Εξερευνητής σε μια άλλη εποχή.
Βαδίζαμε πιασμένοι χέρι, χέρι, χωρίς σκοτούρες, ο ιδρώτας έκανε τα πρόσωπα μας να γυαλίζουν
λες και τα είχαμε αλείψει λάδι. Φτάσαμε στο ποτάμι, ένας ιθαγενής με μονόξυλο
και κουπιά μας πέρασε στην απέναντι όχθη. Είχαμε παρέα και δυο ακόμα φίλους
ντόπιους. Περπατήσαμε μέσα σε μπανανιές μέχρι που φτάσανε στη λίμνη. Εκεί
ετοιμάσαμε τις καθετές για ψάρεμα, σκάψαμε στις ρίζες από τις Μπανανιές και
βγάλαμε σκουληκάκια για δόλωμα. Ρίχναμε τις καθετές όχι στον πάτο της λίμνης
αλά περίπου μισό μέτρο κάτω από την επιφάνεια. Δεν προλαβαίναμε να ρίξουμε τις
καθετές κι αμέσως τσιμπούσαν, ψάρια άφθονα. Αφού γεμίσαμε ένα καλάθι, κόψαμε
και μπανάνες πράσινες, πήραμε και άγρια πράσινα πορτοκάλι και γυρίσαμε στο
ποτάμι.
Εκεί μας πέρασε στην απέναντι όχθη ιθαγενής με μονόξυλο, πήγαμε φορτωμένοι στην καλύβα μας, άρχισα να
καθαρίζω τα ψάρια, με νερό που προετοιμάζαμε αποβραδίς κάναμε έναν λάκκο στο
έδαφος μιας κατηφόρας και τον σκεπάζαμε με μπανανόφυλλα, το πρωί ήταν γεμάτος
γάργαρο νερό. Βράσαμε τα ψάρια σε ζουμί
καρύδας, μαζί με μπανάνες πράσινες, achiote, yuca, peruleros, chayotes, cilantro και
πολλά άλλα μυρωδάτα χόρτα. Με μικρές
καυτερές πιπεριές για μεζέ και συνοδεία καλαμποκίσιες ζεστές πίτες ‘tortillas’ πάντα με μια μυρωδιά ασβέστη
ψημένες σε δίσκο από πηλό όπου από κάτω
έκαιγε φωτιά με ξύλα. Τον ασβέστη τον
προσθέτουν όταν μουσκεύουν το καλαμπόκι
για να φεύγει η φλούδα, η μυρωδιά του ασβέστη μου θύμισε φρέσκο-ασβεστωμένη αυλή, πίσω στην
Ελλάδα, όμως χωρίς βασιλικούς. Μετά όσα ψάρια περίσσεψαν τα καθάρισα τα αλάτισα
και τα κρέμασα στον ήλιο να ξεραθούν να γίνουν τσίροι.
Σαν βράδιασε, μες το βαθύ σκοτάδι μαζευτήκαν κι άλλοι γείτονες ανάψαμε
ένα καντήλι πετρελαίου όπου το φυτίλι έβγαζε συνέχεια καπνό για να διώχνει τα
κουνούπια κι άρχισαν τα παραμύθια και τις διηγήσεις.
Μια φορά κι έναν καιρό, άρχισε ο πιο ηλικιωμένος όταν ακόμη τα δένδρα
μιλούσαν…
Ένας που δούλευε για την αστυνομία και στην δίωξη λαθρεμπορίου ξαπλωμένος σε μια αιώρα ιδιοκτήτης ενός
κόκκινου τζιπ έπιασε συζήτηση μαζί μου και με συμβούλευε πώς να αποφεύγω τους
αστυνομικούς όταν οδηγώ, μην σταματάς πάτα γκάζι και φεύγε, εδώ είμαι εγώ. Η
αλήθεια είναι ότι μετά γίναμε φίλοι, με άφησε να οδηγώ το τζιπ του κι εγώ
νόμιζα ότι ήμουν ο προύχοντας του τόπου. Το τέλος του ήταν ότι τον σκότωσαν
πισώπλατα.
Όταν κουραζόμαστε βρίσκαμε την ευτυχία σε ψάθινα κρεβάτια,
κουκουλωμένοι με κουνουπιέρες, σε ένα
βαθύ σκοτάδι που μόνο το φτερουγίσματα από νυχτερίδες και αλυχτίσματα από άγρια ζώα
ακουγόταν. Για κάθε ενδεχόμενον είχαμε και από ένα machete δίπλα μας.
Στην όχθη του ποταμού κρυμμένη μέσα σε φοίνικες και λασπόνερα ήταν μια καντίνα μπαρ, εκεί
σύχναζαν στρατιώτες και γυναίκες, δηλαδή μικρές πιτσιρίκες, έπιναν
και χόρευαν, έτσι όπως ήταν κουρεμένοι κοντοί έμοιαζαν, σαν νυχτερινοί διάβολοι.
Όχι, όπου έμπαιναν στρατιώτες δεν ζύγωναν οι πολίτες.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης