Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Πρώτη Νοεμβρίου, (ημέρα των νεκρών)

Ήταν η πρώτη Νοεμβρίου .
Παραθέτω Ανθρώπινες συνήθειες
 ήθη και έθιμα από άλλους τόπους,
 αυτούς που έχω ζήσει και έχω λάβει μέρος
 παρατηρώντας τις συνήθειες των συνανθρώπων μας,
 μια και όλοι είμαστε παιδιά της ίδιας μάνας, της μητέρας γης.
                                                  *
Αυτή την εποχή του έτους υπάρχει μια ημέρα που είναι αφιερωμένη και  προορίζεται για την επιστροφή των ευλογημένων ψυχών, γνωστή ως ημέρα των νεκρών.
Καθώς μας διηγούνται  οι παππούδες μας στις 31 Οκτωβρίου, κατά το σούρουπο  τα πνεύματα,  οι ψυχές των νεκρών  γυρνάνε στην γη  και ψάχνουν να βρουν το σώμα τους, και μετά να επισκεφθούν  τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
 Έτσι αντί να αισθανθούν φόβο οι ζώντες  από την συνάντηση με τις ψυχές       τους ετοιμάζουν μια «φιέστα» εορτή προς τιμήν των θανόντων, ένα καλωσόρισες με τραγούδια και μουσική.
Τα κοιμητήρια σε όλο το κράτος  γεμίζουν με λουλούδια τους τάφους, η οικογένεια μαζεύεται και τρώνε μαζί πάνω στο τάφο  ένα ειδικό φαγητό το «Φιάμπρε» με συνοδεία τραγουδιστών και μουσικής. 
Στο Sumpango και το Santiago  της  Γουατεμάλας διατηρείται η παράδοση να ανυψώνουν χαρταετούς, έτσι ώστε να καθοδηγούν τα πνεύματα (ψυχές) των πεθαμένων στα σπίτια των αγαπημένων τους προσώπων σε αυτόν τον κόσμο την 1η και 2α Νοεμβρίου, ημέρα των Αγίων Πάντων, ή ημέρα των νεκρών.



  Με μουσική συντροφεύουν τις ψυχές των αγαπημένων τους νεκρών
 
 Μια πρώτη του Νοέμβρη 

Η γυναίκα του Πάντσο τον ξύπνησε νωρίς. Έβγαλε από τον κόρφο της και του έδωσε ένα χαρτονόμισμα που μύριζε ιδρώτα. Το είχε φυλάξει με τόση δυσκολία από αυτά που του έπαιρνε πριν προλάβει να τα παίξει στα ζάρια.
-Σου έχω ετοιμάσει το φαγητό της πεθαμένης κόρης μας, θα πας στο κοιμητήριο να της κάνεις συντροφιά, σε περιμένει, πάρε κάτι και για σένα να φάτε μαζί. Εγώ βλέπεις δεν μπορώ να λείψω, έχω να προσέχω ένα σωρό εγγόνια από τις προκομμένες κόρες μας που τα γενούν και μου τα φέρνουν να τα προσέχω.
-Μα δεν ξέρω, δεν θυμούμαι τον τάφο της.
-Ψάξε και θα τον βρεις, είναι στην κατηφόρα κοντά στον τοίχο.
Ο Πάντσο πήρε τα λεφτά, πήρε επίσης και τη χαντζάρα (ματσέτε) βγήκε στον κεντρικό δρόμο σταμάτησε το ταξί μου, εκείνη την ημέρα έκανα δρομολόγια στον  campo santo.
-Στο κοιμητήριο, είπε και κάθισε δίπλα μου στο μπροστινό κάθισμα.
Στα μισά του δρόμου το ταξί σταμάτησε απότομα, άντε έβγα -του λέω- να το σπρώξουμε στην άκρη μέχρι να πάω να φέρω βενζίνα, έμεινα πάλι. Είχα ξεχάσει να βάλω καύσιμα.
-Μα καλά δεν γράφει η βελόνα του καντράν;
-Πια βελόνα, τώρα θα δεις, άνοιξα το καπάκι του ντεπόζιτου κι έβαλα μέσα ένα σκουπόξυλο, να κοίτα άδειασε.
-Άφησέ με εδώ, θα συνεχίσω με τα πόδια, είπε ο Πάντσο.
Ιδρωμένος έφτασε στο νεκροταφείο, στην είσοδο συναντήθηκε με ένα μπουλούκι ναυτικούς γερμανούς μαζί με κορίτσια του μπαρ, είχαν πάει να τιμήσουν με ρούμι τον τάφο συμπατριώτη τους που είχε πεθάνει προ μηνών από το πολύ πιοτό. Αγκαλιασμένοι και γελώντας έβγαιναν προς την έξοδο όταν έπεσαν πάνω στον Πάντσο. Αυτός για να μη τον πετάξουν κάτω αγκάλιασε την προβοσκίδα ενός ελεφάντινου αγάλματος. Κοίταξε μέσα ένας πολυτελής τάφος με χρυσά γράμματα σε κάτασπρες μαρμάρινες πλάκες, έμοιαζε σαν απομίμηση του μαυσωλείου Taj Mahal, μόνο που του είχαν προστεθεί κεφαλές ελεφάντων, τάφος της γυναίκας πλούσιου ινδού μετανάστη στην πόλη του λιμανιού, ιδιοκτήτη κτηρίου κινηματογράφου.
Μοιάζει με κατοικία θεού μουρμούρισε ο Πάντσο, δεν ήξερα ότι και στο κοιμητήριο υπάρχουν κοινωνικές τάξεις.
Τον τάφο της κόρης του δεν τον θυμόταν, έψαξε στις φτωχογειτονιές, εκεί όπου δεν υπήρχαν μαρμάρινες πλάκες, είδε κάτι λιθαράκια σε φόρμα κύκλου. Αυτός πρέπει να είναι, έβγαλε τη χαντζάρα τον καθάρισε από τα αγριόχορτα. Ο σταυρός είχε πέσει σάπισε από την πολυκαιρία, δεν διακρινόταν ούτε τα γράμματα. Έψαξε την τσέπη του, δεν είχε πληρώσει το ταξί, πήγε στην είσοδο κι αγόρασε ένα αναψυκτικό, ένα κέρινο καντήλι, ένα χάρτινο στεφάνι και μια μπύρα για τον εαυτό του.
Γύρισε στον τάφο, έβαλε το στεφάνι πάνω από τον σάπιο σταυρό, άναψε το καντήλι, σερβίρισε το «φιάμπρε» ειδικό φαγητό για την ημέρα των νεκρών που είχε ετοιμάσει η γυναίκα του και τα πρόσφερε στην πεθαμένη κόρη του, μαζί με το αναψυκτικό, αυτός δε, έφερε το μπουκάλι της μπύρας στο στόμα του, ήπιε μια γουλιά, μετά σταμάτησε, ανάσανε, έβγαλε κι άναψε τσιγάρο από ένα μαύρο ταμπάκο, αυτό που κάπνιζαν οι φτωχοί, μάρκα payaso μετά άρχισε να μιλά στην κόρη του:
"Η μάνα σου κορούλα μου δεν μπόρεσε να έρθει, πρέπει να προσέχει τα εγγόνια της, η μια σου αδελφή λέει ότι ο πατέρας του παιδιού της, είναι ναυτικός, η άλλη δεν ξέρει, η άλλη χωροφύλακας".
Ήπιε την μπύρα φουμάρισε και το τσιγάρο, άφησε το φαγητό πάνω στον τάφο και πήρε το δρόμο του γυρισμού, σκεπτόμενος αν πραγματικά ήταν ο τάφος της κόρης του ή κάποιου άλλου νεκρού.
Τα λουστράκια περιφερόταν ανάμεσα στους τάφους με τα κασελάκια τους με το πρόσχημα να στιλβώσουν παπούτσια, στην πραγματικότητα για να βοηθήσουν τους νεκρούς να αποτελειώσουν το φαγητό τους. Μια και δεν υπήρχαν κοράκια.
Ήταν η 1η Νοεμβρίου ημέρα που τιμούνται οι νεκροί, ή κατά την δυτική εκκλησία η ημέρα των αγίων πάντων.



Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

28η Οκτωβρίου 1940

                                                      28 Οκτωβρίου 1940

Μια ημερομηνία όπου άλλαξε το ρουν της ζωής μας.
Η στολή μου ήταν μπλε, κοντό παντελονάκι, άσπρη γραβάτα και δίκοχο με ένα στέμμα κιτρινόχρυσο. Καμαρώναμε ήμασταν οι σκαπανείς. Εποχή πριν την 28 Οκτωβρίου 1940
Τραγουδάγαμε:
(Στην γλυκιά μας την πατρίδα την τρανή και ιστορική
Συ απόμεινες ελπίδα νεολαία Ελληνική…)
Ήμουν στην πρώτη τάξη δημοτικού, το σχολείο δίπλα απ το σπίτι μου ένα παλιό οίκημα, το καινούργιο το τελείωναν όπου νάναι θα μεταφερόταν.
Οι αφίσες στην αίθουσα, στα μαγαζιά με την φωτογραφία του κυβερνήτη και την λεζάντα
«Σήκω επάνω Ελληνική Νεολαία.»
«Ούτε μια σπιθαμή γης να μην μείνει ακαλλιέργητη»


Ξάφνου στην ησυχία του χωριού άρχισαν να σημαίνουν οι καμπάνες,  μια κραυγή ακούστηκε: Πόλεμος…
Αμέσως επίταξαν τα άλογα και τα μουλάρια του χωριού, μαζί με την επιστράτευση.
Χάσαμε απ’ το χωριό την μοναδική άμαξα, έμεινε χωρίς μουλάρι.
Πάλι οι καμπάνες σήμαιναν  χαρμόσυνα, γέμισαν με αφίσες τα καφενεία το σχολείο, ο ελληνικός στρατός νικά κατάλαβε την Κορυτσά το Τεπελένι την Κλεισούρα την Πρεμετή κλπ…
Μάλιστα θυμάμαι μια μεγάλη αφίσα εκεί στον τοίχο του καφενείου στο χωριό με τίτλο «Γιγαντομαχία Ευζώνων»  με έναν εύζωνα με υψωμένη την γροθιά του να χτυπά στο πηγούνι  τον εχθρό.
Αμέσως ακούστηκαν και τα τραγούδια, μεταδιδόταν  από στόμα σε στόμα, σε ένα χαρμόσυνο σκοπό, τραγουδούσε η Σοφία Βέμπο, όχι δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο ούτε ηλεκτρικό ρεύμα…


1) Βάνει ο Ντούτσε την στολή του
και την ψάθα την ψηλή του
τσούρμο κουβαλά,
και μια νύχτα με φεγγάρι
την Ελλάδα πάει να πάρει,
βρε τον φουκαρά…

2) Κορόιδο Μουσολίνι,
Κανένας δεν θα μείνει,
εσύ και η Ιταλία,
Η πατρίδα σου η γελοία…
Από την Εφημερίδα Ο «Νεολόγος» Πατρών μαθαίναμε τις ειδήσεις ερχόταν κάθε όποτε είχε καΐκι.
                                                                       ***
Αυτή η ημερομηνία φίλοι αναγνώστες, ήταν η αρχή  του τέλους της παιδικής μας ηλικίας, ξαφνικά ο κάθε ένας από εμάς πάσχιζε για την επιβίωσή του,   από εδώ και εμπρός θα ψάχναμε να βρούμε λαχανίδες στα βουνά για να σκοτώσουμε αυτήν που μας σκότωνε, την Πείνα, που κράτησε για πολλά χρόνια.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης  


Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Τα αθώα παιδικά μου χρόνια,


                                         Κάτι από τα περασμένα, τα αθώα παιδικά μου χρόνια.


-Έλα ήλιε μου πούσε σπουδαγμένος να μου διαβάσεις τι μου λέει τούτο εδώ το  γράμμα.
-Είναι   από το Λος Άντζελες της Αμερικής,  λέει άμα βρεθεί γαμβρός να παντρευτείς  αυτός σου έχει  στην άκρη την προίκα σου να σου την στείλει:
 -Πόσα λέει  γιε μου;
-Εδώ λέει 500,00 κανονικά σύμφωνα με την αριθμητική διαβάζοντας τα μηδενικά από δεξιά προς τ’ αριστερά,  πρέπει να λέει πενήντα χιλιάδες. Αλλά με προβληματίζει κι αυτό το κόμμα.
-Πω, πω λεφτά!!
Με φίλεψε ένα κομμάτι ξερή μπομπότα τηγανισμένη σε ελαιόλαδο που έμοιαζε με παντεσπάνι, ζήτησα να πιω νερό «το θεώρησε τιμή της» άνοιξε τα αρμάρι και μούφερε ένα ποτήρι γυάλινο τόσο φτενό, «αυτό που φύλαγε για επισκέπτες ή σπουδαία πρόσωπα»,  όπου καθώς το δάγκωσα έσπασε, φοβήθηκα,  έφτυσα και την μπομπότα. 
-Μην  το μολογήσεις σε κανέναν για το γράμμα, μούπε.
Την καληνύχτισα κι έφυγα. 
Τα αποσπάσματα κυνηγούσαν ανθρώπους στο χωριό, λες και ήταν λύκοι
Η τύχη τάφερε να συναντηθούμε στο Λος Άντζελες, εγώ θαλασσοβρεγμένος,  παιδί αμούστακο, αυτός φερμένος στην Αμερική προπολεμικά.  Ήταν μια Κυριακή 12 Μαρτίου το 1951, έφθασα στο λιμάνι αυτό προερχόμενος από Βέλγιο με βαπόρι φορτωμένοι παλιοσίδερα.      Συναντηθήκαμε σπίτι του αφού πήρα ταξί  κατά τις 7 το βράδυ καθίσαμε να φάμε αρνί γκιουβέτσι μούπε ότι τόφτιαξε προς τιμή μου, για να με καλωσορίσει. Έκατσα  μαζί του μέχρι τέλος του μήνα με πήγε στην Αγιά Σοφιά, στα διάφορα στούντιο του Χόλυγουντ όπου είδα στα πεζοδρόμια ή αυλές των στούντιο ονόματα αστέρων εντοιχισμένα ανάγλυφα.  Ήταν ο άνθρωπος που είχε στείλει το γράμμα.


 Έτσι μια πρωταπριλιά πήρα το τραίνο από Λος Άντζελες για Νέα Υόρκη, ήταν Κυριακή.       
 Μιαν ημέρα σαν και τούτη πάνε πολλά, πολλά χρόνια πίσω 4η Απριλίου ταξίδευα σ’ ένα τραίνο για 72 ώρες. Είχα ένα ρολόι του χεριού το είχα αγοράσει απ το Ρίο Της Βραζιλίας και ήμουν τόσο ανήσυχος και νευρικός αν και αμούστακο παιδάκι που κάθε λίγο και λιγάκι το κούρδιζα μέχρι που το έσπασα. Η διπλανή μου μια κοντούλα γυναίκα μου τόλεγε μην το κουρδίζεις τόσο θα το σπάσεις. Όχι δεν ήξερα την γλώσσα  εκτός από μερικές ολίγες λέξεις, όμως ήμουν τόσο αποχαυνωμένος από αυτά που συμβαίνανε  γύρω μου ώστε δεν είχα ησυχία, κοίταξα την μηχανή τα βαγόνια του τραίνου έγραφε  Santa Fe,   El Capitán  κι εγώ επιβάτης λες και ήταν το orient express που όμως δεν ήταν αλλά ένα τραίνο που με έφερνε στο Σικάγο.  Εκεί  αλλάξαμε σταθμό στο La sale station  κι από εκεί μας μετέφεραν σε άλλο τραίνο της New York Central όπου φθάσαμε στις 4 Απριλίου στο    Grand Central Station,της Νέας Υόρκης,   ήταν μέρα Τετάρτη, 4 Απριλίου 1951.     
Ήταν ένας χρόνος  όπου διαμόρφωσε κατά κάποιον τρόπο το ποιος είμαι σήμερα, (την τύχη μου)

Θυμούμαι την αθωότητα του τότε όχι μόνο την δική μου, μα και αυτών που άφησα πίσω στην Ελλάδα, αυτών που χάθηκαν, αυτών που βασιζόταν πάνω μου, αυτών που με κατευόδωσαν με τόση αγάπη, αυτών που   δεν ξαναείδα ποτέ, αυτών που γελάστηκαν στις προσδοκίες των.

Σήμερα ένα αιώνο γιατί μου θαμπώνει τα μάτια, σε μια ερώτηση που δεν υπάρχει απάντηση   

Γαβριήλ  Παναγιωσούλης      

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Το Παρελθόν, το Σήμερα, το Χθες

                                                                  



                                 Ανακεφαλαίωση
Το   Σήμερα,
Τα Γραπτά ΜΜΕ Ελληνοαμερικανικά και Αμερικανικά της Νέας Υόρκης έχουν πρωτοσέλιδα τα κατορθώματα ενός Ελληνο-ορθόδοξου Ιερέα  και μιας Κυρίας, τουλάχιστον 20 χρόνια νεώτερης του.
Παντρεμένοι αμφότεροι με παιδιά, τα κατηγορώ  πέφτουν βροχή, και τα επακόλουθα ακόμα πιο σοβαρά!  Είχαν σχέση οκτώ ολόκληρα χρόνια!!!
Πολλοί κατηγορούν τον Ιερέα δεν του επιτρέπετε  από την θέση που κατείχε να παρεκκλίνει, από την μια και από την άλλη ήταν και ώριμος στην ηλικία.
Επιφανειακά η σημερινή η Ιεραρχία «σύνοδος», η  κοινωνία καθαίρεσε τον Ιερέα, όμως παραμένει άνθρωπος  την δε  γυναίκα την έστειλε σε ψυχίατρο για  θεραπεία, μάλλον για δικαιολογήσουν το αδικαιολόγητο.
 
Όμως σκέφτηκε ποτέ κανείς ότι είναι και αυτοί άνθρωποι, με αισθήσεις και λιποψυχούν μπροστά στον απαγορευμένο καρπό, είναι αυτό που σε τρελαίνει, το   ότι δεν μπορείς να αγγίξεις κάτι που το λαχταράς;   
 Και κάτι ακόμα, όταν μπει μέσα σου το πάθος του έρωτα, της έλξης  αυτό που σε κάνει σκλάβο για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο του αντιθέτου φύλου, παραμερίζεται η λογική του εγκεφάλου, υποφέρεις εσύ, ή ίσως    και οι δυο μαζί σκλαβώνουν τις  υπάρξεις τους, το ερωτικό πάθος είναι τέτοιο όπου  έρχεται στιγμή, οι υποχρεώσεις,   η κοινωνία, η οικογένεια, οι ανθρώπινοι νόμοι περνούν σε δεύτερο χέρι.
Ευτυχισμένος είναι αυτός, ή αυτή   που δεν έχουν  γνωρίσει αυτό το ερωτικό πάθος που σε σκλαβώνει, χάνεις την προσωπικότητά σου, τον εγωισμό σου  γίνεσαι έρμαιο, εκλιπαρείς… δεν ξέρω ίσως να είναι από την πρωτόγονη έλξη για την διαιώνιση του γένους, πριν φτιαχτούν οι ανθρώπινοι νόμοι. Αλλά ένα μόνο ξέρω ότι αυτό το ερωτικό πάθος ακόμα υπάρχει και ακόμα ότι χρειάζονται δυο για να παράγει φλόγα τόσο δυνατή όπου προξενεί μια ευτυχισμένη εθελοτύφλωση, εξ’ άλλου χρειάζονται δυο για  χορέψουν ταγκό,  it takes two to tango.
Η μοναδική γιατρά είναι η  απομάκρυνση και ο χρόνος, εφόσον αυτά τα δυο δεν υπάρχουν το ερωτικό πάθος φουντώνει, τυφλώνει,  απομακρύνει τη λογική, ζουν  μια ονειρεμένη ζωή σε έναν κόσμο που πλάστηκε μόνο γι’ αυτούς.     
       
  

