Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Το Τελευταίο Παραμύθι!


Το τελευταίο  παραμύθι…

Μεσημέρι ο ήλιος έριχνε τις καυτερές ακτίνες του κάθετα και τσουρούφλιζε την γη, ξάπλωσα έτσι στο σανιδένιο  πάτωμα πάνω  σε μια κουρελού για να δροσιστώ να περάσει το μεσημέρι, διαβάζοντας τον Θησαυρό με τα μυθιστορήματά του από μακρινές φανταστικές χώρες.
Τα τζιτζίκια έκαναν ένα συνεχές βουητό, η πόρτα ορθάνοιχτη μήπως και έρθει καμιά στάλα αέρας, ιδρωμένος αποκοιμήθηκα.
Το μαύρο πουλί κατέβηκε απ τον ουρανό ήρθε και κάθισε δίπλα μου.
-Έλα μούπε θα πάμε να γνωρίσεις τις μαγικές χώρες, αυτές που φαντάζουν τόσο όμορφες μέσα απ τις σελίδες του περιοδικού.


 Χωρίς αντίρρηση ανέβηκα πάνω στο μαύρο πουλί,  πετούσαμε και πετούσαμε, πάνω από τα σύννεφα, έμοιαζαν σαν  πούπουλα λες και ήταν μπαμπάκι.
Ξάφνου φάνηκαν κάτι μύτες που περνούσαν τα σύννεφα,
Α!! φώναξα κάτι βελόνες.
Όχι βρε, είναι οι κεραίες ραδιοφωνίας στους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης.
Εδώ θα κατεβούμε, είπε το πουλί.
Το φεγγάρι μας πέταξε μια ανεμόσκαλα, την έπιασα και άρχισα να κατεβαίνω.

Περνώντας έξω από ένα φωτισμένο παράθυρο, εκεί κοντά στην Wall street  σταμάτησα και πήδησα μέσα.
 Ήταν όλοι τους έλληνες εφοπλιστές, αυτοί  που είχαν πλουτίσει…
-Θα πρέπει να είναι ευτυχισμένοι, σκέφτηκα.         
-Με κοίταξαν παράξενα, στην αρχή νόμιζαν ότι ήμουν κλέφτης, κάποιος είπε:
-Είναι  σαν να είναι απ τον Θεό σταλμένος…
Γύρισα απ το άλλο πλευρό, η ζέστη μου πλάκωνε την καρδιά
 -Άκου, είπε ο χοντρός  είσαι ένας λαθραίος επισκέπτης, όχι μην φοβάσαι δεν θα σε καταδώσουμε,  μόνο θα μας κάνεις μια εξυπηρέτηση.
-Καμιά αντίρρηση, είπα.
-Θα σου δώσουμε μια επιταγή χιλιάδων δολαρίων, ο παραλήπτης δεν βρίσκεται εδώ, εσύ θα πας να τον βρεις θα στην υπογράψει, θα την βάλεις στην τσέπη σου και θα μας την φέρεις εδώ.
-Εντάξει, είπα. 
-Θα μείνεις εδώ σε φιλικό σπίτι μέχρι να φύγεις.
Βγήκα στον διάδρομο πάτησα το κουμπί του ανελκυστήρα, ήρθε ένα χρυσό κλουβί,  άνοιξε μπήκα, έκλεισε, κατέβηκε, βγήκα.  Θυρωροί με άσπρα γάντια μου άνοιξαν την πόρτα. Κοιμήθηκα σε φιλικό σπίτι.
Την άλλη μέρα ταξίδεψα με το τραίνο 72 ολόκληρες ώρες ταξίδευα. .
Βρήκα τον άνθρωπο, ένα σεβάσμιο γεροντάκι, η πλάτη του είχε καμπουριάσει απ το βάρος του χρόνου.
-Σε περίμενα, μου είπε…  
-Υπόγραψε, είπα,  έβαλε τα γυαλιά του με χέρι που έτρεμε υπόγραψε.
Έφυγα ξανά πήρα το μεγάλο τραίνο αυτό που έμοιαζε σαν σειρά από κάμπιες, που όμως ήταν βαγόνια, γύρισα στην πόλη με τους ουρανοξύστες.
-Στο γραφείο με περίμεναν.
-Τόφερες;
-Ορίστε εδώ είναι.
Ο χοντρός  κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα, άνοιξε το συρτάρι του γραφείου, έβγαλε, ένα τσιμπιδάκι σαν αυτό που τραβάνε τις τρίχες στο πρόσωπο και έναν μεγεθυντικό φακό. Έπιασε με προσοχή τις δυο άκρες της επιταγής και τις τράβηξε, με μιας χωρίστηκε σε δυο, έριξα μια φευγαλέα ματιά είδα το καινούργιο ποσόν μεγαλύτερο από αυτό που γραφόταν στο μπροστινό  φύλλο.
Ένα τικ, τακ στο παράθυρο με ξάφνιασε, ήταν το μεγάλο πουλί που μου έκανε νόημα, καιρός να φύγουμε να γυρίσουμε πίσω μου είπε, αυτοί εδώ δεν είναι σαν κι εμάς.
Ανέβηκα πάνω του και γυρίσαμε, το περιοδικό Θησαυρός  με τα μυθιστορήματα είχε τσαλακωθεί, η φωνή της μάνας μου ακούστηκε.
Ε! ξύπνα πια βράδιασε, κοιμάσαι τόσες ώρες!
Άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα γύρω μου θυμήθηκα το όνειρο, φώναξα,
-Μάνα είδα ένα όνειρο σαν παραμύθι!   
-Αχ παιδί μου μην πιστεύεις σε παραμύθια,  η ζωή δεν  είναι  παραμύθι, να κοίτα γύρω σου δες χιλιάδες πρόσφυγες, έχει πνιγεί η Ελλάδα, είναι όλοι αυτοί οι αθώοι, τα αθώα θύματα  που πίστεψαν στα παραμύθια των Ευρωπαίων, ξεκίνησαν   να βρουν τη γη της επαγγελίας αυτή που νόμιζαν ότι τους είχαν υποσχεθεί, αλλά από την φαντασία μέχρι την πραγματικότητα υπάρχει μια μεγάλη απόσταση, υπάρχει ένας δρόμος γεμάτος παγίδες, και όχι μόνο αλλά εδώ αποδεικνύεται ότι ο κάθε άνθρωπος το κάθε κράτος, νοιάζεται μόνο για τον εαυτόν του, αν έχει μια διαφορετική μια πιο  ανθρώπινη  προσέγγιση καταντά όπως η σημερινή Ελλάδα μια χώρα πνιγμένη από αθώες ανθρώπινες υπάρξεις που φεύγοντας τον πόλεμο κατέληξαν να περιπλανώνται από μέρος σε μέρος.
-Μου φαίνεται μάνα ότι η κατάσταση μοιάζει σαν τον πόλεμο τότε που εμείς σαν παιδιά γυρίζαμε στα ξένα κράτη πιστεύοντας ότι υπήρχε γη της επαγγελίας.
-Ναι αλλά σήμερα η Ελλάδα είναι ανεξάρτητο κράτος πως αφέθηκε να πέσει στην παγίδα   εκ του εξωτερικού κατευθυνόμενη προσφυγιά, μήπως υπάρχουν υστερόβουλες προσπάθειες να αλλοιώσουν τον πληθυσμό της Ελλάδας; 
Να προωθήσουν την πίστη της μαντήλας;
Τι να πω δεν ξέρω  γιε μου μια παροιμία λέει, έξυπνος πολιτικός θεωρείται ο ηγέτης που μπορεί να βλέπει 50 χρόνια μπροστά, κοιτώ γύρω μου δεν βλέπω κανένα.
Και πάλι δόξα τω Θεώ που υπάρχουν εθελοντές, που υπάρχει μια ανθρώπινη αλληλεγγύη, από τους κατοίκους… είπα.
Αλλά αυτό δεν φτάνει μούπε η μάνα μου...
    
