Κανένας
Γύρω
του υπάρχει η σιωπή, είναι αυτή που
τρέχει σαν ποτάμι στην άβυσσο της αιωνιότητας. Στην μοναξιά του, ακούει τον παφλασμό της καθώς
πέφτει στον γκρεμό. Κάνει παρέα με τον κλέφτη χρόνο, αυτός του κρατά συντροφιά, μαζί τα λένε κι
αφουγκράζονται τον θόρυβο της σιωπής καθώς τρέχει προς την άβυσσο.
Όμως ανυπομονεί,
θέλει να τον διώξει από δίπλα του, χωρίς να καταλαβαίνει ότι με αυτό συντομεύει
το μονοπάτι της ζωής του.
Μάταια
ζητά μια ζεστή αναπνοή, νάχει τα γούστα του, αισθάνεται ικανός για να απολογηθεί
αλλά δεν είναι φταίχτης, ούτε Σωκράτης, προσπαθεί να επανασυνδέσει τις σχέσεις
τους, αλλά δεν είναι Αϊνστάιν, γίνεται
υπαρξιστής γιατί αναπνέει, αλλά
δεν είναι ο Τζαν Πωλ Σαστρέ, κάποτε μια αλγερινή του είχε πει την τύχη του,
αλλά δεν είναι ο Αλμπέρ Καμύ ούτε ζει
στο Αλγέρι, καβάλησε τον Ροσινάντε, έκανε
παρέα με την Ντουλσινέα, ο ανεμόμυλος γύριζε, αλλά δεν είναι Δον Κιχώτης, τον φώναξαν κανένα, αλλά δεν είναι ούτε Οδυσσέας.
Χάθηκε
το ενδιαφέρον, το πνεύμα
έπαψε να τον παρακινεί, έχασε και την περιέργειά του, το βλέμμα του απλανές,
ούτε που σκέφτεται να γυρίσει σελίδα, έμεινε μια χούφτα ανικανοποίητες σκέψεις τυλιγμένες σε ανθρώπινο πετσί. Το τηλέφωνο κουδουνίζει, δεν τον ενδιαφέρει να
μάθει ποιος νάναι, ‘το αφήνει να χτυπά’ έξω καταχνιά, μαυρίλα συννεφιά.
Ο
αέρας τρέχει με 90 μίλια, σφυρίζει σα να έχουν πέσει σε φουρτούνα καθώς
περνά από ξάρτια βαποριού κι όμως είναι
στη στεριά, αν τολμήσει να βγει έξω θα αποκεφαλιστεί, από κομμάτια σκεπής
σπιτιών που πετάνε με ταχύτητα σφαίρας, λες και είναι γεράκια.
Σταγόνες
βροχής καμπανίζουν στα τζάμια σα να
είναι σπουργίτια και ζητούν προστασία, τα φώτα τρεμοσβήνουν, αλλά αντέχουν.
Η θάλασσα
φουσκώνει, αγριεύει, με τη βοήθεια της Σάντυς έπνιξε το μέρος, εκεί όπου διαπραγματεύεται η
τύχη του καπιταλισμού, έσπρωξε τον πλούτο σαν κοινό θνητό ψάχνοντας για ισότητα,
η ορμή του ανέμου τσάκισε, ξερίζωσε, δένδρα, έσβησαν τα φώτα.
Η
φωτιά αυτή που μας χάρισε ο Προμηθέας αποτέφρωσε πάνω από εκατό σπίτια, όλα
έγιναν στάχτη.
Τον
αγκαλιάζει μια ψυχική μοναξιά,
ανοίγει τον υπολογιστή, ‘κανένας’ εξ
άλλου είναι τ’ όνομά του, αισθάνεται αχρείαστος, όλοι τον προσπερνούν, φυτεύουν
τα τριαντάφυλλά τους σε άλλους κήπους, η σανιδένια γεμάτη ρόζους μυρωδιά πεύκου
της καρέκλας τον πνίγει, το μπλε τριαντάφυλλο που έψαχνε τόσα χρόνια, του
τόκλεψε ο Σιμπάδ, το δικό του κιτρίνισε, το αποστήθισε σε φωτογραφία, έπαψε
να ευωδιά, έκλεισε τα μάτια του, όταν τ’ άνοιξε είχε έρθει η νύχτα.
Τότε άρχισαν τα όνειρα, σ’ αυτά απόκτησε
αυτά που τούχε κλέψει ο χρόνος.
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης
.