Ο Δεκέμβρης είναι ο μήνας που
όλοι τρέχουν να προετοιμασθούν για τα Χριστούγεννα για την πρωτοχρονιά για
αγορά δώρων, να μην ξεχάσουν κανένα, μα και να κλείσουν τραπέζι σε κέντρο (όσοι
θα πάνε) να υποδεχθούν τον καινούργιο χρόνο. Το άγχος της καθημερινότητας
υπερισχύει, το τρέχα, τρέχα δεν σταματά.
Θέλοντας λοιπόν να επιζήσω του άγχους (αν και μου είναι δύσκολο) έψαξα
στα κιτάπια της μνήμης μου, βρήκα μια
εικόνα την ξεσκόνισα την φίλησα από
νοσταλγία και αγάπη, προσκύνησα στην φευγάτη νιότη μου και την παρουσιάζω έτσι
όπως την έζησα.
Μια επίσκεψη στο ναό της Νιρβάνας:
Μια μέρα εκεί που περπατούσα κοιτάζοντας τα παράξενα από
αυτά που δεν υπάρχουν στο χωριό μου, μου κίνησε την περιέργεια ο τρούλος μιας πανύψηλης Παγόδας, σε ένα χρυσαφί
χρώμα. Ευκαιρία σκέφτηκα να επισκεφτώ το ναό της Νιρβάνας, έβαλα οδηγό μου τη θέα του τρούλου και βάδιζα
μόνος τα σοκάκια της μικρής αυτής πόλης του λιμανιού. Ίσως να με φωτίσει σε
κάτι που δεν έχω ή που δεν ξέρω ώστε να βρω τη Νιρβάνα μου αυτό το άγνωστο
ύψιστο αγαθό!
Αλλά πρέπει να εξιστορήσω το πώς βρέθηκα στο κράτος αυτό
της νοτιοανατολικής Ασίας. Φορτωμένο το
βαπόρι μας ρύζι παλεύαμε μερόνυχτα με τον μουσώνα του Ινδικού Ωκεανού.
Προορισμός μας το λιμάνι Chittagong, Bangladesh στον κόλπο της Βεγγάλης, μετά κι αφότου ξεφορτώσαμε, αναχωρήσαμε για Colombo Κεϋλάνης φορτώσαμε ρύζι για Basein Burma, σημερινή Myanmar.
Στην φωτογραφία ο φίλος Captain John Ko. Korinis με τον μπερέ, ο άλλος με το Άφρο η αφεντιά μου. Ινδικός Ωκεανός 1957.
please check comments, σχόλια.
Στην φωτογραφία ο φίλος Captain John Ko. Korinis με τον μπερέ, ο άλλος με το Άφρο η αφεντιά μου. Ινδικός Ωκεανός 1957.
please check comments, σχόλια.
Επιτέλους κάποτε φθάσαμε στο λιμάνι αυτό, φουντάραμε στην
μέση ενός ποταμού, φορτηγίδες έπεσαν δίπλα μας κι άρχισαν να ξεφορτώνουν το
ρύζι.
Την νύκτα κλέφτες ανέβηκαν στο κατάστρωμα boat deck έκοψαν κι έκλεψαν τα
σχοινιά (μπαρούμες) από τις σωσίβιες λέμβους.
Ο καπετάνιος μας Π. Παναγιώτου ένας ηλικιωμένος από την Σάμο καλός άνθρωπος, ήταν της
ακτοπλοΐας, «ο κανονικός μας καπετάνιος και το περισσότερο πλήρωμα όταν μάθανε
τον προορισμό του φορτίου κόλπος της Βεγγάλης από τον γύρω του ακρωτηρίου της
καλής Ελπίδος τα χτύπησαν κάτω κι έφυγαν όλοι μαζί στη Νέα Ορλεάνη» έτσι
περιμέναμε αρόδου στον Μισισιπή να έρθει καινούργιο πλήρωμα.» Πρέπει να τονίσω ότι το βαποράκι αυτό ήταν ένα
μικρό 5.000 τόνων με ταχύτητα 5-6 μίλα ωριαίος.
Το εφοπλιστικό γραφείο μαζί με τον πράκτορα τρέχανε να
βρούνε ναυτικούς την τελευταία στιγμή, έτσι
έφεραν όποιους βρήκαν. Ήταν η
εποχή που ήταν κλειστό το κανάλι του Σουέζ 1956. Λέγανε ότι ο καπετάνιος μας πρώτη
του φορά πλοιαρχούσε σε ποντοπόρο φορτηγό και μάλιστα αργοκίνητο… δεν μιλούσε
Αγγλικά.
Με φωνάζει λοιπόν ο καπετάνιος βρίζοντας ελληνικά και μου λέει
πρέπει να πάμε στην αστυνομία να καταδώσουμε την κλεψιά, εσύ είσαι ο πιο εύκαιρος,
(Η δουλειά μου ήταν (Steward) λοιπόν μπες
σε μια βάρκα αυτές που κάνουν την συγκοινωνία με τη στεριά πήγαινε στον
πράκτορα και πες του να ειδοποιήσει την αστυνομία, για την κλεψιά. (Κανονικά
την δουλειά αυτή την έκανε ο ασυρματιστής «Μαρκόνης,» αλλά ο δικός μας ήταν ένας
βραζιλιάνος μέθυσος και υπήρχε το φράγμα της γλώσσας με τον πλοίαρχο.)
Πράγματι πήγα, ο πράκτορας μου λέει:
Μια συμβουλή σας δίνω, μην αναφέρεται τίποτα στην
αστυνομία, ούτε σε κανένα, θα βρείτε τον μπελά σας, απλούστατα αγοράστε καινούργια σχοινιά…
Aφού πήρα την απάντηση, πριν
γυρίσω στο βαπόρι αποφάσισα να κάνω μια
βόλτα στην πολιτειούλα, να δω τα αξιοπερίεργα. Ξεκίνησα με οδηγό μου τον
πανύψηλο τρούλο παγόδας, (και ήταν πολλές)
που φάνταζε από μακριά σαν χρυσάφι. Φτάνοντας μπροστά απ’ την παγόδα είδα ότι ήταν ανυψωμένη
με κυκλικά σκαλιά, όπου πάνω στην κορυφή
σχημάτιζαν μια πλατιά στρογγυλή προεξοχή. Κοίταξα
τι έκαναν οι υπόλοιποι κι έκανα κι εγώ το ίδιο, ανέβηκα τα σκαλιά έβγαλα τα παπούτσια μου και τ’ άφησα στην
είσοδο απ’ έξω. Μέσα στο βάθος φάνηκε
ένα τεράστιο άγαλμα ενός
χλωμού Βούδα, με μεγάλα αυτιά που ήταν
καθιστός οκλαδόν και κρατούσε ένα μεγάλο πιάτο. Στάθηκα μπροστά του και
παρακολουθούσα, κόσμος με προσπέρναγε, προπαντός γυναίκες, δεν μου έδινε κανείς
σημασία. Ήταν ένα κράτος ακοινώνητο με ένα πληθυσμό βουβό, καχύποπτο προς τους
ξένους.
Μπροστά απ’ το άγαλμα ήταν κάγκελα κι επάνω εκεί ήταν
κρεμασμένες κοριτσίστικες πλεξούδες, τάματα προς τον Βούδα, από στο αριστερό
μέρος του «ναού» τεράστιες ζωγραφιές που μπροστά τους έκαιγαν δεκάδες κεριά-καντήλια,
έμεινα αποσβολωμένος κοιτάζοντας τα χρώματα τις ζωγραφιές μερικές τρομακτικές. Είπα να
προσευχηθώ, αλλά δεν μου πήγαινε, μετά σκέφθηκα την ουτοπία της Νιρβάνας, αυτής
που όλοι ψάχνουμε αλλά δεν ξέρουμε πως!
Μετά συνήλθα κι άρχισα να ψιθυρίζω κάτι σαν (ρε τι γυρεύω
εγώ σε τούτη την κοσμοχαλασιά και μόνος μου) κανονικά θα πρέπει να λέω
μια παράκληση στους θεούς που γνωρίζω να μου δείξουν τον σωστό δρόμο.
Μετά άκουσα κάτι θορύβους, γύρισα δίπλα μου
είδα τους πιστούς να με κοιτάζουν παράξενα, κάτι ανθρωπάκια μικρού
αναστήματος. Απόρησα, μετά σα να μ’
έπιασε ένας φόβος, βγήκα, κατέβηκα τα σκαλιά παίρνοντας μαζί μου τα παπούτσια
μου που είχα αφήσει απ’ έξω, τράβηξα για το ποτάμι όπου ένα μονόξυλο με έναν μονό κωπηλάτη που φορούσε κινέζικο
καπέλο και στριφογύριζε στην πρύμνη το
μοναδικό κουπί με έφερε εκεί που ήταν φουνταρισμένο το βαπόρι στη
μέση του ποταμού και ξεφόρτωνε ρύζι σε μαούνες.
Φτάνοντας στο βαπόρι κατάλαβα ότι αν κι επισκέφθηκα το
βουδιστικό ναό, αν κι έκλεισα τα μάτια μου κι ένωσα τις παλάμες μου σαν
προσευχή, αν κι έσκυψα το κεφάλι μπροστά στις τόσες πολλές κέρινες φλόγες με
τον Βούδα να κάθεται οκλαδόν στο βάθος,
αν και ήμουν ξυπόλητος εις ένδειξη σεβασμού, εν τούτοις δεν βρήκα αυτό που
ζητούσα. Την αγαλλίαση και ηρεμία που υπόσχεται η Νιρβάνα.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης