Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Καλησπέρα Θλίψη>



                                                               Κανένας
Γύρω του υπάρχει η σιωπή, είναι  αυτή που τρέχει σαν ποτάμι στην άβυσσο της αιωνιότητας. Στην  μοναξιά του, ακούει τον παφλασμό της καθώς πέφτει στον γκρεμό. Κάνει παρέα με τον κλέφτη χρόνο, αυτός  του κρατά συντροφιά, μαζί τα λένε κι αφουγκράζονται τον θόρυβο της σιωπής καθώς τρέχει προς την άβυσσο.  
Όμως ανυπομονεί, θέλει να τον διώξει από δίπλα του, χωρίς να καταλαβαίνει ότι με αυτό συντομεύει το μονοπάτι της ζωής του.
Μάταια ζητά μια ζεστή αναπνοή, νάχει τα γούστα του, αισθάνεται ικανός για να απολογηθεί αλλά δεν είναι φταίχτης, ούτε Σωκράτης, προσπαθεί να επανασυνδέσει τις σχέσεις τους, αλλά δεν είναι  Αϊνστάιν, γίνεται υπαρξιστής  γιατί αναπνέει,   αλλά δεν είναι ο  Τζαν Πωλ Σαστρέ,  κάποτε μια αλγερινή του είχε πει την τύχη του, αλλά δεν είναι ο Αλμπέρ  Καμύ ούτε ζει στο Αλγέρι, καβάλησε τον Ροσινάντε,  έκανε παρέα με την Ντουλσινέα, ο ανεμόμυλος γύριζε, αλλά δεν είναι  Δον Κιχώτης,  τον φώναξαν  κανένα, αλλά δεν είναι ούτε Οδυσσέας.
  
Χάθηκε το ενδιαφέρον,  το πνεύμα έπαψε να τον παρακινεί, έχασε και την περιέργειά του, το βλέμμα του απλανές, ούτε που σκέφτεται να γυρίσει σελίδα, έμεινε μια χούφτα ανικανοποίητες σκέψεις  τυλιγμένες  σε ανθρώπινο πετσί. Το  τηλέφωνο  κουδουνίζει, δεν τον ενδιαφέρει να μάθει ποιος νάναι, ‘το αφήνει να χτυπά’ έξω καταχνιά, μαυρίλα συννεφιά.
Ο αέρας τρέχει με 90 μίλια,   σφυρίζει σα να έχουν πέσει σε φουρτούνα καθώς περνά από ξάρτια βαποριού  κι όμως είναι στη στεριά, αν τολμήσει να βγει έξω θα αποκεφαλιστεί, από κομμάτια σκεπής σπιτιών που πετάνε με ταχύτητα σφαίρας, λες και είναι γεράκια.
Σταγόνες βροχής  καμπανίζουν στα τζάμια σα να είναι σπουργίτια και ζητούν προστασία, τα φώτα τρεμοσβήνουν, αλλά αντέχουν.
Η θάλασσα φουσκώνει, αγριεύει, με τη βοήθεια της Σάντυς  έπνιξε το μέρος, εκεί όπου διαπραγματεύεται η τύχη του καπιταλισμού, έσπρωξε τον πλούτο σαν κοινό θνητό ψάχνοντας για ισότητα, η ορμή του ανέμου τσάκισε, ξερίζωσε, δένδρα, έσβησαν τα φώτα.
Η φωτιά αυτή που μας χάρισε ο Προμηθέας αποτέφρωσε πάνω από εκατό σπίτια, όλα έγιναν στάχτη.      

Τον αγκαλιάζει μια ψυχική   μοναξιά, ανοίγει τον υπολογιστή,  ‘κανένας’ εξ άλλου είναι τ’ όνομά του, αισθάνεται αχρείαστος, όλοι τον προσπερνούν, φυτεύουν τα τριαντάφυλλά τους σε άλλους κήπους, η σανιδένια γεμάτη ρόζους μυρωδιά πεύκου της καρέκλας τον πνίγει, το μπλε τριαντάφυλλο που έψαχνε τόσα χρόνια, του τόκλεψε ο Σιμπάδ, το δικό του   κιτρίνισε, το αποστήθισε σε φωτογραφία, έπαψε να ευωδιά, έκλεισε τα μάτια του, όταν τ’ άνοιξε είχε έρθει η  νύχτα. 
Τότε άρχισαν τα όνειρα, σ’ αυτά απόκτησε αυτά που τούχε κλέψει ο χρόνος.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Ο καφές του Σαββάτου



