Διακοπές τέλος
Η πρώτη Δευτέρα του Σεπτέμβρη
θεωρείται εδώ στις ΗΠΑ ως ημέρα του εργάτη, ‘labor day’ κάτι σαν την
δική μας πρωτομαγιά. Έτσι και σήμερα 1η Σεπτεμβρίου 2014 είναι αργία, όλα κλειστά από την επόμενη
ανοίγουν τα σχολεία, όλα μπαίνουν σε μια τάξη σα να λέμε το
χειμερινό ημερολόγιο. Τέλος στις καλοκαιρινές διακοπές. Έτσι κι εγώ γύρισα
γεμάτος καλοκαιρινές εντυπώσεις κι εμπειρίες απ’ τον τόπο που γεννήθηκα, τις
οποίες ακολούθως αρχίζω να περιγράφω.
Το μυστικό μιας σταγόνας.
Από μακριά φαινόταν σαν μια δροσοσταλίδα
αιωρούμενη από ένα παραδεισένιο δένδρο
αυτό της μνήμης μου, την κοίταξα με
αγάπη, ήταν γεμάτη όνειρα, γεμάτη νοσταλγία. Από μέσα της περνούσε μια
ηλιαχτίδα όπου αντανακλούσε όλα τα
χρώματα της ίριδος. Δίπλα μου μια τριανταφυλλιά,
την θυμήθηκα, υπήρχε από τότε που υπήρχα σαν παιδί, έκοψα ένα από τα κάτασπρα
τριαντάφυλλά της, το έφερα κοντά μου το μύρισα μια ευωδιά ξέφρενης παιδικής χαράς γέμισε το είναι
μου. Πιο πέρα μια Λουΐζα, τα φύλα της
μύριζαν όπως τότε που ήμουνα παιδί, αναμνήσεις της μάνας μου φούντωσαν στο μυαλό, έτρεξα και της άδειασα μια μπουκάλα
νερό στην ρίζα της, ήταν η ίδια ρίζα από τότε, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Μόνο
εμείς οι άνθρωποι μιας και είμαστε θνητοί οι παλαιότεροι είχαν φύγει με την
βάρκα του Αχέροντα. Έτσι αισθάνθηκα μόνος με συντροφιά τις αναμνήσεις, από μια
εποχή που δεν υπάρχει πλέον. Ένα αγκάθι απ το κάτασπρο τριαντάφυλλο τσίμπησε το
δάχτυλό μου, μια σταγόνα αίμα κατακόκκινη γεμάτη ζωντάνια γεννήθηκε, με έκπληξη την τίναξα παρέκει, έπεσε πάνω
στην δροσοσταλίδα αυτήν της μνήμης μου και έσπασαν και οι δυο.
Αμέσως χύθηκαν κάτω στη γη, φούντωσαν
τα όνειρα, η παιδική μου νοσταλγία,
σκόρπισαν πάνω σε μια χαρούμενη πέτρινη γη σε έναν λαμπρό ήλιο, ήταν ο ίδιος όταν
γεννήθηκα, σκόρπισαν πάνω στις βουνοκορφές, αυτές που η μάνα μου, μου
έλεγε ότι από πίσω τους υπήρχε η μυθική χώρα των πλούσιων ανθρώπων με τις
πολύχρωμες γραβάτες και τα πλατιά καπέλα. Η χώρα όπου για να την βρεις πρέπει να κυνηγάς
το μονοπάτι του ήλιου, όταν μεγαλώσεις εκεί θα πας, έτσι πίστευε λες και δεν
χωρούσαμε όλοι στο φτωχικό μας. Κι όμως ήταν αλήθεια, όλες οι οικογένειες στο
χωριό είχαν ανθρώπους ως μετανάστες στο εξωτερικό, ή ναυτικούς, ή τεχνίτες
τυροκόμοι, αυτοί οι ολίγοι που απέμεναν ασχολούντο με την κτηνοτροφία, γίδια,
πρόβατα.
Αυτό που παρήγαγε ο τόπος ήταν πέτρες άσπρες, που ανάμεσά του φύτρωναν
τα αναιμικά κριθαρένια στάχυα αυτά που
μας κρατούσαν στην ζωή, υπήρχαν και πέτρες κόκκινες «τσακμακόπετρες» που τις χρησιμοποιούσαμε για παραγωγή σπινθήρα ν’ ανάψουμε φωτιά,
εποχή πολέμου.
Σήμερα όλα αυτά σκόρπισαν και
διαλύθηκαν πάνω σε μια ωμή πραγματικότητα, σηκώνω το βλέμμα κοιτάζω το
βουνό, αυτό που με σκέπαζε όταν γεννήθηκα
είναι το ίδιο, μόνο που τώρα το στεφάνωσαν με ανεμογεννήτριες έτσι τα
βράδια όταν δεν ακούγεται τίποτε άλλο μου κρατά συντροφιά ο θόρυβος από το
άλεσμα του ανέμου, μοιάζει σαν να αλέθουν κριθάρι σε ανεμόμυλο της εποχής που
γεννήθηκα. Δείτε στην φωτογραφία εκεί που πατούν τα πόδια μου είναι η πίσω αυλή
του προσεισμικού σπιτιού μου, το βουνό η Αγία Δυνατή με τις ανεμογεννήτριες.
Και μετά από όλα αυτά λαμβάνεις
και μια ειδοποίηση από το κατεστημένο ότι τα κατσάβραχα αυτά που γεννήθηκες,
αυτά που σήμερα δεν ζει κανένας, παρά
μόνο κουκουβάγιες, αυτά που είναι μακριά από την θάλασσα θεωρούνται οικόπεδα, τεκμήρια
με αντικειμενική αξία 142 Ευρώ το τ. μ. άρα είμαι πλούσιος, χαράς ευαγγέλια που
λένε. Αν αληθεύει αυτό σκέπτομαι τι κρίμα που δεν το ήξερα τόσα χρόνια και
παράδερνα στις θάλασσες, στις ξένες χώρες!
Κανείς δεν βλέπει ότι το χωριό έπαψε πλέον να υπάρχει, σήμερα λέγεται
οικισμός με κλειστά σπίτια, τα ερείπια
σου σφίγγουν την καρδιά, μια ψυχολογική απελπιστική μοναξιά σε νικά, όταν κλείνεις την πόρτα τη νύχτα
μένεις μόνος με συντροφιά τους 4 τοίχους, τα μυρμήγκια κάτι ξανθά σε γαργαλούν
στα πόδια, ο ποντικός σουλατσάρει στην σοφίτα, μια σαύρα καθηλωμένη στο φως
περιμένει τίποτα φτερωτά ζωύφια, από κάπου ακούγεται η λυπητερή φωνή του Γκιώνη.
Τότε αισθάνεσαι να σου λείπει η ανθρώπινη επαφή, η θαλπωρή, η συνδιάλεξη, η
αλλαγή έτσι με χαρά προσμένεις την αναχώρησή σου την μέρα στην επανένταξή σου
στην κοινωνία, μια κοινωνία όπου πάλλεται ζει αυτήν που είσαι μέλος της στα ξένα
Γαβριήλ Παναγιωσούλης