Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

ΠΟΙΗΣΗ, οι γάτες των φορτηγών (καραβιών)



ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΩΝ,

Οι ναυτικοί στα φορτηγά μια γάτα τρέφουν,
που την λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουνε γιατί,
 κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
                                    *
Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στην πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει
είναι γι’ αυτούς σα μια γλυκιά γυναικεία συντροφιά
                                    *
Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς και όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια  της γιομάτη ηλεκτρισμό    
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της νομίζεις,
πως αναλύεται σ’ ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
                                    *
Στον ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι’ αυτό
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
                                    *
Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο. Ποτέ να κατορθώνουν,
να την φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.
                                    *
Γιατί είναι τ’ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα,
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο την τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ’ ένα σημείο κοιτώντας,
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
                                    *
Λίγο πριν απ’ το θάνατο από τους ναύτες ένας,
αυτός οπού ‘δε πράματα στη ζήση του φριχτά,
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει,
κι ύστερα μες την θάλασσα την άγρια την πετά.
   
                                 *
Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά      
                                    τους
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.

Νίκος Καββαδίας



 Από την εφημερίδα «Η Θάλασσα»  του Συλλόγου ναυτικών Κεφαλληνίας (Νίκος Καββαδίας) αντιγράφω ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία
 Γαβριήλ   Παναγιωσούλης

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

ΠΟΙΗΣΗ

Στα γραφεία της Εφημερίδας Εθνικός Κήρυξ, Μάκης Τζιλιάνος, Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Νίκος Λιψάνος

Έχω έναν φίλο, εδώ στην Νέα Υόρκη  γνωριζόμαστε πριν από 40 χρόνια περίπου, η καταγωγή του από το ίδιο μέρος της δικής μου από την Πύλαρο Κεφαλονιάς. Τυγχάνει να έχουμε πολλά κοινά σημεία ως προς το γράψιμο…
Είναι μανιώδης αναγνώστης, συγγραφέας, πρώην πρόεδρος της εταιρίας Ελλήνων λογοτεχνών Αμερικής, εκδότης του περιοδικού ΝΕΑ ΕΣΠΕΡΙΑ 1992... κι άλλων βιβλίων ποίησης, θεατρικών έργων κλπ
Είχε γραφείο ταξιδιών, ήταν μεταφραστής και Public Notary  


                                          Στην ΠΥΛΑΡΟ Κεφαλονιάς, Γαβριήλ και Μάκης 

Όταν  λοιπόν πήγαινε κάποιος στο γραφείο και του ανέφερε κάτι τι για ποίηση, ή πεζή λογοτεχνία παρατούσε την δουλειά του, κι άρχιζαν την συνδιάλεξη.
Έγραφε συνέχεια σε κόλες χαρτί ποίηση, μετά όταν πήγαινα στο γραφείο του μου έδινε κι από έναν αντίγραφο του.    
Σήμερα όταν ψάχνω τα αρχεία μου έχω ένα σωρό από αυτά τα πρωτότυπα
Ποιήματα του, από όπου αντικατόπτριζε την ζωή (αυτό το σχόλιο δικό μου:)  (με μια θα έλεγα ωμή πεσιμιστική πραγματικότητα, σα να ζητούσε από κάπου να γαντζωθεί ή να απολαύει αυτά μιας υποσχόμενης γη της επαγγελίας που δεν ήταν όπως του είχαν υποσχεθεί ή όπως την φανταζόταν.)
Χθες τον επισκέφτηκα σε έναν οίκο ευγηρίας, καθιστός στην πολυθρόνα του, χωμένος με βιβλία περιοδικά κι εφημερίδες, ανασκαλεύοντας την φοβερή  μνήμη του.  

Δημοσιεύω ένα του ποίημα:



Αφήστε με να πενθήσω

Αφήστε με να πενθήσω την απουσία μου,
Αυτή η πόλη δεν κατοικείται από αναστεναγμούς!

Οι ζωντανοί δεν βλέπουν την παρουσία μου.
Οι πεθαμένοι δεν άφησαν το ρίγος τους στην μνήμη.
Σε αιολικά πάρκα βιδώνουν την οργή μας
κι είναι των μύλων η περιστροφή μια θερμή ακινησία.

