Εκ πείρας ξέρω ότι όταν το άρθρο είμαι
μακροσκελές, υπάρχουν λίγες πιθανότητες κάποιος να το διαβάσει ολόκληρο, να το νιώσει,
απλούστατα ρίχνει μια ματιά στα γρήγορα και το προσπερνά. Όμως δεν είναι ποτέ
δυνατόν να μην θυμάμαι αυτόν τον Νοέμβρη με κάθε μικρή λεπτομέρεια, είναι αυτός ο μήνας που άλλαξε το ρουν της ζωής
μου, μια αλλαγή 180 μοιρών, είναι ο μήνας όπου τα γεγονότα εξελίχθηκαν έτσι παρά
την θέλησή μου, άρα ήμουν ένα πιόνι των περιστάσεων.
Ένας αξέχαστος Νοέμβρης
Thanksgiving day, η ημέρα των
ευχαριστιών που εορτάζεται εδώ στις ΗΠΑ την τελευταία Πέμπτη του μηνός
Νοεμβρίου, χωρίς να θέλω να σκαλίσω το πώς εδραιώθηκε ή από ποιους, είναι η
ημέρα όπου θυσιάζονται χιλιάδες γαλοπούλες ευχαριστώντας τον Θεό που είχε την
πρόνοια να στείλει κοπάδια ινδιάνων ώστε οι οδοιπόροι μετανάστες (pilgrims) μαζί
με τους ντόπιους ερυθρόδερμους να χορτάσουν την πείνα τους. Από τότε όλος ο
πληθυσμός των ΗΠΑ έχει πρόσβαση σε ένα πλούσιο γεύμα, στέλνουν δε τις ευχαριστίες του στον Θεό για
τον ευλογημένο αυτόν τόπο.
Η Ελλάδα του τότε, η χώρα που γεννήθηκα ήταν σαν ένα ξέφραγο
αμπέλι, βασίλευε η αναρχία, σκοτωμοί, φυλακίσεις,
πείνα και δυστυχία, εποχή μόλις είχε τελειώσει ο εμφύλιος 1950.
Ο κόσμος έφευγε ο κάθε ένας όπως
μπορούσε, άλλος πήδαγε τα τείχη, άλλος κολυμπώντας ψάχνοντας για κάνα σκαφίδι να τον φέρει σε άλλη γη, άλλα
μέρη.
Είχε βγει η φήμη ότι η Ελλάδα
παρέλαβε 100 βαπόρια Λίμπερτι, αυτά ήταν το Ελ Ντοράδο των ονείρων της νεολαίας το πώς να μπαρκάρει
έστω και υπεράριθμος, να φύγει, να φύγει μακριά.
Η Νέα
Υόρκη γέμισε από παράνομα Ελληνόπαιδα, αυτά που πηδούσαν από τα βαπόρια που
έπιαναν σε λιμάνια, πολλά παιδάκια ήταν
αμούστακα. Όχι, δεν ήταν κακοποιοί, ούτε αλήτες, απλούστατα γύρευαν
μια θέση κάτω από τον ήλιο, ζητούσαν ένα
μεροκάματο, μια μπουκιά ψωμί. Ήταν και η ελπίδα αυτών που άφησαν πίσω τους ώστε να τους συνδράμουν με
οικονομική βοήθεια.
Για το κράτος ήταν και μια βαλβίδα
ασφαλείας, προς τους εναπομείναντες.
Πολλοί τα κατάφερναν, έπιαναν
δουλειά και εξαφανιζόταν, για άλλους αν
και έβρισκαν δουλειά συνήθως να πλένουν πιάτα, η τύχη αποφάσιζε διαφορετικά. Ε!
λοιπόν αυτοί με την διαφορετική τύχη γέμιζαν τα κρατητήρια του νησιού Έλλις,
στο στόμιο του λιμανιού της Νέα Υόρκης.
Έτσι κι αυτόν τον Νοέμβρη του
1951, ο χειμώνας είχε μπει νωρίς, το πρώτο χιόνι έπεσε στις 3 Νοεμβρίου Σάββατο
καλοθύμητη μέρα, ήταν η ημέρα όπου είχε απλώσει τα δίχτυα της η μεταναστευτική
υπηρεσία “immigration” μπαίνανε
στα μαγαζιά κι όποιος φαινόταν ξένος, μικρός, αδύνατος, καχεκτικός, ύποπτος, ή τους
κοίταζε με φοβισμένα μάτια, τον ρωτούσαν για χαρτιά αν δεν είχε τον συλλάμβαναν
και κατέληγε στην φυλακή. Ανάμεσα στους
μιλώντας Ελληνικά συμπατριώτες του καιρού εκείνου υπήρχαν και καταδότες, ‘λέγανε επί αμοιβή.’
Ένας τέτοιος πατριώτης με επισκέφτηκε μια μέρα σε εστιατόριο στους 17 δρόμους
και 7 λεωφόρο όπου εργαζόμουν πλένοντας πιάτα, με ρώτησε πως ήρθα σε τούτα τα
μέρη…
Αθώα είπα: μα με
βαπόρι ασφαλώς.
Ήταν η καταδίκη μου, δεν
τόξερα τόμαθα αργά πλέον
Το φαγητό στα κρατητήρια στο νησί του Έλλις, είχε
τα κακά του χάλια, κάθε μέρα ρύζι, ένα ρύζι άσπρο σβολιασμένο. Την ημέρα των ευχαριστιών μας σερβίρισαν, μια
ψωμιασμένη γέμιση με ένα κομμάτι ξεσκισμένο
κρέας γαλοπούλας, πατάτα πουρέ, και ένα κόκκινο ζελέ ‘cranberry sauce’ με μια γλυκόξινη γεύση. Έμοιαζε σα να έτρεμε. Πρώτη μου φορά το δοκίμασα, μου
άρεσε. Έφεραν και φωτογράφους μας πήραν φωτογραφίες, αν κι έμεινα μέσα 120
μέρες ποτέ δεν τις είδα, υπολογίζω θα ήταν για εξωτερική χρήση μοστράροντας το ευτυχές
γεγονός ότι μας τάιζαν γαλοπούλα.
Δεν ξέρω αν ποτέ δημοσιεύτηκαν ή
αν βρίσκονται κάπου σε κανένα αρχείο…
Ήρθαν διάφοροι κήρυκες ευαγγελιστές που μας
παρότρυναν να διαβάζουμε την αγία γραφή, μάλιστα μας φώναζαν σε μια ειδική
αίθουσα μας έδιναν από μια βίβλο με κόκκινο εξώφυλλο και μας έλεγαν να ψάλλουμε
μαζί. Τώρα ποιος από εμάς καταλάβαινε
αγγλικά ή το τι εννοούσαν; Και όμως επέμεναν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτούς του κήρυκες της
εκκλησίας της χριστιανικής επιστήμης, ερχόταν τακτικά μας έφερνα πολλά βιβλία, την
εφημερίδα Christian Science Monitor, με
άρθρα στην Ελληνική γλώσσα, μας δίδασκαν την πίστη και τον βίο της ιδρύτριας
της Mary Baker Eddy απ την
Βοστώνη.
Την δεύτερη φορά που έφαγα κάτι τι
παρόμοιο ήταν στην καφετέρια των 57 δρόμων, στο Μανχάταν, ήμουνα μόνος στην Νέα
Υόρκη, (αυτή η καταραμένη μοναξιά) ξέμπαρκος,
έψαχνα για μπάρκο, έμενα στο ξενοδοχείο Ρεξ στους 47 δρόμους μην έχοντας που να περάσω την ημέρα των
ευχαριστιών μπήκα στην καφετέρια και
αυτό-σερβιρίστηκα, γέμιση, γλυκοπατάτα, γαλοπούλα και σάλτσα cranberry sauce έκατσα
να φάω και να περάσω την ώρα μου, βλέποντας
και τους υπόλοιπους μονάχους, ηλικιωμένους
να περνούν την ώρα τους, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, ή διαβάζοντας
εφημερίδα, περιμένοντας να βραδιάσει να γυρίσω στο δωμάτιο με το
προσκεφάλι σύντροφο, στην αγκαλιά του
κρεβατιού. Από τότε τρελαίνουμε για την
γλυκόξινη αυτή τρεμουλιαστή σάλτσα, cranberry sauce-jelly μου αρέσει τόσο!!!
Και όμως αυτή η ιστοριούλα ήταν το
ξεκίνημα μιας νέας ζωής, ξεκομμένη από τις παραδοσιακές ελληνικές συνήθειες,
έπρεπε να επιζήσω σε ένα κόσμο άγνωστο, με τη μόνη προσφορά τα δυο μου καχεκτικά μπράτσα χωρίς μόρφωση,
χωρίς επάγγελμα, μα το χειρότερο χωρίς να μπορώ να σταθώ σε καμιά χώρα, έπρεπε
να περιπλανώμαι.
Αγκυροβολημένος πριν από χρόνια στην Νέα Υόρκη, μια μέρα σαν
τη σημερινή εν μέσω οικογενειακής θαλπωρής απολαμβάνω την γλυκόξινη αυτή τρεμουλιαστή σάλτσα, cranberry sauce-jelly μου αρέσει τόσο με γεύμα γαλοπούλας !!!
Γαβριήλ Παναγιωσούλης