Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

Καλό Καλοκαίρι



Την  καλοκαιρινή  εποχή  όλα  βραδυπορούν, όλα πάνε σιγά,  λες και τρέχουν  με την ταχύτητα του κοχλία. Είναι καιρός πλέον κι εμείς οι άνθρωποι να απολαύουμε την ραστώνη, αυτήν που μας χαρίζει ο δημιουργός όπως λέει κι ένα παλιό τραγούδι:
«Ήρθες, ήρθες καλοκαίρι κι ο Θεός πολλά με το άγιο του  το χέρι σκόρπισε καλά…
Στις μυρτιές κρυμμένα αηδόνια τραγουδούν γλυκά και πετούν τα χελιδόνια με ελαφρά πτερά…»
  Έτσι λοιπόν κι εγώ άδειασα  τις σκοτούρες απ’ το δισάκι  μου, άδειο πια το πήρα επ’ ώμου  και πήρα το μονοπάτι της ανηφόρας  του χρόνου και όπου με βγάλει η άκρη.
Οπότε Ιούλιο και Αύγουστο δεν θα είμαι παρών στο Blog pylaros,   θα είμαι σε άλλη γη σε άλλα μέρη, παρέα με την ζέστη, να παρατηρώ,  να τεμπελιάζω γευόμενος ότι παράγει ο τόπος,  μόνο αυτό.
Εύχομαι όλα να ρθούνε κατ’ ευχή.



 Με κόπο ανέβηκα τα  ανηφορικά σκαλιά του χρόνου, για να φθάσω στην κορυφή, έφθασα στην κορυφή ήταν μια πυραμίδα των Μάγια στο Τικάλ Γουατεμάλας,    από εκεί έριξα ένα βλέμμα, μια ματιά σ’ αυτά που μένουν πίσω  μου, αυτά που κουβαλούσα  κάποτε στο  δισάκι μου.
Κανονικά θα πρέπει να έχουν την δύναμη ώστε να μην αλλοιωθεί η συνέχιση της ζωής έτσι όπως την ήξερα.    
Αγαπητοί αναγνώστες φίλοι και φίλες σας εύχομαι καλό καλοκαίρι και να μην ξεχνάμε ότι πάλι εδώ θα είμαστε  τέλη Αυγούστου…

 Γαβριήλ Παναγιωσούλης 




Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Τα Χέρια

                                                           Τα Χέρια

                                                          Ιστορίες της νύχτας

Στις άκρες του δρόμου, αυτού που οδηγούσε σε μια υπαίθρια αγορά  ανθρώπινες ψυχές είχαν φωλιάσει σε σκελετωμένα κορμιά τα περισσότερα σακάτικα που για να κρύψουν τη γύμνια τους σκεπαζόταν με μια καφέ χωματένια αποξηραμένη λάσπη, με τεντωμένα τα χέρια τους εκλιπαρούσαν ελεημοσύνη.
Τα χέρια έμοιαζαν με βλαστάρια, κάτι βλαστάρια καφετιά σαν αποξηραμένα στάχυα, σάρκινα, κοκαλιάρικα, φαινόταν σα να ξεφύτρωναν από ένα βρώμικο σεληνιακό τοπίο, κουνιόταν πότε δεξιά πότε αριστερά σύμφωνα με τα βήματά μου, λες κι εγώ ήμουν ο θεός τους, οι δε φωνές των ψυχών έμοιαζαν σαν κρωγμοί κοράκων.
Κοίταζα σαστισμένος μην πιστεύοντας τα μάτια μου, έως που ένιωσα τα χέρια να με αγγίζουν από πίσω, έμοιαζαν με φίδια αυτά που χορεύουν όταν ακούνε ινδική μουσική.  Γύρισα  το κεφάλι ένα σωρό παιδιά με τα χέρια απλωμένα φώναζαν όλα μαζί. Μπαξίσι, μπαξίσι, τάχυνα το βήμα μου να βγω από αυτή τη γειτονιά, τα παιδιά με ακολουθούσαν σ’ ένα ασφυκτικό κλοιό.
Για να ελευθερωθώ έπιανα τα χέρια και τα τσίμπαγα, τσιμπιές στριφτές, έφευγαν, αμέσως ερχόταν άλλα. Κάπως έτσι θα πρέπει να είναι και η κόλαση σκέφτηκα, ομολογώ ότι είχα φοβηθεί, επιτέλους κάποτε φάνηκε ένας ασφαλτοστρωμένος δρόμος, στο βάθος διέκρινα ένα σπίτι πράσινου χρώματος με μεγάλη θολωτή πόρτα και παράθυρα, ανοιχτή αυλή χωρίς πόρτα. 
Μπήκα μέσα, ήταν ένα μουσουλμανικό τέμενος τα παιδιά με ακολουθούσαν, κοίταξα από την πόρτα άνδρες στα άσπρα ντυμένοι προσευχόταν γονατιστοί, από κάπου φάνηκε ένας άνδρας με άσπρη κελεμπία, μου έδειξε την πόρτα προς τον δρόμο, κάτι είπε στα παιδιά που εξαφανίσθηκαν, μετά μπήκε κι αυτός μέσα και γονάτισε, διερωτήθηκα, να ήταν άραγε ο παράδεισός τους;
             Ο ήλιος κόντευε να κρυφτεί απ’ τον ορίζοντα σαν ένα κατακόκκινος δίσκος σύμβολο της φοβερής ζέστης και της αυριανής ελπίδας. Ευτυχώς περνούσε ένα τρίκυκλο ποδήλατο, το σταμάτησα, στο λιμάνι του είπα. Φτάσαμε εκεί όπου ήταν το βαπόρι μας διπλαρωμένο στις όχθες του Γάγγη ποταμού, αυτού που κατέβαζε κόκκινα λασπόνερα κι έπνιγε κάθε μας όνειρο. Βρισκόμαστε στο λιμάνι  Chittagong   του  Bangladesh 

Οι λιμενικοί ντυμένοι με την άσπρη στολή τους με τα χρυσά και μαύρα σιρίτια τους, με τα λευκά πηλίκια τους και τ' άσπρα γάντια τους ανυπόμονοι πρόσμεναν τη δύση του ηλίου, για να επιδοθούν σε φαγοπότι…        Ήταν Ραμαζάνι… 
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Ανάμεσα σε πόση οίνου και μεζέδων...

Μια τελευταία συγκέντρωση Παρασκευή Βράδυ 12 Ιουνίου σε Ταβέρνα της Αστόριας   φίλων της ΠΑΡΕΑΣ πριν των καλοκαιρινών διακοπών  όπου ο κάθε ένας αναζητά ένα πιο  δροσερό τοπίο από την αποπνικτική υγρή ζέστη της Νέας Υόρκης…. Ανάμεσα  σε πόση οίνο και μεζέδων ανταλλάξαμε απόψεις, γνώμες και όπως πάντα  οι άνδρες πολιτικές συζητήσεις…  




                 Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Μια μέρα στην Κόλαση!

                                                   Ιστορίες της Νύχτας # 8    
                                     Breakfast time in New York
Η βαριά  σιδερένια ‘grill’ σχάρα του εστιατορίου, που ήτανε πίσω από τον πάγκο έσταζε λίπος. Η φωτιά κάτω απ' το μαντέμι έκανε τ' αυγά που ψηνόταν πάνω της να χοροπηδούν, έμοιαζαν με ζωντανά όντα, ανακατεμένα με χοιρινό μπέικον τσιτσίριζαν σα να κλαίγανε τη μοίρα τους. Τα δάκρυά τους έσταζαν σε φόρμα λίπους, ξεχείλιζαν από τις άκρες του καυτού σίδερου, με πιτσίλιζαν και μου καίγανε τα σωθικά. Εκεί στην άκρη της ζεστής μαντεμένιας πλάκας, βρισκόταν ένας τεράστιος σωρός από βρασμένες, τριμμένες και μετά ψημένες πατάτες, μουσκεμένες με λίπος από μπέικον και πασπαλισμένες με ουγγαρέζικη πάπρικα (home fries). Πατάτες που σερβιριζόταν μαζί με τ' αυγά.
Σα σίφουνας ορμούν οι πελάτες, όλοι μαζί, τρέχουν να βρεθούν πρώτοι στην ουρά, αφού όλοι αρχίζουν δουλειά την ίδια ώρα, μερικοί προσπαθούσαν να προσπεράσουν για να σερβιριστούν πρώτοι. Ήταν μια γειτονιά της Νέας Υόρκης με πολλά εργοστάσια και οι πελάτες, οι περισσότεροι έπαιρναν το πρωινό τους να το φάνε κάπου έξω, βαδίζοντας στο πεζοδρόμιο, για να μην καθυστερήσουν, ή σε κάποια γωνιά του εργοστασίου.
Εδώ, στα γούστα τους, καθρεφτίζεται η προβληματική ανθρώπινη παραξενιά και ιδιοσυγκρασία.
«Θέλω δυο αυγά χτυπητά με κρεμμύδια, πατάτες και μπέικον,» φώναξε ένας ταξιτζής, κάθισε στο σκαμπό και περίμενε να σερβιριστεί.
«Εμένα θα μου βάλεις τέσσερα ασπράδια από αυγά ομελέτα, όχι με πατάτες αλλά με Grits  και φρυγανιές σταρένιες ολικής αλέσεως,» είπε ένας χοντρός, κάθισε δίπλα στον ταξιτζή και περίμενε.
«Εγώ θέλω ομελέτα με αμερικάνικο τυρί, βάλε μου και αγγουράκια τουρσί, πατάτα σαλάτα, και coleslaw,» φώναξε ένας εβραίος, μάζεψε το πανταλόνι του που ήταν έτοιμο να πέσει, κάθισε και φώναξε για νερό, καφέ κι άρχισε τη μουρμούρα για το πόσο αργεί να ετοιμαστεί η παραγγελία.
«Θέλω ένα αυγό σάντουιτς σε φρυγανιά με μπέικον, αλλά να μη σπάσει ο κρόκος.» Είπε μια όρθια παράξενη βιαστική ύπαρξη, που δούλευε καθαρίστρια σε σχολικό κτίριο της περιοχής.
Ένας Ιταλός εργάτης φώναζε: «Δυο αυγά ομελέτα με τηγανιτές πατάτες, σε Ιταλικό φραντζολάκι, θα το πάρω μαζί μου.»
«Δυο αβγά μελάτα, με  Ham  χοιρομέρι,» φώναξε ένας που είχε χώσει τα μούτρα του σε μια ανοιχτή εφημερίδα. Κάθισε στο μικρό τραπεζάκι και περίμενε.
«Δυο αυγά μάτια με λουκάνικα. Δεν θέλω βούτυρο στις φρυγανιές μου, οι πατάτες να είναι ξεροψημένες.» 
Η σερβιτόρα μου έφερε πίσω το πιάτο με τ' αυγά και μου είπε.
«Αυτή εκεί η χοντρή λέει ότι είναι πολύ ψημένα τ' αυγά, θέλει άλλα να είναι πιο ωμά. Πρόσεχε πάλι, αυτός εκεί ο εβραίος λέει ότι σε είδε να πιάνεις τη φρυγανιά με τα χέρια σου, δεν τη θέλει, δώσε του άλλη, βάλε και αυτά τα ρημάδια τα γάντια σου επιτέλους, γιατί σου τα φέρανε, να τα κοιτάς;»
Ένας Ισπανόφωνος μπερδεύτηκε στη γλώσσα, 
-«θέλω “French-fries” τηγανιτές γαλλικές πατάτες.»
«Φτιάξε μας μια ομελέτα με μαρμελάδα και Γαλλικές φρυγανιές, “French-toast”» φώναξαν κάτι νεοφερμένοι Ιρλανδοί.
Η σερβιτόρα μου έφερε πίσω το πιάτο με τις τηγανιτές πατάτες. «αυτός ο Ισπανόφωνος λέει ότι του λείπουν τ' αυγά, θύμωσε μάλιστα.»
«Μα δεν μου είπε για αυγά,» τόλμησα να πω.
«Δεν πειράζει, βάλε του αυγά  να τελειώνουμε.»
Μια παρέα από εργάτριες εργοστασίου φάνηκε, περικύκλωσαν τον πάγκο, «θέλουμε δέκα φραντζολάκια ζεστά με πολύ βούτυρο,» μου είπαν «και δέκα καφέδες με γάλα και ζάχαρη»
«Τους καφέδες θα τους πάρετε από τη σερβιτόρα,» τους είπα.
Η σπάτουλα στα χέρια μου ανεβοκατέβαινε σα μηχανή. Ο ιδρώτας μου, έσταζε μέσα στα πιάτα, για να μην ξεχνάω τις παραγγελίες δεν μιλούσα. Τα χαρτόνια με τ' αβγά άδειαζαν το ένα μετά το άλλο. Προσπαθούσα να βγάλω κι αυτή τη μέρα, με την καταπιεστική σκλαβιά, σώματος και νου, ενωμένους, πασχίζοντας να επιζήσω, στο κατεστημένο του μεροκάματου. Οι παραγγελίες γι' αυγά ερχόταν σαν αλυσίδα άγκυρας βαποριού, που γλιστρά να βρει τον πάτο της θάλασσας
Το απογευματάκι  τελείωσα τη δουλειά, Το αφεντικό  ένας κοντός από τον Πύργο της Ηλείας   φώναξε τον πιατά να κατεβάσει τα ρολά της πόρτας και να κλειδώσει από μέσα.
Άνοιξε  τα χέρια του κι αγκάλιασε το ταμείο, έχωσε τα χέρια του στα εντόσθιά του κι άρχισε να μετρά τις εισπράξεις της ημέρας, αρχίζοντας από τα κέρματα και τελειώνοντας με τα πράσινα χαρτονομίσματα. Μια βλαστήμια ξέφυγε από το στόμα του. «Σήμερα δεν είχαμε τόσο πολύ δουλειά, όπως άλλες φορές.» Μετά με φώναξε και μου είπε:
«Κοίταξε να βρεις αλλού δουλειά, δεν κάνεις για το μαγαζί μου, δεν είσαι αρκετά γρήγορος»
Πέταξα τη βρώμικη ποδιά σε μια γωνιά, πήρα τα χρήματα του κόπου μου που μου έδινε με το βρώμικο χέρι του. Μετά φώναξε τον πιατά και του είπε να μου ανοίξει την πόρτα να φύγω και ξανά να κλειδώσει πίσω μου.
Ένα βάρος ξέφυγε από το στήθος μου. Τα χείλη μου άνοιξαν κι ένας βαθύς χαρούμενος αναστεναγμός όρμησε έξω, σφυρίζοντας για τη λευτεριά νου και σώματος.
Απ' τη χαρά μου έδωσα μια κλωτσιά στον αέρα και προσπάθησα να χαρώ τη στιγμή της λύτρωσής μου, κλείνοντας τα παράθυρα των υποχρεώσεών μου.
Χαρούμενος κατευθύνθηκα στο  μετρό, στο σπίτι με περίμεναν με ανοιχτή αγκαλιά σε μια οικογενειακή ζεστή θαλπωρή, πήγα αποφασισμένος ν' απολαύσω τη λευτεριά μου μαζί τους, έστω και προσωρινός.
 'Άφησα τις σκέψεις μου στο ντουλαπάκι του αύριο, για να χαρώ την παρούσα κατάσταση, αρνούμενος προς στιγμή να σκεφτώ ότι την ερχόμενη εβδομάδα νους και σώμα θα έβγαιναν παρέα για αναζήτηση δουλειάς στα διάφορα γραφεία εργασίας της 8ης Λεωφόρου και 40 δρόμων της Νέας Υόρκης. 
 Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015

Στην αγκαλιά του λιμανιού

                                  Με κορίτσια της εποχής  στην Κούβα                                                                    
                                                Ιστορίες της νύχτας # 7  
  Η Μαρίνα με πλησίασε στο σκαμπό που έπινα το ποτό μου, στο κέντρο υπήρχε πάνω σε βάθρο μια τυπική  ορχήστρα με κύριο όργανο «Marimba» κάτι τι παρόμοιο με το ξυλόφωνο όπου 4 οργανοπαίκτες χτυπούσαν τα πλήκτρα σε χορευτικούς σκοπούς.  
-Χορεύουμε μου είπε;
Την  έπιασα απ την μέση, στον χορό σφίχτηκε πάνω μου.
-Ξέρεις  παντρεύτηκα τον Γιάννη, το παιδί από την Πάρο, τον φίλο σου, κάναμε συμφωνία  αυτός να δουλεύει στα βαπόρια κι εγώ εδώ στο μπαρ, μετά όταν μάσουμε αρκετά χρήματα θα φύγουμε για Αμερική, ή  Ελλάδα. Πάμε να κοιμηθούμε σπίτι μου απόψε;  
Την κοίταξα και δεν πίστευα, ποιο πέρα ο καπετάνιος μας ένας λεβέντης Θεσσαλονικιός έπινε το ποτό του.
-Γιατί δεν πας με τον καπετάνιο, αυτός έχει πιο πολλά λεφτά, της είπα.
Σα να τσαντίστηκε με παράτησε και πήγε και κάθισε στο τραπέζι με την Μπέλα κι άρχισαν να κοιτάζουν και να κουτσομπολεύουν. Μου ήταν αδιάφορο.  
Σε μια στιγμή  φάνηκε ένας  Έλληνας ναυτικός, είχε ξεμείνει από Θιακό  βαπόρι με Ελληνική σημαία, ήταν και μονόφθαλμος, έλεγε ότι  είχε χάσει το βαπόρι του. Τον  είχε συμμαζέψει η Margot  μια έγχρωμη king size  τούχε προσφέρει ότι έλειπε του ναυτικού, γυναίκα, δωμάτιο φαί και σιγουριά.
Παρήγγειλαν ποτό, η Margot άρχισε να χορεύει σόλο τρελά, η Αμαλία  μου έκανε νόημα να πάω στο τραπέζι της ήθελε να μάθει αν ήξερα πότε θα ερχόταν το βαπόρι όπου δούλευε ως ανθυποπλοίαρχος   ο φίλος της ο Νίκος, ένα πολύ καλό παιδί, αργότερα  τον έστειλα στην Ελλάδα, εκεί  αυτοκτόνησε…
Η Σόιλα σε μια γωνιά περίμενε τον δικό της έναν Έλληνα ναυτικό που απόψε δεν είχε έξοδο, διάλεγε τους φίλους της σιχαινόταν τους μελαψούς, μου το είχε εκμυστηρευτεί, όταν  στην παρέα μας ήταν κι ένας έγχρωμος.       
Κατά τις πρωινές ώρες ξεκινήσαμε για  επιστροφή στο βαπόρι, εύθυμοι, ξέγνοιαστοι, χαρούμενοι με την χαρά που δίνει το ποτό, η αφθονία γυναικών αυτών πουν δεν θέλουν δεσμούς με κανέναν, αυτών που σου προσφέρουν μια ψευδαίσθηση στην αγκαλιά τους,  τραγουδώντας το τραγούδι, αυτό που κάποτε τραγουδούσε και ο Nat king Cole με την βελούδινη φωνή του.    
Perfidia: =(Προδοσία), «άπιστη» γραμμένο το 1939 από τον Μεξικανό Alberto Domínguez σε ρυθμό Bolero.  
Mujer si puedes  tú con Dios hablar, pregúntalo si yo alguna vez te he dejado de adorar…   «Γυναίκα αν μπορείς  να μιλήσεις  με τον Θεό, ρώτα τον αν  εγώ έχω σταματήσει ποτέ να σε λατρεύω…»
Και λέγαμε αναμεταξύ μας,  άραγε να υπάρχει αγάπη, κι αν υπάρχει πως θα είναι;  
Είχαμε περάσει μια ακόμη νύχτα στην αγκαλιά του λιμανιού, πριν παραδοθούμε στην αγκαλιά της θάλασσας. 
Τώρα πια αγκαλιά είναι ποιο επικίνδυνη; Η της γυναίκας, η των λιμανιών, ή της θάλασσας;  
Ε! αυτό το αφήνω στους αναγνώστες να απαντήσουν…   

Γαβριήλ Παναγιωσούλης  






Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Καζίνο

                                              Ένα Απρόοπτο Πρωινό,

Ξημέρωσε, σε μια ανοιξιάτικη λιακάδα, πράμα σπάνιο για τη Νέα Υόρκη.
Ήταν μια Απριλιάτικη Κυριακή,  σκέπτομαι μια ωραία μέρα για να βγούμε από την φωλιά μας, όχι για να μπούμε σε άλλη φωλιά αλλά να πάμε κάπου στον κάμπο, στα βουνά, έξω στην ύπαιθρο να μας φύγει αυτή η πλήξη των κτηρίων με τις εκδηλώσεις ή και τα εστιατόρια με εθνικά φαγητά που βρίσκεις ότι τραβάει η ψυχούλα σου.

Είχαμε μια έλξη για κάτι τι το καινούργιο, το ασυνήθιστο, καβαλήσαμε το αυτοκίνητο οδήγησα 120 μίλια ώσπου φτάσαμε στο Καζίνο της φυλής Μοχίγκαν (Μohegan,) στην πολιτεία Κονέκτικατ, δηλαδή των αυτοχθόνων ερυθροδέρμων (ινδιάνων) κατοίκων Αμερικής,
Οι υπάρχοντες κάτοικοι της φυλής Μοχίγκαν έχουν αρκετά προνόμια από το αμερικανικό κράτος, όπως αφορολόγητα και την δημιουργία καζίνο από τα οποίων τα κέρδη συντηρούν τους ανθρώπους της φυλής τους. Προσπαθούν να αναστήσουν την γλώσσα τους, και σε κάθε γωνιά του υπερπολυτελούς καζίνου υπάρχουν σχέδια, αφίσες, και διάφορα σκηνές από την ζωή των ερυθροδέρμων αυτών, ακόμα και λύκους σαν ταριχευμένους έχουν,  κρέμονται  από πάνω σου λες και διαβάζουν την ψυχή  σου.  Είναι σα μια τεράστια πολιτεία κλεισμένη σε ένα κουκούλι με πολυεδρικούς τοίχους που και αν ακόμα δεν πάσχεις από κλειστοφοβία, εκεί θα υποφέρεις.
 Ένα πλήθος θα πρέπει να ήταν εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι ατημέλητοι μαλλιάδες, αχτένιστοι, πολύχρωμοι, πάρα πολλοί κινέζοι, μα και ανάπηροι με καροτσάκια, ηλικιωμένες κυρίες, μα και κύριοι, κουτσαίνοντας με το μπαστουνάκι τους, όλοι τραβούσαν το μοχλό της ελπίδας θρέφοντας τα μηχανάκια με πράσινα χαρτονομίσματα.
Ήταν ακόμη και ηλικιωμένες κυρίες που είχαν μείνει χήρες και έρχονταν να σκοτώσουν την ανία τους ξοδεύοντας την κληρονομιά του μεταστάντος.
Άλλοι πιο εκεί έπαιζαν ρουλέτα, άλλοι μπλακ τζακ, ένα θόρυβος σαν μελίσσι δεν μπορούσες να συγκεντρωθείς.
Καμπανάκια που χτυπούσαν στα αυτιά σου έφταναν χαρμόσυνα αν κέρδιζες και πένθιμα αν έχανες. Εστιατόρια, μαγαζιά με σουβενίρ, κορίτσια με κοντά να σου σερβίρουν πιοτά ότι επιθυμείς, ξενοδοχείο, μια επιφανειακή πολυτέλεια, όλα αυτά αποσκοπούνε να μαζέψουν τον οβολό αυτών των πολλών ηλικιωμένων ανθρώπων, αυτών των επιβατών που μαζεύουν από τις φτωχογειτονιές τα λεωφορεία που πάνε να σπάσουν τη μονοτονία της ζωής τους, προσφέροντάς τους την αυταπάτη της χλιδής, της πολυτέλειας, αλλά και μια αμυδρά ελπίδα να κερδίσουν.
Η αλήθεια είναι ότι ζητούσα ένα παρκινγκ στον ήλιο και είχα πάρει την κυριακάτικη έκδοση των New York Times με την απόφαση να την ξεκοκαλίσω. Καθισμένος μέσα στο αυτοκίνητο, έχοντας συντροφιά τη θαλπωρή του ήλιου, μια κι έκανε κρύο, θα απολάμβανα το διάβασμα, αλλά δυστυχώς δεν ήταν εφικτό ένεκα αναδιοργάνωση των εξωτερικών παρκινγκ.
 Έτσι έκανα μια βόλτα στο εσωτερικό του καζίνου μπλεγμένος σε πολυτελή σκηνικά και ένα ξέφρενο πλήθος που βλαστημούσε την τύχη του, εκεί όπου η ανθρώπινη αξία είναι πράσινη, όπως το  εκμεταλλευτικό χαρτονόμισμα, αυτό που αγοράζει μια θέση κάτω απ τον ήλιο όχι αναγκαίος ευσυνείδητη.
Σα νύχτωσε πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, χάσαμε και τον ήλιο, και μαζί έχασα και την αυτοσυγκέντρωση μου, για να μπορώ να απολαύσω ότι ζητούσα την ανάγνωση στην απόλυτη ησυχία, παρέα με τις ακτίνες του ήλιου να με θερμαίνουν στο μοναχικό μου βασίλειο το παρκαρισμένο αυτοκίνητο.



                                                     Γαβριήλ Παναγιωσούλης