                                                             Το χθες
Η κόρη της Εύας  ήρθε  στην πιάτσα των ταξί να με βρει, πάμε σπίτι μούπε η μάνα μου θέλει να σου μιλήσει,
Έχω ένα πρόβλημα είπε η Εύα, έχουν βάλει φυλακή τον γιο μου για αποπλάνηση ανήλικου κοριτσιού και θέλω να πάμε μαζί στην αστυνομία να δούμε τι μπορεί να κάνουμε.
Τον γιο της τον ήξερα ήταν ταξιτζής παντρεμένος με 3 παιδιά.
Το ξέρει η γυναίκα του είπα;
Ναι κι έχει θυμώσει, έχει κλειστεί στο σπίτι της και δεν θέλει να ακούσει κανέναν
Τότε ας πάμε στην αστυνομία. Ο γραμματέας της αστυνομίας αφού συμβουλεύτηκε τον αστυνομικό διευθυντή της πόλης του λιμανιού ένα λοχαγό μας είπε:
Εφόσον υπάρχει κατήγορος και μάρτυρας αποκλείεται να βγει έξω, οπότε την μόνη συμβουλή που σας δίνω είναι να ψάξετε  να βρείτε την μάνα να έρθετε σε κάποια συμφωνία κι αυτή να αναιρέσει την μήνυση.  
Πάμε, μου είπε η Εύα.
Ρώτησα από δω κι από εκεί εν τέλει πετύχαμε την μάνα του κοριτσιού, ήταν στην υπαίθρια αγορά και παρακολουθούσε τα πάντα. Σταμάτησα το ταξί και της λέω.
Κυρά μου μια κυρία θέλει να σου μιλήσει.
Την κατάφερα και μπήκε στο ταξί, οι δυο γυναίκες και η κόρη μπροστά άρχισαν το παζάρεμα.
Μα είσαι σίγουρη κυρά μου ότι ο γιος μου βίασε την κόρη σου; Ρώτησε η Εύα;
Μα βεβαίως τους έπιασα εγώ η ίδια έκαναν έρωτα μέσα στο παρκαρισμένο ταξί. Ήταν χαράματα λίγο πριν φέξη παρακολουθούσα την κόρη μου που βγήκε και μπήκε στο ταξί, πάρκαραν κάτω από ένα δένδρο μακριά από τα βλέμματα του κόσμου, πήγα και φώναξα την αστυνομία…
Και χωρίς να της πει τίποτε άλλο είπε, ζητώ την αποκατάσταση της κόρης μου, ζητώ την προίκα της.
Και ποια είναι η τιμή είπε η Εύα;
Θα μου δώσετε 100 δολάρια κι εγώ θα αναιρέσω την μήνυση οπότε μπορεί να βγει ο γιος σου.
Καλά είπε η Εύα περίμενέ με αύριο εδώ θα έρθω με το ταξί να σε πάρουμε να πάμε στην αστυνομία να  αναιρέσεις  το κατηγορώ.
Την άλλη μέρα οι δυο γυναίκες συναντήθηκαν μέσα στο ταξί μου. Τους πήγα στην αστυνομία, το γραφείο στην είσοδο τα παράθυρα με σήτες  για να μην μπαίνουν τα κουνούπια έκοβαν το φως της ημέρας, οι τοίχοι  χρωματισμένοι  πράσινο με την φθοριούχα λάμπα να στέλνει ένα αρρωστιάρικο χλωμό φως  έβαλε στην γραφομηχανή δυο κόλλες χαρτί στη μέση έβαλε κι ένα καρμπόν και γύρισε τον μοχλό. Ακούστηκε ένα θρόισμα λες και περνούσε φίδι.
Η μάνα του κοριτσιού υπόγραψε ότι αναιρεί την κατηγορία, άπλωσε το χέρι της και έπιασε μα χαρά το 100 δολάρια.
Φύγετε  τώρα είπε ο γραμματέας, θα δώσω την αίτηση αυτή στον εισαγγελέα οπότε να διατάξει την αποφυλάκισή του, μάλλον αύριο.
Πήγα την Εύα σπίτι της, δεν είπε κανενός τίποτα μέχρι να βγει ο γιος της.
Την γυναίκα του κατηγορούμενου την ήξερα ήταν μια όμορφη γαλανομάτα και ανήκε στην εκκλησία των ευαγγελιστών         
Την επόμενη μέρα φώναξαν τον κατηγορούμενο και του είπαν δεν υπάρχει κατηγορώ εναντίων σου, είσαι ελεύθερος.
Αυτός πήγε κατευθείαν σπίτι του, τα παιδιά τους ήταν σχολείο πράγμα παράξενο βρήκε την πόρτα κλειστή, ήξερε που έκρυβαν ένα δεύτερο κλειδί κάτω από μια πέτρα το πήρε και άνοιξε!
Ω! το θαύμα, ώ! Τι έκπληξη! η γυναίκα του στο κρεβάτι με τον κινέζο έμπορο της γειτονιάς…
Τελικά χώρισαν η γυναίκα και τα παιδιά βρίσκονται  σήμερα στις ΗΠΑ, η γυναίκα ξαναέφτιαξε οικογένεια, ο άνδρας ήρθε κι αυτός και πέθανε εδώ στα ξένα.


                                            Για το Αύριο:  Γαβριήλ Παναγιωσούλης

       

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Το Ναυάγιο

                                                               ΝΑΥΑΓΙΟ


Όλοι μας ξέρουμε για την φημισμένη παραλία της Ζακύνθου «Το Ναυάγιο» με το κουφάρι του καραβιού να έχει γίνει σήμα κατατεθέν σε όλο τον κόσμο.
Όμως  πόσοι ξέρουμε την ιστορία του καραβιού και γιατί βρέθηκε προσαραγμένο σε τούτα τα νερά;
Ομολογώ ότι δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτή την ιστορία.
Πως όμως έφτασε εκεί το πλοίο «Παναγιώτης»; Πως ξεβράστηκε την 30η Σεπτεμβρίου του 1982 στην πιο διάσημη παραλία του νησιού; Και πια ιστορία κρύβει; 
Ιδού λοιπόν:

Το πλοίο ονομαζόταν «Παναγιώτης» ανήκε σε έναν Κεφαλλονίτη ονόματι Χαράλαμπο Κομποθέκλα και μετέφερε λαθραία τσιγάρα που παραλάμβανε από λιμάνια της Γιουγκοσλαβίας και Αλβανίας  
 Και τα οποία μεταφόρτωνε σε μικρά ταχύπλοα πλοιάρια με προορισμό την γειτονική Ιταλία. Καπετάνιος και πλήρωμα ήταν επίσης Κεφαλλονίτες, ενώ το παράνομο φορτίο συνόδευαν κάθε φορά και δυο Ιταλοί λαθρέμποροι, οι οποίοι και επέβλεπαν την παράδοση. Το ναυάγιο ξεκίνησε από πειρατεία.
Καπετάνιος και πλήρωμα συνέλαβαν τους δυο Ιταλούς συνοδούς του φορτίου, τους έκλεισαν σε μια καμπίνα και αφού συνεννοήθηκαν με διαφορετικούς μεσολαβητές αποφάσισαν να πουλήσουν για λογαριασμό τους το παράνομο φορτίο.
 Οδήγησαν το πλοίο στο σημείο που γνώριζαν  τον όρμο του «Σπυριλή» και περίμεναν. Λόγω όμως των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, προσάραξε στα  αβαθή του όρμου. Άρχισαν τότε να ξεφορτώνουν στη μικρή αμμουδιά τις κούτες με τα τσιγάρα, μήπως κατορθώσουν και αποκολλήσουν το σκάφος. Όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν, δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν, ενώ παράλληλα αρκετές κούτες με τσιγάρα παρασύρθηκαν από τα κύματα, με αποτέλεσμα να εκβραστούν στην γύρω περιοχή.
Στη συνέχεια, οι ναυτικοί του πλοίου αφού ελευθέρωσαν τους δυο Ιταλούς, το εγκατέλειψαν σκαρφαλώνοντας την απόκρημνη πλαγιά     βρήκαν τρόπο να φθάσουν στην πόλη της Ζακύνθου.
Στο μεταξύ και αφού είχε ξημερώσει οι κάτοικοι των Βολιμών είδαν τα επιπλέοντα τσιγάρα στη θάλασσα και άρχισαν να τα μαζεύουν και να τα μεταφέρουν στα χωριά τους.  Πρέπει να αναφερθεί ότι τα πακέτα ήταν με τέτοιο τρόπο συσκευασμένα, ώστε να μην καταστρέφεται το περιεχόμενό τους από το θαλασσινό νερό, αν για κάποιο λόγο  κατέληγαν στην θάλασσα.  Αποθήκευσαν τα τσιγάρα λοιπόν όπου μπορούσαν, σε αποθήκες, στάβλους, λινούς.  Σαν μαθεύτηκε το γεγονός από τιε Αρχές, οι ναυτικοί συνελήφθησαν     και ύστερα από έρευνες εντοπίσθηκαν τα τσιγάρα στα σπίτια των χωρικών και από εκεί μετεφέρθηκαν στο τελωνείο του νησιού.
Αργότερα ακολούθησε δίκη  κατά την οποία καταδικάστηκαν ο πλοιοκτήτης και οι πειρατές-λαθρέμποροι τα δε τσιγάρα πουλήθηκαν σε πλειστηριασμό και οι Ιταλοί απελάθηκαν στην πατρίδα τους.
Ακολούθησε στη συνέχεια η λεηλασία του πλοίου…

Έμεινε σκέτο το κουφάρι να χτυπιέται απ τον αέρα, να σκουριάζει και να κατατρώγεται από την αρμύρα του θαλασσόνερου, παράλληλα  τα κύματα συσσώρευσαν σιγά, σιγά όλο και περισσότερα βότσαλα μεγαλώνοντας την σπιάντσα και αποκόβοντας την επαφή του πλοίου με την θάλασσα. 

Πηγή Εθνικός Κήρυξ, Νέα Υόρκη


Γαβριήλ Παναγιωσούλης           

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Ένας σταθμός στο Πουθενά

                              Ένας  σταθμός, στο  Πουθενά
   
           
Το τραίνο σφύριξε ένα συρτό ουρλιαχτό, η ατμομηχανή ξέρναγε  καπνό, κόκκοι μαύρης κάπνας αιωρούνταν στον αέρα και κόλλαγαν στα ιδρωμένα πρόσωπα των ανθρώπων  αυτών που  ταξίδευαν. Άνθρωποι του λαού, με μπογαλάκια στην πλάτη τους, με δίχτυα φρούτα, με μπανάνες, με κοτόπουλα  δεμένα από τα πόδια, άλλα σε κλουβιά τα οποία   έσκουζαν λες και τους έβανες το μαχαίρι στο λαιμό, όλοι αυτοί πήγαιναν για την  πρωτεύουσα, ή τους ενδιάμεσους σταθμούς.  Ο χώρος στο δάπεδο του βαγονιού ήταν γεμάτος από τα συμπράγκαλα αυτά, που ανάμεσά τους πηδούσαν  γυναίκες πουλώντας μαύρο καφέ με ζάχαρη ή κακάο. Οι επιβάτισσες γυναίκες είχαν δεμένα με φασκιές  στην πλάτη  τα μωρά τους, όταν καθόταν αν υπήρχε κάθισμα τα έφερναν μπροστά στο στήθος τους, άνοιγαν την σχισμή της μπλούζας  τους και τα βύζαιναν, ώστε να σταματήσουν  το κλάμα. Οι άντρες με τα πλατύγυρα ψάθινα καπέλα τους έκρυβαν το λιγοστό φώς που υπήρχε στο βαγόνι. Ακουγόταν ο ρυθμικός χτύπος της ατμομηχανής και από τα παράθυρα φαινόταν ο μαυρόασπρος καπνός που έτρεχε κι αυτός αντίθετα από το τραίνο.  
Καθισμένος στριμωγμένος σ’ ένα ξύλινο παγκάκι ονειρευόμουν  τον εαυτόν μου πρωταγωνιστή καουμπόικης ταινίας του περασμένου αιώνα και όλοι αυτοί οι συνταξιδιώτες μου κομπάρσοι ήμουν ο πρωταγωνιστής, περιέργως αισθανόμουν ευτυχισμένος. Το άγνωστο το απρόοπτο με ενθουσίαζε, καθώς οι συνεπιβάτες μου με κοίταζαν περίεργα έβλεπα τον εαυτόν μου να ξεχωρίζει, ίσως να με θεωρούσαν κανένα ιεροκήρυκα Ευαγγελιστή από αυτούς που αφθονούν σε αυτά τα μέρη οι οποίοι πασχίζουν να σώσουν τις ψυχές των ιθαγενών, ή ας πούμε κανένα  ανθρωπολόγο, που ψάχνει για να βρει στάχτες και κόκκαλα.  Κανείς δεν ήξερε ότι ο    προορισμός μου ήταν ένας σταθμός στην τροπική ζούγκλα, στο μέσον του πουθενά.

Εκεί με περίμενε η Ούλντα για να ζήσουμε μακριά από το μίασμα του πολιτισμού μας, όπως οι πρωτόπλαστοι. Ήταν αυτή η απλότητα, αυτή η ελευθερία  σώματος και νου, να τα κουμαντάρεις όπως εσύ θέλεις, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς την έγνοια του αύριο, αλλά να ζεις  μόνο για το σήμερα, ήταν αυτό που με ενθουσίαζε. Ήταν μια καινούργια ζωή, έτσι όπως την έπλασε ο πλάστης, κάτι σαν τον κήπο της ΕΔΕΜ  χωρίς τον απαγορευμένο καρπό, μα και χωρίς το φίδι. Τα μόνα που ήταν οι νυχτερίδες τη νύχτα πετούσαν γύρω μας  λες και ήταν ψυχές, μετά τα όρνεα αυτά τα πουλιά έκαναν κάθετες εφορμήσεις σε  οτιδήποτε κινιόταν, ένας γείτονας οπαδός μια θρησκευτικής αίρεσης μας έφερε πεσκέσι κρέας από αγριογούρουνο που είχε σκοτώσει. Α! ναι υπήρχαν και ιγουάνας αυτά τα άκακα ζώα, μας κάλεσαν σε τραπέζι την φάγαμε κοκκινιστή με ατσιότε κάτι σαν πάπρικα.
Μετά τα ψάρια της λίμνης, άφθονα, σκάβαμε στις ρίζες από μπανανιές βγάζαμε σκουληκάκια για δόλωμα,  όσα ψάρια μας περίσσευαν τα κάναμε λιαστά με αλάτι.  Για νερό αποβραδίς ανοίγαμε έναν λάκκο, τον σκεπάζαμε με φύλλα μπανανιάς, το πρωί ήταν γεμάτος γάργαρο τρεχούμενο νερό.   
 Τις νύχτες τ’ αστέρια μας έστελναν το φως τους σαν ουράνιες πυγολαμπίδες κι εγώ έβλεπα τον κόσμο μου στις θάλασσες των ματιών της. 
Ο ήλιος στην αρχή της ημέρας μας θώπευε, μετά μας τσουρούφλιζε, οι φυλλωσιές των δένδρων μας προστάτευαν, τα ρυάκια μας δρόσιζαν. Οι σταγόνες της βροχής χάραζαν στα μάγουλά μας την υπογραφή μιας παντοτινής αφοσίωσης.
Η φωλιά μας ήταν ο παράδεισός μας. Αυτή η πράσινη  ευτυχία είχε γεμίσει τις καρδιές μας. Πόσο καιρό κράτησε μα μόνο τρεις μήνες, μετά αποζήτησα τον πολιτισμό, την μολυσμένη ατμόσφαιρα, την ηχορύπανση, τον ηλεκτρισμό, τους ανθρώπους.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

                                                                           ***



Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Έχε Πίστη!



                                                          Έχε πίστη:
 

