Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Η ημέρα των Χαρταετών

                                         Η ημέρα των Χαρταετών  

Σύμφωνα  με έναν δημοφιλή μύθο της Γουατεμάλας, κάθε 1η του Νοέμβρη όπου εορτάζεται ημέρα των νεκρών και των Αγίων Πάντων (κάτι σαν το δικό μας ψυχοσάββατο)  τα κακά πνεύματα εισβάλουν εις το νεκροταφείο για να διαταράξουν τις ψυχές των νεκρών που αναπαύονται. Τότε  οι ψυχές για να αποφύγουν την ταλαιπωρία αυτή βγαίνουν και περιπλανώνται στους δρόμους.  


Αυτό το πρόβλημα συνεχιζόταν  και επαναλαμβανόταν σε κάθε επέτειο της ημέρας των νεκρών.
Έτσι οι κάτοικοι αποφάσισαν να αποταθούν στους πιο ηλικιωμένους ηγέτες  της κοινότητας  και να ζητήσουν τις συμβουλές τους.
Η λύση που τους πρότειναν οι ηγέτες της κοινότητας ήταν να πετάξουν χαρτιά στον αέρα σε φόρμα χαρταετών ώστε αυτά να συγκρουσθούν  με  τους εισβολείς (τα κακά πνεύματα) και να τους αναγκάσουν να φύγουν.   

Σύμφωνα με τους ηλικιωμένους  η σύγκρουση του ανέμου με τους χαρταετούς     απομακρύνει τον κίνδυνο εισβολής των κακών πνευμάτων.
Για  αυτό τον λόγο οι κάτοικοι περνούν ώρες ολόκληρες  φτιάχνοντας μεγάλους  χαρταετούς, ώστε να προστατέψουν τα καλά πνεύματα των προγόνων τους από τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. 

 Μεταφρασμένο εν περιλήψει από διάφορες ηλεκτρονικές πηγές, από τον Γαβριήλ.  

Γαβριήλ Παναγιωσούλης





Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Δεν θέλω να περιαυτολογήσω...


Με το παρόν δημοσίευμα δεν θέλω να περιαυτολογήσω, απλούστατα περιγράφω μια ανθρώπινη σκηνή κάτι που μας λείπει τόσο στην σημερινή κοινωνία που ζούμε!

 Στην εδώ επικράτεια των ΗΠΑ υπάρχουν σχολεία για ενήλικες, είναι αυτά τα οποία βοηθούν ενήλικες άνω των 21 ετών να αποκτήσουν δίπλωμα Λυκείου, συνήθως οι μαθητές είναι εργάτες οι οποίοι θέλουν να ανεβούν στην εργασία τους σε μια ανώτερη θέση αλλά εμποδίζονται γιατί δεν έχουν δίπλωμα Λυκείου

Η 24η  Οκτωβρίου 2014 είναι μια από τις πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου κι εξηγούμε:

Το Σεπτέμβρη 2014  γράφτηκα σε ένα τέτοιο  σχολείο, για ενήλικες έχοντας υπ’ όψη μου να τελειοποιηθώ στους υπολογιστές, οι συμμαθήτριες και συμμμαθητές  όλοι ώριμοι άνθρωποι.
Πολύ φιλική  ατμόσφαιρα, η δασκάλα είχε ξετρελαθεί  μαζί μου από τις συζητήσεις μας   ήμουν πάντα μπροστά στις περισσότερες παγκόσμιες γνώσεις και σε διάφορα μαθήματα. Όλοι ζητούσαν την συντροφιά μου. Μετά κι αφότου κάθισα 5 εβδομάδες έμαθα ότι δεν υπάρχει μάθημα υπολογιστών. Έτσι αποφάσισα να αλλάξω σχολείο.  Μου έκαναν εξετάσεις όλο το πρωί σε ένα δωμάτιο  με χρονόμετρο. 
Τελείωσα τις ασκήσεις  σηκώθηκα και πήγα στην τάξη να τις παραδώσω. Εκεί με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη,    είχαν ετοιμάσει μαθητές και η δασκάλα ένα surprise party  προς τιμή μου, ένοιωσα ότι είμαι μέλλος μια κοινωνίας, με αγκάλιασα με φίλησαν και μου ευχήθηκαν καλή τύχη. Σηκώθηκαν όρθιοι και χειροκρότησαν. Έμεινα αποσβολωμένος,  ένιωσα ότι ξαναγεννιόμουν σε μια ανθρώπινη θαλπωρή κάτι όπου είχα να το ζήσω πολλά, πολλά χρόνια. 
Η Δασκάλα με παίρνει κατά μέρος και μου λέει έμαθα τόσα πολλά από εσένα! 
Μετά ποζάραμε να βγάλουμε φωτογραφία μαζί, όπως και όλοι  μαθητές έβγαλαν φωτογραφίες μαζί μου τα φλας αναβόσβηναν συνεχώς. Κρίμα δεν είχα πάρει την μηχανή μαζί μου. Ομολογώ  ότι δεν το περίμενα! 
Απίστευτο και όμως αληθινό.

                                       Γαβριήλ Παναγιωσούλης 


Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Η πρώτη μου Θύμηση της 28ης Οκτωβρίου 1940

                                  Η  πρώτη μου θύμηση της 28ης Οκτωβρίου 1940

Υπήρξε μια εποχή όπου στην επαρχία στα νησιά ο κόσμος ζούσε, όπως ακριβώς ζούσαν και την εποχή του Οδυσσέα.
Η γη μας ο ουρανός τα ξεροχώραφα, τα κατσάβραχα και τίποτε άλλο. Όποιος  είχε μια κατσίκα θεωρούταν τυχερός, κεφαλαιούχος.  
Η σκηνή στα Μαρκάτα  Πυλάρου Κεφαλονιάς 1940.

Το 1940 οι Ιταλοί είχαν ήδη καταλάβει την Αλβανία, ο πατέρας μου που εργαζόταν σαν πράκτορας τις Ελληνικής Ατμοπλοΐας στους Αγίους Σαράντα μόλις πρόφθασε και ήλθε στην Ελλάδα μέσω Κερκύρας. Όλος ο κόσμος περίμενε πόλεμο.
Με ότι είχε φέρει απ το εξωτερικό ο πατέρας, φτιάξαμε ένα κασόνι μεγάλο, χωρισμένο στη μέση απ την μια μεριά το γεμίσαμε αλεύρι, από την άλλη διάφορα  μικρά σακίδια  με όσπρια. 
Ένα πήλινο πιθάρι με λάδι γεμάτο στο υπόγειο, μια κάσα πετρέλαιο  του Ελληνικού μονοπωλίου Shell για την λάμπα  με δυο έξτρα λαμπόγυαλα και φυτίλι. Δυο λύχνους με φυτίλι από μπαμπάκι,  κουτάκια με σπίρτα φτιαγμένα στην Σουηδία του μονοπωλίου και χοντρό αλάτι, πάλι του μονοπωλίου.
Είχαμε  κι ένα καντήλι με καντηλήθρα να πλέει πάνω στο λάδι σε 4 κομματάκια φελλό τοποθετημένο  πάνω στο κομοδίνο.   Ήταν αυτό που με την φλογίτσα του έδιωχνε  το σκοτάδι  και φώτιζε  μια εικόνα του Χριστού με το ακάνθινο στεφάνι εκεί δίπλα απ το κρεβάτι.   Ά!  είχαμε και 6 ποτηράκια με γυριστό χείλος για βεντούζες ένα μπουκάλι με  πράσινο οινόπνευμα κι ένα στρογγυλό  πακέτο που έγραφε απ έξω βάμβαξ υδρόφιλος φαρμακευτικός,  είχε κι έναν ερυθρό σταυρό. 

Πάνω  απ’ την κοκέτα υπήρχε μια εικόνα του Σταυρού κεντημένη από τα χέρια της μάνας μου με τις λέξεις «Έχει ο Θεός.»

1940 ότι είχαν ανοίξει τα σχολεία, είχα προβιβαστεί στην Β! τάξη δημοτικού μου είχαν αγοράσει καινούργιο αναγνωστικό   το "Κρινολούλουδα" η αίσθηση ότι μεγάλωσα, έγινα  7 χρονών  με γέμιζε χαρά, μου είχαν πει ότι θα με μάθαιναν να γράφω με μελάνι, γι’ αυτό μου είχαν κάνε δώρο ένα μελανοδοχείο και αγκίνια πένας Χ.

Στο χωριό υπήρχε και σταθμός χωροφυλακής, οι χωροφύλακες φορούσαν    πράσινες στολές σπαθόλουρα στη μέση   και πηλίκια γαλλικού τύπου. Όταν τους έβλεπα  με έπιανε ένας φόβος, δεν ξέρω γιατί.
Από κάπου ήρθε μια είδηση, μάλλον από την χωροφυλακή ότι η Ιταλία μας Κήρυξε τον πόλεμο, ήταν η 28η Οκτωβρίου 1940.  
Τότε δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε εφημερίδες ήταν η αρχή του πολέμου, αυτού που κράτησε για το χωριό μου μαζί με τον Εμφύλιο έως το 1949. 

Ήταν  τα πέτρινα αυτά χρόνια που έχουν μείνει γραμμένα στη μνήμη μου, σε αυτά πήγα σχολείο, σε αυτά έμαθα τι εστί Ελλάδα μα και από αυτά έφυγα πριν προλάβω να ενηλικιωθώ. 

Μετά από λίγες μέρες άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες της εκκλησίας, μάλιστα έφθασαν και αφίσες που τις τοιχοκόλλησαν στα καφενεία οι Νίκες του Ελληνικού Στρατού, με την Λεζάντα πήραμε την Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο την Πρεμετή, το Τεπελένι κλπ. 

(Επί τη ευκαιρία πριν μερικά χρόνια πήγα στην Αλβανία σαν τουρίστας Χειμάρα. Εκεί γνώρισα ένα αντρόγυνο ντόπιων, η γυναίκα ήταν δασκάλα στην Πρεμετή, άρχισα να συζητώ αυτά που μου είχαν μάθει στο σχολείο για τις νίκες του Ελληνικού στρατού κλπ. Αποτέλεσμα ήταν να ειδοποιήσουν κάποιον γνωστό μου ότι έμοιαζα για κατάσκοπος. Η συνομιλία γινόταν στην Αγγλική.)    

                                              Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Μια ευχάριστη συνάντηση.


Οι δώδεκα φίλοι, από δεξιά, Κονταρίνης, Παναγιωσούλης, Α. Κοντομέρκος,Τ. Κόκκινος,
Σ. Ζ. Φόλλεντερ, Δ. Μουστάκης, Ν. Λιψάνος, Β. Κοντομέρκου, Caroline, Ο.Παναγιωσούλη, Μ. Λυκογιάννη, Κ.. Λυκογιάννης 



                                      Σ. Ζ, Φόλλεντερ, Τ. Κόκκινος 
Ήταν  μια ευχάριστη πολυπληθή συνάντηση  της παρέαςΠαρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014, η πρώτη μετά το πέρασμα του καλοκαιριού, με μεζεδάκια και κρασάκι  ο κάθε ένας μας διηγιόταν τις εμπειρίες της καλοκαιρινής εποχής εδώ μα και στην Ελλάδα.
Επειδή ήμασταν 12 άτομα η συζήτηση είχε ανάψει δια διάφορα θέματα, μιλάγαμε αναμεταξύ μας  σε γκρουπ, ένεκα της απόστασης,   άλλοι μίλαγαν  για πολιτικά, άλλοι για εμπειρίες απ την πατρίδα, άλλοι για το σημερινά   ειωθότα, όλοι μας με την ευφράδεια   που μας φέρνει ο οίνος και η καλή αυθεντική ειλικρινή  παρέα. Περάσαμε μια βραδιά υπέροχη…  
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Λιψάνος, Βάνα Κ.  Caroline,  


                                         Παναγιωσούλης, Κονταρίνης

                                                              Caroline
                                                 Βάνα, Δημήτρης, Στέλλα
Μουστάκης, Στελλα, κ. Κόκκινος 


Κονταρίνης, Παναγιωσούλης, Κοντομέρκος συζητώντας.
Κ. Λυκογιάννης 
Η καρδιά της Παρέας με τηνσύζυγό του!!

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Αν μιλάς Ελληνικά!


Μιλάς Ελληνικά, είναι ευτύχημα, όταν καταλαβαίνεις πιο πολλά από αυτούς που σου διδάσκουν την λέξη, ετυμολογικός  από πού προέρχεται η βάση της λέξης,  στην Αγγλική γλώσσα… 
Είναι ατύχημα που όταν καταλάβουν μερικοί  ότι μιλάς Ελληνικά αρχίζουν τις επιθέσεις τις διαβολές για κάποιον άλλον που μιλά Ελληνικά κι αυτός πάλι αρχίζει το κουτσομπολιό για κάποιον άλλον που μιλά Ελληνικά στα ξένα.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
  

 
Un pequeño fragmento de poema
«A  buen juez, mejor testigo.»

 -Mujer, ¿Qué quieres?
-Quiero justicia, señor.
-¿De qué?
-De una prenda hurtada.
-¿Que prenda?
-Mi corazón.
-¿Tú le diste?
-Le presté.
¿Y no te le ha vuelto?
-No.
-¿Tienes testigos?
-Ninguno.
-¿Y promesa?
-Si, por Dios.
Que a partir de Toledo
un juramento empeñó.
 -¿Quién es él?
-Diego Martínez.
-¿Noble?
-Y capitán, señor.
-Presentadme el capitán,
Que cumplirá si juró.

 Μετάφραση

 Ένα μικρό απόσπασμα  απ’ το ποίημα
«Για  καλό δικαστή, ο καλύτερος μάρτυρας.»  

-Γυναίκα, τι θέλεις;
-Ζητώ δικαιοσύνη, κύριέ μου.
–Για ποιο λόγο;
-Για ένα κόσμημα που μου έκλεψε.
-Τι κόσμημα;
-Την καρδιά μου.
-Εσύ την έδωσες;
-Του την δάνεισα.
-Και δεν στην ξαναγύρισε;
-Όχι.
-Έχεις μάρτυρες;
-Κανένα.
-Σου υποσχέθηκε;
-Ναι, μα το Θεό, πριν αναχωρήσει απ’ το Τολέδο δέθηκε με όρκο.
-Ποιος είναι αυτός;
-Ο Ντιέγο Μαρτίνεζ.
-Ευγενής;
-Και καπετάνιος, Κύριε.

-Να παρουσιαστεί ο καπετάνιος, να τηρήσει την υπόσχεσή του αν ορκίστηκε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης 

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Τι να είναι πίσω απ' τον ορίζοντα;

       Είχα μια  περιέργειά να μάθω,  τι να υπάρχει  πίσω απ' τον ορίζοντα;

                          Ορίζοντας του Ωκεανού, εκεί που δεν υπάρχει τέλος
 Όταν ήμουν ένα μικρό παιδάκι και ζούσα  στην Ελλάδα, μου άναβε η περιέργεια και αναρωτιόμουν άρα  τι να υπάρχει  πίσω από τον ορίζοντα, εκεί  όπου Δύει ο ήλιος μα κι από εκεί όπου Ανατέλλει, φυσικά  από την αντίθετη πλευρά του ορίζοντα;
 Έτσι μια μέρα αποφάσισα να μάθω. Μπαρκάρισα σε ένα πλεούμενο για 25     μέρες  πλέαμε στον Ατλαντικό Ωκεανό, ακολουθώντας το μονοπάτι του ήλιου προς την δύση, (όπως μου έλεγε κάποτε η μάνα μου για να φτάσεις στην Αμερική πρέπει να κυνηγάς το μονοπάτι του ήλιου) έτσι   έφθασα στην Αμερική. Μα κι εκεί  ο ορίζοντας φαινόταν απέραντος άγνωστος.  Τότε  ξαναπήγα σε πλεούμενο, ακολουθώντας το μονοπάτι του ήλιου προς την δύση περάσαμε την διώρυγα  του Παναμά βρεθήκαμε στον Ειρηνικό Ωκεανό.   Με όλα ταύτα δεν  λύθηκε η περιέργειά μου, γύρω μου υπήρχε ένας άγνωστος ορίζοντας. Έτσι πλεύσαμε προς το νότιο ημισφαίριο, στον νότιο Ειρηνικό. Όμως κι εδώ υπήρχε γύρω μου ένας ορίζοντας στολισμένος με άσπρες δαντέλες από παρδαλά σύννεφα. Η περιέργειά μου,  μου έτρωγε τα σωθικά, 

                               Πάνω από τους πράσινους ορίζοντες 
Έτσι αποφάσισα να ανεβώ σε μια  πυραμίδα των Μάγια ύψους  47 μέτρων (όχι μέχρι πάνω)   στην μέση μιας  καταπράσινης ζούγκλας των τροπικών, περιοχή Τικάλ του Πετέν Γουατεμάλα μήπως βρω μια άκρη. Από κάτω από τα πόδια μου φιγουράριζαν οι κορυφές των δένδρων, μα εκεί στο βάθος έβλεπα έναν πράσινο  ορίζοντα.  Άρα τι να είναι πίσω από τον ορίζοντα; Μετά απ’ όλα αυτά κατάλαβα ότι πάντα θα υπάρχει ένας ορίζοντας, πάντα θα υπάρχει η  περιέργεια να μάθω τι είναι πίσω απ’  τον ορίζοντα κι όχι μόνο αυτό αλλά τα πάντα υπάρχουν σε κυκλική μορφή.  
  Μετρώντας τα σκαλοπάτια για να φθάσω στον πράσινο ορίζοντα
Σκεπτόμενος αυτά,  καθώς περπατούσα εδώ στην γειτονιά μου μπήκα σε ένα κτήριο να ρωτήσω κάποια πληροφορία, αν δίδουν μαθήματα Αγγλικής σε νεόφερτο παιδί από Ελλάδα. Συμπτωματικά εκεί που κουβεντιάζαμε, είδα επιγραφές ότι  διδάσκουν ανθρώπους άνω των 21 ετών  για να κατακτήσουν  καινούργιους ορίζοντες.
Adult Continuing  Education.
Α! να που υπάρχουν ευκαιρίες σκέφθηκα να κατακτήσεις καινούργιους  ορίζοντες, έστω κι ας είναι ζωγραφισμένοι στους τοίχους και το κυριότερο δεν πρέπει να τρέχεις από πίσω… μου άναψε η περιέργεια, με  καλοδέχθηκαν και μου  έδωσαν την ευκαιρία να κατακτήσω καινούργιους ορίζοντες,  εκείνους της μάθησης  που ποτέ δεν είχα συναντήσει. 

Μάλιστα με παρουσίασαν ως παράδειγμα, σηκώθηκαν επάνω και με χειροκρότησαν, θα μου πείτε γιατί; Γιατί ήμουν ο πιο ηλικιωμένος, μου ήρθαν στο νου παλιές μου δόξες. Δέχθηκα ακόμη και  χειραψίες, αλλά σιώπησα.  Το πρόβλημά μου:  Το πρόβλημά μου,  σε μια ηλικία που όλοι σε φωνάζουν παππού τι όφελος θα έχει έστω και να κατακτήσω καινούργιους ορίζοντες;    
  

Γαβριήλ Παναγιωσούλης   

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ανακεφαλαίωση

                                                                     Ανακεφαλαίωση,
 
Κάποτε τα παλιά χρόνια που δεν ήταν της μόδας οι υπολογιστές έγραφα σε χαρτί, σε σελίδες που τις πέταγα σε κάποια γωνιά μέχρι να έρθει η ώρα τους να καθαρίσω την γωνιά.  Τότε τις μάζευα τις έβανα σε κάποια τάξη, εν τω μεταξύ αγόρασα υπολογιστή και αντέγραφα τις σελίδες σε υπολογιστή, μετά έψαχνα για εκδότη. Όμως η τιμή δεν μου επέτρεπε, έτσι αρκέστηκα ότι μπορώ να κάνω μόνος μου, έκδωσα     αρκετά βιβλία. Τα έστελνα παντού έτσι ένας φίλος απ’ τον Καναδά μου ζήτησε μερικά διηγήματά μου να τα βάλει στην Ιστοσελίδα του, θα πρέπει να ήταν γύρω στο 2006, ήταν τότε που δεν είχα  δική μου προσωπική ιστοσελίδα. Όμως  χάρη τις προτροπές και την βοήθεια του φίλου Στράτο απέκτησα δικό μου Μπλογκ το 2008
Έτσι προχθές ο φίλος απ τον Καναδά  μου τηλεφώνησε και μιλούσαμε ολόκληρη ώρα, μου έστειλε δε κι ένα απ τα άρθρα  μου που του είχε κάνει πολύ εντύπωση, μα και το Λινκ ώστε να μπω στην ιστοσελίδα του και να διαβάσω τα περασμένα.
Το όνομά του είναι Κώστας Δουρίδας   μπορείτε να κάνετε  κλικ στο      http://douridasliterature.com/axnaksera.html

Και θα σας ανοίξει μια σελίδα δικιά του για εμένα εποχή 2006
Να έχετε καλή εβδομάδα         

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

Η βαριά σιδερένια σχάρα του εστιατορίου, που ήτανε πίσω από τον πάγκο έσταζε λίπος. Η φωτιά κάτω απ' το μαντέμι έκανε τ' αυγά που ψηνόταν πάνω της να χοροπηδούν, έμοιαζαν με ζωντανά όντα, ανακατεμένα με χοιρινό μπέικον τσιτσίριζαν σα να κλαίγανε τη μοίρα τους. Τα δάκρυά τους έσταζαν σε φόρμα λίπους, ξεχείλιζαν από τις άκρες του καυτού σίδερου, με πιτσίλιζαν και μου καίγανε τα σωθικά. Εκεί στην άκρη της ζεστής μαντεμένιας πλάκας, βρισκόταν ένας τεράστιος σωρός από βρασμένες, τριμμένες και μετά ψημένες πατάτες, μουσκεμένες με λίπος από μπέικον και πασπαλισμένες με ουγγαρέζικη πάπρικα. Πατάτες που σερβιριζόταν μαζί με τ' αβγά.
Σα σίφουνας ορμούν οι πελάτες, όλοι μαζεμένοι, τρέχουν να βρεθούν πρώτοι στην ουρά, αφού όλοι αρχίζουν δουλειά την ίδια ώρα, μερικοί προσπαθούσαν να προσπεράσουν για να σερβιριστούν πρώτοι. Ήταν μια γειτονιά της Νέας Υόρκης με πολλά εργοστάσια και οι πελάτες, οι περισσότεροι έπαιρναν το πρωινό τους να το φάνε κάπου έξω, βαδίζοντας στο πεζοδρόμιο, για να μην καθυστερήσουν, ή σε κάποια γωνιά του εργοστασίου.
Εδώ, στα γούστα τους, καθρεφτίζεται η προβληματική ανθρώπινη παραξενιά και ιδιοσυγκρασία.
«Εγώ, θέλω δυο αυγά χτυπητά με κρεμμύδια, πατάτες και μπέικον,» φώναξε ένας ταξιτζής, κάθισε στο σκαμπό και περίμενε να σερβιριστεί.
«Εμένα θα μου βάλεις τέσσερα ασπράδια από αυγά ομελέτα, όχι με πατάτες αλλά με κουρκούτι, και φρυγανιές σταρένιες ολικής αλέσεως,» είπε ένας χοντρός, κάθισε δίπλα στον ταξιτζή και περίμενε.
«Εγώ θέλω ομελέτα με αμερικάνικο τυρί, βάλε μου και αγγουράκια τουρσί, πατάτα σαλάτα, και κολ-σλοου,» φώναξε ένας εβραίος, μάζεψε το πανταλόνι του που ήταν έτοιμο να πέσει, κάθισε και φώναξε για νερό, καφέ κι άρχισε τη μουρμούρα για το πόσο αργεί να ετοιμαστεί η παραγγελία.
«Θέλω ένα αβγό σάντουιτς σε φρυγανιά με μπέικον, αλλά να μη σπάσει ο κρόκος.» Είπε μια όρθια παράξενη βιαστική ύπαρξη, που δούλευε καθαρίστρια σε σχολικό κτίριο της περιοχής.
Ένας Ιταλός εργάτης φώναζε: «Δυο αυγά χτυπητά με τηγανιτές πατάτες, σε Ιταλικό φραντζολάκι, θα το πάρω μαζί μου.»
«Δυο αβγά μελάτα, με καπνιστό χοιρομέρι,» φώναξε ένας που είχε χώσει τα μούτρα του σε μια ανοιχτή εφημερίδα. Κάθισε στο μικρό τραπεζάκι και περίμενε.
«Δυο αυγά μάτια με λουκάνικα. Δεν θέλω βούτυρο στις φρυγανιές μου, οι πατάτες να είναι ξεροψημένες.» Από κάπου ακούστηκε μια φωνή.
Η σερβιτόρα μου έφερε πίσω το πιάτο με τ' αυγά και μου είπε.
«Αυτή εκεί η χοντρή λέει ότι είναι πολύ ψημένα τ' αβγά, θέλει άλλα να είναι πιο ωμά. Πρόσεχε πάλι, αυτός εκεί ο εβραίος λέει ότι σε είδε να πιάνεις τη φρυγανιά με τα χέρια σου, δεν τη θέλει, δώσε του άλλη, βάλε και αυτά τα ρημάδια τα γάντια σου επιτέλους, γιατί σου τα φέρανε, να τα κοιτάς;»
Ένας Ισπανόφωνος μπερδεύτηκε στη γλώσσα, «θέλω τηγανιτές γαλλικές πατάτες.»
«Φτιάξε μας μια ομελέτα με μαρμελάδα και Γαλλικές φρυγανιές,» φώναξαν κάτι νεοφερμένοι Ιρλανδοί.
Η σερβιτόρα μου έφερε πίσω το πιάτο με τις τηγανιτές πατάτες. «αυτός ο Ισπανόφωνος λέει ότι του λείπουν τ' αυγά, θύμωσε μάλιστα.»
«Μα δεν μου είπε για αβγά,» τόλμησα να πω.
«Δεν πειράζει, βάλε του αβγά να τελειώνουμε.»
Μια παρέα από εργάτριες εργοστασίου φάνηκε, περικύκλωσαν τον πάγκο, «θέλουμε δέκα φραντζολάκια ζεστά με πολύ βούτυρο,» μου είπαν «και δέκα καφέδες με γάλα και ζάχαρη»
«Τους καφέδες θα τους πάρετε από τη σερβιτόρα,» τους είπα.
Η σπάτουλα στα χέρια μου ανεβοκατέβαινε σα μηχανή. Ο ιδρώτας μου, έσταζε μέσα στα πιάτα, για να μην ξεχνάω τις παραγγελίες δεν μιλούσα. Τα χαρτόνια με τ' αβγά άδειαζαν το ένα μετά το άλλο. Προσπαθούσα να βγάλω κι αυτή τη μέρα, με την καταπιεστική σκλαβιά, σώματος και νου, ενωμένους, πασχίζοντας να επιζήσω, στο κατεστημένο του μεροκάματου. Οι παραγγελίες γι' αβγά ερχόταν σαν αλυσίδα άγκυρας βαποριού, που γλιστρά να βρει τον πάτο της θάλασσας.
Μια άγρια συρτή σπαρακτική φωνή ξέσχισε τον αέρα. «Μη βαράς ρε! Έλληνας είμαι.» Γύρισα το κεφάλι προς την φωνή. Το αφεντικό είχε ρίξει έναν άνθρωπο στο πάτωμα και τον έδερνε. «Να και τούτη, να και την άλλη, που θα μου πεις ότι η πορτοκαλάδα μου είναι νερωμένη.» Βαρέθηκε να χτυπά, τον άφησε, σηκώθηκε από πάνω του, πέρασε τ' ανοιχτά δάχτυλά του σα χτένα για να στρώσει τα μαύρα μαλλιά του, ήρθε πίσω από τον πάγκο και μου είπε:
«Γιατί δεν ήρθες να βοηθήσεις;»
«Δηλαδή, να κάνω τι;»
«Να χτυπήσεις κι εσύ, εκεί σε χρειαζόμουνα,» δεν του απάντησα, εξακολούθησα να δουλεύω στο καυτό μαντέμι, ικανοποιώντας χιλιάδες ιδιοτροπίες, ανάμεσα στ' αβγά και στους ανθρώπους.
Όταν τελείωσα τη δουλειά είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει. Το αφεντικό φώναξε τον πιατά να κατεβάσει τα ρολά της πόρτας και να κλειδώσει από μέσα. ’νοιξε τα χέρια του κι αγκάλιασε το ταμείο, έχωσε τα χέρια του στα εντόσθιά του κι άρχισε να μετρά τις εισπράξεις της ημέρας, αρχίζοντας από τα κέρματα και τελειώνοντας με τα πράσινα χαρτονομίσματα. Μια βλαστήμια ξέφυγε από το στόμα του. «Σήμερα δεν είχαμε τόσο πολύ δουλειά, όπως άλλες φορές.» Μετά με φώναξε και μου είπε:
«Κοίταξε να βρεις αλλού δουλειά, δεν κάνεις για το μαγαζί μου.»
Πέταξα τη βρώμικη ποδιά σε μια γωνιά, πήρα τα χρήματα του κόπου μου που μου έδινε με το βρώμικο χέρι του. Μετά φώναξε τον πιατά και του είπε να μου ανοίξει την πόρτα να φύγω και ξανά να κλειδώσει πίσω μου. Ήταν η γειτονιά του Μπάουρι της Νέας Υόρκης.
Ένα βάρος ξέφυγε από το στήθος μου. Τα χείλη μου άνοιξαν κι ένας βαθύς χαρούμενος αναστεναγμός όρμησε έξω, σφυρίζοντας για τη λευτεριά νου και σώματος.
Απ' τη χαρά μου έδωσα μια κλωτσιά στον αέρα και προσπάθησα να χαρώ τη στιγμή της λύτρωσής μου, κλείνοντας τα παράθυρα των υποχρεώσεών μου.
Χαρούμενος κατευθύνθηκα στο υπόγειο μετρό, στο σπίτι με περίμεναν με ανοιχτή αγκαλιά σε μια οικογενειακή ζεστή θαλπωρή, πήγα αποφασισμένος ν' απολαύσω τη λευτεριά μου μαζί τους, έστω και προσωρινός. 'Άφησα τις σκέψεις μου στο ντουλαπάκι του αύριο, για να χαρώ την παρούσα κατάσταση, αρνούμενος προς στιγμή να σκεφτώ ότι την ερχόμενη εβδομάδα νους και σώμα θα έβγαιναν παρέα για αναζήτηση δουλείας στα διάφορα γραφεία εργασίας της 8ης Λεωφόρου και 40 δρόμων της Νέας Υόρκης. 

 Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Άνθρωποι, Άνθρωποι:

                                                                Άνθρωποι: Άνθρωποι:



Στη ζωή υπάρχουν αντιθέσεις, εάν δεν υπήρχαν η ζωή θα ήταν μια βαρετή συνύπαρξη. Πιο πολύ τις βλέπουμε εμείς οι έλληνες της Διασποράς, οι ομογενείς που ζούμε στο εξωτερικό μέσα σε πανσπερμία φυλών και χρωμάτων. Επίσης αισθανόμαστε τις αντιθέσεις κι αναμεταξύ μας, αν και είμαστε όλοι έλληνες ομογενείς εν τούτοις ο κάθε ένας από εμάς έχει διαφορά γνώμης, πίστης, λατρείας, ακόμα και αγάπης, είναι μοναδικός, εγωιστής, δεν υπάρχει κανένας μα κανένας που να του μοιάζει, ούτε σε φάτσα,  ούτε σε πιστεύω, μα ούτε και στην αγάπη, είμαστε όλοι άνθρωποι.

Η ψυχή σου λαχταρά από αγωνία, όταν τα δάκτυλα σου κρατούν την πένα και γράφουν τις εμπνεύσεις του νου σου στο χαρτί, εκεί ανοίγει η πηγή των σκέψεών σου, και ρέουν σα ρυάκι γάργαρου νερού που ξεσκεπάζει τις ρίζες του τόπου σου. Κλαις, υποφέρεις από παιδική νοσταλγία. Γράφεις με τα ίδια ελληνικά γράμματα που γαλουχήθηκες, δεν τα ξέχασες. Είναι τα μόνα που δεν έχουν αλλάξει. Αποτυπώνεις τις σκέψεις σου σε χάρτινες σελίδες οι οποίες φιλικά προσκείμενες αντέχουν σε ότι γράφεις, τις γεμίζεις και τις πετάς σε μιαν άκρη με την ελπίδα δημοσίευσης κάποτε σε φόρμα βιβλίου. 

Σελίδες γεμάτα έρωτα, αγάπη, αναμνήσεις, σελίδες που εξυμνούν το δόξα εν υψίστης, άλλες μυρίζουν λιβάνι, άλλες λεν το πάτερ ημών, άλλες υμνούν την θεά Αθηνά, άλλες κατηγορούν, άλλες μισούν τις υπόλοιπες δια το πιστεύω τους. Έτσι όπως είναι τσαλακωμένες ξεχασμένες, σκονισμένες πεταμένες σε μια γωνιά μαλώνουν αναμεταξύ τους, κολλούν οι ομοϊδεάτισσες η μια με την άλλη, γίνονται φύλλα, εχθρεύονται τις άλλες, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι φτάνει μια καύτρα ανθρώπινου τσιγάρου, αυτού που καπνίζεις, αυτό που παίρνεις μια ρουφηξιά το βάζεις στο τασάκι, συνεπαρμένος απ’ το γράψιμο το ξεχνάς, όταν το θυμάσαι είναι πλέον στάχτη. Η καύτρα του μπορεί να πέσει σαν ουράνιο αστροπελέκι πάνω στις σελίδες,  για να χαθούν μια για πάντα.

Τι θα μείνει μετά; Μα ασφαλώς η στάχτη για όλες, αυτές τις σελίδες που έγραφαν για αγάπη, για έρωτες, για εγωισμούς, για λιβάνι και λιτανείες, μα και αυτές που έγραφαν για το θάνατο της Υπατίας, ή την καταστροφή της Αλεξανδρινής  βιβλιοθήκης. Όλες θα χαθούν…
Θεέ μου! τι ουτοπία να προσπερνάμε εμείς οι άνθρωποι τον αλτρουισμό, την ανθρώπινη ομόνοια κι αγάπη, την φιλοπατρία  και να φθονούμε τους άλλους λες και  είμαστε οι μόνοι αλάθητοι, χωρίς να σκεφτούμε ότι κανείς δεν είναι  αθάνατος.                                  
 Οι άνθρωποι τα πάθη τους, οι ιδέες τους, μοιάζουν σαν τα τσαλακωμένα χάρτινα φύλλα, συνυπάρχουν, μαλώνουν αναμεταξύ τους, δεν σκέφτονται ποτέ ότι είμαστε περαστικοί πάνω στη γη μας υπάρχει χώρος για όλες τις ιδέες, για όλους τους ανθρώπους,  ότι δεν είναι τίποτα δικό τους, όλα ανήκουν στην μητέρα γη.                            
                                               ***

Γαβριήλ Παναγιωσούλης