Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Το Σήμερα, το Χθες


                


 Παρακολουθώντας  την σημερινή τεχνολογία, το πως έχει προχωρήσει χιλιάδες χρόνια μπροστά, μας φέρνει σε δύσκολη θέση εμάς τους παλιούς μετανάστες, όταν ζητάμε κάποια πληροφορία ή μας δίδουν οδηγίες απ το τηλέφωνο ώστε  να   κατορθώσουμε τα κομπιούτερ να αναγνωρίζουν την φωνή μας. Το γιατί,  πάντα υπάρχει αυτή η προφορά Accent του ξενογεννημένου, οπότε  αυτή η μισητή φωνή των υπολογιστών σου λέει δεν   σε καταλαβαίνω, βγαίνεις έξω απ τα ρούχα σου, βρίζεις φωνάζεις, πετάς το τηλέφωνο στο πάτωμα,   δεν τρέχει τίποτα, η φωνή κρύα φλεγματική συνεχίζει σου απαντά I don’t understand you,  let’s get try another way και σου απορυθμίζει άλλες επιλογές.
 
H συνεννόηση μας καταντά μαρτύριο, γίνεσαι ανθρώπινο ράκος,  άδικα φωνάζεις  θέλω έναν ζωντανό άνθρωπο να μιλήσω, an alive person, η φωνή του κομπιούτερ κρύα απάνθρωπη παγωμένη λες κι προέρχεται από το υπερπέραν συνεχίζει.   I don’t understand you, let’s  try another way. 


                                                                        Back flash  

Πολλές φορές τα γραπτά μου μοιάζουν σα να προέρχονται από μια Twilight zone από ένα θαμπό ημίφως,  έτσι όπως ντύνεται η φύση όταν αρχίζει να γλυκοχαράζει.

Γραπτά μιας περασμένης ζωής, ή ακόμη και της ιστορίας μας, κάτι που οι  σημερινοί σύγχρονοι  αναγνώστες της Ελληνικής γλώσσας δεν έχουν ζήσει ή αγνοούν τον αγώνα του ατόμου  να επιζήσει, ή ακόμα και να χορτάσει μια μπουκιά ψωμί  στα παλιά χρόνια, αυτά που μεγαλώσαμε. 
Από την τότε ανέχεια, ή από την δυσκολία του να βρεις μια θέση κάτω απ τον ήλιο της Ελλάδας   υποχρεωθήκαμε να βγούμε στο εξωτερικό, ένα λιγότερο βάρος για αυτούς που έμεναν και μια βοήθεια από τα εμβάσματα.
Ήμασταν τόσο πολύ συνδεδεμένοι με αυτούς που αφήσαμε πίσω ώστε ζούσε μέσα μας η Ελλάδα, το χωριό οι γονείς μας, θεωρούσαμε ατόπημα να παρεκκλίνουμε από κάτι που να μην ήταν ελληνικό.
Ακόμα είχαμε και σαν λόγο τιμής το πρώτο μερίδιο του μηνιαίου μισθού μας να σταλεί στην οικογένεια      
Εννοώ για αυτούς που εργαζόταν στα ποντοπόρα πλοία. Αφού για την μετανάστευση έπρεπε να γνωρίζεις κάποιον ή να έχεις μπάρμπα στην Κορώνη που λέει μια παροιμία.
Σε εμάς υπερτερούσε το φιλότιμο μια λέξη όπου δεν μεταφράζεται σε ξένη γλώσσα, ζούσαμε σε μια Ελλάδα αποκομμένη από τον Ελλαδικό χώρο αλλά γεμάτη από φιλοπατρία, συνήθειες ακόμα και σε φαγητά όπως ήταν την εποχή όπου φύγαμε από την Ελλάδα.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, πάρα πολλά μέσα μας είναι σα να μην άλλαξε τίποτε, οι ξένες κουλτούρες δεν κατόρθωσαν να μας αφομοιώσουν,

Πολλές φορές διερωτώμαι το γιατί;   Η Ελλάδα, η γλώσσα μας ο τρόπος ζωής μας είναι το δικό μας Ελληνικό  DNA απ’ την αρχή έως το τέλος   

Η   αλήθεια είναι ότι δεν βρίσκω απάντηση.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

Κι έμεινα μόνος


Αφού έγραψε το γράμμα σε μια κόλα χαρτί στο πισινό  μέρος ενός καθρέφτη που ακουμπούσε στα πόδια της επάνω, καθισμένη καθώς ήταν στην καρέκλα,  σάλιωσε τον φάκελο, τον πίεσε απότομα  για να κολλήσει ακούσαμε ένα κραχ ο καθρέφτης έγινε χίλια κομμάτια.
 -Εφτά  χρόνια κακή τύχη  θα έχουμε, μου είπε,
-αυτό εννοεί το σπάσιμο του καθρέφτη.
-λες να φτάσουμε ως εκεί; Είπα.
 Ότι είχαμε πρωτοσμίξει με την Μάρθα.   
 Αν πόναγε κάπου τουλάχιστον θα ήξερα τι είναι, αλλά αυτή η ατελείωτη υπνηλία με φόβιζε. Βγήκα έξω να πάρω λίγο φρέσκο αέρα.  Η Μάρθα ήταν μουσκεμένη στον ιδρώτα πέταξε από πάνω της τα σεντόνια κι έμεινε γυμνή, έγειρε το κεφάλι και ξανά κοιμήθηκε.

Μια πνοή ανέμου έκανε την φλόγα απ το καντήλι να τρεμοσβήνει.

Ξύπνησε από τον θόρυβο που έκανε το παραθυρόφυλλο χτυπώντας τον τοίχο, έκανε να σηκωθεί, αισθάνθηκε αδύνατη και ξανάπεσε στο κρεβάτι. Τα χείλη της υγρά ρώτησαν;
-Εσύ είσαι μάνα;
-Εγώ είμαι κόρη μου.
-Μα γιατί ήρθες να με δεις αφού είσαι πεθαμένη;
Η Έμμα μια γειτόνισσα με κοίταξε, κατάλαβε ότι η Μάρθα παραμιλούσε.
Ζύγωσε δίπλα της, άνοιξε τα μάτια.
-Ακούω φωνές της νύχτας, είναι ψυχές που φτερουγίζουν, τις ακούς  Έμμα;
-Όχι δεν ακούω τίποτα,
Ακούς τον αέρα που σφυρίζει; 
-Όχι,
-Πιστεύεις στον παράδεισο;
-Ναι και στην κόλαση.
-Εγώ δεν ξέρω.  
Ο παπάς με την θεία μετάληψη έμεινε στον δρόμο, δεν πρόλαβε.
Όλα τελείωσαν, έφυγα.
 Πήρα τον δρόμο του γυρισμού προς το λιμάνι, η πανσέληνο με συντρόφευε, κατάλαβα πως ήσουν εσύ Μάρθα, οι αχτίνες της περνούσαν από τα υγρά σου χείλη και με χάιδευαν.

Μπήκα στο μπαρ γεμάτο ναυτικούς και γυναίκες κάθισα σε σκαμπό παράγγειλα πιοτό ήθελα να  ξεχάσω, να ξαναγίνω όπως πρώτα, εκεί βρήκα την Ζόϊλα,   την έκανα πέρα, μετά ήρθε η Μαρίνα να μου πει τα νέα ότι παντρεύτηκε, ήρθε η  Αυγουστίνα και η Ντέλμη με χαιρέτισαν, με  κοίταζαν. Τι κρίμα αισθάνθηκα, διαφορετικός από πρώτα σαν  χαμένος, τελικά  ήρθε  η ιδιοκτήτρια παλιά μου γνωστή,  έβαλε το χέρι της στην πλάτη μου σα να ήθελε να με προστατεύσει μην στενοχωριέσαι για τίποτα, έλα αύριο στο σπίτι θα μαγειρέψει ο Χρήστος, πήγα, πάνω στα κέφια τους τελείωσε η φιάλη του γκάζι, δεν πρόλαβε να μαγειρέψει, ήταν Κυριακή κι όλα κλειστά ήπια ακόμη δυο μπύρες μεζές  φιστίκια, κι έφυγα…
 
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

 

 

 

 

 

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Σ' ένα πλωτό καφενεδάκι


                                                     Σ ένα  πλωτό  καφενεδάκι  

Με το που βράδιαζε μαζευόμασταν στο καπνιστήριο του πλοίου και παίζαμε χαρτιά πίνοντας καφέ με γάλα. Ήταν η χαλάρωση μας μετά από την εργασία στο πλωτό μας αυτό καφενεδάκι τι κι αν το ονόμαζαν καπνιστήριο.  Είχε τις καρέκλες του βιδωμένες στο πάτωμα και τα τραπέζια του ακούνητα βιδωμένα κι αυτά,  λες και θα μας έφευγαν να πέσουν στη θάλασσα Η καφετιέρα εκεί δίπλα μας ήταν πάντα γεμάτη καφέ ζεστό. Για να λέω την αλήθεια ήταν καφές αυτός που ονομάζουμε γαλλικού τύπου, στα βαπόρια τον ονομάζαμε αμερικάνικο. Πάντως ότι και να ήταν δεν παύει να ήταν καφές και μάλιστα σε ένα ξανθο-καφετί χρώμα  με γάλα. Στην αρχή παίζαμε 66 μετά που τελείωνε την βάρδια  4-8 ο Κουμιώτης ο θερμαστής το γυρίζαμε στο αγοραστό, άλλοι παίζανε πρέφα, άλλοι παρακολουθούσαν όρθιοι…  Ήταν αυτό το ίδιο καπνιστήριο  όπου δυο φορές την ημέρα μαζευόμαστε για Coffee  Time.      

Όμως τούτη η βραδιά ήταν διαφορετική, ξημέρωνε πρωτοχρονιά κι εμείς στην μέση του Ατλαντικού ταξιδεύαμε για Βαλτιμόρη, η πλώρη του βαποριού ένα ποντοπόρο Λίμπερτι τάνκερ  βουτούσε στην αφρισμένη θάλασσα και σηκωνόταν περήφανη κοιτάζοντας τ’ αστέρια, για να χωθεί  με την σειρά της η πρύμη αφρίζοντας από τα απόνερα της προπέλας.   Ένα συνεχές σκαμπανέβασμα.
Είχαμε αναχωρήσει από την Χάβρη Γαλλίας φορτωμένοι μελάσες, ένα παχύρευστο σιρόπι.
Ο Μπάμπης ο Κουμιώτης θερμαστής τελείωσε την βάρδια του 4-8 ανέβηκε στο καπνιστήριο έβγαλε απ’ την τσέπη του μια τράπουλα μας φώναξε όλους στο καπνιστήριο να παίξουμε 31 ξημέρωνε πρωτοχρονιά, ελάτε για το καλό του χρόνου μας φώναξε.

Αποκομμένοι   από τον κόσμο ήμασταν μόνοι μας, πλέαμε στα καπρίτσα της θάλασσας, μέσα σε βαθύ σκοτάδι με μόνο τα φώτα της πορείας. Μαζευτήκαμε πολλοί από το πλήρωμα,  Ιθακήσιοι, Κεφαλλονίτες και Δωδεκανήσιοι παίζοντας 31 περιμένοντας την αλλαγή του χρόνου. Η καφετιέρα γεμάτη ζεστό καφέ εκεί δίπλα μας κανένας δεν της έδινε σημασία.

Τα μεσάνυχτα ακριβώς κατέβηκε απ την γέφυρα   ο πλοίαρχος, ο καπετάν Κουκιάς από την Σύρο, σταματήσαμε το παιχνίδι, μας χαιρέτισε δια χειραψίας με την  ευχή, χρόνια πολλά και του χρόνου στα σπίτια μας αδέλφια.

Ο καμαρότος έφερε ξηρούς καρπούς σταφίδα και ποτό, όλοι σηκώσαμε τα ποτήρια μας σε ένα εβίβα  και του χρόνου στα σπίτια μας. Ο Βασίλης ο μάγειρας απ την Χαλκίδα δάκρυσε, τον έπιασαν τα κλάματα, πήγα κοντά του, του λέω τι τρέχει ρε  Βασίλη φίλε μου μην κάνεις έτσι, κάποτε θα φθάσουμε στην στεριά, έλα να δεις μου λέει και με πήγε στο δωμάτιό του.

Να διάβασε και μου δίνει ένα γράμμα. Το είχε λάβει  πριν αναχωρήσουμε απ’ την Γαλλία  Ήταν από την γυναίκα του, του έγραφε μην γυρίσεις, δεν σε θέλω πια… και συνέχισε:  
Στην  αρχή μούγραφε  να γυρίσω, μα πώς να γύριζα αφού δεν είχα λεφτά; Χρωστούσαμε τόσα! Της το έγραφα, αλλά αυτή τίποτα.
Όμως απόψε με την ευχή του καπετάνιου και του χρόνου στα σπίτια μας μ’ έπιασε το παράπονο.
Σε τι σπίτι να γυρίσω!
Έλα πάμε στο καπνιστήριο να πιεις ακόμα ένα του είπα  και μετά  πήγαινε για ύπνο, καινούργια μέρα ξημερώνει, μας περιμένει δουλειά, τον πήγα μέχρι την καμπίνα του κι έφυγα. Το βαπόρι συνέχιζε να σκαμπανεβάζει λες και μας νανούριζε. Κάναμε παρέα με τον Βασίλη, στο πέλαγος  κλεινόταν στο δωμάτιό του και διάβαζε τα γράμματα της γυναίκας του, έβανε δίσκους αυτούς των 45 στροφών του  Καζαντζίδη και δάκρυζε.
Μετά από την Βαλτιμόρη αναχωρήσαμε για Κούβα.
Ξέχασέ την του λέω, εσύ θα πεθάνεις. Ένα βράδυ σε λιμάνι της Καραϊβικής, πήγαμε έξω να ξεσκάσουμε.
Πράγματι μπήκαμε σε μπαρ παραγγείλαμε ποτά, ξάφνου σηκώθηκε όρθιος τα μάτια του  πέταγαν σπίθες, στο σκαμπό του μπαρ μια μονάχη της έπινε το χυμό της και μας κοίταζε με περιέργεια.
Ο Βασίλης τρελάθηκε, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό και ψιθύρισε: της μοιάζει τόσο πολύ!  σηκώθηκε  και την πλησίασε…
Χωρίς να το καταλάβει είχε πέσει θύμα, η μορφή της άλλης στην καρδιά του είχε μείνει  αγκάθι. 
Κατάλαβα ότι δεν την είχε ξεχάσει, έφυγα και τους άφησα μόνους.
Σκέφθηκα ίσως και να γιατρευόταν! Αφού για να βγάλεις ένα αγκάθι, χρειάζεσαι άλλο αγκάθι.    

 

                                    Γαβριήλ Παναγιωσούλης
 

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Και όμως, μείναμε Έλληνες


                                                             Και όμως μείναμε Έλληνες
               Ο Λέων της Ε.Ε. κοιτά το ποντικάκι Ελλάδα, που ορθώνει  το ανάστημά της.
 
Εμείς οι παλαιοί μετανάστες είμαστε παιδιά της τότε δυσεύρετης δραχμής, για αυτήν φύγαμε, αφού την είχαν μονοπωλήσει μερικοί, όλη η υπόλοιποι Ελλάδα λιμοκτονούσε,  άδειασε η ύπαιθρο, η Ελλάδα, προσπαθούσαν κατά κάποιον τρόπο  εξατμίσει  την πίεση της ανεργίας της φτώχειας, «έδιωξαν εμάς» ανάσαναν οι εναπομείναντες.

Έτσι από την ελληνική διασπορά αυτήν που έφερε ο πόλεμος εκτός από τις μεγάλες μεταναστευτικές παροικίες Ελλήνων στο εξωτερικό, υπάρχουν και μεμονωμένοι Έλληνες  όπου ζουν ξεκομμένοι από τον κορμό των υπόλοιπων Ελλήνων μεταναστών. Εκεί τους έφερε και τους έριξε μια πνοή ανέμου μακριά από την Πατρίδα, οι οποίοι όταν ακούνε κάτι τι το Ελληνικό είναι σα να ξαναγεννιούνται.

 Στην  σύγχρονη Ελλάδα δεν υπάρχει πλέον δραχμή, την πέταξαν κι αυτή σαν κουρελού όπου αφού σφούγγισε όλες τις ατασθαλίες αυτών που την κατείχαν την πέταξαν στα σκουπίδια, κι όμως ήταν ελληνική.
Φρόντισαν να χρεώσουν όλη την πατρίδα αυτή που απελευθέρωσαν οι ήρωες του 21, σε μεγαλο-τοκογλύφους του Ευρώ, σε έναν ασφυκτικό κλοιό, όπου κάθε μέρα που περνά σου στρίβουν και μια στροφή ακόμη.  Κανένας δεν τόλμησε να εναντιωθεί διότι, έβαλαν όλοι τους οι της Ελλάδος ιθύνοντες  το ατομικό συμφέρον πάνω από της πατρίδας, άρα πουλημένοι.

Σήμερα Φεβρουάριος 20215  για πρώτη φορά ακούγεται μια δίκαια αγανακτισμένη ελληνική φωνή απ την καινούργια κυβέρνηση  εναντίων αυτών που καταχράστηκαν  τα δανεικά χρήματα αυτά που προοριζόταν για τον Ελληνικό λαό. Η σημερινή κυβέρνηση εναντιώνεται της πρακτικής των δανειστών αυτών που απαιτούν το χρήμα τους πίσω, μια κατάρα της κακής διαχείρισης του προηγούμενου κατεστημένου.  Ας ευχηθούμε ότι θα υπάρξει μια λογική λύση, αν και τα δανεικά θα πρέπει να επιστραφούν, το πώς;

 Έ! Αυτό αν το ήξερα θάμουνα μάγος.  

Θυμάμαι στα παλιά χρόνια  κάποτε η Ελλάδα πλήρωνε τα δανεικά που χρωστούσε με την δημιουργία μονοπωλίων, αυτά τα έλεγχαν ξένοι όπως τα σπίρτα, το αλάτι, το πετρέλαιο, έγραφαν Ελληνικό Μονοπώλιο.     

Έξω απ τα Ελληνικά σύνορα υπάρχει μια άλλη Ελλάδα η οποία ναι μεν μεγαλουργεί, αλλά είναι μια Ελλάδα,  που δεν την λαμβάνουν υπ’ όψιν τους οι ιθύνοντες, μια Ελλάδα που δεν έχει φωνή, μια Ελλάδα που δεν έχει ούτε το δικαίωμα ψήφου.
                                                              
                                                                            An Illusion 

 
                                                                 Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Happy Valentine's Day


 

14 Φεβρουαρίου, εορτάζουν εδώ στις ΗΠΑ την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, ή αλλιώς την ημέρα των ερωτευμένων, (έστω κι ας έχει καταντήσει μια εμπορική ημέρα  με ανθοδέσμες και σοκολατάκια, ή δώρα αναλόγως της σφοδρότητας του έρωτα.)  Στην λατινική Αμερική αυτή η ημέρα ήταν και είναι  γνωστή σαν   día  de los Enamorados, δηλαδή ημέρα των ερωτευμένων.    

Λαμβάνοντας υπ όψιν αυτή την ημερομηνία εύχομαι σε όλους τους φίλους-ες  και επισκέπτες του ΠΥΛΑΡΟΣ να έχετε μια ευτυχισμένη ημέρα αγάπης και κατανόησης.
                                                 *   
Όταν  γελούσε το κορίτσι  στα μάγουλά της δίπλα απ’ τα χείλη της σχηματιζόταν δυο λακκάκια, δεν ξεκολλούσα τα μάτια μου, πάνω της έκανα  όνειρά, ήταν ο ήλιος μου, τα χτυποκάρδια της καρδιάς ακουγόταν σαν βοή, αυτή που τρελαίνει. 

Πρώτη  φορά που την είδα. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, έλα όμως που ξαναγύρισα στο ίδιο μέρος λες και είχε μαγνήτη.

 Όχι δεν ήταν αγάπη, αλλά  ένας έρωτας ζωής και θανάτου. Ένας έρωτας που σε κάνει  να υποφέρεις να χάνεις τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια σου, να παραλύει την θέλησή σου, να σε σκλαβώνει, ένα αρρωστημένο πάθος, όσο πιο πολύ προσπαθούσες να το βγάλεις από μέσα σου, τόσο πιο πολύ χωνόταν.

Ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν γνωρίσει αυτόν τον παθιασμένο έρωτα, αλλά την αγάπη έτσι όπως κυλλά απαλά  σαν το γάργαρο νερό, νομίζω ότι αυτοί  είναι   οι τυχεροί.     

 
Εύχομαι καλή αγαπημένη κι ευτυχισμένη μέρα των ερωτευμένων την 14η Φεβρουαρίου.


 

                                       Ο Ναυτικός

 Σαν  το  πουλί που πετάει για πρώτη φορά
φεύγοντας  απ’ την φωλιά, κοιτώ  προς τα πίσω.
Με το δάχτυλο στα χείλη,
σου έγνεψα ναρθείς.

Για σένα δημιούργησα  παιχνίδια του νερού
πάνω στις κορυφές των δένδρων.
Σ’ έκανα την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου
τόσο όμορφη που κοκκίνιζες τα βράδια.   

Το φεγγάρι απομακρύνεται από κοντά μας,
κορώνα  φωτοστέφανου στον πόλο.
Έκανα ποτάμια να ρέουν,
εκεί που ποτέ δεν υπήρχαν.

Με έναν μου βρυχηθμό  ξέσχισα ένα βουνό,
απ’ την χαρά μας  χορέψαμε σ’ ένα καινούργιο σκοπό.
Για εσένα έκοψα όλα τα τριαντάφυλλα
απ’ τον παράδεισο της ανατολής.

Δίδαξα να κελαηδά το πουλί του χιονιού,
μαζί περπατήσαμε  πάνω στην τροχιά  του χρόνου  
Είμαι ένας πρώην  ναυτικός,
που ένωσε τους  κομμένους ορίζοντες μας.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Πήρα την ιδέα του ποιήματος και μερικές λέξεις  διαβάζοντας, το ποίημα:  
                               Marino
Antología de la poesía hispanoamericana contemporánea 1914-1987   

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Μια Ζεστή Χειμωνιάτικη Θαλπωρή!


 
 
                           Μια ζεστή χειμωνιάτικη θαλπωρή.

Η γειτονιά μου έχει πολλές γάτες, γάτες αλανιάρες, μαύρες, άσπρες, κόκκινες, κάθε βράδυ με το που πέσει ο ήλιος μαζεύονται έξω απ την πόρτα κι αρχίζουν να νιαουρίζουν. Όχι δεν είναι δικές μου, αλλά έχουν μεγαλώσει στην γειτονιά. 

Πάντα τους έχουμε φαγητό τρώνε κι εξαφανίζονται.

Όμως το κρύο είναι φοβερό υπό του μηδέν και το χιόνι, ο πάγος  μόνιμος.
Άκουγα λοιπόν ένα βράδυ νιαουρίσματα δεν μπορούσα να βρω την γάτα, είχαν κρυφτεί στη οροφή του διπλανού σπιτιού όπου υπήρχε  ένα παραθυράκι στην σοφίτα με εσωτερικό ανεμιστήρα στράβωσαν τα από αλουμίνια φύλλα του εξαεριστήρα, μπήκαν μέσα για ζεστασιά κι αρχίζουν το νιαούρισμα βγάνοντας το κεφάλι μόνο απ’ έξω.

Μετά σαν μας βλέπουν βγαίνουν στην οροφή κατορθώνουν και κατεβαίνουν  στο έδαφος μπαίνουν στην αυλή μας τρώνε κι εξαφανίζονται. 

Το σπίτι κατοικείται από Φιλιπινέζους-αμερικάνους, τους το είπα, λοιπόν το ξέρουμε, μου είπαν  τις αφήνουμε να ζουν κι αυτές απολαμβάνοντας μια ζεστή χειμωνιάτικη θαλπωρή…
 
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

 

    

 

 

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Η Ιστορία Επαναλαμβάνεται


                                                                Η ιστορία επαναλαμβάνεται

Όταν ήμουν μικρός στο σπίτι πάντα υπήρχε ένας φόβος, φόβος να μπουν οι κατακτητές και να μας πάρουν με το ζόρι  αυτό το λίγο το κομμάτι το ψωμί, ή το λάδι. Κρύβαμε λοιπόν το λάδι σε ένα κατώι κάτι σαν σπηλιά είχαμε χτίσει και το παραθυράκι που υπήρχε, έμπαιναν στα σπίτια  με  το έτσι θέλω έκαναν  έρευνα  είχαμε μια αρμαθιά κρεμμύδια κρεμασμένα στο πατερό, τα πήραν κι αυτά ήταν Ιταλοί αυτοί που είχαν καταλάβει τα Ιόνια νησιά και είχαν δημιουργήσει μια ξεχωριστή αποικία ISOLE JONIE  όπου μας έκοψαν και δικά τους χαρτονομίσματα Ιονικές δραχμές από όπου και η φωτογραφία.
 Έβαλαν φόρους αν ποτέ είχες σιτάρι και πήγαινες στον ανεμόμυλο για να το κάνεις αλεύρι σου παίρνανε ποσοστό, έτσι βγήκε στην επιφάνεια ο χειρόμυλος όπου τρίβαμε το σιτάρι ανάμεσα σε δυο πέτρες το χοντρό ήταν πλιγούρι,

Φέρανε και την Ιταλική σημαία, μας πήραν και το σπίτι μας, εμείς ως Έλληνες ήμασταν υπό, κανένα δικαίωμα.

Μετά έφυγαν οι Ιταλοί, ήρθαν οι Γερμανοί περνούσαν μπροστά μας με τα οπλοπολυβόλα στον ώμο τους και χειροβομβίδες με χειρολαβές κρεμασμένες, έμπαιναν στα σπίτια μας, κοίταζαν ερευνούσαν για όπλα, μετά για οποιαδήποτε αμφιβολία, ή αν έτρεχες να φύγεις σου έριχναν σε  τουφέκιζαν.

Εμείς ήμασταν Έλληνες χωρίς κανένα δικαίωμα, μας υποχρέωσαν να γράφουμε με δήλωση στην αστυνομία πόσα άτομα μένουν στο σπίτι, ήταν τοιχοκολλημένο πίσω στην πόρτα. Αλοίμονό σου αν φιλοξενούσες κάποιον. Απαγορευόταν τα ταξίδια οι μετακινήσεις, κυκλοφόρησαν χαρτονομίσματα πληθωριστικές δραχμές, όπου το χαρτί της εκτύπωσης είχε πιο πολύ αξία από την ονομαστική, αφού μέχρι να ψάξεις να βρεις καμιά λίτρα καλαμπόκι, ή αλάτι  από κανένα μαυραγορίτη μέχρι να φτάσεις είχα αλλάξει και η αξία του χαρτονομίσματος.

                                       Έτσι δεν ζητούσαν πια δραχμές αλλά ανταλλαγή…

Και ήμασταν όλοι Έλληνες, ρακένδυτοι ζητιάνοι, ξένοι κυβερνούσαν,
Σήμερα άλλαξαν τα πράγματα, μορφώθηκε ο λαός, εκμοντερνιστήκαμε μπήκαν και αρκετές λέξεις ξενόφερτες στην αθάνατη ελληνική γλώσσα όπου η τηλεόραση τις επιδεικνύει για να φανεί κι αυτή ότι συμβαδίζει με τον εκσυγχρονισμό μας. Τα χάλια της…

 Σήμερα  ήμαστε όλοι Έλληνες, άνεργοι, χρεωμένοι, πάλι ξένοι κυβερνούν!

Με μια διαφορά σήμερα δεν υπάρχουν δραχμές…

 Γαβριήλ Παναγιωσούλης     

               

Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

ΚΑΛΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ 2015


                                                          ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ 



Καλό μήνα Φλεβάρη εύχομαι σε όλους τους φίλους-ες και επισκέπτες του ΠΥΛΑΡΟΣ.

 Αυτή η δημοσίευση δεν την είχα προγραμματισμένη όμως μιαν ημέρα σαν και την σημερινή  δηλαδή 2 του Φλεβάρη μέρα όπου εόρταζαν την Υπαπαντή ξεκίνησα να ανοίγω το νήμα της φυγής μου από το μέρος που γεννήθηκα λες και ήμουν χαρταετός όπου θα πέταγα ψηλά έξω μακριά από τα κλειστά σύνορα της Πυλάρου Κεφαλληνίας, που όμως δεν ήμουν χαρταετός αλλά ένας αδαής, άβουλος πιτσιρικάς απόφοιτος δημοτικού σχολείου, καχεκτικός,  αδύνατος, με κοντά παντελονάκια όπου άλλοι είχαν την καλούμα του χαρταετού στα  χέρια τους.

  
Ήταν λοιπόν  δύο του Φλεβάρη του 1949 ημέρα Τετάρτη θάταν  μεσημέρι, το φορτάκι ένα Τ4   (δεν υπήρχαν λεωφορεία)  του καμπαλέριου αναχωρούσε για την Σάμη το λιμάνι 15 χιλιόμετρα από τα Μαρκάτα, το χωριό μου.
Ήταν γεμάτο, ανέβηκα και κρατιόμουν στο φτερό. Ο Πατέρας μου ήταν στριμωγμένος σ ένα κάθισμα, η θεια μου κι αυτή το ίδιο.

Στις 5 το απόγευμα θα περνούσε το βαπόρι ΠΙΝΔΟΣ του Ποταμιάνου, της Ηπειρωτικής ατμοπλοΐας για τον Πειραιά μέσω της Διώρυγας της Κορίνθου.

Το φορτάκι ένα  έπρεπε να γυρίσει στην βάση του, οπότε ο πατέρας μου με φίλησε, μου ευχήθηκε καλή τύχη κι έφυγε.
Δεν τον ξαναείδα, όταν γύρισα μετά από 23 χρόνια είχε πεθάνει.

Μείναμε η θεια μου κι εγώ περιμένοντας να φανεί το πλοίο, σαν σκοτείνιασε μας είπαν ότι το βαπόρι δεν θα έρθει αλλά θα ερχόταν την επόμενη μέρα, τότε ξέκοψα μόνος μου και περπατούσα στους δρόμους του λιμανιού, δάκρυα κυλούσαν απ τα μάτια μου, πρώτη μου φορά μακριά απ’ την πατρική φωλιά  με είδε ένας χωριανός και με ρώτησε γιατί κλαίω, δεν του απάντησα. Όμως μετέφερε τα νέα αυτά στον πατέρα μου, ο οποίος μου έγραψε μετά να του εξηγήσω γιατί έκλαιγα. Την νύχτα είχαμε τρυπώσει στην είσοδο ενός ξενοδοχείου, ξάφνου κάποιος φώναξε όλοι έξω στο ξενοδοχείο θα έμεναν ή χωροφύλακες ή αντάρτες. Δεν θυμάμαι ποιοι από τους δυο.

Ακόμη συνεχιζόταν ο εμφύλιος, τελικά βρήκα μια καρέκλα σε πεζοδρόμιο  σ’ ένα καφενείο ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω σ’ ένα σιδερένιο στρογγυλό τραπεζάκι κι έμεινα έως το πρωί.

Είχα μαζί μου μια χάρτινη μικρή βαλίτζα μικρούτσικη τόση δα φτιαγμένη στην Τσεχοσλοβακία και τι να είχα μέσα δυο αλλαξιές εσώρουχα από σακιά ζάχαρης, δυο παντελονάκια κοντά ένα πουλόβερ (ζηλέ) καφέ πλεγμένο στο χέρι από μαλλί προβάτων και χρωματισμένο καφέ με χρώμα από καρυδότσουφλα,   ένα σακάκι καφετί. Ήρθε το βαπόρι φουντάρισε αρόδου, με μια βάρκα με κουπιά πήγαμε μέσα. Πρώτη μου φορά έβλεπα ηλεκτρικούς λαμπτήρες να μεταδίδουν φως, (κοίταζα σαν χαζός το ηλεκτρικό φως, όσο κι αν σήμερα φαίνετε παράξενο)




 Κάποιος μούκλεψε την βαλίτζα στο βαπόρι έκλαιγα τότε με βοήθησε ένας χωριανός μου, την είχε πάρει ένας καλόγηρος και την είχε σαν προσκεφάλι.

Φτάνοντας στην Αθήνα έτρεμα απ το κρύο με πήγε ο μπάρμπας μου  στην οδό Αθηνάς στα σαράφικα και μου αγόρασαν ένα μεταχειρισμένο  πανωφόρι από αυτά της Αμερικανικής βοήθειας.


Ήταν η αρχή, ήταν το πέταγμα του χαρταετού, μακριά πέρα απ τον ορίζοντα σε άλλη γη, σε άλλα μέρη, η καλούμα όμως έμεινε εκεί δεμένη στο μέρος που γεννήθηκα, αυτό που σήμερα έχει ερημώσει να μου θυμίζει μια  χρονιάρα μέρα της Υπαπαντής

Γαβριήλ Παναγιωσούλης