                                      Γαβριήλ Παναγιωσούλης

 




Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Συνάντηση της Παρέας


              Ακόμα μια συνάντηση της παρέας 26 Φεβρουαρίου 2016.




Το κρύο ήταν φοβερό, ένας παγωμένος βορεινός αέρα μας περόνιαζε, η θερμοκρασία θα ήταν -0-  κελσίου έτσι κι εμείς (Η ΠΑΡΕΑ)  όπως παλιά βρήκαμε θαλπωρή σε μια ζεστή ατμόσφαιρα στην Αστόρια Νέας Υόρκης  συζητώντας,    ανταλλάσοντας ιδέες με συντροφιά ερυθρού οίνου και νόστιμων μεζέδων.

Ήταν μια ευχάριστη βραδιά και μια ευκαιρία για όλους εμάς να ξεφύγουμε από τις καθημερινές μας ρουτινιάρικες υποχρεώσεις…

                                Ήταν μια αξέχαστη βραδιά



                              Γαβριήλ Παναγιωσούλης   


Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Nανουρίσματα

                                          Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι #6 
                                            Νανουρίσματα

Ξαπλωμένος στο αχυρένιο στρώμα του, σκεπασμένος με χοντρές του αργαλειού υφαντές κουβέρτες, χώνοντας το κεφάλι του κάτω απ τα σκεπάσματα για να ζεστάνει το κορμί του με την ζεστή αναπνοή του προσπαθούσε να κοιμηθεί.
Όταν του έφευγε η τρεμούλα απ το κρύο, ξετρύπωνε το κεφάλι έξω απ τα σκεπάσματα, ακίνητος για να μην χάσει την θαλπωρή  της αχυρένιας φωλιάς που είχε φτιάξει το σώμα του.
Το φως του λύχνου έμοιαζε σαν ένα μακρινό αστέρι έτοιμο να σβήσει.
Τα μάτια του άρχισαν να περιπλανώνται στο ταβάνι, ένα άχαρο σανιδί χρώμα φτιαγμένο από χοντρές κυπαρισσένιες τάβλες γεμάτες ρόζους και γραμμές από τις φλέβες του δένδρου.

Το ταβάνι ξεκουραζόταν πάνω σε ολόκληρα κυπαρισσένια κορμιά που το υποβάσταζαν  ανάμεσα στους πέτρινους παγωμένους τοίχους, σα να ήταν ένας ξύλινος ουράνιος θόλος.
Επάνω του είχαν μαζευτεί οι φίλοι της βραδιάς  αυτοί που θα τον συντρόφευαν να περάσουν την νύχτα μαζί, αυτοί που θα τον νανούριζαν ώστε να τον πάρει ο ύπνος.
 Ήταν πουλιά με απλωμένα τα φτερά τους τον κοίταζαν χαρούμενα, από ένα παράθυρο περνούσαν νεράιδες με μακριά λυτά μαλλιά κρατώντας την μαγική ράβδο τους περιμένοντας να του χαρίσουν τις χάριτες της ζωής. Ήταν τσολιάδες πιασμένοι  σε χορό, ποτάμια και λίμνες, μια εκκλησιά με πανύψηλο καμπαναριό, και μια ολοστρόγγυλη εικόνα χαραγμένη στην σανίδα σα να ήταν η μορφή του Θεού.
Ένα τσίριγμα ακούστηκε, μια μυρωδιά καμένου λαδιού γέμισε τον αέρα.
Η φλόγα του λύχνου τρεμόσβηνε, κάνοντας με το τρεμούλιασμα της τις σκιές του ταβανιού να κινούνται. Τα ποτάμια να ρέουν, τα πουλιά να πετούν κελαηδώντας , τις νεράιδες να τον αγγίζουν με τη μαγική ράβδο τους, τις καμπάνες της εκκλησίας να χτυπούν, το πρόσωπο του Θεού να του χαμογελά. Ο αέρας σφύριζε περνώντας από τις χαραμάδες, η βροχή χτυπούσε τα κεραμίδια, αγκαλιασμένοι και οι δυο τους, αέρας και βροχή χόρευαν, στροβιλιζόταν κάνοντας ένα σιγανό ψιθυριστό θόρυβο σαν φτερουγίσματα αγγέλων που είχαν κατεβεί απ τον ουρανό.  Όλοι τους τον νανούριζαν.

Το φως του λύχνου έσβησε, σκοτάδι απόλυτο, αισθάνθηκε το χέρι του Θεού να τον σκεπάζει, έχωσε το κεφάλι του κάτω απ τα σκεπάσματα και κοιμήθηκε στον δικό του κόσμο.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης






Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Μπλε Τριαντάφυλλο

                             (Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου Παραμύθι # 5) 
Ένα καθεαυτό  Ελληνικό Παραμύθι από τα πέτρινα χρόνια της                                            
                                       πατρίδας μας.

                                              ΤΟ ΜΠΛΕ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ

Η μάνα του Μίκη μοδίστρα έραβε για όλο το χωριό, ήταν κι αυτό μια εργασία επιβίωσης όλης της οικογενείας στις μαύρες μέρες της κατοχής, αν και χρήματα δεν υπήρχαν εν τούτοις η πληρωμή ήταν πάντα σε είδος, όσπρια, ή λάδι, ή καλαμπόκι, ή τυρί, ή ανταλλαγή εργασίας, ή οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο χωριό.
Η μάνα του πάσχιζε να τελειώσει ένα φόρεμα μιας κάποιας χωριανής που το ήθελε την Κυριακή να βγει περίπατο στο νυφοπάζαρο του χωριού. Τι κι αν ήταν ιταλική κατοχή; τι κι αν υπήρχε πείνα; αυτή είχε κάτι παραπάνω από τους άλλους. Ήταν Σάββατο είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν η επιτακτική φωνή της μάνας ακούστηκε.
  «Έλα παιδί μου να πας το φόρεμα στην κυρία τάδε. Είναι έτοιμο.»
Ο Μίκης άπλωσε το δεξί του χέρι, εκεί επάνω κρέμασε η μάνα το φόρεμα, διπλωμένο για να μην αγγίζει το έδαφος.
«Πρόσεξε να μην σου πέσει, να της πεις με γεια σας.»
Το χέρι τεντώθηκε ακόμα πιο πολύ, η χαρά του ήταν μεγάλη, θα τους έλεγε με τις υγείες σας και θα τον φίλευαν κάτι. Μόνο που ο σκύλος τους ήταν το εμπόδιο, τον φοβόταν τόσο, από μια φορά που τον είχε δαγκώσει ένας στον πισινό δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει. Αλλά θα φώναζε από μακριά, έτσι να ξεσηκώσει όλη τι γειτονιά στο πόδι. Με το δεξί του χέρι πάντα τεντωμένο να ξεκουράζετε πάνω του το φόρεμα, ξεκίνησε για το διπλανό χωριό, έπρεπε να βιαστεί να γυρίσει πριν σκοτεινιάσει.
   

Στα αριστερά του, φάνηκε η μεγάλη πόρτα της αυλής, πήγε σιγά, σιγά κοντά για να βεβαιωθεί ότι ήταν κλειστή, κόλλησε πάνω της κι άρχισε να φωνάζει τ’ όνομα της γυναίκας. Γαυγίσματα σκύλου ακούστηκαν, ήρθε πίσω απ’ την πόρτα κι έκανε σαν τρελός αλυχτώντας, ο Μίκης κρατούσε το πόμολο σφιχτά και δεν το άφηνε. Απ’ το θόρυβο πήρε χαμπάρι η γυναίκα, μισάνοιξε την πόρτα.
«Τι θέλεις;»
«Σας έφερα το φόρεμα και με γεια σας.»
Έδιωξε το σκύλο, κι άνοιξε διάπλατα.
«Έλα μέσα,» είπε, ο Μίκης μπήκε στηv αυλή, αυτή πήρε το φόρεμα απ’ το χέρι του, το σήκωσε όρθιο, το έβαλε μπροστά της, περπάτησε μισό βήμα, γύρισε δεξιά αριστερά, κοίταξε στα μάτια τον Μίκη να δει αν του έκανε εντύπωση, τέλος του είπε να περιμένει και χάθηκε στο εσωτερικού του σπιτιού, μετά σα ν’ άλλαξε γνώμη βγήκε πάλι έξω και το ρώτησε:
«Πεινάς;»
Ο Μίκης δεν απάντησε, μόνο έγνεψε με το κεφάλι. Ναι.
Ξανά μπήκε μέσα, ο Μίκης αισθάνθηκε ότι θ’ άνοιγαν οι ουρανοί, ποιος ξέρει τι αμβροσία θα του έφερνε;
Ίσως να πραγματοποιείτο το όνειρό του, ένα όνειρο να μπορούσε χορτάσει κάποτε, να φάει όσο ήθελε, και το φαγητό που ονειρευόταν ήταν γάλα βραστό με αλάτι, να μουσκεύει ψωμί μέσα, να το τρώει και να γελάει, με κάθε μπουκιά ψωμιού που βουτούσε να ξεχειλίζει το κύπελλο, να χύνεται το γάλα γύρω του, να σχηματίζει ένα γαλαξία, σα να ήταν το αθάνατο γάλα, αυτό που έτρεχε απ’ τα στήθη της θεάς Ήρας, να γίνεται ποτάμι στη σκεπή του νυχτερινού ουρανού, κι αυτός να πλέει, τυλιγμένος μέσα σε πουπουλένιο γαλακτικό αφρό, συνεπαρμένος από ευτυχία, χορτάτος, κάνοντας συντροφιά με τ’ άστρα.
Η πόρτα άνοιξε, φάνηκε η γυναίκα να κρατά κάτι στα χέρια της.
«Να, πάρε», του λέει και του δίνει ένα κομμάτι ψωμί, η γλώσσα του άρχισε να υγραίνει, το σάλιο του έτρεχε απ’ τα άκρα των χειλιών του, η ανάσα του κόντευε να κοπή απ’ την αδημονία της δαγκωματιάς που θα έδινε στη σάρκα του ψωμιού. Έχωσε τα δόντια του, έκοψε μια τόσο μεγάλη μπουκιά, παρ’ ολίγο να πνιγεί, ένα μπλε-πράσινο χρώμα άνθισε μπρος τα μάτια του, στην αρχή του φάνηκε ότι ήταν ένα μπλε παντεσπάνι, μετά σα να ήταν ένα μπλε τριαντάφυλλο, αυτό που ζητούσε να βρει ο κλέφτης της Βαγδάτης.

