σου.
-Δεν σε βλέπω γιε μου.
-Τι κρίμα πατέρα.

Η ηλικιωμένη με κοίταξε σα να έβλεπε φάντασμα, έκανε το σταυρό της και μονολόγησε.

-Κακά ξεμπερδέματα θα έχεις γιε μου.
-Μα γιατί;
-Γιατί τούτη εδώ τη γη, εκεί που γεννήθηκαν τα όνειρα του πατέρα σου, την έχουν καταπατήσει οι εναπομείναντες… θα βρουν πατέντα να σε υποχρεώσουν να γυρίσεις στο μέρος σου… καλύτερα λοιπόν να γυρίσεις πριν ακόμα έρθεις.
-Μα γιαγιά μου φαίνεται παράξενο γιατί ο πατέρας μου αγάπησε τόσο πολύ αυτόν τον τόπο, να για κοίταξε τον ουρανό, είναι ο ίδιος με αυτόν που γεννήθηκα εγώ.
-Δεν ξέρω γιόκα μου, έχω χρόνια που δεν κοιτώ ψηλά, από την στιγμή που ο παπάς μου είπε ότι για εμένα έχουν κλείσει οι πύλες του ουρανού.
-Μα γιατί άραγε;
-Θα στον συστήσω και σένα.

-Μα εσύ δεν έχεις γεννηθεί έλληνας, είσαι και αβάφτιστος κι έρχεσαι να βρεις χωράφια και ξερότοπους;
-Ο πατέρας μου πίστευε σε αυτά που άφησε, αυτός μ’ έστειλε, μου δάνεισε τα μάτια του, να δω τον άγιο τόπο του.

Ένιωσα να με σπρώχνει η βοή του ανέμου, μια φωνή ακούστηκε, φύγε γιε μου, αυτή δεν είναι η πατρίδα που άφησα.

Σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό, ένα σύννεφο περνούσε σα να το κυνηγούσαν, έμοιαζε με ασπρομάλλη άνδρα. Κατάλαβα, ήταν ο πατέρας, δυο δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια μου, δεν έπεσαν κάτω, έμειναν αιωρούμενα αναποφάσιστα, μετά κύλησαν στο στόμα μου, ένιωσα την αρμύρα τους, έμοιαζε σα να ήταν από θαλασσόνερο, αυτό που με βάφτισαν, αμέσως ξεθάρρεψα. Θυμήθηκα τον πατέρα που δάκρυζε όταν σκεφτόταν τον τόπο του, κατάλαβα την ουτοπία του και βιάστηκα να φύγω…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης





Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Ενσταντανέ απο Νέα Υόρκη

Οι συγγραφείς, Υιώτα Στρατή, Ιουστίνη Φραγκούλη Α., Βάνα Κοντομέρκου, Γαβριήλ Παναγιωσούλης, όρθιος, ο Δημήτρης

Οι συγραφείς: κ. Υιώτα Στρατή, η Ιουστίνη, Φραγκούλη, ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης, ο Διονύσης Κονταρίνης.

Ήταν μια ανοιξιάτικη μέρα στη Νέα Υόρκη η 11 Απριλίου 2010, ο ήλιος έλαμπε, ήταν χαρά θεού, η φύση γιόρταζε μαζί μας.
Η άνοιξη μας έφερε και την χαρούμενη έκπληξη να συναντήσουμε την συγγραφέα-δημοσιογράφο Ιουστίνη Φραγκούλη-Αργύρη, στην παρουσίαση του βιβλίου της «Για την Αγάπη των Άλλων», εκδόσεις Ψυχογιός, από τον Νισυριακό Σύλλογο Νέας Υόρκης.

Η αίθουσα στο Σπίτι της Νισύρου ήταν κατάμεστη από κόσμο, μεταξύ των παρόντων η πρόξενος της Ελλάδας, η της Κύπρου, ο βουλευτής Δωδεκανήσου, ο επιχειρηματίας Τζον Κατσιματίδης, ο κος Ψυχογιός, ο διευθυντής του Εθνικού Κήρυκα κι άλλοι πολλοί, αξιότιμοι προσκεκλημένοι...

Δεν περιγράφω τις ομιλίες, ούτε τα εύσχημα λεχθέντα στην παρουσίαση του βιβλίου, αλλά από την σκοπιά μου στέλνω τα συγχαρητήριά μου στην συγγραφέα, στους οργανωτές της παρουσίασης, καθώς και τις ευχαριστίες μας όλων όσων καταγινόμαστε με την γραφή για την ευκαιρία που μας δόθηκε να συναντηθούμε σε ένα τόσο φιλικό και θερμό περιβάλλον.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη




Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

Με το βλέμμα του μετανάστη

Το παρόν έχει δημοσιευθεί στην σελίδα Απόψεις/γράμματα στην εφημερίδα Νέας Υόρκης, Εθνικός Κήρυξ 1η Απριλίου 2010

Με το Βλέμμα του μετανάστη
Το όνειρο του γερμανικού ‘Ιμπέριουμ’ σιγά, σιγά, ίσως να γινόταν πραγματικότητα, αν δεν υπήρχε στη μέση η κακοδαιμονία της Ελλάδας να το φανερώσει. Ό,τι δεν κατόρθωσαν να πράξουν ο Κάιζερ Γουλιέλμος, και ο Αδόλφος Χίτλερ, προσπαθεί να το κατορθώσει η σημερινή καγκελάριος της Γερμανίας βασιζόμενη στο ευρώ.
Έτσι με αυτόν τον τρόπο ξεσκεπάστηκαν οι βλέψεις της και εδραίωσε για μια ακόμη φορά τη θέση της στην ευρωπαϊκή κοινότητα, χωρίς να αναλάβει συγκεκριμένες υποχρεώσεις, κατατροπώνοντας τους πάντες, κάνοντας δορυφόρους μερικά κρατίδια, από τα πιο πλούσια της Ευρωζώνης.
Η επιρροή του γερμανικού ‘Ιμπέριουμ’ άρχισε. Και αν περάσουν τον νόμο να έχουν δικαίωμα να πετάνε έξω από την Ευρωζώνη όποιο κράτος δεν συμβαδίζει σύμφωνα με την νομισματική πολιτική του ευρώ, δηλαδή θα ξαναγυρίζει στο παλιό δικό του νόμισμα, τότε το ‘Ιμπέριουμ’ θα λέγεται Δικτατορία…

Εμείς ως Έλληνες τι κάνουμε; Εκτός του ότι σφυρίζομε αμέριμνα; Και το κράτος να ετοιμάζει μια αιωνιότητα φορολογικών νόμων όπου αλλάζουν σαν πουκάμισα; Οι μεν νομικοί επαγγελματίες απεργούν, οι δε κονομημένοι να κρύβονται σε ‘οφσόρ’ εταιρίες που έχουν τη βάση τους εξωτικά νησιά με πολύχρωμες σημαίες, που για τα βρεις θα πρέπει να διαβάσεις τον Ροβινσώνα Κρούσω. Οι δε υπηρέτες της θρησκείας είναι να τους κλαις, επειδή ζουν από την ελεημοσύνη των φτωχών, χωρίς να έχουν περιουσία ή κεφάλαιο φορολογήσιμο, ώστε να ανασάνει το Ελληνικό κράτος.
Κατά τα άλλα ο απλός λαός φωνάζει φανερά τη φωνή της αλήθειας, ότι δεν πουλιέται ούτε μια βραχονησίδα έδαφος Ελληνικό…


Γαβριήλ Παανγιωσούλης
BRONX, N.Y.