Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Ανθρώπινη Αδυναμία!

Όχι δεν ανακατεύομαι στην πολιτική, την θεωρώ ανάξια να χάνω την ώρα μου να ακούω υποσχέσεις, γραμμένες στον πάγο, έχει αποδειχθεί ότι  ο κάθε ένας ρήτορας για την πάρτη του φροντίζει,  αλλά  μερικές φορές ξεχειλίζει το ποτήρι οπότε εξανίσταμαι και φωνάζω.
Θα μου πείτε ανθρώπινη αδυναμία, ε! ναι το παραδέχομαι!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Golden Age...



Οι  Αμερικάνοι ονομάζουν την Τρίτη ηλικία Golden Αge, έτσι ζώντας και υπάρχοντας στην Νέα Υόρκη προσπαθώ με όσες δυνάμεις μου απέμειναν να  επαληθεύω αυτό το  απόφθεγμα, ψάχνοντας  εκτός από τις αναμνήσεις μου, που δρουν σαν διεγερτικό, μα και να απολαμβάνω τις τοπικές χαρές, μιας μικρής ζεστής κοινωνίας όπου είμαστε  οι δημιουργοί  της, αυτή την κοινωνία  που μας χαρίζουν τα εγγόνια μας. ..





Γαβριήλ Παναγιωσούλης   

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Εξερευνητής,



                                    Εξερευνητής σε μια άλλη εποχή.
Βαδίζαμε πιασμένοι χέρι, χέρι, χωρίς σκοτούρες,  ο ιδρώτας έκανε τα πρόσωπα μας να γυαλίζουν λες και τα είχαμε αλείψει λάδι. Φτάσαμε στο ποτάμι, ένας ιθαγενής με μονόξυλο και κουπιά μας πέρασε στην απέναντι όχθη. Είχαμε παρέα και δυο ακόμα φίλους ντόπιους. Περπατήσαμε μέσα σε μπανανιές μέχρι που φτάσανε στη λίμνη. Εκεί ετοιμάσαμε τις καθετές για ψάρεμα, σκάψαμε στις ρίζες από τις Μπανανιές και βγάλαμε σκουληκάκια για δόλωμα. Ρίχναμε τις καθετές όχι στον πάτο της λίμνης αλά περίπου μισό μέτρο κάτω από την επιφάνεια. Δεν προλαβαίναμε να ρίξουμε τις καθετές κι αμέσως τσιμπούσαν, ψάρια άφθονα. Αφού γεμίσαμε ένα καλάθι, κόψαμε και μπανάνες πράσινες, πήραμε και άγρια πράσινα πορτοκάλι και γυρίσαμε στο ποτάμι. 
Εκεί μας πέρασε στην απέναντι όχθη ιθαγενής με μονόξυλο,  πήγαμε φορτωμένοι στην καλύβα μας, άρχισα να καθαρίζω τα ψάρια, με νερό που προετοιμάζαμε αποβραδίς κάναμε έναν λάκκο στο έδαφος μιας κατηφόρας και τον σκεπάζαμε με μπανανόφυλλα, το πρωί ήταν γεμάτος γάργαρο νερό. Βράσαμε τα ψάρια  σε ζουμί καρύδας, μαζί με μπανάνες πράσινες, achiote, yuca, peruleros, chayotes, cilantro      και πολλά άλλα μυρωδάτα χόρτα. Με   μικρές καυτερές πιπεριές για μεζέ και συνοδεία  καλαμποκίσιες ζεστές πίτες ‘tortillas’ πάντα με μια μυρωδιά ασβέστη ψημένες σε δίσκο από πηλό  όπου από κάτω έκαιγε φωτιά με ξύλα. Τον  ασβέστη τον προσθέτουν όταν  μουσκεύουν το καλαμπόκι για να φεύγει η φλούδα, η μυρωδιά του ασβέστη  μου θύμισε φρέσκο-ασβεστωμένη αυλή, πίσω στην Ελλάδα, όμως χωρίς βασιλικούς. Μετά όσα ψάρια περίσσεψαν τα καθάρισα τα αλάτισα και τα κρέμασα στον ήλιο να ξεραθούν να γίνουν τσίροι.
Σαν βράδιασε, μες το βαθύ σκοτάδι μαζευτήκαν κι άλλοι γείτονες ανάψαμε ένα καντήλι πετρελαίου όπου το φυτίλι έβγαζε συνέχεια καπνό για να διώχνει τα κουνούπια κι άρχισαν τα παραμύθια και τις διηγήσεις.
Μια φορά κι έναν καιρό, άρχισε ο πιο ηλικιωμένος όταν ακόμη τα δένδρα μιλούσαν…
Ένας που δούλευε για την αστυνομία και στην δίωξη λαθρεμπορίου  ξαπλωμένος σε μια αιώρα ιδιοκτήτης ενός κόκκινου τζιπ έπιασε συζήτηση μαζί μου και με συμβούλευε πώς να αποφεύγω τους αστυνομικούς όταν οδηγώ, μην σταματάς πάτα γκάζι και φεύγε, εδώ είμαι εγώ. Η αλήθεια είναι ότι μετά γίναμε φίλοι, με άφησε να οδηγώ το τζιπ του κι εγώ νόμιζα ότι ήμουν ο προύχοντας του τόπου. Το τέλος του ήταν ότι τον σκότωσαν πισώπλατα.
Όταν κουραζόμαστε βρίσκαμε την ευτυχία σε ψάθινα κρεβάτια, κουκουλωμένοι με κουνουπιέρες,  σε ένα βαθύ σκοτάδι που μόνο το φτερουγίσματα από νυχτερίδες και αλυχτίσματα από άγρια ζώα ακουγόταν.  Για κάθε ενδεχόμενον  είχαμε και από ένα machete  δίπλα μας.
Στην όχθη του ποταμού κρυμμένη μέσα σε φοίνικες και   λασπόνερα ήταν μια καντίνα μπαρ, εκεί σύχναζαν στρατιώτες και γυναίκες, δηλαδή μικρές πιτσιρίκες,   έπιναν και χόρευαν, έτσι όπως ήταν κουρεμένοι κοντοί έμοιαζαν, σαν νυχτερινοί διάβολοι.
Όχι, όπου έμπαιναν στρατιώτες δεν ζύγωναν οι πολίτες.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Συνταξιοδότηση


                                        Συνταξιοδότηση,
 
Όσα χρόνια δουλεύαμε στο μαγγανοπήγαδο κουρασμένοι, ιδρωμένοι, περιμέναμε να έρθει μια άσπρη μέρα να λυτρωθούμε από το Αχ! Βαχ! Της καθημερινής  βιοπάλης.
Η μέρα που θα είχαμε το δικαίωμα να παίρναμε την σύνταξή μας, η μέρα όπου θα γινόμασταν κύριοι του εαυτού μας, η μέρα όπου θα είχαμε ελεύθερο χρόνο να τον κάνουμε ότι μας αρέσει, ότι μας καπνίσει, άσε που δεν σου επιτρέπουν ούτε να καπνίσεις σε δημόσιο χώρο.  
Και ήρθε αυτή η πολυπόθητη μέρα και πέσαμε σε αμηχανία, μα να δοκιμάσω  ετούτο, ή όχι ας δοκιμάσω εκείνο, πρέπει επιτέλους με κάτι να γεμίζουμε τις ελεύθερες ώρες μας.
Όμως μαζί με την ελευθερία του σώματος, έρχεται και το μέτρημα, τι μετράς; Μα  τη σύνταξη, αν αρκεί να κάνω αυτή ή την άλλη κίνηση λες και παίζεις σκάκι, μετά οι κινήσεις θέλουν και γερά κότσια, που όμως δεν υπάρχουν, μετά βαριέσαι όλο το ίδιο και το ίδιο κάθε μέρα, δεν έχεις με ποιον να αντιμιλήσεις, να τσακωθείς, να νευριάσεις, η εφημερίδα, τηλεόραση, το διάβασμα έχουν κι αυτά τα όριά τους, ακόμα και οι συναντήσεις του Σαββάτου, μια το χιόνι, μια ο ήλιος, μια η ανημποριά, μια  οι αποστάσεις έχουν κι αυτές ατονήσει.
Και το σπουδαιότερο απ’ όλα όταν ήσουν νέος κάθε εμπόδιο το προσπέρναγες, για κάθε καλύτερη αλλαγή της ζωής σου, έλεγες έχω περιθώριο, θα  εργαστώ έξτρα θα το απολαύσω κι αυτό.
Έτσι σήμερα συνταξιούχοι πια όταν τύχη και μαζευτούμε κάπου, αναπολούμε τα περασμένα και προσπαθούμε να μην τεντώνουμε το χέρι μας πιο εκεί από τα μετρημένα αργύρια, αυτά της σύνταξής μας, αυτά που μας δίνουν, νομίζοντας ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή που είχαν  την δύναμη να σταυρώσουν τον Θεάνθρωπο, που όμως σήμερα δεν την έχουν.  

Γαβριήλ Παναγιωσούλης      

          



Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

14 Φλεβάρη



Happy Saint Valentine’s Day   

                                           Feliz día de los enamorados

                                           Ευτυχισμένη μέρα των ερωτευμένων!


Μια 14 του Φλεβάρη
Σε έκανα την πιο όμορφη γυναίκα
Τόσο όμορφη που κοκκίνιζες τα βράδια.    

Το φεγγάρι φεύγει από κοντά μας
Και γίνεται φωτεινό στεφάνι στον πόλο,
Έκανα ποτάμια να ρέουν,
Εκεί που ποτέ δεν υπήρχαν.
Με μια μου κραυγή σχημάτισα ένα βουνό
Μαζί  χορέψαμε ένα καινούργιο σκοπό
Για εσένα έκοψα όλα τα τριαντάφυλλα
Απ’ τον παράδεισο της ανατολής
Δίδαξα να κελαηδά το πουλί του χιονιού
Μαζί περπατήσαμε  πάνω στην τροχιά  του χρόνου   
Είμαι ένας πρώην  ναυτικός
Που έραψε κι ένωσε διαφορετικούς ορίζοντες.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Πήρα την ιδέα του ποιήματος διαβάζοντας:
Antología de la poesía hispanoamericana contemporánea 1914-1987    

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Πως αλλάζουν οι καιροί!


Βρέχει, βρέχει συνέχεια, η βροχή πέφτει πάνω στο χιόνι, το χιόνι αντιστέκεται  στο λιώσιμο μεταμορφώνεται  σε πάγο και κολλάει  στην επιφάνεια της ασφάλτου, σα να ήταν σίδερο, από την βροχή σηκώνεται μια ομίχλη όπου σκεπάζει  τα πάντα. Οι πέτρινοι σταυροί πάνω από τους τάφους στο κοιμητήριο φαντάζουν  σαν να τους κρατά το χέρι του κόντε Δράκουλα. Μόλις και μετά βίας μπορούσες να διακρίνει τον δρόμο. Τούτη τη φορά οδηγούσα στην ομίχλη περνώντας από το δρομάκι του καθολικού νεκροταφείου του Αγίου Ραϋμούνδου  προσπαθώντας να μην πέσω σε τίποτα κρυμμένο πάγο, οπότε θα έχανα τον έλεγχο του αυτοκινήτου.
Η σκηνή εδώ στο Μπρονξ, ΝΥ.  

Μου θύμισε μια φορά  που χαμένοι στην ομίχλη ταξιδεύαμε για Νέα Υόρκη, με ένα μικρό πλοίο φορτηγάκι 3.500 τόνων.
Κάθε 5 λεπτά από την γέφυρα τραβούσαν τον λεβιέ της ατμο-σφυρίχτρας  και ακουγόταν η βοή σαν ένας ρόγχος ετοιμοθάνατου. Ο σκάπουλος της βάρδιας  ήταν πάνω στο καπούνι της πλώρης και αφουγκραζόταν μήπως ακούσει άλλου βαποριού την σφυρίχτρα, ή μήπως ακούσει τον αντίλαλο της δικής μας σφυρίχτρας σημείο ότι βρήκε στερεή επιφάνεια και γύρισε προς εμάς.
Μπροστά μας έπλεαν δυο επιβατηγά το Ιταλικό Ανδρέα Ντόρια και  το Σουηδικό Στοκχόλμη. Ο Μαρκόνης μας έφερε τα νέα που είχε συλλάβει με τα σήματα μορς  ότι συγκρούστηκαν ένεκα της ομίχλης, το Ανδρέα Ντόρια βούλιαξε.
Εμείς πλέαμε από πίσω σφυρίζοντας κάθε 5-10 λεπτά, προχωρώντας αργά, αργά φορτωμένοι ζάχαρη προερχόμενοι από Κούβα. Η ομίχλη σαν ένα νεκρικό σεντόνι σιωπής μας είχε παγώσει όλους μας, κανένας δεν μιλούσε μόνο προσευχόμαστε να φυσήξει αέρας   ναι διώξει την ομίχλη. Τότε ήμουν νέος, άπειρος,  γεμάτος  όνειρα, ζούσα βρεγμένος με την αρμύρα της θάλασσας, αποβλέποντας κάποτε να γίνω στεριανός.    
Και τότε όπως και σήμερα χάνομαι στην ομίχλη, τότε ήμουν παιδάκι το άγνωστο γεμάτο όνειρα με έλκυε, σήμερα το άγνωστο με πνίγει…
Πως αλλάζουν οι καιροί!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

        

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

Ένα Λευκό Σαββάτο...



                         Ένα λευκό Σαββάτο

Στον αναμενόμενο  σημερινό καφέ  του Σαββάτου μας περίμενε μια μεγάλη έκπληξη, η μητέρα φύση μας έντυσε όλους με το χρώμα της αγνότητας, το λευκό με τέτοια δύναμη ώστε μας καθήλωσε εκεί όπου βρισκόμασταν χωρίς να μπορούμε να μετακινηθούμε.
Το μεγαλείο της φύσης, όπως λέει και η παροιμία, «άλλες μεν βουλές  ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει.»     
Έτσι το σημερινό Σάββατο θα καταναλωθεί στο να ξεχιονίσουμε, να λέμε παραμύθια που δεν υπάρχουν πια τα έφαγαν τα τηλέφωνα και τα I pod, γύρω απ το τζάκι (που δεν υπάρχει), μέσα σε μια οικογενειακή θαλπωρή που κι αυτή την έφαγε η τηλεόραση, μασουλώντας οτιδήποτε για να περνά η ώρα!  

Καλό και αγνό σαββατοκύριακο σαν την λευκότητα του χιονιού σε όλους σας φίλοι-ες  μου.

                         Γαβριήλ Παναγιωσούλης    






Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Χωρίς Λόγια



                                               Στο χωριό μου

Χθες 5η Φεβρουαρίου 2013 καθισμένος στο καναπεδάκι μου περίμενα στις 2 η ώρα μ. μ. να δω το τακτικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ satellite.
Αντί του δελτίου ειδήσεων έβαλαν στην οθόνη «Η μηχανή του χρόνου»
Η δολοφονία του Καποδίστρια από τους Κοτζαμπάσηδες 1831, την καταστροφή του πολεμικού πλοίου «Ελλάς» από τον Μιαούλη, έριδες των Ελλήνων προπαντός στην Ύδρα με το να τον αποκαλούν «Επτανησιακό κορφιάτικο κάθαρμα» εννοώντας τον Καποδίστρια,   έτσι έγραφε η εφημερίδα εκδιδομένη στην Ύδρα. Δεν συγκράτησα τον τίτλο  
Συγκρίνοντας την τότε κατάσταση με την σημερινή.

Έμεινα άναυδος από το πόσο πιστά η ιστορία επαναλαμβάνει τον εαυτόν της.
Α! και κάτι ακόμη η λέξη άναυδος προέρχεται από την  ομηρική λέξη ‘αυδή’ που εννοεί φωνή.

Ξυπνήστε τέκνα και ήλθεν η ώρα, ξυπνήστε όλα τρέξατε τώρα και ήλθεν ο δείπνος ο Μυστικός.
Θαυμάζω το πόσο προφητικά, πόσο μακριά έβλεπε ο Ρήγας.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης   

  

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ από τον καφέ του Σαββάτου


                                             Eντυπώσεις από τον καφέ του Σαββάτου    
Τους βλέπεις σαν κι εμένα γεροντάκια να κινούνται μες τα χιόνια του Χειμώνα στην περιοχή της Αστόριας. Οι περισσότεροι ψάχνουν να βρουν έναν πατριώτη έναν έλληνα, ένα ελληνικό στέκι  να ανταλλάξουν κουβέντες να αισθανθούν ότι κι αυτοί ανήκουν σε μια κλάση ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά κοινή γλώσσα, κοινά ενδιαφέροντα, ακόμα και κοινά φαγητά.  
Το περίεργο είναι ότι όλοι μας έχουμε φύγει από την πατρίδα Ελλάδα πολλά, πολλά χρόνια, π.χ. εγώ λείπω 63 χρόνια, έχω ζήσει στην Ελλάδα μόνο 16 χρόνια. Αν και  πηγαίνω τα καλοκαίρια, στο μέρος που γεννήθηκα μερικά ναι, μερικά όχι.
Τόσα πολλά χρόνια στο κουρμπέτι  κι όμως η ξενιτιά δεν κατόρθωσε να μας αφομοιώσει, κι όταν θα φύγουμε από τούτο τον κόσμο σαν Έλληνες θα φύγουμε.
Όμως εδώ είναι η απορία μου, γιατί εμείς δεν αφομοιωνόμαστε σαν τις άλλες εθνικότητες; Και πώς να το κάνουμε υποφέρουμε γιατί αισθανόμαστε ότι δεν ανήκουμε στο περιβάλλον που ζούμε, που όμως ανήκουμε. Π.χ. σήμερα αρχίζει το παιχνίδι του SUPER BOWL στην Νέα Ορλεάνη  όλος ο κόσμος είναι στα σπίτια μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης παρακολουθώντας το παιχνίδι μασουλώντας pop corn etc.
Πάντως κι εδώ όπως σε οτιδήποτε άλλο  υπάρχουν και εξαιρέσεις.  
Δεν ξέρω αν μόνο στην  δικιά μας γενιά συμβαίνει αυτό, δηλαδή  η γενιά μετά τον εμφύλιο, ή σε όλους τους  Έλληνες;

                            Γαβριήλ Παναγιωσούλης