Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Παγκόσμιος Ελληνισμός

Ευχή μας :μια ανθόσπαρτη ευτυχισμένη νεανική ζωή Γιαγιά κι εγγονός
Πατήρ και Υιός


Οικογένεια



Τα τρέχοντα επίκαιρα γεγονότα κάνουν κατά κάποιον τρόπο το παρελθόν να φαίνεται μακρινό, έτσι ώστε οι λάμψεις φωτός του παρόντος να σκιάζουν τα περασμένα, ένα παρόν που όμως έχει τις ρίζες του στο παρελθόν και δη σε ένα ας μου επιτραπεί η λέξη παγκόσμιο-ποιημένο, αρχίζοντας με ελληνικές ρίζες, που στην θάλασσα συμπλέκονται με ρίζες Μάγια Γουατεμάλας και παράγουν ένα δένδρο που βγάνει καινούργιες ρίζες στη Νέα Υόρκη, όπου πάλι συμπλέκονται με ελληνικές έτσι στα κλαριά του ανθούν λουλούδια που όπου πάνω τους υπερέχει η ελληνική κληρονομιά, ο ελληνισμός.

Από την εκδήλωση αποφοίτησης, απονομή διπλώματος του εγγονού μας Χαράλαμπου Παπαδάτου από το Λύκειο Fordham High School Νέας Υόρκης… 26η Μαΐου 2010

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Το Στοιχειωμένο Βαπόρι,

s/s Zephyr

Ήταν ένα βαπόρι αυτό που βλέπετε στην φωτογραφία την οποία ιχνογράφησα εκ μνήμης, που σημάδεψε τη ζωή μου, έτσι ήρθαν τα πράγματα από μόνα τους σαν το πεπρωμένο να ήταν γραμμένο, όχι δεν τα είχα προμελετήσει, ούτε είχα βάλει κανένα πρόγραμμα, απλούστατα ήμουν ξέμπαρκος στη Νέα Υόρκη, ζητούσα μπάρκο, τον καιρό εκείνο η Νέα Υόρκη ήταν πόρτο μαρίνα. Όταν λοιπόν μπαρκάρισα σε αυτό το βαπόρι δεν ήμουν ούτε 22 χρονών, όταν ξεμπαρκάρισα ήμουν 28 χρονών.

Για έξη χρόνια αλωνίζαμε τους ωκεανούς, τις ηπείρους, αλλάζαμε τα μήκη και πλάτη της υδρογείου καθημερινώς. To σταθερό ωράριο μας το GMT, το βαπόρι φορτηγό καθόταν στα λιμάνια αρκετές μέρες, έτσι πάντοτε έκανα την έξοδό μου στα διάφορα κράτη ανακατευόμουν με τους ντόπιους προσπαθώντας μια κάποια οικειότητα με τις ξένες κουλτούρες.

Είχα καλή θέση ως πλήρωμα στο βαπόρι ήμουν υπεύθυνος τροφοδοσίας, Chief Steward, Τώρα μου φαίνεται αδύνατον να χωρέσει τούτος εδώ ο χώρος να περιγράψω ή έστω και να αφηγηθώ έξη χρονών περιπέτειες, γνωριμίες, να ζεις συνεχώς ανάμεσα σε θαλασσοδαρμένα άρμπουρα, η άχνη του αλατιού να κάνει στρώμα στην επιδερμίδα σου, τα κύματα να σε χορεύουν σαν καρυδότσουφλο, μα και να σε σκοτώνει αυτή η άτιμη η ρουτίνα, η έλλειψη γνωριμίας, η έλλειψη ειδήσεων, ραδιοφώνου, ανθρώπων, κοινωνίας, γυναικών, πολλές φορές μετά από ολόκληρα μερόνυχτα στο πέλαγος, που θα μπορούσαν να ήταν και μήνες, όταν κάποιος φώναζε στεριά τρέχαμε στην κουπαστή, προσπαθούσαμε να μυριστούμε την διαφορετικότητα του αέρα, κοιτάζαμε με δέος με ανυπομονησία πότε να φτάσουμε. Λες και είμαστε η καραβέλα του Κολόμβου που ζητούσε πλέοντας δυτικά να φθάσει ανατολικά. Κι όταν φτάναμε σε στεριά με την πρώτη ευκαιρία να ξεμπουκάραμε σαν γάτοι, να πατήσουμε χώμα, να δούμε γυναίκες, να αισθανθούμε άνθρωποι. Αναχωρώντας από το Περναμπούκο Βραζιλίας, πολλές μέρες εν πλω, μετά από αυτά που αφήσαμε τα γλέντια με γυναίκες Βραζιλιάνες, διαβήκαμε τον νότιο Ατλαντικό και πιάσαμε Νοτιοαφρικανική Ένωση, στο Πορτ Ελίζαμπεθ. Φτάσαμε πειναλέοι, ένεκα ζημιάς στα μηχανήματα, μας είχαν χαλάσει τα ψυγεία, αυτή η ευλογημένη χώρα, μας έφερε αμέσως φρέσκα φρούτα, κρέατα αρνιά, θυμηθήκαμε Ελλάδα.
Τα νέα από την Ελλάδα μαύρα, ανεργία, οι γέροι, όπως και όλοι περίμεναν βοήθεια.

Από εκεί θα έπρεπε να αναχωρήσουμε για τον κόλπο της Βεγγάλης, να φουντάρουμε στο δέλτα των ποταμών Μέγνα και Γάγκη να ξεφορτώσουμε μερικό ρύζι σε μαούνες και να προχωρήσουμε προς την πόλη της Τσιταγκόνγκ της Μπανγκλαντές, ενδιάμεσος σταθμός για καύσιμα ήταν το Κολόμπο Κεϋλάνης.

Κανονικά θα έπρεπε να είχα φύγει από αυτό το βαπόρι, κάτι όμως με κρατούσε σα μαγνήτης πάνω του λες και ήτανε στοιχειωμένο, έτσι συνδέθηκα με αυτό, με τις σάπιες λαμαρίνες του, μέχρι που δεν άντεξα και όταν το αποχωρίστηκα έκλαιγα. Τότε άρχισα να ζω μια ζωή που όμως μου την είχε χαράξει η ρότα του βαποριού, μια ζωή που αυτό το ίδιο μου έμαθε, εφόσον με κουβαλούσε στην πλάτη του επάνω για 2190 μέρες, μέχρι σήμερα είμαι αυτός που θέλησε να είμαι το βαπόρι εκείνο.

Είχα ήδη προσευχηθεί σε βουδιστικές παγόδες και ναούς, τζαμιά και εκκλησίες, είχα δοκιμάσει ένα σωρό ξένες κουλτούρες, τσιγγάνες μου είχαν διαβάσει την τύχη, στην παλάμη, μα και στα χαρτιά, έτσι ένα πρωί, αυθόρμητα, προσπάθησα να σταματήσω την κίνηση της γης, αλλά σταμάτησα την δική μου, σε ένα καταπράσινο τοπίο, σε μια τροπική ζούγκλα, σε μια καινούργια κατάσταση η οποία μου δίδαξε την έως τότε άγνωστη ανθρώπινη ζωή, του να παλεύω για την επιβίωση με καινούργια άγνωστα μέχρι τότε όπλα, έχοντας συντροφιά τη γυναίκα.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
s/s Zephyr

Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Σημάδια από...


Αγάπες Πεζοδρομίου

Πήρα το δρόμο του γυρισμού για το λιμάνι, πέρασα απ’ τη γωνιά με το φοινικόδεντρο, εκεί που είχαμε πρωτογνωριστεί, εκεί σταμάτησα, κατάλαβα πως ο παράδεισός μου είχε γκρεμιστεί, όμως δεν μπορούσα να το χωνέψω, ότι έφυγες μακριά μου. Η πανσέληνος χάραξε στον ορίζοντα, ένιωσα πως ήσουν εσύ, οι αχτίνες φεγγοβολούσαν στο πρόσωπό σου, σαν να μου έλεγες ένα τελευταίο αντίο που δεν είχες το θάρρος να το πεις μπροστά μου. Δάκρυα μου ήρθαν, τα σκούπισα με την ανάποδη του χεριού μου.

Πήρα το ταξί μου και ξεκίνησα για το μπαρ, ένα ημερολόγιο κρεμασμένο στον τοίχο διαφήμιζε κινέζικα φαγητά. Πάνω του μέτρησα τον χρόνο που ήμασταν μαζί, ήταν ακριβώς 7 μήνες, στο νου μου ήρθαν τα λόγια που σου είχε πει μια χαρτορίχτρα ότι όταν σπάσεις καθρέφτη θα τελειώσει η αγάπη σου σε ένα 7 ή μέρες ή μήνες ή χρόνια, έτσι η προφητεία επαληθεύτηκε όταν τον έσπασες στα γόνατά σου επάνω, καθώς σφράγιζες το φάκελο μιας ερωτικής επιστολής γεμάτη όρκους αυτήν που μου έστειλες, κοίταξα την ημερομηνία είχαν περάσει 7 μήνες.

Το μπαρ γεμάτο ναυτικούς και γυναίκες της νύχτας που γλεντούσαν. Μια καινούργια πιτσιρίκα με πλησίασε, η Μάρτα σηκώθηκε απ το τραπέζι της παρέας της και της φώναξε να με αφήσει ήσυχο. Ο Πορτογάλος αυτός που την κερνούσε με πλησίασε, μού έδωσε το χέρι, εμείς οι άντρες δεν είναι ανάγκη να μαλώνουμε για γυναίκες, υπάρχουν για όλους. Η Μάρτα έκατσε δίπλα μου.
-Ξέρεις μου λέει παντρεύτηκα τον φίλο σου, αλλά για την ώρα ταξιδεύει ακόμα, μετά θα πάμε να ζήσουμε στην Αμερική. Έτσι έχουμε σχεδιάσει. Για τώρα είμαι ελεύθερη. Την κοίταξα, έτσι παράξενα το εμπόριο της σάρκας μπροστά στα μάτια μου, όχι της λέω δεν μου κάνεις. Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω την έλξη που ασκούσε πάνω μου, η άλλη αυτή που έφυγε και γιατί;

Καθισμένος στο σκαμπό έπινα την κουμπαλίβρε και κουβέντιαζα με τη γνωστή μου μπαργούμαν γυναίκα φίλου μου ναυτικού, όταν από ένα τραπέζι με φώναξαν έλληνες ναυτικοί. Ήταν αξιωματικοί ελληνικού βαποριού, με ρώτησαν πως θα μπορούσαν να εξαργυρώσουν ντόπια νομίσματα σε δολάρια. Ήταν αυτά τα χρήματα που είχαν κερδίσει από το λαθρεμπόριο ουίσκι και τσιγάρα.

Από εκεί πέρασε και η Αμαλία, μου έπιασε κουβέντα αν ήξερα πότε ερχόταν το βαπόρι Diana, που ήταν μέσα ανθυποπλοίαρχος ο φίλος της, την ρώτησα γιατί; όταν θα έρθει, ήρθε. Πόσο λίγο ξέρεις τις γυναίκες φίλε μου, προετοιμάζω τον εαυτόν μου, το σώμα μου και μού είπε ένα μυστικό όπου δεν γράφεται.

Φάνηκε η Σάσα με φώναξε ιδιαιτέρως μια και είχα ταξί, ζητούσε έναν ναυτικό από το Εκουαδόρ, από το βαπόρι Ciudad de Cuenca τον πατέρα του παιδιού της, όχι της είπα δεν τον είδα, ήταν αυτή που για χάρη της αυτοκτόνησε ο Χούλιο πριν μερικά χρόνια. Δεν άντεξε την απόρριψη της. Οι καντάδες με την κιθάρα κάτω απ’ το παράθυρό της δεν έφεραν αποτέλεσμα. Η μάνα του την καταράστηκε, έτσι λέγανε, έτσι γύριζε με τον ένα και τον άλλο κι έσπερνε παιδιά. Έφυγε απογοητευμένη.

Βγαίνοντας απ’ το μπαρ, συνάντησα ένα ναυτικό Κολομβιανό από το βαπόρι Ciudad de Bucaramanga. Ζητώ ένα κορίτσι τη Βιργινία, μια νεαρή όμορφη κοπελιά, είχε το παρατσούκλι ανάμεσα στους ταξιτζήδες η «Παρθένα», la Virga μήπως φάνηκε πουθενά;
-Όχι,
-Μα είναι αδύνατον χθες το βράδυ είμαστε μαζί, μου ζήτησε χρήματα δανεικά να πάει τη μάνα της στον γιατρό και θα με περίμενε, εδώ στην πιάτσα…
Δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι τον ξεγέλασε. Εμείς οι ταξιτζήδες ξέραμε ότι ήταν η δουλειά της, να ψάχνει για παροδικούς ναυτικούς για αυτούς που ζητούσαν κάτι καλύτερο από τη λάσπη, να τους εμπνέει τον έρωτα και μετά να εξαφανίζεται.

Τέλος καληνύχτισα τους φίλους ναυτικούς και ταξιτζήδες, μπήκα στο αυτοκίνητο κι έφυγα, αισθάνθηκα μόνος αλλά ελεύθερος, όσο για γυναίκες αποφάσισα προς στιγμή να τις βλέπω από μακριά, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο!


Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Το Θύμα,

Ιστορίες της Καραϊβικής:

-Άκου να δεις, όταν την βρήκα μου έλειπε το αντίδοτο στη μοναξιά της θάλασσας, αυτή τη μοναξιά που σε κάνει να ονειρεύεσαι, να πλάθεις έναν κόσμο ιδανικό που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, ή να σε τρελαίνει. Όπως ξέρεις σε αυτά τα ποντοπόρα βαπόρια, τα αργοκίνητα φορτηγά περνάς ολόκληρα μερόνυχτα πολλές φορές μήνες στο πέλαγος χωρίς να βλέπεις γυναίκα. Μου έλειπε η συντροφιά, έτσι όταν τη γνώρισα, χωρίς να το θέλω την αγάπησα, στη μοναξιά του πελάγους αυτήν σκεφτόμουνα, στο όνομά της ορκιζόμουνα. Έκανα όνειρα, πρωταγωνίστρια η γυναίκα, όχι μια οποιαδήποτε γυναίκα αλλά αυτή η ίδια.

-Ναι, αλλά για να κυνηγάς από πίσω το λεωφορείο, να δεις μήπως κατέβει εννοεί ότι δεν της έχεις εμπιστοσύνη. Άστιν να πάει στην ευχή του θεού, κάπου θα βρεθεί μια άλλη.

-Πόσο λίγο καταλαβαίνεις την αγάπη, τον έρωτα; Εγώ αυτήν θέλω και θα την πάρω.

-Μα καλά, δεν είναι αυτή η ίδια που σε χαστούκισε το βράδυ που είμαστε παρέα σε Club, θυμάσαι;

-Ε! ναι, να, η αγάπη μου είχε πιει λιγάκι παραπάνω. Αλλά κι αυτός πού είχε κρυφτεί κάτω απ το τραπέζι ήταν γιατί δεν είχε λεφτά, όχι γιατί ήταν φίλος της.

-Καλά φίλε μου, όπως θέλεις πίστευέ την, λόγια της νιότης, αυτά που είναι εμβαπτισμένα με ναυτική αρμύρα, αυτά που δεν ξέρουν τι πάει να πει γυναίκα. Μα και την προηγούμενη φορά που εξαφανίστηκε κι εσύ έκλαιγες και την έψαχνες, ενώ αυτή γλεντούσε με άλλον; Το ξέχασες;

-Μα ήταν αθώα και την κορόιδεψε ο φαντάρος.

-Δικαιολογίες, δικαιολογίες, εγώ πάντως με το ταξί μου δεν πάω άλλο να κυνηγώ το λεωφορείο, κοντεύουν μεσάνυχτα, έχουμε φτάσει στην ερημιά, στη ζούγκλα, θα γυρίσω πίσω. Από δω και πέρα αποκλείεται να κατεβεί.

-Μα λες; Καλά, τότε γύρνα, το βαπόρι μου φεύγει χαράματα, άρα έχω ακόμα μερικές ώρες καιρό.

Τον άφησα στην πύλη του λιμανιού, φαινόταν ευτυχισμένος, μου πλήρωσε το αγώι, κοντοστάθηκε, έσκυψε από το παράθυρο της πόρτας του συνεπιβάτη και πέταξε μια χούφτα δολάρια στο πισινό κάθισμα. Φαινόταν σα να ντρεπόταν για την πράξη αυτή, αλλά νίκησε η θύμησή της. Απίστευτο, νίκησε η γυναίκα.

-Να προσέχεις μήπως ξαναέρθει στην πόλη του λιμανιού και να παρακολουθείς τι θα κάνει, αν ποτέ έρθει.
Δεν σταμάτησε να πάρει την απάντησή μου, έτρεξε στο μόλο, κι εξαφανίστηκε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Πέμπτη 6 Μαΐου 2010

Σε Μαύρο και Άσπρο

Παραδείγματα από την τότε ελληνική ζωή.

Ενσταντανέ από τα 'Πέτρινα Χρόνια', τα δημοσιεύω για να μην επαναληφθούν στην σημερινή Ελλάδα.

Ήταν εκλογές, δημοψήφισμα, αν ο λαός ήθελε να γυρίσει στον θρόνο του ο εξόριστος βασιλέας ο Γεώργιος ο Β! Απρίλης 1946
Άτακτες ομάδες υποστηριζόμενες από τη χωροφυλακή κατέλαβαν το σχολείο, εκεί θα γινόταν το δημοψήφισμα, μικρό παιδί δεν είχα δικαίωμα ψήφου, υπήρχαν δυο ψηφοδέλτια Ναι και Όχι.
Στη εξωτερική πόρτα είχαν εγκατασταθεί δυο άτακτοι μαγκουροφόροι.
Μετά κι αφότου ψήφιζες σε ρωτούσαν να τους δείξεις το άχρηστο πια ψηφοδέλτιο, αν τους έδειχνες το ΝΑΙ σημείο ότι είχες ψηφίσει ΟΧΙ, σε παραλάβαιναν και σε έδερναν. Και ήταν όλοι Έλληνες αδέλφια
.


Εξορία

Τον έφεραν μισοπεθαμένο από το ξύλο, μαρτύρα που τα έχεις; Τον έμπασαν στο σπίτι. Εν τέλει τα βρήκαν, ένα ουρλιαχτό χαράς σαν από λύκους ακούστηκε σε όλο το χωριό ιδού η ενοχή του, τα βιβλία, τα κοίταζαν και απορούσαν, τι να έγραφαν άραγε, τα πέταξαν στο χωμα του δρόμου τα ποδοπατούσαν, κράτησαν μερικά με το πιο όμορφο εξώφυλλο, ο άνθρωπος ήταν ένοχος ήξερε να διαβάζει, είχε σπίτι του βιβλία.
Αυτός δεν είναι ένας από εμάς, θα πρέπει να φύγει απ το χωριό, σε εσάς το λέω που κοιτάζεται σαν χαζοί, Να φύγει, να φύγει επαναλάμβανε ο όχλος των βασανιστών που είχαν παραμείνει στην αυλή.
Η γυναίκα φάνηκε κλαίγοντας,
Του το έλεγα εγώ, άνθρωπέ μου τι τα θέλεις τα βιβλία, δεν κοιτάς την τρομοκρατία που υπάρχει γύρω σου; Αλλά ποτέ του δεν με άκουσε
.
Βρέθηκε μια καρότσα που την τραβούσε ένα άλογο, πάνω εκεί πέταξαν ένα στρώμα από άχυρα, εκεί τον ξάπλωσαν, τους είχαν υποσχεθεί μια θέση στο καΐκι που θα τον μετάφερε στην εξορία.
Μια σανίδα ένωνε το καΐκι με τη στεριά, αυτή ήταν και η οδός της εξορίας.
Σωριάστηκε στο κατάστρωμα, καθώς το καΐκι έπλεε η μάνα και το παιδί έμειναν καρφωμένοι στην παραλία και κοίταζαν το πρόσωπό του που απομακρυνόταν μίκραινε, μίκραινε ως που χάθηκε στον ορίζοντα…


Το βασίλειο της πείνας εγκαταστάθηκε για μια ακόμη φορά στο σπιτικό, τούτη τη φορά πιο σκληρό γιατί ήταν φερμένο από αδέλφια έλληνες.

Όπως το βαπόρι ξεκολλούσε απ την προκυμαία του Πειραιά, σήκωσε το χέρι του ν’ αποχαιρετίσει τους δικούς του, τους μόνους που γνώριζε, αυτούς που είχαν έρθει να τον ξεπροβοδίσουν στο άγνωστο, αυτούς που στεκόταν στην προκυμαία σαν αγάλματα. Αλλά πράγμα παράξενο κανένας δεν τον ρώτησε αν ήθελε να φύγει, κανένας δεν ζήτησε τη γνώμη του, ήταν σαν ο καθένας να απέβλεπε στο δικό του ατομικό συμφέρον, σα να ήταν η μόνη τους ελπίδα. Τα δάκρυά του έτοιμα να τρέξουν, ντράπηκε τα κατάπιε, έπρεπε να μεγαλώσει, έλα όμως που δεν ήξερε τίποτα;


Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Η σπίθα των Sweet Sixteen,

Η Έκπληξη της Ελένης
Η αρχή, παππούς και γιαγιά Γονείς της Ελένης


Η Ελένη και τα αδέλφια της


Η Υποδοχή από φίλες

Παππούς γιαγιά 5 εγγόνια


Η κόρη μου με τον σύζυγο


Η κόρη μου με σύζυγο, δυο εγγόνια







La Conga



Στα ποντοπόρα φορτηγά αργοκίνητα βαπόρια, η θαλασσινή ζωή ήταν τόσο μονότονη, σκληρή, ώστε κάθε τόσο στα λιμάνια έπρεπε να βγει το άγχος, με γλέντια πιοτά και γυναίκες. Διαφορετικά θα σκούριαζες σαν την λαμαρίνα, αυτήν που πατάς πάνω στο κατάστρωμα και κάνει γκελ από τη φθορά του χρόνου, της σκουριάς, της αρμύρας και του ψαρόλαδου.

Μετά από τόσα χρόνια στη θάλασσα όταν έγινα στεριανός η παλιά συνήθεια με έπνιγε, κατά κάποιον άγραφο κανόνα, πρέπει που και που να ξεδίνει ο άνθρωπος από το στρες και τις μαύρες σκέψεις. Με τη λέξη να ξεδίνει ο άνθρωπος δεν εννοώ να πας σ’ ένα εστιατόριο για φαγητό, να βαρύνεις και μετά για ύπνο, αλλά να, να θυμηθείς τα παλιά προπαντός σε φιλικόν περιβάλλον.

Οι εμπειρίες του παρελθόντος ζουν μέσα σου, μερικές φορές σα σπίθα ξεπετιούνται, θεριεύουν και ξανακάνουν παρέα με τον εαυτόν σου.

Εδώ στη Νέα Υόρκη βρίσκουμε πάντοτε μια πρόφαση, κάποια γενέθλια, ονομαστική εορτή Αγίου, αν και δεν τον καλούμε, για να γλεντήσουμε με φίλους, αν όχι υποχρεωτικά σε κέντρα, απαραίτητο είναι μουσική ποτό και να χορεύαμε. Τώρα που το σκέπτομαι, αυτή η ανάσα που χρειαζόμαστε για να υπάρχουμε από την μονότονη καθημερινότητας της στεριάς, ίσως να μου είχε κολλήσει η συνήθεια εκτός από τη ζωή των λιμανιών ως ναυτικός, μα και από τον λατινοαμερικάνικο τρόπο ζωής.

Έτσι λοιπόν επί τη ευκαιρία των 16 γενεθλίων της εγγονής μου Ελένης, γιορτάσαμε όλοι μαζί 60 άτομα, φίλοι το Sweet sixteen party όπως είναι η συνήθεια εδώ στα ξένα.
Διασκεδάσαμε, φάγαμε χορέψαμε μέχρι τα μεσάνυχτα, ήταν Κυριακή βλέπεται και πρωί, πρωί τα παιδιά σχολείο οι μεγάλοι δουλειά.

Οι φωτογραφίες είναι από αυτό το πάρτι.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Bronx,
New York