Η Σάσα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, θα πήγαινε στο ληξιαρχείο να δηλώσει τη γέννηση του παιδιού της. Σκέφθηκε ποιος να ήταν ο πατέρας του, μήπως ο Έλληνας ναυτικός, μήπως ο χωροφύλακας, ή μήπως ο Τομάς αυτός που δούλευε  σε Βενζινάδικο.  Σκέφτηκε ποιανού να το φορτώσει. Τελικά ο ναυτικός είχε φύγει, ο Χωροφύλακας την απείλησε ότι δεν ήταν δικό του και ο Τομάς της είπε ότι το αμφέβαλε και ότι ήταν πολύ φτωχός για να την βοηθήσει, έτσι ας   έκανε ότι ήθελε.
Πήγε λοιπόν στο ληξιαρχείο και το δήλωσε με ένα όνομα και ένα  επώνυμο, το δικό της, σημείο ότι το ένα επώνυμο σύμφωνα με τις συνήθειες εννοεί ότι ήταν άγνωστου πατέρα.
Το ονόμασε Χούλιο, επώνυμο Εστράδα, το δικό της.
Είχε σουρουπώσει τα    πιτσιρίκια της γειτονιάς παίζανε  στη λασπωμένη γη, τα κουνούπια και τα άλλα φτερωτά ζωύφια χόρευαν γύρω από το φως της φθοριούχας λάμπας της κολώνας του δρόμου. Οι βάτραχοι χοροπηδούσαν κι έσκουζαν στο παρακείμενο χαντάκι, από μακριά ακουγόταν ο απόηχος μουσικής από διάφορα νυκτερινά κέντρα όπου γλεντούσαν ναυτικοί, με κορίτσια αυτά που πουλούσαν ότι ήθελαν οι ναυτικοί εκτός από αγάπη.  Οι αστυνομικοί περιπολούσαν προσπαθώντας να ανακαλύψουν τίποτα λαθραία που θα κουβαλούσαν μαζί τους οι ναυτικοί, συνήθως δώρα αρώματα κλπ…
Η σειρήνα αλλαγής βάρδιας εργατών λιμανιού ηχούσε όλο το εικοσιτετράωρο.   Οι ατμομηχανές σφύριζαν για αλλαγή βαγονιών φορτίου  με μπανάνες ή καφέ ή ζάχαρη. Ξαπλωμένος στην αιώρα μου κατά μήκος της βεράντας του σπιτιού μου αναπολούσα τη ζωή των βαποριών έλα όμως που με είχε νικήσει η του ταξιτζή η οποία ήταν αλληλένδετη με τη γυναίκα.
Η Σάσα φάνηκε να έρχεται, προς το μέρος μου, είχε δει ένα όνειρο και ήταν αλαφιασμένη,  αλλά δεν ήταν σίγουρη αν ήταν όνειρο, χθες το βράδυ άκουσε  θόρυβο   περνούσε απ’ έξω η άμαξα αυτή με τα μαύρα  άλογα, μου φάνηκε σα να ήταν το κάρο του θανάτου  που μαζεύει τις ψυχές, είπε.

Κακό όνειρο της είπε η Εύα αυτή που περίμενε μισο-κρυμμένη στη γωνία στο μισοσκόταδο τον φίλο της. Ο άνδρας της ήταν ράφτης και δούλευε μέχρι αργά το βράδυ. 
Την άλλη μέρα  ήρθε η είδηση, σκότωσαν τον Χούλιο, πισώπλατα.   Η Σάσα άρχισε τις φωνές μαζεύτηκαν γείτονες, ρωτούσαν το γιατί, που; πότε; Που ήταν το πτώμα; Στο ποτάμι της είπαν, πέρα από τη γέφυρα, ανήκε σε μια παραστρατιωτική οργάνωση το λευκό χέρι, αυτή που τρομοκρατούσε τους αγρότες. Έφυγε για εκεί. Πέρασαν οι μέρες.
 Ο τουρίστας φορούσε ένα εξωτικό πουκάμισο με κάτι πράσινες κιθάρες, ήταν αμερικανός απ’ το Μαϊάμι, ζητούσε ταξί, μου λέει θέλω το ταξί σου για όλη την ημέρα, θα σε πληρώνω με την ώρα, θα με πηγαίνεις να δω όλα τα αξιοθέατα της πόλης του λιμανιού. Κάναμε συμφωνία, μαζί του μάλιστα είχε και μια κρεμάστρα, κουβαλούσε ένα πουκάμισο μισο-βρεμένο και το κρέμαγε στην κρεμάστρα πάνω απ την πόρτα του πισινού καθίσματος. Με την τροπική ζέστη στέγνωνε γρήγορα.  Απομεσήμερο θυμήθηκα πως με είχαν καλέσει  στο σπίτι του σκοτωμένου για τη ‘νοβένα’ εννιάμερο  να προσευχηθούμε για την ψυχή του. Είχαν ανάψει κεριά, γυναίκες και άνδρες μαζεύτηκαν για να δώσουν τα συλλυπητήρια τους, μερικές γυναίκες άρχισαν να ψάλλουν  το Άβε Μαρία, "Μητέρα του Θεού"… κρατώντας ροσάριο κομποσκοίνια η Σάσα και λοιποί συγγενείς έκλαιγαν, άλλες γυναίκες  έφτιαχναν καφέ μαύρο, είχαν φέρει και ποτό. Τα κέρινα καντήλια αναμμένα σε κάθε γωνιά η καπνιά  τους γέμιζε το δωμάτιο, ανακατευόταν με τη ζέστη που έτρεχε σαν ιδρώτας και σε μούσκευε,  μερικοί είχαν φέρει και λουλούδια. Κατά  το απογευματάκι, λίγο πριν κάτσει ο ήλιος είπα  στον τουρίστα πελάτη μου, πρέπει  να φύγω, έχω μια υποχρέωση αλλά  θα σε πάω σε άλλον φίλο ταξιτζή του εξήγησα το λόγο.
Πάω για την τιμή του νεκρού, ήταν φίλος μου, με έχουν καλέσει στο σπίτι του έχουν τα εννιάμερα, 
.
Καταλαβαίνω, μου λέει έβγαλε από την τσέπη του και μου έδωσε μια εικόνα του χριστού με τίτλο: Δεν ήταν κανένας σπουδαίος,  ήταν όμως Θεός.
Έχε πίστη,  μου είπε κι έφυγε.
Γαβριήλ  Παναγιωσούλης
 

                                                                           ***