Δεν μπορώ να σηκώσω παιδικά όνειρα
στο φθαρμένο σώμα που δυσανασχετεί
με χαλαρές κινήσεις στην υγρασία.
Η κλίμακα επιθυμίας  δεν συνταράζει τις αισθήσεις!

Αφήστε με να πενθήσω την υπόλοιπη υπόστασή μου
ανάμεσα στους πεθαμένους του παρόντος.
Το χθες βόγγει μέσα στην απουσία μου.
Η μνήμη πάει περπατώντας κουτσά στο νεκροταφείο.

Ρυμουλκώ το χαμόγελό σας στην οδύνη μου.

Τ’  αυλάκι ενός σαλίγκαρου
                    μήτε ποτάμι γίνεται
                    μήτε λεωφόρος.

Πόνου σκιές είναι τα ίχνη των παπουτσιών μου στον ήλιο.
Το μυαλό μου έχει τις χαραξιές τους,
κι είναι η φωνή μου ανήκουστη
                    στο άδειο χάος που υπάρχω.

Αφήστε με να πενθήσω τις ισορροπίες της μετοικεσίας μου
από την πόλη της απουσίας μου
                    στο παρόν ενός θανάτου .

Η απελπισία είναι μια γέφυρα
που δεν μετριέται με δρασκελιές.
Η γέφυρα δεν ενώνει δυο κόσμους,
ο ένας χάνεται στην άκρη της.

Οι πεθαμένοι δεν ακούνε το ξύσιμο των τζιτζίκων στις ελιές
Τα τζιτζίκια δεν ξέρουν την φωνή τους, είναι κουφά.
Κι εγώ πενθώ, οδοιπορώντας στο μονοπάτι του ήχου τους
κι εγώ πενθώ ταξιδεύοντας χωρίς προορισμό
                    στην επιφάνεια της λήθης!

Αφήστε με να πενθήσω στην αυταπάτη του αντικατοπτρισμού
όσο έχω δύναμη να κυλάω σα στεφάνι, το μηδενικό της ύπαρξής μου
στον ζεστό εναγκαλισμό του ήλιου.
Η αγνωσία του παρόντος στην γκριμάτσα ενός χαμόγελου
                    Σας καλημερίζει.

Μάκης Τζιλιάνος

 

 Γαβριήλ  Παναγιωσούλης




Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Μικρά, μικρά




§  Το καλενδάριο Μάγια βασίζεται στην υποδιαίρεση του 20. Οι Μάγια  άθροισαν  ως βάση μετρήματος τα δάχτυλα των χεριών  τους και ποδιών τους κι έφτιαξαν ένα σύστημα vigesimal «εικοστό» βασιζόμενοι στον αριθμό 20.  Είναι και οι εφευρέτες του -0- μηδέν.


Έτσι το ηλιακό «πολιτικό» όχι το ιερό έτος   Μάγια διαχωρίζεται σε 18 μήνες από 20 μέρες ο κάθε μήνας και ο ιερός μήνας Wayeb των 5 ημερών. Η περίοδος  400 ετών στο καλενδάριο Μάγια ονομάζεται κύκλος ή  Baktun είναι η πιο μακρινή περίοδος στο σύστημα μέτρησης  και αντιστοιχεί σε 400 χρόνια...

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Άνοιξη!

 «Για το ποιητικό συμπόσιο Μέρες Άνοιξης»

Σήμερα 20 Μαρτίου η πρώτη μέρα της Άνοιξης, έτσι κι εγώ με την φτωχή μου πένα δοκίμασα να την καλωσορίσω  γράφοντας δυο ποιήματα μικρά, μικρά γεμάτα από μια περασμένη μου ζωή, αυτή που διαμόρφωσε τον χαρακτήρα μου,


  
            Το χαμόγελο.

Με μιας ανοίξαν οι ουρανοί,
δυο ανοιξιάτικοι ήλιοι λουλούδια κίτρινα,
στέκονταν κολόνες στις άκρες
σε μια πόρτα καλύβας,
και στη μέση το χαμόγελο μιας γυναίκας.

Τότε κατάλαβα ήσουν  η ζωή,
το απάγκιο της περιπλανώμενης ψυχής μου.

Όλα άλλαξαν, κλαίω από ευτυχία,
δεν γνωρίζω τον εαυτό μου.
Η ευτυχία μου συμπληρώθηκε,
παράδεισός μου η γυναικεία αγκαλιά
η άγνωστη τροπική φύση.

Ήρθες σαν την άνοιξη,
μόνο υπάρχουμε εσύ,  εγώ,
και η μητέρα φύση,  αυτό μας φτάνει,
 η απόλυτη ελευθερία
της ψυχής του ανθρώπου,

 **********************************


                    Ο ναυτικός

Σαν το  πουλί που πετάει για πρώτη φορά,
χωρίς να κοιτά προς τα πίσω,
σου έγνεψα και ήρθες, μούφερες την άνοιξη,
μαζί  ανακαλύψαμε τον ποταμό συλβίνο,  
στις κορυφές των δένδρων άνθισαν λουλούδια  
σε έκανα την πιο όμορφη γυναίκα,  
τόσο όμορφη που κοκκίνιζες
πλέκοντας  το λουλούδινο στεφάνι της αγάπης .    

Το φεγγάρι ντροπαλό ,
γινόταν κορώνα  φωτοστέφανου για χάρη μας,
έκανα ποτάμια να ρέουν.
Με μια μου κραυγή ξέσχισα ένα βουνό
στην στροφή του χρόνου  χορέψαμε σ’ ένα καινούργιο σκοπό
για εσένα έκοψα όλα τα τριαντάφυλλα
απ’ τον παράδεισο της Εδέμ,
για μας κελάηδησε το πρώτο χελιδόνι.

Μαζί περπατήσαμε  πάνω στην τροχιά  του χρόνου  
είμαι ένας πρώην  ναυτικός,
ένας που έχασε την αγκαλιά της θάλασσας
ένας που τον κέρδισε η γυναικεία αγκαλιά.



                                Γαβριήλ Παναγιωσούλης 

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Το Σήμερα, το μακρινό χθες


Παρακολουθώντας τις Ειδήσεις από τα τηλεοπτικά κανάλια της Ελλάδος είδαν και την επίσκεψη της       Αντζολίνα Τζολί  αντιπρόσωπο της Αρμοστείας του ΟΗΕ  ή κάτι τέτοιο   στους πρόσφυγες στον Πειραιά και αλλού...
Αμέσως την περικύκλωσαν οι πρόσφυγες  'την κόιταζαν σαν Θεά'  σε ένα κλοιό κι αυτή χάϊδευε τα παιδάκια, αυτά τα οποία χωρίς να φταίνε σε τίποτα υποφέρουν τα πάνδεινα.
Δεν ξέρω αλλά αυτές οι εικόνες μου θύμισαν σκηνές από το παρελθόν και μ’ έκαναν να σκεφτώ ότι η ιστορία επαναλαμβάνει τον εαυτόν της, έστω κι αν σήμερα έχουν όλοι τους κινητά τηλέφωνα,  νάιλον, και άλλες εφευρέσεις σύγχρονης τεχνολογίας.
Δεν αντέχω όμως πρέπει να το πω:

Θα ήταν  μια εποχή μόλις είχε τελειώσει ο πόλεμος 1944-45, η ανέχεια η φτώχια από οτιδήποτε ήταν φοβερή, εννοώ δεν υπήρχε τίποτε.
Θυμούμαι για κλωστή ξαίναμε φύλα από αθάνατο, είδος κάκτου,  από ρούχα δεν υπήρχε απολύτως τίποτα, από τα πολλά μπαλώματα δεν ήξερες πιο ήταν το αρχικό ύφασμα, χαλάγαμε τα στρώματα για να φτιάξουμε παντελόνια εμείς τα παιδιά ξυπόλητα, κάποτε έφεραν μεταχειρισμένα  ρούχα δελτίο, μέσω UNRA  όμως αυτοί που παρέλαβαν τα δέματα φυσικά σερβιριστήκανε πρώτοι κι ότι απέμεινε φώναξαν τον κόσμο στο χωριό  να κάνουν διανομή.
Οι Διαμαρτυρίες η οχλαγωγία έδινε κι έπαιρνε, η κατάσταση μπορούσε να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Την επόμενη φορά που έστειλαν ρούχα μεταχειρισμένα τα συνόδευε και μια ξερακιανή Αμερικανίδα για να κάνη την διανομή.
Μαζεύτηκε ο κόσμος σε ένα καφενείο και 'κοίταζαν την ξένη σαν θεά.'
Βλέποντας στην τηλεόραση  την Αντζολίνα Τζολί να την έχουν περικυκλώσει οι πρόσφυγες  οι εικόνες   της παιδικής μου ηλικίας ξαναήλθαν μπροστά μου φοβερές, απαίσιες, γεμάτες πόνο, ανημποριά, μα και ένα ένστικτο της φυγής, να βρεις την γη της υποσχόμενης  επαγγελίας χωρίς ποτέ να σκεφτείς πια γη;  
    δάκρυσα από τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, για όλους τους ανθρώπους.   

Γαβριήλ Παναγιωσούλης         

  

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Λυκαβηττός

Κάθε  φορά γράφω  στο ΠΥΛΑΡΟΣ κείμενα, αφηγήματα, διηγήματα, άρθρα, από βιωματικές εμπειρίες μου έξω από τα σύνορα της Ελλάδας, τούτη την φορά όμως αντιγράφω ένα κείμενο από καθεαυτό ελληνική πηγή, με ελληνικό θέμα, με έλληνες Θεούς, προστάτες και μύθους…    
                          Ο Τίτλος η Γέννηση του Λυκαβηττού είναι δικός μου



Απόσπασμα  «Βιογραφία του Ερεχθείου» του Α. Ρ. Ραγκαβή από τα  Νεοελληνικά Αναγνώσματα, προς χρήσιν των Ελληνικών Σχολείων,  εν Αθήναις,  εκδοτικός οίκος Μιχαήλ Σαλίβερου 1901      



Η γέννηση του Λυκαβηττού:
Εν τούτοις δ’ η Αθηνά, αφ’ ού, παραδούσα  αυταίς το κιβώτιον, επέβη του νέφους της πάλιν, απ αυτού επέβλεψεν άνωθεν επί την μέλλουσαν πόλιν της μετά στοργής και μερίμνης και είδεν αυτήν καταλλήλως κειμένην δια το προωρισμένον αυτής μεγαλείον και το φρούριο της Ακροπόλεως ως βασιλικόν στέμμα επιστρέφον  αυτήν και προς ανατολάς μεν τον Υμηττόν, προς νότον δε το Μουσείον, προς δυσμάς δε τον Άρειον Πάγον, περιβάλλοντας αυτήν ως φυσικά οχυρώματα.
Αλλά προς βορράν  την είδεν άφρακτον μέχρι του απέραντου Βριλησσού, και ελυπήθη. Ώρμησεν επομένως προς το όρος εκείνο, έκοψεν εν τέμαχος αυτού δια της αιχμής της λόγχης της, όπως το θέση προτείχισμα κατά την ασθενή θέσιν, και αφ’ ού το έπαλεν εις την παλάμην της, το εφορτώθει εις τον ώμον και απέπτη εις την Ακρόπολιν.
Αλλά καθ’ οδόν την απήντησεν η λάλος κορώνη, ήτις είχεν αναπτή από της ελαίας, και προσείπεν ως έπεται:
Κρα, κρα! Κυρά Αθηνά, Κυρά Αθηνά!
Τι θέλεις κορώνη μου και με αναχαιτίζεις; Υπάγω να φράξω την καλήν μου πόλιν, να έχει βράχους ως επάλξεις, και ως πυργώματα όρη.
Κρα, κρα είπεν η κορώνη. Οχειρώνεις και φράττεις και αι κόραι ηνέωξαν το κιβώτιον, και ο ήλιος είδε το βρέφος και εξεπλάγη.
Κακή κορώνη, κακών  άγγελε! Μη φθάσης να πατήσης την Ακρόπολιν ποτέ πλέον!
Το κιβώτιον, το κιβώτιον ανέκραξε η Αθηνά και ηνέωξεν ευρέως τους οφθαλμούς, το στόμα και τας χείρας,    λησμονούσα το άχθος της, όπερ πεσόν έμεινε δι αιώνων κείμενον κατά γής και ονομάσθη Λυκαβηττός υπό των μετά ταύτα ανθρώπων

                           Υπουργείον Εκκλησιαστικών και δημοσίας εκπαίδευσης
                                                            Εγκύκλιος
                   Προς τους σχολάρχας και τους διευθυντές των ελληνικών σχολείων
                                   Εν Αθήναι τη 21 Νοεμβρίου 1884  
                                                      ο υπουργός
                                             Δ.Σ. ΒΟΥΛΠΙΩΤΗΣ

Η ορθογραφία είναι η του πρωτοτύπου ασφαλώς λείπουν οι του πολυτονικού συστήματος τόνοι, τα πνεύματα και η υπογεγραμμένη.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

ΠΕΡΠΑΤΩ

                                                    Περπατώ,


Η φαντασία μου έτρεχε, βγήκα απ’ το καράβι,  ξεκίνησα να περπατώ  από τον μόλο αυτόν που ξεφορτώναμε μελάσες, περπάτησα στα χέρσα χωράφια, από κάπου μακριά ακουγόταν μια παράξενη μουσική σε σκοπό τζαζ, έψαχνα να βρω το ποταμόπλοιο, αυτό με τις ξύλινες ρόδες  αυτό που περνούσε τον Μισισιπή  ποταμό,  για να με φέρει στην απέναντι όχθη στο Baton Rouge Louisiana, το βρήκα,  στην διαδρομή με το ποταμόπλοιο αυτή  έβαλα μια δεκάρα στο Juke box να’ ακούσω  την serenade του  Glen Miller, μετά  περπάτησα  μέχρι τον σταθμό  λεωφορείων   αυτών  με τον κυνηγόσκυλο ζωγραφισμένο στην μπάντα.

Αυτό  μ’ έφερε  στην Γαλλική  συνοικία της Νέας Ορλεάνης, στο Bourbon Street,  εκεί που χόρευαν ημίγυμνες,   σε κάθε μου βήμα άνοιγαν οι πόρτες για να ρίξω μια ματιά, ήταν όλα striptease,  οι αβανταδόροι φώναζαν περάστε no cover charge, no minimum, κοντοστεκόμουν,  έριχνα μια ματιά και συνέχιζα να περπατώ. 

Τυχαίως συναντήθηκα με συνάδελφο ναυτικό από την Χίο, που έμενε σε δωμάτιο στο Decatur street χαρήκαμε βγάλαμε την βραδιά στο Felix Bar τρώγοντας ωμά στρείδια και μπύρα. 

 Στο  Jackson square, συνάντησα τον ναό του Αγίου Λουδοβίκου  μπήκα να προσευχηθώ η κοπελιά που γνώριζα από πριν με είχε μάθει να βρέχω τα δάχτυλά μου σε μια γούρνα νερό…

Βγήκα στην  πλατεία, ζωγράφοι με καλούσαν να μου φτιάξουν το πορτραίτο… ξανά πήρα το ferryboat αυτό με τις ρόδες με πέρασε στη  απέναντι όχθη του Μισισιπή, στην Gretna.  

Κάποτε φτάσαμε  σε άλλα λιμάνια στο  Corpus Christi Texas, εκεί περπατώντας με παρέα παίζαμε στον δρόμο με τα καπάκια των σκουπιδοτενεκέδων που οι νοικοκυραίοι είχαν αφήσει μπροστά απ τα σπίτια τους, μέχρι που ένας κύριος μας φώναξε, οπότε τρέξαμε στο καράβι.
Περπατούσα   στο Houston Texas, τo Port Arthur, στo Beaumont Texas, μέχρι το    Gulfport Mississippi, μέχρι το Panama city Florida,  το Lake Charles LA, Mobile Alabama,  μέχρι το Kingston Jamaica, Nassau Bahamas,   Quebec, Montreal Canada, saint Steven  New Brunswick Canada, Halifax Nova Scotia Canada, Corner brook New Found land Canada φορτώναμε μπάλες χαρτί για εφημερίδα της Νέας Υόρκης.
Περπατούσα σε κάθε λιμάνι της υφηλίου. Περπατούσα μόνος, περπατούσα και περπατούσα  ψάχνοντας δεν ξέρω κι εγώ τι, κοίταζα τον ήλιο  και τον  ρωτούσα αν ήταν ο ίδιος  με τον του χωριού μου.
Στο Saint Steven, New Brunswick Canada, περπατούσα κάθε μέρα επί ένα μήνα όλο τον Ιούλιο,  δε κουράστηκα, μια μικρή κουκλίστικη πολιτειούλα περπατούσα κι έψαχνα,  όταν νόμιζα ότι το βρήκα έπρεπε να φύγουμε. Περπατούσα η κοπέλα από το φαρμακείο  μου έπιανε κουβέντα κι εγώ άτολμος δεν ήξερα γλώσσα, περπατούσα έφτασα μέχρι τον καταυλισμό ινδιάνων αυτοί που ζούσαν σαν νομάδες σε καλύβες από δέρμα ζώων  και συνέχιζα να περπατώ. Η καθυστέρηση της αναχώρησής μας ήταν διότι  απ’ την παλίρροια τα νερά έφευγαν και το βαπόρι καθόταν  στον αμμώδη  βυθό, είχε κολλήσει σαν βεντούζα κι όταν τα νερά ερχόταν δεν έπλεε, μια πρωτοφανή κατάσταση που κράτησε 30 ημέρες …   

Περπατώντας στο Halifax Nova Scotia Canada, μπήκα σε μπαρ για ένα ποτό.
Ο μπάρμαν ένα γεροντάκι Έλληνας, με τα βίας έσερνε τα πόδια του,  μου μίλησε Ελληνικά, με ευγένεια μου είπε, time please, ώρα να κλείσω είναι αργά, βγήκα στο σκοτάδι έμεινα έτσι ακίνητος παγωμένος  σαν κολόνα αλατιού, άρχισα να σκέπτομαι: 
Βρε τον φουκαρά σε τέτοια ηλικία και να δουλεύει ακόμα, εγώ δεν θα φτάσω ποτέ εκεί. Σκέψεις που είναι σα να φτύνεις ψηλά τον ουρανό, χωρίς να σκεφτείς ότι το σάλιο σου θα πέσει πάνω σου.  
   
 Σήμερα περπατώ πάλι, δίπλα από  το καθολικό κοιμητήριο Άγιος Ραϋμούντος στο Μπρονξ Ν.Υ. βλέπω διαβάζω στις στήλες οι μόνες που στέκονται  όρθιες πάνω από του ξαπλωμένους τάφους, διαβάζω  την ματαιότητα  σε σκαλιστά  γράμματα, ημερομηνίες του 19ου  αιώνα, ονόματα Ιταλικά και Ιρλανδικά.
Ένα παγωμένο αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο μακριά από τα καυσαέρια της πολιτείας, τι κι αν είναι ανακατεμένο  με ομίχλη λες και βρίσκομαι  στην Τρανσυλβανία,  που όμως δεν είμαι αλλά στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης.
Κι εξακολουθώ να περπατώ,  το περπάτημα ξαναφέρνει στο νου μου τα χρόνια εκείνα, τα χρόνια της αναζήτησης, ξανά γίνομαι παιδί, αντάρτης, περπατώ, ανεξάρτητος στην σκέψη,  περπατώ, δεν θέλω να το παραδεχθώ πως άλλαξα, θυμώνω με τον εαυτόν μου,  ψάχνω για ανθρώπους δεν βαριέσαι δεν υπάρχει κανένας, κι αυτοί που υπάρχουν ξένοι, το παρελθόν τους τίποτα το κοινό με το δικό μου.   

Και όμως περπατώ,  αποδίδω φόρο τιμής στο παρελθόν μου, κοιτώ γύρω, στα ασφαλτοστρωμένα δρομάκια  του κοιμητηρίου τα δένδρα αρχίζουν να μπουμπουκιάζουν, έστω κι αν οι ρίζες των θρέφονται από  το εν τόπο χλοερό, μια καινούργια ζωή γεννιέται,  η γη φορά τα γιορτινά της, μια νέα εποχή αρχίζει, η θεωρία της ανακύκλωσης σε όλο της το φόρτε μας καλωσορίζει…   

Σας εύχομαι λοιπόν φίλοι αναγνώστες μια χαρούμενη και λουλουδάτη άνοιξη κι εγώ με τη σειρά μου θα σπείρω τον στενόφυλλο βασιλικό “Basilico Greco” στον κήπο του σπιτιού μου, να φυτρώσει να με μεταφέρει νοερώς στα χρόνια εκείνα που δεν πρόλαβα να τα ζήσω. 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης  





Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Happy Woman's Day

Happy woman’s day


Ψαρεύοντας στο διαδίκτυο  ανακάλυψα ότι σήμερα 8 Μαρτίου είναι η ημέρα της γυναίκας, όμως πράγμα παράξενο τα εδώ ημερολόγια, αυτά που κρέμονται  στους τοίχους δεν κάνουν καμία μνεία επί του θέματος.


Έτσι κι εγώ αποφάσισα να τιμήσω αυτή την ημέρα, προσφέροντας ένα σπάνιο είδος από μπλε τριαντάφυλλα,  μαζί με άλλα λουλούδια  σε όλες τις γυναίκες αυτές  που είναι η πηγή της ζωής μας.

Ας σκεφθούμε ότι όλοι μας έχουμε γεννηθεί από μια γυναίκα. 



                                                             
Γαβριήλ Παναγιωσούλης

      

Σάββατο 5 Μαρτίου 2016

Το Σκουριασμένο Χιόνι!

                                   Το Σκουριασμένο χιόνι!

Σκούριασε και το γραμμόφωνο, το κουρδιστήρι έσπασε, το κλειδί ζάβωσε,    το σάλιο στη γλώσσα του  ξεράθηκε, η φωνή του έμεινε εκεί βαθιά κρυμμένη στο λαρύγγι του, τα μαλλιά  του πέσανε κι αυτά.
 Από  τ’ αυτιά  του   περνά μια συνεχή βοή, ίλιγγος τούπαν,  για να ακούει χρειάζεται ένα  χωνί να  το βάνει στο αυτί του.
Τα  μάτια του δακρύζουν συνέχεια, τούπαν είναι από την ξεραΐλα, τούδωσαν γυαλιά,     διαβάζει στην αρχή καλά μετά οι σειρές γραμμάτων πηδάνε, χάνονται, είναι φυσικό τούπαν.
Το φαγητό τον βαραίνει, το νερό δεν έχει γεύση, το κρασί τον πειράζει στο συκώτι,
Τα νύχια των ποδιών μαύρισαν λες και έχουν χολέρα, τα γόνατα λυγίζουν από τους πόνους, αρθριτικά τούπαν.
Το  μυαλό λαχταρά  θέλει,  το σώμα αρνείται να υπακούσει.    
Οι νεότεροι τον αποφεύγουν τι να ξέρει αυτός από την δική μας γενιά αφού τρέμουν και τα δάχτυλά του για να στείλει μήνυμα,
Οι φίλοι και αυτοί χάνονται ή πεθαίνουν, η μοναξιά τον κυριεύει, κοιτά γύρω του ακόμη και το χιόνι στην αυλή σκούριασε ένα χρώμα καφετί λάσπης.
Όχι  δεν είχε στρώσει έτσι το χαλί της ζωής του, εδώ έρχεται η παροιμία,   (Άλλες   μεν βουλές ανθρώπων άλλα δε Θεός κελεύει.)     
Οι λέξεις τα ονόματα τον αποφεύγουν όλα τρέχουν εναντίων του με το ζόρι επανέρχονται σιγά, σιγά. Ακόμα και τα μελλοντικά τους σχέδια οι γύρω του δεν του τα λένε, αφού δεν θα είναι παρών, ποιος ο λόγος να χαλάσουν τη ζαχαρένια τους!
Στο τέλος μένει άφωνος, κοιτά το άπειρο, τον κόσμο αυτά που πίστευε  και βγάζει ένα επιφώνημα:                                           Μα κι εσύ!!!
Παίρνει την απόφαση να περπατήσει,  μόνος του έτσι όπως ξεκίνησε, τουλάχιστον να ξαναβρεί το παρελθόν του, ίσως να μην είναι αργά,
 Όπως  λένε η ελπίδα πεθάνει τελευταία.

Να έχετε έναν καλό μήνα, μια όμορφη και λουλουδάτη άνοιξη σαν το ποίημα του Γ. Δροσίνη «Ετίναξε την ανθισμένη μυγδαλιά με τα χεράκια της…»  
Είναι και αυτό το ποίημα  της ρομαντικής εποχής που γεννηθήκαμε, αυτή που χάθηκε…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης