Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Έτσι Μεγαλώσαμε!

Δεν επιτρέπεται να ξεχνάς!

                                  Στιγμιότυπο  Ζωής στο χωριό, πριν από μισό  και αιώνα.
  
Την καλή εποχή της Ειρήνης όταν ήμουν μικρός την πρωτομαγιά τρέχαμε στα βουνά στους κάμπους και μαζεύαμε αγριολούλουδα, παπαρούνες κι άλλα η μάνα μας έπλεκε στεφάνι και το κρεμάγαμε στο ανώφλι της πόρτας. Ήταν η καλή τύχη το γούρι που λένε. Κι εμείς τα μικρά παιδιά του δημοτικού σχολείου τραγουδάγαμε:

-Λουλούδια ας  διαλέξουμε
Και   ρόδα και κρίνα
Κι ελάτε να πλέξουμε στεφάνι με εκείνα,
Το Μάη που σήμερα προβάλει στη Γη…


Ήταν μια εποχή που έφυγε τόσο γρήγορα, όμως  πρόλαβε και άφησε πίσω της μοναδικές αναμνήσεις.
Μετά ήρθε ο πόλεμος, το χάος:    
Ο Νωματάρχης του χωριού ένας καλαματιανός  ευγενικός τύπος, έστελνε  τον   Χωροφύλακα για περιπολία στην πιάτσα του χωριού  ήταν Κερκυραίος, μιλούσε  με μια συρτή τραγουδιστή φωνή, οι κάτοικοι τον κορόιδευαν,  έτσι έκανε βόλτες  για να φανεί ότι εκπροσωπεύει την  παρουσία του νόμου, περνούσε απ το καφενείο παρακολουθούσε τους πάντες χωρίς να μιλά, πολλοί λέγανε ότι φοβόταν.
Κοίταζε τα ζαγάρια τους χωρικούς σε αυτό το ορεινό χωρίο της Κεφαλονιάς  που χαρτόπαιζαν φορώντας το σακάκι ‘όσοι είχαν’ μόνο απ’ το ένα  χέρι, το άλλο μανίκι κρεμόταν εις ένδειξη παλικαρισμού, φαινόταν σαν άχρηστο παράλυτο χέρι. 
Οι Τσοπάνηδες  κατέβαιναν απ το βουνό φορώντας  ένα μάλλινο ζωνάρι   φτιαγμένο στον αργαλειό  αυτοί δεν έπαιζαν χαρτιά μόνο κοίταζαν  τι κι αν μύριζαν τυρόγαλο, αυτό εννοούσε ότι είχανε να φάνε.

Ο  Κώστας έτρεχε στο δρόμο να προλάβει το αυτοκίνητο της γραμμής ένα φορτάκι Τ4 του 1930 που είχε γλυτώσει από την Ιταλική κατάσχεση να του αγοράσει ο σοφέρ από την πρωτεύουσα ένα φάρμακο  αντιβιοτικό, που μόλις είχε εφευρεθεί  για τον αδερφό του που είχε χτικιό.
Οι επιβάτες 5 μέσα και 6 απ΄  έξω κρεμασμένοι όρθιοι στα φτερά του.
Οι κατακτητές μόλις  είχαν φύγει ο εμφύλιος όμως κόχλαζε, όλοι φοβόταν  την έκρηξή του.   
Η μάνα έβραζε ρίγανη για να κάνει επάλειψη στα ούλα της για τον πονόδοντο. Όχι δεν είχε εφευρεθεί (δεν υπήρχε) η ασπιρίνη, τουλάχιστον για το χωριό. 
Η θεια μάζευε φρύγανα για να ανάψει φωτιά να τηγανίσει ξερή μπομπότα.
Ο κοντός τσούγκριζε σιδερικό με μια τσακμακόπετρα που είχε φέρει απ το βουνό για να παραχθεί σπινθήρας να ανάψει η ίσκα, να φυσήξει ν’ ανάψει φλόγα.
Η γειτόνισσα παρακαλούσε ποιος είχε να της δώσει λιγάκι  οινόπνευμα για να ανάψει φλόγα σε πιρούνι με  βαμβάκι τυλιγμένο για να ρίξει βεντούζες του παιδιού της πού ήταν κρυωμένο. 
Ο μπάρμπας έστριβε τσιγάρο σε φύλλο χαρτιού από τις προφητείες του Αγαθάγγελου, με ταμπάκο που είχαν σπείρει φυντάνι στον κήπο, είχαν βελονιάσει τα φύλλα σε αρμαθιές, όταν ξεράθηκαν   τα είχαν μαζέψει σε ρολό, είχαν βάλει τον ταμπάκο  κρεμαστό μ’ ένα καλάθι στο πηγάδι να μην αγγίζει το νερό, να ρουφήξει υγρασία για να μην τρίβει όταν θα τον έκοπταν με μαχαίρι της κουζίνας για να στρίψουν τσιγάρο σε χαρτί καλής ποιότητος  από τις προφητείες του Αγαθάγγελου   αυτές που έλεγαν ότι το αίμα στα στενά θα φθάσει ένα ζωνάρι και το ξανθό γένος του βορρά θα είναι ο Σωτήρας μας.

Κάπνιζαν, έβηχαν, έφτυναν  και ξανά κάπνιζαν.
Ο πατέρας ξαπλωμένος βόγκαγε από αρθριτικά κι έκανε εντριβές με ακάθαρτο πετρέλαιο, ο λύχνος δεν φώτιζε είχε φάει το φυτίλι η γάτα.  Ο  Αντώνης πελεκούσε κορμό κουφοξυλιάς για να κάνει τσόκαρα για την γυναίκα του. Η  Νόνα έγνεθε μαλλί προβάτου να πλέξει τσουράπια για το κρύο του χειμώνα.
Η καμπάνα του Αγίου Δημητρίου σήμαινε λυπητερά σημείο ότι κάποιος είχε πεθάνει, τα πιτσιρίκια την άκουγαν με χαρά θα έτρεχαν στην εκκλησία να έπαιρναν τα εξαπτέρυγα για την κηδεία, θα τους έδιναν χαρτζιλίκι
Φήμη είχε βγει τώρα που φύγανε οι κατακτητές θα φέρνανε να μας μοιράσουν τρόφιμα με  κουπόνια  άσπρη ζάχαρη, λευκό αλεύρι,   άχνη το ονομάζανε τότε στο χωριό, εμείς δεν το είχαμε δει ποτέ, θα μας φέρνανε και σπίρτα , αυτά που ανάβεις φλόγα για τσιγάρο ή ν’ ανάψεις φωτιά στα ξύλα για μαγείρεμα, τι πολυτέλεια θεέ μου!     
Κι εγώ γεμάτος ελπίδες περιμένοντας να χορτάσω με τα υποσχόμενα,  ξαπλωμένος στο αχυρένιο στρώμα του καναπέ ονειρευόμουν περιμένοντας να μεγαλώσουν τα φτερά μου να πετάξω σε άλλη γη σε άλλα μέρη, εκεί όπου ο  Μάιος θα ήταν ατελείωτος, γεμάτος λουλούδια, με άφθονο λευκό ψωμί  και λευκή ζάχαρη, νομίζοντας ότι όλα  αυτά θα με έκαναν ευτυχισμένο.  


                                                           Γαβριήλ Παναγιωσούλης    








Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Επέτειος


 Χθες βράδυ Σάββατο 25 Απριλίου 2015 επί τη επετείω των γενεθλίων της εγγονής μου Ελένης γιορτάσαμε σε τυπικό Μεξικανικό  club restaurant  Rancho Grande όπου υπήρχε αφθονία κεφιού, μεζέδων καλής παλιάς μουσικής, χορός,   αρχίζοντας από Bolero, Cumbia, Merengue και άλλους Λατινοαμερικάνικους σκοπούς.
    


   

Υπάρχουν στιγμές, όπου το μυαλό αρνείται να υπακούσει στο σώμα, έτσι πάντα ο νους που είναι και η κινητήριος δύναμη δοκιμάζει να ξαναζήσει τα καμώματα της νιότης, τότε που για πολλά χρόνια νους και σώμα κάνανε παρέα, τότε που σε  κάθε μισοσκόταδο, η ατμόσφαιρα ήταν   πνιγμένη  στους καπνούς και το τσιγάρο, τότε που τα ποτά έτρεχαν σαν γάργαρο νερό το κέφι άναβε κι εγώ άκουγα  εκμυστηρεύσεις αγάπης καθώς στροβιλιζόμαστε στον χορό.



Σήμερα ξανάρχεται η θύμηση, η νοσταλγία της νιότης ξαναζεί, δοκιμάζω σαν την σπίθα που αρνείται να σβήσει και παρατηρώ ότι τίποτα δεν άλλαξε από τότε εκτός από το φθαρτό σώμα.
Σας Ευχαριστώ που διαβάσατε την εξομολόγησή μου.  

                                                      Γαβριήλ Παναγιωσούλης   

   

Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Ιστορίες Της Νύχτας


 Το νησί των δακρύων
Ήταν σούρουπο ο ήλιος έτοιμος να δύσει, οι ακτίνες του έστελναν τον τελευταίο αποχαιρετισμό της ημέρα, έξω  χειμώνας, παγωνιά,  μια φωνή ακούστηκε  ήρθε ώρα να τους κλειστείτε στα κελιά σας.
Έπρεπε να περάσουν μια περιτριγυρισμένη με συρματοπλέγματα  αυλή, όπου σε κάθε γωνία υπήρχαν σκοπιές με φύλακες, να ανεβούν στο δεύτερο όροφο από μια  εξωτερική παλαιά σιδερένια και σκουριασμένη σκάλα, ο Μίκης  σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, ένα κύμα  από γλάρους πετούσαν, πήγαιναν κι αυτοί για ύπνο,  άλλοι λικνιζόταν στην σημαδούρα του λιμανιού,  κράζοντας χαρούμενα. Ο Μίκης άρχισε να τους μετράει, η ελπίδα ελευθερίας φώλιασε μέσα του σα να ήταν γλάρος.   Δεν άντεξε τους φώναξε! Eεε! εσείς αδέλφια μου, πουλιά να ξέρατε πόσο σας ζηλεύω που πετάτε ελεύθερα,  θαλασσοπούλια μου, καθρέφτες της ψυχής μου, που κυνηγάτε τα βαπόρια στης προπέλας τα αφρώδη απόνερα.
 Θόρυβος  ακούστηκε από πίσω του, κάποιος τον έσπρωξε, προχωρείτε φώναζαν… το σπρώξιμο από την ανθρώπινη μάζα ισχυρό, καταπιεστικό. Μάταια κρατιόταν από τις χειρολαβές της σκάλας, ζήλευε την ελευθερία των γλάρων, δε άντεχε άλλο.
Προχώρα μην χαζεύεις θα σε τσακίσουν οι από πίσω, του σφύριξε ο διπλανός του.
 Μπροστά του έχασκε η πόρτα της φυλακής τα κάγκελά της φάνταζαν σαν δόντια από στόμα θηρίου, που περίμενε να καταπιούν  έναν καινούριο Ιωνά. Σπρώχτηκε,  καταβροχθίσθηκε στην κοιλιά του σκοτεινού ματωμένου υγρού κελιού,  ένα κύμα μίσους ανημποριάς τον κυρίεψε, εναντίων του κατεστημένου, εναντίον των ανθρώπων, δεν είπε τίποτε σε κανένα, ποιος θα τον άκουγε; Δάκρυα απελπισίας γέμισαν τα μάτια του. Τράβηξε για το στρώμα του, ξάπλωσε και  κλείστηκε στον εαυτόν του ακόμα πιο πολύ… απ’ έξω ακουγόταν το βογκητό της μπουρού αυτή που οδηγούσε την νύχτα με το φωτάκι της  τα βαπόρια στο λιμάνι, έκλεισε τα μάτια του, ο ύπνος ήλθε μαζί  με όνειρα, την ελπίδα, τα πουλιά,  τους γλάρους, μα κι ένα μεγάλο ίσως αύριο, ίσως μεθαύριο, του χρόνου, κάποτε, θα έρθει και η λευτεριά αλλά, πότε;
Συλλογίστηκε το έγκλημά του, είχε γεννηθεί σε άλλη χώρα, για τους εδώ ήταν παράνομος...

Γαβριήλ   Παναγιωσούλης
                                                         *********



Στη χώρα των τροπικών
Είχε αρχίσει να νυχτώνει,  έβρεχε όταν οι κρατούμενοι φεύγοντας απ το δικαστήριο  πήραν το δρόμο της φυλακής, βάδιζαν στη γραμμή, ένας, ένας με τα μούτρα κατεβασμένα,  στην κόψη του δρόμου, δίπλα από τα παράλληλα βαλτώδη χαντάκια. Οι φθοριούχες μακρόστενες λάμπες κρεμασμένες από τις κολόνες του δρόμου μετά βίας έριχναν το χλωμό τους φως ώστε να σπάσουν την νυχτερινή σκοτεινιά. Οι βάτραχοι είχαν αρχίσει την συναυλία τους,  το φως του ήλιου είχε χαθεί,  τα κουνούπια είχαν κρυφτεί κάτω από τις φυλλωσιές των δένδρων. Τα  μπαρ είχαν ανάψει τις φωτεινές επιγραφές,  οι ναυτικοί έτρεχαν να ξεδιψάσουν και να βρουν γυναικείες αγκαλιές, τα κορίτσια έριχναν σπάταλα αρώματα στο κορμί τους, απαραίτητη προετοιμασία για τη νυχτερινή ζωή που μόλις άρχιζε. Η γραμμή των φυλακισμένων εξακολουθούσε να προχωρεί, τούτη τη φορά σε χωματόδρομο. Σε κάθε τους βήμα χωνόταν πιο πολύ στη λάσπη. Οι χωροφύλακες συνοδοί τους με την κάνη των όπλων τους να κρέμεται από τους ώμους τους προς τα κάτω ήταν σκεπασμένοι με κάπες νάιλον,  όπως πάντα, ένας μπροστά ένας στη μέση κι ένας στο τέλος.

 Η Αυγουστίνα και η Μαρίνα έριξαν πάνω τους κολόνιες, βάφτηκαν και ετοιμάστηκαν να πάνε για την νυχτερινή τους  δουλειά. Δούλευαν στο μπαρ του Μέμε. Περπατούσαν αγκαλιασμένες σφιχτά κάτω από την μικρή ομπρέλα  για να προφυλαχτούν απ’ τη βροχή. Καθώς προχωρούσαν συνάντησαν τη γραμμή των φυλακισμένων, βλαστήμησαν την τύχη τους, θα γινόταν μούσκεμα απ’ τη βροχή περιμένοντας να περάσουν. Οι δυο έλληνες παιδιά σχεδόν,  βάδιζαν κι αυτοί ανάμεσα στους βρεμένους. Το χέρι της Μαρίνας έσφιξε το γυμνό μπράτσο της Αυγουστίνας, τα νύχια της μπήκαν μέσα. Με πονάς γιατί με σφίγγεις;
Μα που έχεις τα μάτια σου δεν βλέπεις;
Τι να δω εκτός από κατάδικους κλέφτες που περνάν από μπροστά μας. Και θα βραχούμε μέχρι να περάσει αυτή η καταραμένη γραμμή.
Για κοίτα καλύτερα ανάμεσά τους είναι δυο έλληνες ναυτικοί, γνωστοί μας πελάτες του μπαρ, είπε η Μαρίνα. Πλησίασαν και οι δυο σαν ένα σώμα τον μεσαίο χωροφύλακα. Θέλουμε να μιλήσουμε σε αυτούς τους δυο κατάδικους.
Απαγορεύεται.
Μπορούμε να τους δώσουμε τουλάχιστον τσιγάρα;
Θα τα δώσετε πρώτα σε εμάς κι εμείς θα τους τα δώσουμε και μην ξεχνάτε και το μερτικό μας.
Έτρεξαν τα κορίτσια πήγαν σε μπακαλικάκι αγόρασαν τσιγάρα, σόδες, αγόρασαν και για τους χωροφύλακες, έτρεξαν πίσω, τα παράδωσαν στους φύλακες, αυτοί τους χτύπησαν στην πλάτη, τους έδειξαν τα κορίτσια που τους κοίταζαν σαν άγαλμα κάτω από την ομπρέλα και τους έδωσαν τα τσιγάρα τυλιγμένα σε νάιλον σακουλίτσα για να μην βραχούν.    
Ξαφνιάστηκαν έγνεψαν ότι τις αναγνώρισαν, έσκυψαν το κεφάλι προχωρώντας σα μερμήγκια στο λασπωμένο δρόμο προς τη φυλακή… όπου  στην είσοδο πάνω στον τοίχο  ήταν γραμμένα με σκαλιστά γράμματα:
«Στην φυλακή δεν υπάρχει τίποτα κακό. Όλα είναι χειρότερα.»   
Τα κορίτσια αποσβολωμένα τους έγνεψαν ένα τελευταίο αντίο, πριν πάρουν δρόμο να γλεντήσουν σε αγκαλιές ναυτικών που περίμεναν στο μπαρ του Μέμε. 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Κυριακή 19 Απριλίου 2015

Η Αυλή του Ήλιου


                                            Στην Φωτογραφία ομιλεί η κ. Κοντομέρκου
Η εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών της Νέα Υόρκης, παρουσίασε το νέο βιβλίου του Σπύρου Δαρσινού  «Η Αυλή του Ήλιου» Σάββατο 18η Απριλίου 2015 στο Σταθάκειο Κέντρο Αστόριας Ν.Υ.


                           Ο φίλος Δ. Τριγώνης τραγουδά παλιές Αθηναϊκές Καντάδες
Μίλησαν ο πρόεδρος της εταιρίας Τάσος Μουζάκης, ο Κωνσταντίνος Λυκογιάννης, ο Δημήτρης Τριγώνης, η Βάνα Κοντομέρκου, και η Στέλλα Φόλλεντερ, Στο τέλος μίλησε και ο ίδιος φίλος Σπύρος Δαρσινός για το έργο του.

                             Στην Φωτογραφία, Σ. Φόλλεντερ, Σ. Δαρσινού, Β. Κοντομέρκου
Η παρουσίαση διεξήχθη σε μια φιλική ατμόσφαιρα από όλους τους παρευρισκομένους,  μετά στο παράπλευρος εστιατόριο Σταμάτης  διεξήχθη συμπόσιο οινοποσίας και φαγητού, έως αργά.

                                      Στην Φώτο: Σ. Δαρσινός, Α. Τριγώνη, Δ. Τριγώνης
Χαρήκαμε που ο Σπύρος μαζί με την σύζυγό του Σοφία για μια ακόμη φορά ήρθαν κοντά μας στην Νέα Υόρκη (ζει στο Τεννεσί,) μακριά μας.  
                         Στην Φώτο: Δ. Τριγώνης, Β. Κοντομέρκου, Γ. Παναγιωσούλης, Ν. Λιψάνος
Επίσης θέλω να εκφράσω ένα μεγάλο ευχαριστώ, όπως και όλοι μας,  στον Σπύρο για την δωρεά βιβλίων του, καθώς και για την εξαιρετική προκαθορισμένη, συνάντησή μας στο συμπόσιο οινοποσίας μετά φαγητού.

Επίσης ευχαριστώ-ούμε  και τον πρόεδρο της Ε.Ε. Λογοτεχνών Νέας Υόρκης Τάσο Μουζάκη  για την πρωτοβουλία του αυτή.

Ήταν μια χαρούμενη μνημειώδες βραδιά που θα μένει αξέχαστη, ανάμεσα  φίλους…  

                                                                                                         Στην  Φώτο, Σ. Δαρσινός, Γ. Παναγιωσούλης

Με το κέφι ήρθαν και τα τραγούδια, ο φίλος Δ. Τριγώνης τραγουδά,  στην Σύζυγό του και στην Στέλλα.   
 
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

A Man and His Dog


                                                                   Αίνιγμα σκέψεων!  

                                                      April- 12- 2015
Πώς  περνά ο καιρός μας, όταν  το χθες μας είναι αδιάφορο;  Ιδού το δίλλημα.
Πρέπει να προσπαθήσουμε να κάνουμε το σήμερον ενδιαφέρον.
Όμως δεν θα υπήρχε σήμερον αν πρώτα δεν υπήρχε χθες.
Οπότε για να χτίσουμε το αύριο παίρνουμε την εμπειρία του χθες, τα γεγονότα του σήμερα  και χτίζουμε  το αύριο.
Όμως επειδή πέρασαν τα χρόνια, προσπαθώ να περάσω καλά το σήμερα αλλά δεν γίνεται αν δεν πάρω παράδειγμα απ’ το χθες το οποίο είναι οδηγός μου.
Οπότε το χθες είναι αυτό που με έπλασε άνθρωπο, το σήμερα μου προσφέρει την καθημερινή συνέχιση της ζωής,  το δε αύριο, μου είναι άγνωστο και αμφίβολο αν θα μπορούσε να φέρει  εις πέρας όνειρα τα οποία έχουν βάση τους το χθες.       

Έτσι αρκούμε να διηγούμαι το χθες που άρχισε την εποχή του λύχνου και τελειώνει κάθε μέρα στο  σήμερα,   μόλις πέφτει το σκοτάδι, την ώρα που πάω  για ύπνο,   πάντοτε περιμένοντας με ελπίδα  να έρθει ένα αύριο. Ο καλύτερος σύντροφός μου κοιμάται δίπλα μου του διηγούμαι το χθες, μιλιά δεν βγάζει, τι να πει; Μόνο με κοιτά στα μάτια,   

Έτσι μαζί  ξεκουραζόμαστε δίπλα,  δίπλα, ο σκύλος  ονειρεύεται λουκάνικα, εμένα  η γεύση της μπύρας μου θυμίζει άλλες εποχές, τότε που έτρεχε σαν γάργαρο νερό και μ’ έκανε να νιώθω ότι ο κόσμος ήταν δικός μου, όμως κοιτώ το παρόν και αναγκαστικά προσαρμόζομαι, με το σήμερα…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Πάει Πέρασε το Πάσχα του 2015


                                          Πάει κι αυτό πέρασε το Πάσχα του 2015,

 
Τα μεσάνυχτα μαζευτήκαμε πολλοί της οικογενείας να γευτούμε  μαζί την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα στο σπίτι, να τσουγκρίσουμε και τα κόκκινα αυγά, σε ένα Χριστός Ανέστη, μετά  είχαμε και επέτειο γενεθλίων του εγγονού του Γαβρίλη  με το καθιερωμένο Κέικ, και ότι θέλουν να πιουν τα εγγόνια, η καινούργια γενιά συνήθως γάλα ή κόλας σχεδόν ξημερώσαμε σε μια θερμή οικογενειακή ατμόσφαιρα στο σπίτι για μια ακόμα φορά.

 
Ξημερώνοντας την  μέρα του Πάσχα, στην αυλή του Σπιτιού, ψήσαμε  barbecue και άφθονη μπύρα.

Τελειώσαμε νωρίς γιατί Δευτέρα πρωί όλοι στην δουλειά και στις υποχρεώσεις.  

Να είμαστε καλά και του χρόνου.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης    

 

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Σκέψεις για μια χαρούμενη Λαμπρή

Εύχομαι στους αγαπητούς αναγνώστες φίλους-ες χαρούμενη Ανάσταση, Χριστός                                                            Ανέστη



Το σύμπαν είναι σφαιρικό, τα πάντα βασίζονται  πάνω στον κύκλο, η γη μας, οι κινήσεις της,  το ηλιακό μας σύστημα, όλα γυρίζουν, γύρω από άλλα σώματα μα και γύρω από τον εαυτόν τους.
Στην επίπεδη  ζωή μας φαινομενικά υπάρχει αρχή και τέλος, όμως φθάνοντας προς το τέλος μας δημιουργείτε η περιέργεια γιατί η ζωή να μην βασίζεται κι αυτή πάνω στον κύκλο όπως όλα τα άλλα ουράνια σώματα;
Διαβάζοντας  τις  ανθρώπινες περγαμηνές βλέπεις το φως της ελπίδας στο ατελείωτο κοσμικό τούνελ της φθοράς, ότι  μετά από  τα πάθη του Ιησού και την καταχνιά της μεγάλης εβδομάδος  η ελπίδα λάμπει με την Ανάστασή του, με  το Χριστός Ανέστη, υπολογίζεις ότι και η ζωή μας θα βασίζεται πάνω στον κύκλο, άρα υπάρχει η ελπίδα…
Χρειάζεται πολύ σκέψη για να απαντήσει κανείς, έτσι θέλοντας να γυρίσω στα χειροπιαστά  γήινα γεγονότα  περιγράφω ένα στιγμιότυπο της ζωής μόνο ενός Έλληνα μετανάστη, άλλοι μετανάστες  μπορεί να σκέπτονται διαφορετικά, είναι σεβαστό.


                                                   Έλληνας  Μετανάστης

Είχε νυχτώσει,  ξάπλωσαν,  η μάνα στριφογύριζε στο κρεβάτι χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί, ο πατέρας ροχάλιζε, τα δυο αγόρια  πήγαν στο δωμάτιό τους, κοίταζαν απ’ το παράθυρο τ’ αυτοκίνητα που περνούσαν σε αυτό τον δρόμο της Νέας Υόρκης  κι έπλαθαν όνειρα απόδρασης από την φυλακή του πατέρα  τους, παρομοίαζαν τους εαυτούς τους σαν δυο πουλιά κλεισμένα στο κλουβί.  Η Στεφανία κοιμόταν σ’ ένα μικρό δωματιάκι που άλλοτε θα πρέπει να ήταν αποθήκη. Το είχε γεμίσει με εικόνες Αγίων και κάτι αποξηραμένους  σταυρούς από φοίνικα που είχε φέρει στο σπίτι από την περυσινή εορτή των Βαΐων. Εφέτος θα πήγαινε στην Ανάσταση, θα άκουγε το δεύτε λάβετε φως, θα έκανε το σημείο του σταυρού στο ανώφλι του σπιτιού, όπου θα άφηνε σημάδι  έναν μπαρουτοκαπνισμένο σταυρό. Είχαν βάψει και αυγά κόκκινα, θα τα τσούγκριζαν θα έλεγαν Χριστός Ανέστη.
Πάντα έκανε την προσευχή της πριν κοιμηθεί, είχε κι ένα καντήλι και παρακολουθούσε την φλόγα του καθώς τρεμόσβηνε  λες και ήταν μια ψυχή που έβγαινε από τα γήινα, έτοιμη να πετάξει στα ουράνια,     τούτη την βραδιά προσευχήθηκε για τα αδέλφια της και για τον πατέρα της δεν τον άντεχαν πλέον, μετά απ’ τις φωνές του για τα χαμένα δικαιώματα  του ανθρώπου, του μετανάστη, είχαν πάει όλοι για ύπνο. Ακόμα θυμόταν τα λόγια του, τα έβλεπε μπροστά της σαν όνειρο-εφιάλτη, καταλάβαινε ότι του ήταν τόσο δύσκολο να αφομοιωθεί στην ξένη αυτή πραγματικότητα.  
«Μα δεν γίνεται τούτη η κατάσταση δεν αντέχω άλλο κοιτάξτε με γυναίκα, παιδιά, μετανάστης έφυγα, σαν μετανάστης αισθάνθηκα όταν γύρισα πίσω στο χωριό μου, μα και πράμα παράξενο, μετανάστης αισθάνομαι σε τούτη δω την ξένη χώρα κι όταν πεθάνω μετανάστης θα είμαι.


                                            Εαυτέ  μου!
Σήμερα σε διαβάζω και δεν σε αναγνωρίζω, δεν μπορεί να είσαι συ ο ίδιος ο εαυτός μου, δεν είναι δυνατόν, απορώ πως μπορεί να είχες ποτέ τέτοιες ιδέες!
Αλλά για στάσου, αυτά που έγραφες ήταν του χθες, άρα ήταν το χθεσιολόγιό σου, ήταν αυτά που δεν σβήνονται με ένα πάτημα του  delete είναι η μνήμη των βουνοκορφών,  αυτών που σ’ έπλασαν, αυτών που κρατούν ακόμη ζωντανή  την θέα του εσταυρωμένου της Μεγάλης Παρασκευής,   μυρωδιά του λιβανιού και των ανθέων   στην περιφορά του επιταφίου και οι ψαλμωδίες του: Ω! γλυκύ μου έαρ…   το ακάνθινο στεφάνι στην εικόνα του Ιησού, αυτού που ήταν πάνω απ το προσκεφάλι σου, την χαρά της αναστάσεως, το Χριστός Ανέστη, τα βαρελότα  με μπαρούτι από πολεμικά λάφυρα, το τσούγκρισμα με  κόκκινα αυγά. Όλα αυτά   φαίνονται   σαν μακρινό παραμύθι, που όμως  έχουν παραμείνει στην μνήμη σου μέσα σαν τρισδιάστατες  φωτογραφίες,  της τότε νοσταλγικής  σου  πατρίδας, των ανεπανάληπτων παιδικών σου χρόνων.
Με μία διαφορά:  ότι δεν ήταν  ψέματα, ούτε όνειρα,  αλλά μια  ωμή αλήθεια… 
Γαβριήλ Παναγιωσούλης  

Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Μια Ευχάριστη Συνάντηση


                                               Μια ευχάριστη συνάντηση,

Χθες βράδυ Παρασκευή 3 Απριλίου 2015 συναντηθήκαμε στην  Αστόρια  από διάφορα μέρη, μάλλον θα έλεγα γειτονιές της Νέας Υόρκης και του Κονέκτικατ  εμείς οι παλιόφιλοι έτσι  να αποδράσουμε από τα καθημερινά, να πιούμε ένα ποτηράκι, να ευχηθούμε όλοι μας καλό Πάσχα το της ερχόμενης εβδομάδας,  να συζητήσουμε οι άντρες, ομογενειακά και  πολιτικά ως συνήθως οι δε κυρίες τα δικά τους.

Ήταν μια ευχάριστη συνάντηση, ένα συμπόσιο αλλαγής απόψεων γνωμών μεταξύ φίλων, από όπου και οι φωτογραφίες.

Η βραδιά ήτο ευχάριστη, ακόμα και ο καιρός ήταν βοηθός μας αν και συννεφιασμένος εν τούτοις δεν έκανε κρύο, σημείο ότι έρχεται η άνοιξη.

Για να λέω την αλήθεια ημερολογιακά ήρθε η Άνοιξη αλλά εδώ ακόμα δεν μας έφτασε.


Τελειώσαμε με μια ευχάριστη εντύπωση, προβλέποντας την επανάληψη της συνάντησης  στο εγγύς μέλλον.   

                                Γαβριήλ Παναγιωσούλης