Το κοίταξε καλλίτερα, ήταν μούχλα. Ο Μίκης το έφαγε επί τόπου, τι κι αν ήταν μουχλιασμένο; Του φάνηκε σα να είχε βρει την πηγή της νιότης, το αθάνατο νερό, το μπλε τριαντάφυλλο.
Ο σκύλος από κάπου είχε ξεφύγει, τον πλησίασε, τον κοίταζε και κουνούσε την ουρά του περιμένοντας να του πετάξει ένα κομμάτι απ’ το μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Ο Μίκης κατάλαβε ότι είχαν γίνει φίλοι.
Στο γυρισμό τα παιδιά που έπαιζαν  σταμάτησαν το παίξιμο και τον κοίταζαν με ζήλια, καθώς αυτός αναγλυφόταν απ’ τα μπλε τρίματα του μουχλιασμένου  ψωμιού, αυτά που είχαν μείνει στις άκρες των χειλιών του.


                               To χαρτονόμισμα 1000 δραχμών της εποχής του Παραμυθιού

Γαβριήλ Παναγιωσούλης





Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Η χώρα των μικρών Πραγμάτων!

                                  Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου Παραμύθι # 4

                          Το βασίλειο των μικρών πραγμάτων… 


Σε είδα, κρεμόσουν  από την κλειδαριά σκουριασμένο,  σε λυπήθηκα, μα τέτοια αφοσίωση! 
Φτωχό μου κλειδί σου έχουν φύγει και τα δόντια, δεν ανοίγεις ούτε κλείνεις  παραδείσους.  Θυμάσαι  τα όνειρα που κάναμε μαζί όταν σ’ έκρυβα κάτω απ’ το κεραμίδι για να μη σε χάσω, τώρα κρέμεσαι σαν πεθαμένο  απ’ της πόρτας  μου την κλειδαριά, αυτή  που κάποτε  άνοιγες ανυπομονώντας να μου προσφέρεις τη θαλπωρή της αγάπης της ευτυχίας. Σκούριασες να με περιμένεις, η κλειδαριά γέμισε αράχνες,  σάπισε η πόρτα, έφυγε και η θαλπωρή, πέταξε η αγάπη, τα όνειρα σβήστηκαν,  γέμισες σκουριασμένες ρυτίδες κι εσύ επιμένεις εκεί πιστό  να εξακολουθείς να με περιμένεις;  Μα  δεν ξέρεις ότι   στην τελευταία μας  κατοικία δε βάζουν  κλειδί;   Δεν σε χρειάζομαι  πια, έλα μην κλαις έτσι είναι, ο χρόνος είναι ο κυρίαρχος των πάντων, αυτός σε σκούριασε, κι εσένα κι εμένα.
 
Τα ζωάκια με άκουσαν που μιλούσα  κι αποφάσισαν να μου κάνουν συντροφιά, την αρχή έκανε ο σκαντζόχοιρος, με επισκέφθηκε φορώντας τα γιορτινά του ένα σωρό ξερά φύλλα, έτρεξα στην αυλή  τον σκούντησα  έκανε τον περίπατό του και με κοίταζε χαρούμενος… τον καλωσόρισα, στην παρέα.

Μετά ήρθαν τα μυρμήγκια, άπλωσα τα χέρια μου, γέμισαν από επισκέπτες έτρεχαν πάνω κάτω χαρούμενα.

Η  σαύρα μαζί με την αράχνη   κατάλαβαν το παράπονό μου κι ερχόταν κάθε βράδυ να μου κάνουν  παρέα.  Πέρναγαν κάτω απ το κατώφλι της κλειστής πόρτας κι ανέβαιναν  πάνω στην οροφή ακριβώς δίπλα από το φως της πισινής εισόδου, καρτερούσαν  κι έτρωγαν όλα τα ζωύφια που έλκυε η λάμπα του φωτός.

Στης νύχτας τη σιγαλιά μια κουκουβάγια φώλιαζε στο διπλανό κυπαρίσσι, εκεί άρχιζε το μονότονο σε λυπητερό σκοπό τραγούδι της, άλλη πετούσε δίπλα μου αισθανόμουν  τα νυχτερινά  φτερουγίσματά της, λες και ήταν βεντάλια   για να με δροσίζει από την ζέστη του καλοκαιριού.

