Ο αέρας λυσσομανούσε, σφύριζε περνώντας ανάμεσα από τα ξάρτια λες και ήμασταν στο βασίλειο του
Διαβόλου, σήκωνε τη θάλασσα βουνό και μετά
την έριχνε πάνω μας με κάτασπρους αφρούς. Το βαπόρι τρανταζόταν, έτρεμε
ολόκληρο, βουτούσε στις υδάτινες
χαράδρες που ανοιγόταν μπροστά μας.
Για να προφυλαχτούμε είχαμε κλείσει με
μπουκαπόρτες όλες τις διπλανές πόρτες προς το κατάστρωμα.
Τα
κύματα ερχόταν από πάνω, μας καπέλωναν κι έπεφταν με δύναμη στα σπιράλια
της μηχανής, καβαλούσαν την τσιμινιέρα κι έπεφταν στο στόκωλο, ο διάδρομος
γεμάτος νερά το βαπόρι αγκομαχούσε,
βόγκαγε πονούσε κι εμείς φοβισμένοι, αμίλητοι, ξάγρυπνοι, άπλυτοι,
αξύριστοι, είχαμε τις ελπίδες μας στον
θεό. Ο κάθε ένας μας προσευχόταν μέσα του κρυφά, χωρίς όμως να το
ομολογεί, για να μην δημιουργηθεί
πανικός. Σε κάθε χτύπημα της
θάλασσας ακουγόταν ένας γδούπος λες και σειόταν η γη ολόκληρη από έκρηξη
ηφαιστείου, λες κι άνοιγε η πύλη του κάτω κόσμου, όταν μπορούσαμε να φάμε κάτι
τρώγαμε όρθιοι με τα πόδια ανοιχτά. Το βαποράκι μας μικρό φορτωμένο σιδηρομετάλλευμα
(μινεράλι) από India έπλεε στον Ινδικό Ωκεανό εποχή των
μουσώνων, η ίδια κατάσταση επί 20 συνεχή ημερόνυχτα.
Τελικά ήρθε η χαριστική βολή θα
μέναμε χωρίς καύσιμα, τελείωναν. Ερχόταν
το τέλος μας, έτσι με μερικές ώρες
καύσιμα πέσαμε σε ξέρα στο νησί Σοκότρα.
Ο καπετάνιος μας ένας καλός άνθρωπος ηλικιωμένος της Ελληνικής ακτοπλοΐας από
τη Σάμο που τώρα στα γεράματα θέλησε να δοκιμάσει την τύχη του στην ποντοπόρο
ναυτιλία. (έτσι λέγανε). Άνθρωπος του Θεού, με τον σταυρό στο χέρι που
λένε Από λάθος χειρισμού με το μάϊνα της μπίγας, βούλιαξε η σωσίβιος λέμβος όπου είχαν
κατεβάσει στην ύφαλο και προσδέσει στην πλώρη της την άγκυρα της πρύμνης, οι
ναύτες βρέθηκαν να κολυμπούν στην θάλασσα, ο ανθυποπλοίαρχος ένας καϊκίσος που
ήταν χειριστής της λέμβου ανέβηκε με την ανεμόσκαλα στο βαπόρι κρατώντας το
μαχαίρι σύμφωνα με τις σκουξιές του λοστρόμου ενός Συμιακού, θέλοντας να πάρει εκδίκηση από τον
υποπλοίαρχο που ήταν υπεύθυνος των
κινήσεων, επέμβει ο καπετάνιος κι έκλεισαν τον ανθυποπλοίαρχο στο δωμάτιό του.
Ένας ναυτικός, ένας από εμάς λιγότερος στην πάλη εναντίων των στοιχείων της
φύσεως. Ο άλλος ανθυποπλοίαρχος ένας Φιλανδός ήταν πάντα μεθυσμένος.
Ο πρώτος μηχανικός ένας Αργεντινός
περιφερόταν στην κουβέρτα και ειρωνευόταν τους πάντες επιδεικνύοντας
φωτογραφίες με στολή και γαλόνια, με ανθοδέσμες
το πως περνούσαν στα Αργεντίνικα βαπόρια. Ο ασυρματιστής ένας Βραζιλιάνος έβριζε
και χτυπούσε το χέρι του στο τραπέζι απαιτώντας να του βρούμε αμερικάνικα
τσιγάρα, ενώ εμείς είχαμε πάρει εγγλέζικα από το Κολόμπο.
Ο υποπλοίαρχος έλληνας είχε μια μαϊμού ξανθή και την κατέβαζε στο σαλόνι,
την κάθιζε δίπλα του κι έτρωγαν μαζί. Ο δεύτερος μηχανικός ένας πορτογάλος
ονειρευόταν να γυρίσει στο Οπόρτο. Η πειθαρχία των αξιωματικών είχε αρχίσει να γλιστρά
έξω απ’ την κοινή λογική, Ο μάγειρας
ένας Κεφαλλονίτης όσο είχαμε αλεύρι αρνιόταν να βγάλει ψωμί, δεν το
ορίζει, (λέει) η σύμβαση. Και του είχα δώσει τη θέση του μάγειρα από
παραμάγειρας που ήταν όταν έφυγε ο μάγειρας.
Ο Μαθιός ένας Συριανός θερμαστής
είχε μια μαϊμού κλεισμένη στην ντουλάπα του, του είχε φύγει κι ανεβεί στο άρμπουρο
και προσπαθούσε να την πιάσει. Ένας μαύρος γάτος τριβόταν στα πόδια μου και ρονρόνιζε,
κι ένας κόκορας ξεκουραζόταν πάνω σε μουσαμά τα’ αμπαριού όταν φόραγες
στο χέρι σου γάντι της δουλειάς,
σήκωνε τα φτερά του έτοιμος να σου επιτεθεί.
Το πλήρωμα υπομονετικό, καρτερικό, πεινούσε, ακόμα και το πετρέλαιο της
κουζίνας είχε τελειώσει, έτσι σκίζαμε μπουκαπόρτες κι ανάβαμε φωτιά με
ξύλα. Τα ψυγεία δεν δούλευαν, με χειροκίνητη αντλία βγάζαμε νερό από το
ντιπτανκ του βαποριού, το αφήναμε να κατακάτσει η άμμος και μετά πίναμε.
Όλοι μας εμείς νέα παιδιά, αρμενίζαμε στις Σκύλες και Χάρυβδες, ζητώντας το μεροκάματο, κατατρεγμένοι από μια συνεχή ανεργία στο
βασίλειο της Ελλάδος πασχίζοντας για μια αμοιβή, όχι μόνο για τον εαυτόν μας
αλλά προπαντός γι’ αυτούς τους γέρους μας,
που είχαν μείνει πίσω στην Ελλάδα περιμένοντας τον οβολό μας για να συνεχίσουν
να υπάρχουν.
Ήταν μια εποχή όπου η νεολαία της πατρίδας μας έκλεινε τα μάτια, πηδούσε το
τείχος της ξενιτιάς, μορφωτικώς απροετοίμαστη, με μια ελπίδα ένα σίγουρο μεροκάματο, έστω κι αν αυτό ήταν του τρόμου…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης