Πρόλογος,
Κάποτε
αισθανόμουν ευτυχισμένος, με τα πιο απλά πράγματα, ήμουν το κέντρο του
κόσμου, γύρω μου γυρνούσαν η αγάπη, ο έρωτας, η θαλπωρή, ακόμα και η
φτώχεια. Σήμερα με την σκέψη μου γυρνώ στα χρόνια εκείνα και
προσπαθώ να αντλήσω δύναμη ώστε να συνυπάρχω με τον ξένο πια εαυτόν μου.
Κάθε μέρα κάτι καινούργιο!
Η Αντουανέτα, με χαιρέτησε, περπατούσε με μια
ανοιχτή ομπρέλα για να προστατευτεί από τις καυτερές ακτίνες του ήλιου. Πήγαινε στο λιμάνι να μάθει νέα για το
βαπόρι, σε αυτό που δούλευε ο Χιώτης ο μουστακαλής από την καλιμασιά, ο φίλος
της. Μαζί της κουβαλούσε κι έναν θηλυπρεπή νεαρό τον Νώε. Και της έλεγε ο Χιώτης τι τον θες και τον
κουβαλάς;
Ανένδοτη αυτή.
Η Οδέτη μια αδυνατούλα λιγνή σερβίριζε ποτά στους
πελάτες του μπαρ ενός Ιταλού μετανάστη, ήταν τόσο αδύνατη που περπατούσε με
κλειστά πόδια, τα άνοιγε με δυσκολία, παλαιότερα όταν σύχναζα για μπύρα, είχαμε γίνει φίλοι
και μου τόχε εκμυστηρευθεί, μυστικό κι αυτό!
Στο προαύλιο της πλατείας πιτσιρίκες με μίνι παίζανε
μπάσκετ. Οδηγοί ταξί στο σκιερό της βεράντας τις κοίταζαν με λαιμαργία.
Η γυναίκα του Ιταλού πέρασε από δίπλα μας, κρατούσε
δυο κοριτσάκια απ’ το χέρι, πήγαιναν
στην εκκλησία.
Ο λούστρος γυάλιζε τα παπούτσια του Ντον Πάντσο
ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου Ντελ Νόρτε χτυπώντας τα συμπράγκαλα του στον ρυθμό της μουσικής που ακουγόταν από το
μπαρ, που δούλευε η Οδέτη.
Ο γιατρός με παρέα πήγαιναν για το μεσημεριανό τους
στο εστιατόριο του ξενοδοχείου Ντελ Νόρτε αυτού με τα άσπρα τραπεζομάντιλα. Εκεί
είχαν πει της μάνας να τον περιμένει να του μιλήσει για το παιδί της που ήταν
με πυρετό, δεν τον πρόλαβε βγήκαν από την πίσω πόρτα μια βάρκα τους περίμενε,
πήγαν για ψάρεμα. Η μάνα έφυγε κλαίγοντας. Το παιδί της πέθανε.
Ο Αρτούρο
Παπαδόπολο πέρασε από μπροστά μας καβάλα σε ποδήλατό, ήταν ναυτιλιακός πράκτορας,
σε όλα τα βαπόρια αυτά που δεν ανήκαν στην UFC. Εκεί στην άκρη ήταν σταθμευμένο
το ταξί του Καμπράλ, το είχε αφήσει σταθμευμένο καθώς προσπαθούσε να επιδιορθώσει μηχανή
μικρής λέμβου, όπου έκανε συγκοινωνία στο Μπελίζε. Αποτέλεσμα να κάνει έκρηξη
και να τον σκοτώσει.
Ο έλληνας πλοίαρχος φάνηκε να έρχεται σαν χαμένος,
περπατούσε και κοίταζε από δω κι από εκεί. Ήταν ένας συμπαθητικός Υδραίος φαλακρός
με κοιλίτσα Σαν έφτασε στην πιάτσα μας κοίταξε όλους και ρωτά. Ζητώ έναν
ταξιτζή που μιλάει Ελληνικά.
Εγώ είμαι του λέω. Έβγαλε ένα επιφώνημα Α! φαίνεται δεν
του έκανα εντύπωση.
Ξέρεις μου λέει με στέλνει ο ειρηνοδίκης της πόλης,
έχω ένα μπλέξιμο με μια κλοπή στο βαπόρι μου κι έχουν βάλει φυλακή έναν μου
ναύτη, από την Ιθάκη.
Πάμε να βρούμε τον ειρηνοδίκη του λέω. Ξέρω ότι
τέτοια ώρα είναι στον μόλο και ψαρεύει.
Ο ταξιτζής Κλίφορδ με ένα τεράστιο πλύμουθ μετανάστης
από την Τζαμάικα, δεν κατάλαβε, είδε την κίνηση, νόμισε ότι θα υπάρξει τίποτε λαθρεμπόριο,
πήγε και ειδοποίησε την αστυνομία.
Αμέσως η πιάτσα γέμισε μυστικούς, αυτούς με τα
πολιτικά, έψαχνα να βρουν κάτι οτιδήποτε για να ζητήσουν μερτικό και συγκεκριμένα ζητούσαν να βρουν εμένα. Με
ειδοποίησε φίλος ταξιτζής να μην ροβολήσω προς τα εκεί.
Όλοι περίμεναν μόλις θα βράδιαζε, με το φρέσκο
αεράκι η μπάντα του δήμου θα ερχόταν στο κέντρο της πλατείας πάνω σε ειδικό κατασκευασμένο κυκλικό κουβούκλιο
να παίξει ισπανική μουσική, τα κορίτσια να φέρνουν βόλτα γύρω, γύρω και τ’
αγόρια από την αντίθετη πλευρά, εγώ θα ήμουν ο θεατής της παράστασης.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Σε μια πολυπληθή συνάντηση του Σαββάτου σήμερα 2/3/13 ένεκα που ήταν μια
όμορφη μέρα, έστω και με μισό ήλιο αλλά όχι πολύ κρύο συναντηθήκαμε στην
Αστόρια, βγήκαμε σαν τα σαλιγκάρια, όλοι οι βετεράνοι της ζωής ανταλλάξαμε απόψεις
τα υπέρ και τα κατά.
Όχι, δεν φωτογραφηθήκαμε, για να μην μας ματιάσουν.