Πάντα τηρούμε με θρησκευτική ευλάβεια τον καφέ του Σαββάτου, άλλοι τον πίνουν πικρό, άλλοι με ζάχαρη, πάντως όπως και νάναι είναι καφές. Αυτό  που μας  ξεκουράζει και μας τονώνει είναι η συζήτηση, οι αλλαγές γνωμών και απόψεων.
Αν και από αύριο Κυριακή περιμένουν θεομηνία που θα κρατήσει μέχρι την Τετάρτη, εν τούτοις η συνάντηση πραγματοποιήθηκε, σα να μην συμβαίνει τίποτε.  

                                   Στις Φωτογραφίες,

Μαρία Χριστοφοράτου, Μάκης Τζιλιάνος, Ντένης Κονταρίνης, Διονύσης Λιβάνης,
Γαβριήλ Παναγιωσούλης.   


Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Αυτά που Δεν Ξεχνιούνται:




Η στολή μου ήταν μπλε, κοντό παντελονάκι, άσπρη γραβάτα και δίκοχο με ένα στέμμα κιτρινόχρυσο. Καμαρώναμε ήμασταν οι σκαπανείς.
Τραγουδάγαμε:
(Στην γλυκιά μας την πατρίδα την τρανή και ιστορική
Συ απόμεινες ελπίδα νεολαία Ελληνική…)
Ήμουν στην πρώτη τάξη δημοτικού, το σχολείο δίπλα απ το σπίτι μου ένα παλιό οίκημα, το καινούργιο το τελείωναν όπου νάναι θα μεταφερόταν.
Οι αφίσες στην αίθουσα, στα μαγαζιά με την φωτογραφία του κυβερνήτη και την λεζάντα
«Σήκω επάνω Ελληνική Νεολαία.»
«Ούτε μια σπιθαμή γης να μην μείνει ακαλλιέργητη»
Στην ησυχία του χωριού μια κραυγή ακούστηκε: Πόλεμος…
Αμέσως επίταξαν τα άλογα και τα μουλάρια του χωριού, μαζί με την επιστράτευση.
Χάσαμε απ’ το χωριό την μοναδική άμαξα, έμεινε χωρίς μουλάρι.
Δεν άργησαν οι καμπάνες να σημαίνουν χαρμόσυνα, γέμισαν με αφίσες τα καφενεία το σχολείο, ο ελληνικός στρατός νικά κατάλαβε την Κορυτσά το Τεπελένι την Κλεισούρα την Πρεμετή κλπ…
Αμέσως ακούστηκαν και τα τραγούδια: σε χαρμόσυνο σκοπό, τραγουδούσε η Σοφία Βέμπο, όχι δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο ούτε ηλεκτρικό ρεύμα…
Ο «Νεολόγος» Πατρών ερχόταν κάθε όποτε είχε καΐκι.

1) Βάνει ο Ντούτσε την στολή του
και την ψάθα την ψηλή του
τσούρμο κουβαλά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε τον φουκαρά…

2) Κορόιδο Μουσολίνι,
Κανένας δεν θα μείνει κλπ…
               ***
Ήμασταν παιδιά, τρέχαμε χαρούμενα πάνω κάτω, ήταν η αρχή, μιας από τις χειρότερες καταστάσεις που έχει ζήσει το σύγχρονο Ελληνικό έθνος, μια κατάσταση πολέμου, πείνας, δολοφονιών που κράτησε 10 ολόκληρα χρόνια.
Εκτός από τον στρατό κατοχής πρώτα τον Ιταλικό, μετά τον Γερμανικό, είχαμε και ελληνική κατοχή από παρατάξεις μια της αριστεράς, μια της δεξιάς.
Η μία παράταξη έπαιρνε εμάς τα παιδιά και μας έκαναν αετόπουλα λες και ήμασταν γιοι των αητών, μας μάθαινε τραγούδια του δικού της κόμματος.

Της Αριστερής:
1)Το χωρίο τα’ αφήνουμε τα’ αφήνουμε
τους δικούς μας χαιρετάμε,
πάμε να φρουρήσουμε, φρουρήσουμε
της πατρίδος την τιμή.
Γιατί είμαστε όλοι λεβέντες κι αντάρτες του ΕΛΑΣ
και με στη φωτιά με γερή καρδιά θα ριχθούμε μονομιάς.
                             **

2)Ο βασιλιάς δουλώνει την πατρίδα,
την υποβάλει σε κατατρεγμούς
σε καταδίκες και σε εκτελέσεις
σε πείνα γύμνια και κατατρεγμό.

Με θάρρος εμπρός στον αγώνα
Βαδίστε για την λευτεριά
τον Σκόμπυ τσακίστε και δώστε
στον σκλάβο λαό λευτεριά.
                          **

3)Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά
ρίχτηκαν πάνω στην εργατιά
Άγρια κράζουν και κρέας ζητούν…

Των Δεξιών:

Μόσχα Σόφια είναι τα’ όνειρό μας
δεν μπορεί κανείς να τα’ αρνηθεί
η ζωή πως είναι της Ελλάδος
και για τον μεγάλο πάλι θα γενεί.

Τα Βουλγαρικά χωριά θα νιώσουν
την Ελληνική την κατοχή
και η Βούλγαροι θα ξανανιώσουν
του Τσολιά την φούντα και την Αντοχή.


                                                         Το βαπόρι της φυγής

Δεν πρόλαβα να μάθω άλλα, είχα μπουχτίσει, για να λυτρωθώ έφυγα, είπα αμάν να χορτάσω ένα κομμάτι ψωμί… πήγα στο Ηράκλειο της Κρήτης από εκεί πέρασε ένα βαπόρι και με πήρε μακριά, σε άλλη γη σε άλλα μέρη. Η θάλασσα έγινε το σπίτι μου.





Γαβριήλ Παναγιωσούλης







Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

XΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ

                              


Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Ελληνικό Μονοπάτι!



 Το μονοπάτι στενό, ανηφορικό,   το πλάτος του τόσο όσο  να περνά ένας φορτωμένος γάϊδαρος, ήταν  άγραφος νόμος. Τρία σπίτια είχαν πρόσβαση από αυτό το μονοπάτι, το δικό μας, του απέναντί μας που  ήταν έρημο, τον ιδιοκτήτη του τον είχαν σκοτώσει σε καρτέρι ένα πρωί χάραμα, καθώς  βάδιζε για την Αγία Ευφημία. Το  από πάνω σπίτι,  ο άνδρας μαζί με τα τρία αγόρια του έκαιγε καμίνια για ξυλοκάρβουνα στο βουνό, η γυναίκα του και γειτόνισσά μας με την κόρη της πρόσεχαν  δυο γίδες από όπου μας έδιναν   γάλα.
Ένας γερμανός στρατιώτης από την απέναντι πλευρά του αυλακιού, απ έξω απ’ την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου γονάτισε και σημάδεψε την γυναίκα, τράβηξε την σκανδάλη, η σφαίρα  την βρήκε στην κοιλιά. Έπεσαι, οι γείτονες την σήκωσαν την έβαλαν στο κρεβάτι, για βοήθεια φώναξαν τον τσαγκάρη του χωριού αυτόν που έπαιζε βιολί, καπάκιζε λίγα γερμανικά, ήρθε ένας γερμανός αξιωματικός, λέγανε ότι ήταν γιατρός, η σφαίρα της είχε κόψει το βασιλικό άντερο, την άφησαν στο κρεβάτι να πεθάνει.
Ο άνδρας της, τα παιδιά της μαζεύτηκαν στην αυλή και κλαίγανε σπαρακτικά. Ανακατεμένος σε όλα παρακολουθούσα τα πάντα, μέχρι που μια ηλικιωμένη που φορούσε βελέσι μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο,  μου είπε να φύγω, αυτά δεν είναι για μικρά παιδιά.
 Η καμπάνα σήμαινε λυπητερά, δυο κοντές με τη μικρή, σιγή μισού λεπτού και μετά δυο βαριές,  με τη μεγάλη.
Ο κόσμος  βγήκε στους δρόμους να μάθει, η νοικοκυρές στις αυλές τους, το κοινό φέρετρο της εκκλησίας ετοιμάστηκε ένα σεντόνι ήταν αυτό που θα την συντρόφευε στην μαύρη γη, το φέρετρο γύρισε στην εκκλησία για τον επόμενο, αυτόν  που είχε σειρά.
                                                                      ** 
Μια Πέμπτη με είχαν καλέσει στα προικιά στο σπίτι όπου θα γινόταν ο γάμος, κάποιος με έσπρωξε πάνω στο νυφικό στρώμα, αυτό που θα περνούσαν οι νεόνυμφοι  την πρώτη νύχτα του γάμου. (έθιμο για να  αποκτήσουν σερνικό)
 Μετά απ’ την ανταλλαγή στεφάνων και το η γυνή να φοβάται τον άνδρα, το πάτημα του ποδιού απ’ την νύφη, κατά το έθιμο άρχισαν τα σμπάρα, οι χειροβομβίδες, έπεφταν η μια πίσω απ την άλλη, δυο από αυτές δεν έσκασαν, έστειλαν ένα παιδί να κάνει λάκκο και να τις χώσει, μ’ ένα φτυάρι τις πήρε, τότε έσκασαν του έβγαλαν το ένα μάτι, λαβώθηκε στα χέρια,  πιτσιλιές από αίμα,  η γιαγιά ούρλιαζε απ’ το κρεβάτι της, πανικός δημιουργήθηκε, δεν είχαν ακόμη αρχίσει να σερβίρουν φαγητό, άνθρωποι τρέχανε,   έφυγα νηστικός.
                                            **
Μεσάνυχτα, απόλυτος σιγή, κάπου, κάπου κανένα πεινασμένο σκυλί ούρλιαζε, η φωνή του χανόταν στις έρημες χαράδρες, χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα. Το φως του λύχνου μετά βίας έκανε μια τρύπα στο σκοτάδι του δωματίου, απαγορευόταν να υπάρχει παράθυρο φωτισμένο. Είχαμε κρεμάσει μαύρες κουβέρτες.  Ανοίχτε ακούστηκε μια κλαψιάρικη φωνή, είμαι εγώ η Αγγέλα, ο πατέρας ξεκλείδωσε, εμείς από πίσω όρθιοι, με κυνηγά μια γάτα να με κατασπαράξει, μπήκε μέσα.
Ξέρεις ότι απαγορεύεται η κυκλοφορία; Αν σε πιάσουν θα σε εκτελέσουν, της δώσαμε μια μπουκιά ψωμί, δεν είχαμε τίποτε άλλο,  της ανοίξαμε την πόρτα κι έφυγε.
Πίσω από την πόρτα φιγουράριζε μια διαταγή των κατακτητών-αστυνομίας, μόνο επιτρέπετε να μένουν στο σπίτι όσοι   έχουν δηλωθεί στην λίστα. Οποιοσδήποτε άλλος θα τυφεκιζόταν.
                                                  **
Άφησε  την τελευταία του πνοή καθιστός στο κρεβάτι, έλα να δεις τον μπάρμπα σου για τελευταία φορά μούπε ο πατέρας (είχε κολλήσει χτικιό στον στρατό)  φορούσε μια φανέλα μάλλινη με μακριά μανίκια, νιόπαντρος η γυναίκα του έστυβε ένα λεμόνι σε ποτήρι κι έκλαιγε, εγώ σταμάτησα στην είσοδο και κοίταζα.     Μετά  βάλανε όλα τα ιμάτιά του σε μια παλιά στέρνα αυτή που δεν είχαν τελειώσει οι παππούδες μας και βάλανε φωτιά, δεν γλύτωσε ακόμα ούτε τα μαχαιρο-πιρουνά  του, το σκουτέλι του τα φλιτζάνια του ακόμα και το ρολόι της τσέπης.
Όλα κάηκαν, όλα  έγιναν στάχτη μαζί με το μικρόβιο του Κωχ.  
                                              **
Σήμερα το ίδιο μονοπάτι  μένει  εκεί,   οδηγεί στα ερείπια, δεν υπάρχουν άνθρωποι, χάθηκαν, έφυγαν,  σκόρπισαν, οι παιδικές αναμνήσεις δεν πρέπει να χαθούν, είναι  μαρτυρίες, η ιστορία της φυλής μας του γένους  μας, είναι η πηγή της οδύσσειας μας…    

Γαβριήλ Παναγιωσούλης    

     

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Χωρίς Μάσκα!




                                                            Χωρίς Μάσκα!

Ήταν  νύχτα τα φώτα  στις κολόνες  είχαν ανάψει, έκανε  κρύο στη Νέα Υόρκη, το χιόνι έπεφτε ακατάπαυστα, οι νιφάδες φαινόταν ότι χόρευαν τον χορό του Ζαλόγγου μπροστά στα φώτα των αυτοκινήτων, έπεφταν στον δρόμο και αυτοκτονούσαν, σε μια λασπερή επιφάνεια που κολλούσε  στους προφυλακτήρες.
Το αφεντικό του σκεφτόταν ότι θα του λέρωνε το αυτοκίνητο που μόλις είχε αγοράσει ένα μπλε Μπουίκ, με παρμπρίζ μιας πράσινης απόχρωσης, που ήταν της μόδας.
Ένα αστυνομικό αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά απ’ το μαγαζί, μπήκαν μέσα δυο κοκκινοτρίχηδες τον έβγαλαν έξω, τον πήραν μαζί τους, το αφεντικό του είπε, το σύστημα είναι δίκαιο, πες την αλήθεια, οι πελάτες έτρωγαν χαρούμενοι κοιτούσαν χωρίς να ενδιαφέρονται. Η καρδιά του χτυπούσε από  άγνοια, από το άγνωστο αύριο, από έλλειψη ωριμότητας.
Ήταν η αρχή της διαιώνισης  μιας  κατάστασης, που άφησε τα ίχνη της. .


 Αντιμετώπισε όλα αυτά χωρίς μάσκα προσποίησης, όμως ήταν λάθος του. 
Από  τότε έμεινε έτσι, η παιδική του ψυχή έμεινε τραυματισμένη, η κοινωνία κορόιδεψε την αθωότητα του, η ελληνική λογική, αυτή που του είχαν μάθει απ’ το χωριό του  άχρηστη, οι αντιπρόσωποί της τον έβλεπαν αδιάφοροι, εχθρικά.  
Η  ψυχή του υποσυνείδητου  ζητούσε μια ζεστασιά, έναν καλό λόγο, ένα αποκούμπι, το έψαχνε, συγκρουόταν με την ωμή κρύα πραγματικότητα. 
Ο καιρός  περνούσε, η θάλασσα έγινε  η συντρόφισσα του, για πολλά χρόνια έμεινε αποκομμένος από τα ειωθότα κοινωνικής  συμπεριφοράς, μέσα σε βαπόρια, με πειρατικές σημαίες, όμως  εξακολουθούσε να υπάρχει έτσι όπως γεννήθηκε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης  

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Είπα κι εγώ!





Μα γιατί να μιλήσω, αφού αντί να μιλώ θα μπορούσα κάλλιστα να τραγουδώ, ή να υμνώ;

Όμως τα τραγούδια θέλουν κέφι, έλα όμως που κι αυτό το ρημάδι κάνει παρέα με την ιδιοτροπία του κάθε εγκέφαλου,
Σιγά  καλέ να τον προσέχεις μην τούρθει κι εγκεφαλικό, μούπε φίλος.
Καλύτερα να σιωπάς μου πέταξε ο γείτονας.  

Όμως έτσι  είναι η ζωή. 
Μια ισπανικά παροιμία λέει
Cada cabeza es su mundo, 
που εννοεί ‘το κάθε κεφάλι ζει στον κόσμο του.

Έτσι και το δικό μου ζει στον κόσμο του, θυμήθηκε τον περίπατο στην λίμνη Μελισάνη της Σάμης Κεφαλληνίας,  και είπα να ξαναζήσω νοερά τις καλοκαιρινές στιγμές που σήμερα χρειάζονται αυτήν την ηλιαχτίδα που μπαίνει απ’ το άνοιγμα της σπηλιάς λες και είναι η  Σάνγκρι-λα η πηγή της νιότης του τόπου που μας γέννησε, που τόσο μας λείπει!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης  

  

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Έτσι ήταν γραμμένο:

                                               Τα Νούφαρα της Λησμονιάς               

Γύρισα το κεφάλι μου και την κοίταξα απότομα, είχε δυο μάτια πρασινωπά, δεν ήταν ντόπια, ήταν από τα νησί Ουτίλα της καραϊβικής, η μητρική της γλώσσα αγγλικά, ψηλή λεπτή κι άσπρη σαν το γάλα.
Μπλάνκα την έλεγαν, την ήξερα από πριν, της άρεσε το πιοτό, η παρέα και μετά γινόταν επιθετική. Ήθελε αυτό που ήθελε.  Δεν έκανε παρέα με τις άλλες έμενε στο σπίτι της μάνας της που της πρόσεχε και το παιδί της, ένα κοριτσάκι.  Εκλεκτική στα γούστα της έψαχνε, έψαχνε για φίλο, η αδυναμία της οι ναυτικοί, θα μου πεις πως το ξέρω;
Ε! ταξί δούλευα,  την γνώριζα πολύ καλά.
Ο ανθυποπλοίαρχος με λεβέντικη κορμοστασιά καλό παιδί, μάλαμα που λένε Κεφαλλονίτης  Έβγαινε κι αυτός έξω στο λιμάνι, σιχαινόταν τη λάσπη των λιμανιών, τον αγοραίο έρωτα, έψαχνε για κάτι το εξωγήινο το μη κοινό.
Το πώς έγινε κι έπεσε στα δίχτυα της Μπλάνκα δεν ξέρω, αλλά με βρήκε η Μπλάνκα στον δρόμο και μου εκμυστηρεύτηκε την κατάκτησή της. Νοικιάσαμε και δωμάτιο μου είπε, εκεί θα τον περιμένω όταν γυρίσει, μόνο θέλω μια χάρη από εσένα. Επειδή δεν ξέρω την ακριβή ημερομηνία του βαποριού να μάθεις και να μου το λες, έτσι για να προετοιμάζουμε. Δηλαδή τι προετοιμασία θα κάνεις;
Μου απάντησε κάτι μυστικά του γυναικείου κορμιού που δεν γράφονται.
Το βαπόρι έκανε τακτικές γραμμές στο λιμάνι αυτό, τα βράδια πήγαιναν κι έτρωγαν στο Ελ Ντοράδο που το σπεσιαλιτέ του ήταν γαρίδες βρασμένες με γάλα και φρέσκα μυρωδικά  ο καιρός περνούσε όλοι ήταν ευχαριστημένοι…
Ξαφνικά ένα ταξίδι δεν γύρισε με το βαπόρι ο ανθυποπλοίαρχος, μαθεύτηκε ότι τον έστειλαν στην Ελλάδα  όπου ήταν παντρεμένος με ένα κοριτσάκι. Μετά από λίγο καιρό  ο φίλος μου, σκότωσε το κοριτσάκι του "κάπου στην Πελοπόνησσο" κι αυτοκτόνησε, η γυναίκα του έφυγε μακριά…    
Απίστευτο κι όμως αληθινό, η Μπλάνκα ξαναγύρισε στη μάνα της, κι άρχισε να ψάχνει για ναυτικούς, έπιασε καινούργιο φίλο πάλι ναυτικό, τούτη την φορά γνωστό μου και φίλο μου,  μετά από λίγο καιρό  τον μαχαίρωσαν στο βαπόρι και  πέθανε, όμως αυτή συνέχισε να πίνει  και γινόταν απαιτητική ώσπου μια νύχτα ξεψύχησε κι αυτή.
Μετά έφυγα κι εγώ απ’ την πόλη του λιμανιού.
Η ιστοριούλα μου τελειώνει εδώ, όμως η μοίρα του κάθε ανθρώπου, το πεπρωμένο του ποτέ δεν αλλάζει.  Όλα  αυτά ξανάρχονται στο νου και μου παίζουν παιχνίδι με τις αναμνήσεις μου.  

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
   
  
      

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Οι Πινακίδες


Οι Πινακίδες:

Κοιτώ  ττις  πινακίδες  της φωτογραφίας  Μαρκάτα γράφει η από πανω, εννοεί ότι μπαίνουμε στη χώρα των Μαρκάτων εκεί όπου υπάρχει το σπίτι μου, εκεί όπου γεννήθηκα, η αποκάτω  με μια κόκκινη λουρίδα γράφει Μακρυώτικα, εννοεί ότι φεύγουμε από την χώρα των Μακρήδων.

Στα δεξιά της πινακίδας υπήρχε ένα τριώροφο σπίτι άδειο, οι ιδιοκτήτες του είχαν μεταναστεύσει πριν τον πόλεμο στην Ρουμανία. Την   εποχή του πολέμου το κατώι το χρησιμοποιούσαν μπιστικοί για μαντρί,  εγώ με έναν κουβά και μυστρί μάζευα την κοπριά από το πάτωμα, την χρησιμοποιούσαμε για λίπασμα για το πετρο-χωμάτινο κηπάκι μας, για να γίνουν οι πατάτες.

Τώρα δεν υπάρχει πια γκρεμίστηκε με τους σεισμούς μόνο ένας ξεθωριασμένος τοίχος στέκει όρθιος γυμνός μια μαρτυρία ότι κάποτε ζούσαν άνθρωποι εκεί.  
(Πριν λίγα Χρόνια ήρθε κάποιος νεαρός από την Ρουμανία, ήταν περαστικός, πήγαινε μετανάστης στην Αυστραλία μιλούσε μόνο Ρουμανικά κι Αγγλικά,  ζητούσε να βρει τον τάφο, το σπίτι του προπάππου του, με φώναξαν για διερμηνέα, κατάλαβα ότι ήταν ο δισ-ή-τρισέγγονος  αυτών που είχαν το σπίτι. Πήγαμε μαζί στο προαύλιο της εκκλησίας τάφοι παλιοί χορταριασμένοι, ταφόπλακες ανασηκωμένες, πεταμένες από δω και από εκεί, από τους εναπομείναντες νεότερους.  Ψάξαμε μαζί για τον τάφο, βρήκαμε θραύσματα από κομματιασμένους πέτρινους σταυρούς, ταφόπλακες, αλλά  τίποτα καμία σιγουριά, μπορεί νάταν τούτος ή εκείνος, μα και μετά από τόσα χρόνια, που να βρεις άκρη.)

Όταν μπήκα στην  εκκλησία έψαξα να βρω κάτι τι να διαβάσω πήγα στο ψαλτήρι το γεροντάκι που μου άνοιξε την πόρτα με υπερηφάνεια μου έδειξε τα ευαγγέλια όλα καινούργια, τα παλιά τα έχω πετάξει σε μια κρύπτη, μέσα στη υγρασία, δείξε μου τα παλιά του λέω ήταν μισο-μουχλιασμένα  με κόκκινα γράμματα Εκδοθέντα εν Κωνσταντινούπολι…  αν θυμάμαι καλά τον 15ο  ή 16ο,   αιώνα   κανένας πλέον δεν ενδιαφέρθηκε για τίποτα.    

Το σχολείο μου, το κοινοτικό γραφείο ακόμη και η ενορία μας που ανήκαμε ήταν στα Μακρυώτικα ένα από τα πιο μεγάλα χωριά της Κεφαλονιάς. Το Σχολείο ακόμα και σήμερα λειτουργεί…

Μας  χωρίζει ένα αυλάκι, αυτό που όταν βρέχει απότομα σέρνει δηλαδή τρέχει σαν ποτάμι και πνίγει τα πάντα, θα πρέπει παλαιότερα όταν θα φτιάχτηκε ο κόσμος να ήταν ποτάμι εφόσον είναι γεμάτο στρογγυλές πέτρες, γουλιά. Αυτό το  αυλάκι πέρναγα κάθε μέρα για να πάω στο σχολείο, κάθε Κυριακή στην εκκλησία υποχρεωτικά με τα’ άλλα παιδιά του σχολείου, λέγαμε και το Πάτερ υμών, πήγαινα και    στις κηδείες για να κρατήσω εξαπτέρυγα,  να βγάλω τίποτα χαρτζιλίκι και ήταν τόσες πολλές αφού υπήρχε άφθονη πρώτη ύλη, πολλοί οι σκοτωμένοι, εποχή πολέμου.
Σήμερα όσοι έχουν απομείνει στο χωριό λίγοι σκυθρωποί με τα χρόνια να βαραίνουν τις πλάτες τους μάταια αναμένουν μια αχτίδα φωτός, μια αχτίδα αναγέννησης της Ελληνικής επαρχίας.  

Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Πως τον προσκάλεσα σε καυγά...


                         Ετσι για να αλλάξουμε Θέμα:
 ένα μικρό  "απόσπασμα" από το  βιβλίο θρύλοι και παραδόσεις της Γουατεμάλας 


                                                Πως τον προκάλεσα σε καυγά.

Μα απλούστατα του πρόσφερα ένα δυνατό ποτό ‘cushusha’… Σίγουρος ότι δεν επρόκειτο να το δεχθεί κι έτσι έγινε:  Δεν το δέχθηκε.

Τότε σύμφωνα με τις παραδόσεις του τόπου μας,  αυτός που δεν δέχεται ένα κέρασμα ποτού είναι γιατί δεν θέλει να είναι φίλος σου, του άδειασα το ποτήρι στα μούτρα, τον περιέλουσα  κατάμουτρα.
Ο Τσον άλλαξε χρώμα σαν φίδι και τράβηξε το πιστόλι του, αλλά εγώ ξέροντας ότι αυτός που ξαγρυπνά αξίζει για δυο, είχα το δικό μου έτοιμο, του φύτεψα τέσσερες σφαίρες από το 38ρι μου και τον έστειλα κατευθείαν σε (άλλο λιβάδι…)        
 Με ένα σάλτο έφυγα  οπισθοχωρώντας, σημαδεύοντας με το πιστόλι μου τους άλλους για να μην  κουνηθούν, έφτασα εκεί όπου ήταν η φοράδα μου  καβάλησα και σαν ψυχή που την παίρνει ο διάβολος εξαφανίστηκα στους  βαλτώδεις τροπικούς θάμνους μου που μόνο εγώ ήξερα.
Αυτό ήταν όλο!
Έτσι  ο Τσον δεν θα μπορεί  πια να  ξαναπεί γλυκόλογα, ούτε τι όμορφα μάτια που έχεις  στην  Τσουσίτα…!
Λένε ότι όταν έφτασε ο δικαστής με το συνοδό του για να σηκώσουν τον νεκρό, ο  αστυνομικός  είπε, χωρίς να τον ρωτήσει κανείς.
Αυτόν τον δολοφόνησε ο  Χοσέ Κρουζ Ζαμόρα, κύριε δικαστά, έχει τέσσερες  σφαίρες στο μέτωπο που μόνο αυτός ξέρει  να φυτεύει…

Μα βεβαίως εγώ ήμουνα αυτός: Αλλά κανείς δεν μαρτύρησε.
Δεν  βλέπεται  που σας  σας το διηγούμαι εγώ ο ίδιος;
 Λοιπόν εάν  αμφιβάλετε θα σας πω ότι το βράδυ που πήγα στο χωριό, είδα να αντανακλά στην πιατοθήκη η σκιά  του Τσον, με τα ίδια μούτρα που είχε σαν  κουτορνίθι  όταν ήταν εν ζωή.

Και να μην ξεχνάτε ποτέ σας αυτή την ιστορία, μάγκες. Να την έχετε ως παράδειγμα, να μην θελήσετε  ποτέ να πιείτε από το ίδιο λάκκο νερού  (λόμπο)  όπου πίνει ο Χοσέ  Κρουζ  Ζαμόρα γιατί σας βεβαιώνω ότι θα σας στείλω σε  άλλο λιβάδι….    

Μετάφραση αποσπάσματος με τίτλο (Δυο επεισόδια της παράξενης ζωής του Χοσέ Κρουζ Ζαμόρα)   από το βιβλίο μύθοι και παραδόσεις της Γουατεμάλας, του
Συγγραφέα Φρανσίσκο Μπαρνόγια Γκάλβεζ   

Γαβριήλ Παναγιωσούλης