Το γαϊδουράκι ήρθε κι αυτό να με επισκεφτεί, με κοίταζε σα να ήμασταν  φίλοι από παλιά έλα μου λέει ανέβα πάνω μου θα σε οδηγήσω στην χώρα των μικρών πραγμάτων.

Από κάπου μακριά ακουγόταν αλυχτίσματα  σκύλου, αυτών που φύλαγαν τα κοπάδια των προβάτων.
Τα χαράματα με ξυπνούσε του κοκόρου  η λαλιά  κι εγώ άνοιγα τα μάτια μου και μέτραγα τις ακτίνες του ήλιου, αυτές που τρύπωναν από τις χαραμάδες του σκεβρωμένου παραθύρου.

Κι   όλα αυτά ήταν τότε που  γύρισα, τότε που όλοι αυτοί που άφησα  είχαν φύγει για το μεγάλο ταξίδι πριν προλάβω να τους πω έχετε  γεια!
Αλήθεια, Τι Κρίμα!

Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Ένα Μπουκέτο Λουλούδια

                                  
                (Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου Παραμύθι # 3)
                                  
                                Ένα μπουκέτο  Λουλούδια...

Μου μήνυσε ότι  θέλει να με δει!
Είπα  όχι,
Ήταν  τότε που η τροπική ζέστη έψηνε την λαμαρίνα του βαποριού και  ο ιδρώτας κατέβαινε από το μέτωπό  μου, έμπαινε στα μάτια κι έτσουζε, δεν άντεχα άλλο έτρεξα προς την πρύμη,   ξάπλωσα  σε ένα παγκάκι, κάτω απ’ της κουπαστής το σκεπαστό κι έκλεισα τα μάτια μου.
 Ήταν   ένα παγκάκι  που άφησε σημάδια στο πρόσωπό μου  από τις  στενόμακρες ρούστικες  σανίδες  λες και ήταν κάγκελα φυλακής, εκεί όπου είχα   ξαπλώσει μ’ ένα σώμα αποχαυνωμένο από την πολύ ζέστη.
Το αεράκι με δρόσιζε λιγάκι, αυτό  βοήθησε ώστε να με  πάρει ο ύπνος, εκεί ήρθε και με ξύπνησε  ο ανθυποπλοίαρχος.  
-Τόξερα  πως θάσουνα εδώ, το βαπόρι ολόκληρο σε ψάχνει, μούπε ο καπετάν Γεράσιμος.
Συνήλθα, έτριψα τα μάτια μου και κοίταξα την θάλασσα,  είχε ένα χρώμα πρασινωπό, λες και καθρέφτιζε την άπνοια μιας  πράσινης ζούγκλας.
Τρέχα, -μου λέει-  στην πύλη σε περιμένει μια κοπέλα, και όχι μόνο, αλλά  επιμένει.


Ήταν     εκείνη που της είχα πει το όχι, αυτή που είχε  ξεσηκώσει το βαπόρι.
Τρόμαξε  που με είδε έτσι χαρακωμένο,  έβαλε τα χέρια της και χάιδεψε το πρόσωπό μου εκεί όπου είχαν αφήσει σημάδια τα καδρόνια  από το παγκάκι, αυτό που ήξερε τα μυστικά της καρδιάς μου, αυτά που με συνόδευαν  σαν μάρτυρες σε μια άγουρη αγάπη, αυτή που προσπαθούσε να κρυφτεί, γιατί φοβόταν μην εκραγεί,  μη γίνει ηφαίστειο και λιώσει   σαν την   λάβα   αυτή που τρέχει απ’ την έκρηξη  του ηφαιστείου,  αυτή που βράζει  και σκεπάζει  με τις στάχτες της τον νου, αυτόν που προσπαθούσε να ξεχωρίσει τον έρωτα από την λογική.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον με τα ιδρωμένα  κορμιά από την ζέστη, με τα λεπτά υφάσματα να εξωθούν τις καλλίγραμμες καμπύλες του σώματος    είναι πολύ  δύσκολο,  να νικήσει η λογική!
Ο νους το κατάλαβε και  αποσύρθηκε προσωρινώς νικημένος  σκεπτόμενος, ως πότε θα κρατήσει;  Ο χρόνος είναι σύμμαχός μου, θα έρθει  και μένα η σειρά μου…


Η νύχτα μας σκέπασε με το πέπλο της βραδιάς, αυτό που είχε αλλάξει χρώμα, από λευκό σε χρώμα της σελήνης ένα χλωμό αρρωστιάρικο, που τη νύχτα όμως φάνταζε στα μάτια μας  λες και ήτανε χρυσάφι.   
Σαν πέρασε η νύχτα  από  μακριά  στον ορίζοντα  φάνηκαν να χαράζουν οι πρώτες χρυσαφένιες  αχτίδες μιας καινούργιας μέρας ήταν του Αγίου Βαλεντίνου, ημέρα των ερωτευμένων.
Κοίταξα γύρω μου για λουλούδια, δεν υπήρχαν παρά μόνο μαργαρίτες.
Μάζεψα  ένα μπουκέτο και τις της έδωσα, μαζί αρχίσαμε και τις ξεφυλλίζαμε με το θα ή δεν θα, μετά θυμήθηκα, με περίμεναν στο βαπόρι, έτρεξα να προλάβω, στα χέρια μου έμειναν τα φύλλα από τις μαργαρίτες μαραμένα, μουσκεμένα,  γεμάτα αγάπη και υποσχέσεις.

Φτάνοντας στην καμπίνα μου άνοιξα ένα βιβλίο διάβασα τον τίτλο, (Εκατό Χρόνια Μοναξιάς)  ο τίτλος μου έφερε ρίγος στην πλάτη, μοναξιά ψιθύρισα, όχι, ποτέ. 
Έβαλα τα φύλα από τις  μαργαρίτες  ανάμεσα στα δυο φύλλα του βιβλίου και ξανοιχτήκαμε στο πέλαγος.
Την νύχτα  στην πελαγίσια μοναξιά τα φύλλα από τις μαργαρίτες έτσι μουσκεμένα  έβγαιναν από την θέση τους και μου κρατούσαν συντροφιά δίπλα στο προσκεφάλι μου, άρχισαν να συνομιλούν προσπαθώντας να μου μάθουν τα μυστικά του έρωτα, κάτι που έκανε την ψυχή να πετά σε φανταστικά ευτυχισμένα ουράνια μονοπάτια…  
Στις   πελαγίσιες φεγγαρόλουστες βραδιές της Καραϊβικής, κοίταζα το φεγγάρι και οι ματιές μας συναντιόνταν πάνω στον χλωμό του δίσκο,  που για χάρη μας  μεταμορφωνόταν σε χρυσό.        
Τα βράδια στης συννεφιάς το βασίλειο παρατηρούσα τον απέραντο στρογγυλό ορίζοντα, πήγαινα στην κουπαστή  και παρακολουθούσα τα μικρά φωσφορίζοντα φωτάκια αυτά που βγαίνανε στον αφρό της θάλασσας, αυτή που έσκιζε η πλώρη του βαποριού λες και ήταν πολυέλαιος απ’ την ανάποδη.

Μετά ήρθε το πράσινο, τα δένδρα πανύψηλα, οι θάμνοι απέραστοι,  η βλάστηση παρθένα, ανακατεύτηκε της θάλασσας το γαλάζιο με το πράσινο, η θάλασσα πρασίνισε χρωματίζοντας την αμμουδιά αυτή που σαν πηλός έπλασε την αγάπη…
Είναι αυτή η ημέρα που σφράγισε την αίτηση δυο καρδιών να σμίξουν στο μέχρι τότε πρωτόγνωρο,  άγνωστο  βασίλειο της… ήταν  Φλεβάρης ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου
Ξάφνου  θόρυβος ακούστηκε από πίσω μου, γύρισα το κεφάλι, η λογική και ο νους, παρέα με τον χρόνο πιασμένοι χέρι,  χέρι με ακολουθούσαν.
Στάσου φώναξαν, μην τρέχεις:
Σταμάτησα έκπληκτος, η  ζωή σου μέχρι εδώ ήταν σαν παραμύθι μου είπαν, τώρα ήρθε η σειρά μας  πλέον να αναλάβουμε εμείς τα ηνία.
Τους  κοίταξα έκπληκτος, λυπημένος, κι  εγώ που νόμιζα ότι ήμουν ένας παντοτινός  Φαέθων που κρατούσα τα ηνία της ζωής μου;
Κοίταξα τα πόδια μου πατούσαν στην γη, τον Φαέθων στον ουρανό  τον κυνηγούσε ο πατέρας ήλιος, με βαρύ χέρι παρέδωσα τα ηνία φοβούμενος τον θυμό του  ήλιου.

Happy Saint Valentine’s  day to the young in heart
Γαβριήλ Παναγιωσούλης   



Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

Η Χώρα με τις Πεταλούδες

                             (Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι) #  2

                                             Η χώρα με τις Πεταλούδες

Κάποιος περπατούσε πλάι μου, άκουγα τις πατημασιές μα αυτός δεν φαινόταν.
Έβγαλα μια φωνή,
-Ε! Ποιος με ακολουθεί,
-Κανένας,  απάντησε μια υπόκωφη  φωνή,
-Ξένος εσύ, τι γυρεύεις εδώ; Ακούστηκε πάλι να λέει η φωνή.
-Μια σκέψη μου ήρθε στο μυαλό, θάναι  κανένα φάντασμα,
-Μα η  Θεια μου πριν φύγω εκεί που με αποχαιρετούσε μου είχε πει πρόσεχε απ τους ανθρώπους,  φαντάσματα υπάρχουν μόνο σε  αθώα μυαλά. 
Για να σιγουρευτώ φώναξα:
-Πως το λένε το χωριό εκεί πάνω;
-Μαρκάτα, είπε η φωνή.
-Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι τα Μαρκάτα;
-Σιγουρότατος, κύριε.
-Μα γιατί φαίνεται τόσο θλιβερό;
-Είναι απ’ τον καιρό κύριε, γέρασε κι αυτό από την εγκατάλειψη.
-Κοίταξα για τον συνομιλητή μου, δεν είδα κανέναν.
-Τι  πας να κάνεις στα Μαρκάτα;  Ξαναείπε η φωνή.
-Μα να βρω το σπίτι που γεννήθηκε ο πατέρας μου.
-Ο πατέρας σου;
-Του  τόχα υποσχεθεί  ότι θα γύριζα στον τόπο του, έτσι πέθανε ευχαριστημένος.
-Μα εσύ ποιος είσαι και ζητάς να μάθεις τόσα πολλά.
-Α! δεν με γνώρισες ακόμα,
-Όχι, 
-Είμαι η σκιά σου…
-Α!
  
Τα αγριόχορτα είχαν σκαρφαλώσει και πνίξει τα πορτο-παράθυρα των ερειπίων.  Μια γριούλα  φάνηκε να περπατά.
-Καλησπέρα,  είπα, άνοιξε το στόμα της μου φάνηκε ότι τα δόντια της ήταν γεμάτα αγριόχορτα.
-Ποιος είσαι γιόκα μου;
-Είμαι ο γιος του πατέρα μου...
-Α! αυτού   που είχε χαθεί στα ξένα; Και τι γυρεύεις στον τόπο μας;
-Αυτός με έστειλε, να γνωρίσω τον τόπο που γεννήθηκε.
 Η ηλικιωμένη με κοίταξε σα να έβλεπε φάντασμα.
-Κακά ξεμπερδέματα θα έχεις γιε μου.

-Μα γιαγιά μου φαίνεται παράξενο γιατί ο πατέρας μου αγάπησε τόσο πολύ αυτόν τον τόπο, να για κοίταξε τον ουρανό, είναι ο ίδιος με αυτόν που γεννήθηκα εγώ.
-Δεν ξέρω γιόκα μου, έχω χρόνια που δεν κοιτώ ψηλά, από την στιγμή που ο παπάς μου είπε ότι για εμένα έχουν κλείσει οι πύλες του ουρανού.
-Μα υπάρχουν πύλες στον ουρανό;
-Ναι παιδάκι μου είναι αυτές που ανεβοκατεβαίνουν οι Άγγελοι.
-Α! δεν τόξερα,  γιαγιά τι χρώμα έχουν οι άγγελοι;
-Γιατί ρωτάς παιδί μου,
-Γιατί όταν γεννήθηκα ο άγγελός φύλακάς μου ήταν ένα αγγελούδι  μαύρο.
Ήταν αυτό που έλειπε από την ζωγραφιά με τον κρίνο,  εκεί ήταν όλοι τους λευκοί.
-Να ρωτήσουμε τον παπά γιε μου. 

-Αλλά  για σταμάτα εσύ δεν έχεις γεννηθεί στην Ελλάδα,  είσαι και αβάφτιστος…  
-Ο πατέρας μου πίστευε στην χώρα που γεννήθηκε, σε αυτά που άφησε, μου δάνεισε τα μάτια του, να δω τον τόπο του.
-Α! μα πάνε τόσα χρόνια από τότε, που όλα  άλλαξαν.
Σε μια στιγμή ένιωσα να με σπρώχνει η βοή του ανέμου, μια  φωνή  ακούστηκε,  φύγε γιε μου, αυτή δεν είναι η πατρίδα που άφησα.
Σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό, ένα σύννεφο περνούσε σα να το κυνηγούσαν, έμοιαζε με ασπρομάλλη άνδρα, κατάλαβα ήταν ο πατέρας μου.
-Ώρα να φύγουμε μούπε η φωνή.
-Η σκιά  ήρθε δίπλα μου έλα,  ανέβα πάνω μου καβάλα  θα πάμε στην χώρα με τις πεταλούδες.

Ταξιδεύαμε στον ουρανό ένα κοπάδι πεταλούδες είχε βγει να μας συναπαντήσει, μαζί φτάσαμε στην τροπική ζούγκλα.
Εκεί μας περίμεναν να μας καλωσορίσουν  σε μια  καλύβα φτιαγμένη από φύλλα φοίνικα κοπάδια ολόκληρα από πεταλούδες, αυτές που φεύγουν απ τα κρύα του χειμώνα αποζητώντας  την θαλπωρή αυτή που παράγει το πράσινο βασίλειο της τροπικής  ζούγκλας.   

Εκεί ζήσαμε ευτυχισμένοι στον παράδεισο της αγάπης παρέα με τις πεταλούδες.   

Γαβριήλ Παναγιωσούλης


The monarch butterflies will spend their winter hibernation in Mexico and some parts of Southern California where it is warm all year long. If the monarch lives in the Eastern states, usually east of the Rocky Mountains, it will migrate to Mexico and hibernate in oyamel fir trees. If the monarch butterfly lives west of the Rocky Mountains, then it will hibernate in and around Pacific Grove, California in eucalyptus trees. Monarch butterflies use the very same trees each and every year when they migrate, which seems odd because they aren’t the same butterflies that were there last year. These are the new fourth generation of monarch butterflies, so how do they know which trees are the right ones to hibernate in? Monarch butterflies are the only insect that migrates to a warmer climate that is 2,500 miles away each year. - See more at: http://www.monarch-butterfly.com/monarch-migration.html#sthash.cJtSzsnd.dpuf

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Φτιάξε... Η Γέννηση του Καλαμποκιού

Ας μου επιτραπεί να χαιρετίσω την πρωτοβουλία της αγαπημένης μας  Αριστέας και να αρχίσω «Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι»  με ένα μύθο της Κεντρικής Αμερικής, με τον οποίο οι αυτόχθονες  κάτοικοι παρουσίασαν   την γέννηση του καλαμποκιού, όπου  ήταν και είναι  η  βασική τους τροφή. Το καλαμπόκι άγνωστο στην Ευρώπη το έφεραν οι Ισπανοί κατακτητές τον 14ον αιώνα.
   
                                                            Η Γέννηση του Καλαμποκιού:


Υπήρχε στα πολύ παλιά χρόνια μια  εποχή όπου τα ζώα μιλούσαν είπαν  στους ανθρώπους:
Ακολουθείστε μας, θα πάμε να σας δείξουμε το μέρος όπου οι Θεοί (τα ονόματα δύο απ τους Θεούς τους)  Τζακόλ και Μπιτόλ έχουν διαλέξει ένα καινούργιο δώρο για εσάς.
Οι  Μάγια  τους ακολούθησαν, μπροστά πήγαιναν τα ζώα, Η Λεοπάρδαλη  και το Τσακάλι  τους άνοιγαν δρόμο,  τα πουλιά πετούσαν από πάνω τους με τα φτερά  τους προφύλαγαν από τις καυτερές αχτίδες του ήλιου.  Περπατούσαν στο μονοπάτι που ακολουθούσε την ίδια πορεία με τον ήλιο, αυτό που διάβαινε από τους δρόμους του (περιοχή) Τσικίν.
Στο τέλος του μονοπατιού βρήκαν πραγματικά το δώρο των Θεών που το φύλαγαν για αυτούς.
Ήταν ένα πανέμορφο μωρό,  για κρεβάτι του είχε τα σμαραγδένια χορτάρια, προστατευόμενο από τη σκιά ενός όμορφου δένδρου.
Ήταν τόσο χαριτωμένο το μωρό που το ονόμασαν Τεοσίντε,  που εννοεί (φυτό των Θεών, αγριόχορτο που ευδοκιμεί μόνο στα οροπέδια της Κεντρικής Αμερικής,  (μπορεί να διασταυρωθεί με το καλαμπόκι και να παράγει διαφορετικές ποικιλίες)    γιατί ήταν καρπός μιας αχτίδας του ήλιου με ένα κύμα του ποταμού που διέτρεχε την εύφορη γη του  παραδείσου τους, Παξίλ (Η μυθολογία λέει ότι από αυτό το μέρος οι θεοί τους έπλασαν το ανθρώπινο γένος από στάχυα καλαμποκιού) Παξίλ   και Καγιαλά.
Πήραν το μωρό από το μέρος που το βρήκαν με την συγκατάθεση  των Θεών Τζακόλ και Μπιτόλ. Με στοργή,  αγνότητα και προσοχή το τοποθέτησαν στο ίδιο ουράνιο παλάτι, του πιο ηλικιωμένου  που ήταν στα ψηλά κλαδιά ενός δένδρου της ceiba  Σέϊμπα. Του έδωσαν για συντρόφισσα   στα παιχνίδια του την πιο μικρή, πιο όμορφη, πιο αγαπημένη  από τις κόρες του,  την Μαίζ.
Η Μαίζ  ήταν όμορφη σαν το απαλό φως του φεγγαριού, μάτια σκούρα σαν τη νύχτα, επιδερμίδα χλωμή σαν της μπανάνας, στόμα φιλήδονο και ζουμερό σαν να ήταν από μεταξένια πούπουλα, από όπου φαινόταν μικρούτσικα κάτασπρα δόντια, σαν το χαλάζι, αυτό  όπου έπεσαι πάνω στους παππούδες μας στη μακρινή πεζοπορία τους.       
 Είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τον καιρό που οι μεγάλοι παππούδες μας είχαν λάβει το δώρο των θεών, μέχρι που ο Τεοσίντε και η Μαίζ δεν ήταν πια παιδιά, είχαν μετατραπεί σε δυο υπάρξεις όπου την καρδιά τους  είχε τσιμπήσει η σφήγκα της αγάπης. Την ίδια ώρα που τα πουλιά κελαηδούσαν οι Μεγάλοι παππούδες μας οι Μάγια γονατιστοί ύψωσαν τις προσευχές τους στους Θεούς τους:
 Ω! Τζακόλ και Μπιτόλ (Θεοί δημιουργοί)  κοίταξέ μας, άκουσέ μας, μην μας αφήνετε  να χαθούμε , δώσε μας το σημάδι του λόγου σας :
Πότε φεύγει ο ήλιος και η μέρα, πότε νυχτώνει, πότε ξημερώνει, οδήγησέ μας από το γαλάζιο δρόμο, δώσε μας ειρήνη. Τελειώνοντας την προσευχή τους είδαν ότι φάνηκε στον γαλάζιο θόλο  του ουρανού, η παρουσία του Τζακόλ και Μπιτόλ σε φόρμα ενός λαμπρού μεγαλοπρεπή  ήλιου. Τότε σηκώθηκαν από γονατιστοί που ήταν  και κατευθύνθηκαν προς το μέρος που είχαν αφήσει την Μαίζ  και τον Τεοσίντε, τα πολυαγαπημένα τους παιδιά, τους  συντρόφευαν τα πουλιά κελαηδώντας, αλλά δεν τα βρήκαν πουθενά.
Οι Θεοί είχαν μεταμορφώσει τα  αγαπημένα τους παιδιά  σε δυο συγγενικά φυτά, που ανάμεσα στα φύλλα τους που έμοιαζαν σαν πράσινες ξιφολόγχες, βλάστιζαν μπουμπούκια στάχυα φουσκωμένα από μικρούς κάτασπρους κόκκους.
Οι μεγάλοι παππούδες κατάλαβαν ότι οι Θεοί έκαναν το θαύμα τους, τους είχαν μεταμορφώσει σε φυτά κι όχι μόνο αλλά οι καρποί του θεϊκού αυτού  φυτού έδειχναν τα ξανθά μαλλιά του Τεοσίντε και τα λευκά δόντια της Μαίζ          
Έτσι οι δημιουργοί Τζακόλ και Μπιτόλ έδωσαν στους  Μάγια  για κύρια τροφή τους καρπούς αυτού του φυτού, όπου του έδωσαν το όνομα Μαίζ σε ανάμνηση της όμορφης κι αγαπημένης τους κόρης.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης,

από το βιβλίο διηγήματα και  μύθοι  της Γουατεμάλας, 
Συγγραφέας: Francisco Barnoya   Gálvez, Guatemala 1985
Título original  (El Nacimiento del Maíz)  

HISTORY  OF CORN
Through the study of genetics, we know today that corn's wild ancestor is a grass called teosinte. Teosinte doesn't look much like maize, especially when you compare its kernals to those of corn. But at the DNA level, the two are surprisingly alike. They have the same number of chromosomes and a remarkably similar arrangement of genes. In fact, teosinte can cross-breed with modern maize varieties to form maize-teosinte hybrids that can go on to reproduce naturally. 

Scientists study teosinte-maize hybrids and their offspring through the process of genetic archaeology. This process helps geneticists understand what is happening at the DNA level to make teosinte and maize so different. By combining clues from genetics and the archaeological record, scientists have pieced together much of the story of maize evolution