Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Καλό Πάσχα...


Εύχομαι καλό  Πάσχα 2016, Χριστός Ανέστη στους φίλου-ες και αναγνώστες του ΠΥΛΑΡΟΣ

Αυτή η Καρτ ποστάλ είναι από αυτές που έστελναν τα αγαπημένα πρόσωπα οι εναπομείναντες στο χωριό στα ξενιτεμένα παιδιά τους γεμάτη Ελπίδα, όνειρα, μα και με  προσδοκία καλή και γρήγορη επιστροφή.
«Και που είσαι ήλιε μου να μας γυρίσεις πλούσιος με λεφτά» μου ψιθύρισε στ’ αυτί η θεια μου καθώς με αποχαιρετούσε στον Πειραιά, καθώς έλυνε κάβους το ΤΕΤΗ του Σιγάλα για Ηράκλειο Κρήτης, όπου από εκεί θα περνούσε το βαπόρι του Βεργωτή ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ αυτό που ήταν η αρχή της κατάκτησης του κόσμου, μα και η ελπίδα σωτηρίας για τους υπολοίπους που έμειναν στο χωριό.   

 
 

 
Μην ξεχνάς να μας γράφεις, φώναξε ο πατέρας μου χωρίς να ξέρει ότι ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε τον γιο του, «όταν γύρισα ήταν είδη αργά».

 

Κατάλαβα ότι,   στα δεκαέξι μου χρόνια, στην πλάτη μου βάραιναν οι υποχρεώσεις πριν ακόμα ξεκινήσω. Σήκωσα το χέρι μου σε  ένα στερνό Αντίο, τι κι αν δάκρυσα δεν ωφελούσε σε τίποτα. Ήταν Αύγουστος 1950.

 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης 

 

 

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Ημέρα των Βαίων, ΝΥ

           Ημέρα των Βαίων στην εκκλησία του Αγίου Γερασίμου


        Πατέρα, Μητέρα Γιος                                                       Νέα Υόρκη
                                               Παπούς και εγγονός
                                              Η κόρη μας και ο Εγγονός μας 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Συνάντηση της Παρέας 22, Απριλίου 2016

Μια ακόμα συνάντηση της ΠΑΡΕΑΣ μας εδώ στην ΝΥ, πριν από την μεγάλη εβδομάδα και το Πάσχα.

Μια συνάντηση να καλωσορίσουμε την Άνοιξη, μαζευτήκαμε πολλοί φίλοι 14 άτομα και συζητήσαμε με την ευφράδεια που φέρνει η πόση οίνου…



                      Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

Χωρίς Λόγια

Χωρίς λόγια,
                                                               Απρίλιος 2016




Όλα  τα περίμενα αλλά  όταν μου δηλώνουν ότι  ο τρόπος της γραφής μου  μοιάζει  με τον του συγγραφέα  John Steinbeck  ε! αυτό με έκανε να σκεφτώ πολλά και διάφορα, αλλά παρέμεινα όπως ήλθα! 


                                             Γαβριήλ  Παναγιωσούλης  



Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Εικόνες με λέξεις

                                                       Εικόνες με λέξεις:

Σα νύχτωσε το φως του λύχνου μετά βίας φώτιζε τις γυναικείες σκιές που καθόταν ξαγρυπνώντας γύρω απ’ το φέρετρο του νεκρού που κείτονταν στη μέση της σάλας του σπιτιού,  με τα λυτά τσεμπέρια τους σιγοκλαίγανε  και μοιρολογούσαν.

Η  μοιρολογίστρα η κυρά Ευανθία ήταν σπίτι της έξαινε μαλλί προβάτου να το έχει έτοιμο για να γνέσει, όταν άκουσε την καμπάνα να σημαίνει λυπητερά,   τα παράτησε και πήγε στο ξενύχτι  έλυσε τις πλεξούδες των μαλλιών της σε μια μάζα ψαρών κατσαρών φουντωτών μαλλιών και άρχισε να τα τραβάει ένα, ένα,  να κλαίει  και να οδύρεται για την συμφορά που μας βρήκε.
Έμοιαζε σκηνή αρχαίας τραγωδίας.
Ο γείτονας ο Αντώνης  είχε φέρει μερικά φύλλα χαρτιού  από το βιβλίο με τις προφητείες του Αγαθάγγελου, αφού τις  διάβαζε και μας έλεγε ότι το αίμα θα φθάσει ένα ζωνάρι στα στενά,  (του Βοσπόρου) το χρησιμοποιούσαν για τσιγαρόχαρτο, το γέμιζαν με χοντροκομμένο ταμπάκο, αυτόν που έκοβε ο πατέρας με μαχαίρι της κουζίνας κι έστριβαν τσιγάρο. Ο πυριόβολος με το φυτίλι, άλλαζε χέρια συνεχώς.

Η Θοδώρα σερβίριζε καφέ, χωρίς ζάχαρη από ψημένα ρεβίθια.  


Στην στροφή του δρόμου εκεί κάτω στο αυλάκι  φάνηκαν τα πρώτα κοράκια, πετούσαν χαμηλά κι έκρωζαν. Απ’ το έρημο διώροφο παλάτι του Ροή,  αυτού που είχε πλουτίσει στην Ρουμανία, τώρα έρημο αναδινόταν μια βρώμα κοπριάς προβάτων, κάποιος τσοπάνης, χρησιμοποιούσε το υπόγειο του αρχοντικού  για μαντρί.
Στη ρεματιά μέσα στο αυλάκι φάνηκε το κουφάρι ενός γαϊδάρου, τα κοράκια μάλωναν αναμεταξύ τους. Η κηδεία προχωρούσε, ο παπάς έψαλλε, οι κατακτητές Ιταλοί μαζεμένοι  κοίταζαν απ’ το παράθυρο του  σπιτιού του Μπαρμπέτα,  που είχαν επιτάξει και γελούσαν…
Τα παιδιά που κρατούσαν τα εξαπτέρυγα, κρυφογελούσαν χαρούμενα στο τέλος της κηδείας θα τους έδιναν χαρτζιλίκι.

Αλλά ποιος ήταν αυτός που τον πήγαιναν τέσσερις;
Αλλά γιατί να σας κουράσω, τι σημασία έχει ποιος ήταν ο νεκρός, αλλά έστω για σας φύγει η περιέργεια, ήταν ο Βαγγέλης, αυτός ο συγχωριανός μας που είχε σπείρει εκεί πάνω στο βουνό φακή, την νύχτα κοιμόταν στο χωράφι μέσα για να μη του την κλέψουν.
Ε! λοιπόν κάποιος τούδωσε μια τσεκουριά και του άνοιξε το κεφάλι στα δυο.
Αυτός που τον βρήκε ο Γιώργος που έκαιγε καμίνι έτρεξε στο χωριό να μας δώσει τα σκαρίκια, με τα μάτια γουρλωμένα κόκκινος από την συγκίνηση ήρθε σπίτι μας  ώστε να πάνε παρέα να ειδοποιήσουν την οικογένειά του…

Η σκηνή στα Μαρκάτα Πυλάρου Κεφαλληνίας  έτος 1942


                                            Γαβριήλ Παναγιωσούλης 






Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Ελληνική Παρέλαση, Νέα Υόρκη

                             Ελληνική Παρέλαση στην Νέα Υόρκη,
Σήμερα 10 Απριλίου 2016 εδώ στην Νέα Υόρκη εορτάσαμε την ημέρα της κήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης, αυτή όπου εορτάζεται παντού την 25ην Μαρτίου 1821.

Επειδή όμως εδώ ο καιρός τον Μάρτη είναι σχεδόν παγωμένος πάντα το αναβάλλουν για μια πιο ανοιξιάτικη ημερομηνία. Σήμερα λοιπόν αν και το πρωί η θερμοκρασία ήταν 32 Φ. σχεδόν -0- Κελσίου ανέτειλε ένας λαμπρός ήλιος όπου ζέστανε και η ημέρα.

 Δυστυχώς δεν μπόρεσα να λάβω μέρος ως θεατής  όπως τα προηγούμενα χρόνια, αλλά την παρακολούθησα από την τηλεόραση από το κανάλι 9 που ανήκει στην FOX
                                  Η Ηθοποιός Νία Βαρνταλος

Αν και παρέλασαν οι Εύζωνες δεν πρόλαβα να τους φωτογραφίσω…
                                   Να έχετε μια χαρούμενη εβδομάδα


                                           Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Κυριακάτικες Στιγμές

                                           Κυριακάτικες Στιγμές


Η εβδομαδιαία ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ που κυκλοφορεί κάθε Σάββατο εδώ στην Νέα Υόρκη, φθάνει εδώ στην γειτονιά μου την επόμενη ημέρα  Κυριακή
Κάθε Κυριακή λοιπόν αφού παίρνω το καφεδάκι μου στο σπίτι ξεκινώ με το αυτοκίνητο να πάω στην πιάτσα εκεί όπου είναι κι ένα Ελληνόκτητο  Εστιατόριο, Αμερικανικής Κουζίνας.
Οι πόρτες είναι διπλές μόλις ανοίξεις την  πρώτη πόρτα μπαίνεις σε μια νεκρή ζώνη,  κάτι σα ανάμεσα Ελλάδα και Σκόπια,  μετά ανοίγεις την  δεύτερη πόρτα στο αριστερό  σου χέρι υπάρχει ένας πάγκος, εκεί συνήθως βάζουν τις ομπρέλες τους οι πελάτες, όταν βρέχει.
Εκεί πάνω τοποθετούν και τις Εφημερίδες.
Θέλω να πω ότι σε αυτή την Εφημερίδα γράφω, όπως και άλλοι φίλοι από την ίδρυσή της, διανέμεται δε δωρεά.   
Την περασμένη Κυριακή  θάταν περίπου 12 μεσημέρι, αφού ταλαιπωρήθηκα αρκετή ώρα για παρκινγκ βρήκα ένα 5 τετράγωνα μακριά.
Περπατούσα μες το κρύο, το εστιατόριο γεμάτο,  ανοίγω την πρώτη πόρτα, μπαίνω στην είσοδο, ανοίγω την δεύτερη πόρτα, εκεί συγκρούστηκα με έναν πελάτη ο οποίος  είχε τελειώσει το φαγητό του  κι έβγαινε προς τα έξω. Τον προσπερνώ, τρέχω βουτάω την Εφημερίδα και βγαίνω, αυτός με παρακολουθούσε, γυρνά κι αυτός προς τα πίσω παίρνει μια εφημερίδα, με το που βλέπει Ελληνικά την παρατάει κάτω. Βγαίνει έξω στο πεζοδρόμιο και με ρωτάει.
Αφού ζεις εδώ, αφού δεν πρόκειται να πας να ζήσεις στην Ευρώπη  τι σε ενδιαφέρουν τα Ευρωπαϊκά νέα;     
-Μου θυμίζει το μέρος που γεννήθηκα, τα πρώτα μου γράμματα, την ταυτότητά μου, του είπα.
-Σήμερα του λέω αν με ερωτήσεις τι έφαγα χθες δεν θυμούμαι, όμως αν με ρωτήσεις τι έτρωγα στο χωριό μου εδώ και 70 χρόνια θα σου πως αμέσως διότι τα θυμούμαι όλα.
Με μια λέξη  η Εφημερίδα μου δίνει την ευχαρίστηση, ή ας το πούμε την αυταπάτη ότι συνεχίζω να ζω, να υπάρχω έτσι όπως ξεκίνησα, γεμάτος όνειρα και ελπίδα να κατακτήσω το  Ελντοράντο, έστω αν κι αυτό απεδείχθη πλάνη.
Ο άνθρωπος είχε όρεξη για συζήτηση,
-Η Ευρώπη που ξέραμε δεν υπάρχει πια  κι άρχισε να μου εξιστορεί γεγονότα του σήμερα…
Φαινόταν σαν Ιταλικής  ή Ιρλανδικής καταγωγής,
Γεια σου φεύγω του λέω κάνει και κρύο, έβαλα την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ κάτω απ την μασχάλη μου, περπάτησα τα παγωμένα τετράγωνα μπήκα στο αυτοκίνητο πήγα σπίτι, έφτιαξα έναν καφέ ακόμα κι άρχισα να ξεκοκαλίζω  την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ.      


                                                      Γαβριήυλ Παναγιωσούλης






Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

Της Στιγμής!

                                                          Της στιγμής,

Συνταξιούχος ο χρόνος περισσεύει, έσπαγα το κεφάλι μου να βρω κάτι χρήσιμο να περνά ο καιρός μου μα και να μου δίνει απολαβές ένεκα που όσο και να τεντώνεις την σύνταξη, που μοιάζει σαν κορδόνι λαστιχένιο πάλι ξανά έρχεται στον ίδιο παρονομαστή. Έτσι όπως ξεκίνησε, φτωχή και κακομοίρα προσπαθώντας να καλύψει ανάγκες και αποστάσεις, τρέχει με τη γλώσσα έξω λες και είναι σκυλί σε ανηφόρα… 
  Όμως οι δυνάμεις εννοώ οι σωματικές πάνε κι αυτές τις πήρε το ποτάμι και τις πάει λες και  είναι ιστιοπλοϊκό σκάφος που ταξιδεύει με 10 μποφόρ, και τρέχουν να προλάβουν μήπως στερέψει ο Αχέροντας.
Σιγά βρε δυνάμεις μου,  μην βιαζόσαστε  να με εγκαταλείπεται, άστε και λίγο χώρο να αναπνεύσω! Τουλάχιστον όσο ο νους  είναι ενεργός! Μπα σε καλό σας, τι διάολο θέτετε και τρέχετε έτσι;

Τι  σας έλεγα, α! ναι πρέπει να ξαναέρθει το ενδιαφέρον στην ζωή, η πάλη προς μια καινούργια  Άνοιξη, για ένα καλύτερο ξημέρωμα, όσο η ζωή συνεχίζεται, όσο αργοπορεί να φθάσει το βαρκάκι στον Αχέρονυα.
Το κεφάλι, ο νους γεννά ιδέες, έβαλα λοιπόν μια αγγελία στο Ιντερνέτ στην αγγλική γλώσσα.
Free-lance interpreter to Greek and Spanish     δηλαδή παρέχω με αμοιβή τις υπηρεσίες μου για διερμηνέας  ελεύθερα χωρίς να ανήκω στο εργατικό προσωπικό εταιρίας κοκ
Δεν άργησα να λάβω μηνύματα με προσφορές συνήθως έξω από την πόλη της Νέα Υόρκης.

Μια εταιρία από την  Pennsylvania, μου έστειλε προσφορές να πηγαίνω εδώ στην ΝΥ για διερμηνέας από Ισπανικά- Αγγλικά σε υποθέσεις ασφάλειας εργατικών ατυχημάτων, συνήθως σε γιατρούς και νοσοκομεία  όπου μετέφραζα ανάμεσα σε γιατρό και εργάτη.     
Θέλω να δώσω έμφαση ότι αν και τα νοσοκομεία διέθεταν διερμηνέα η ασφάλεια αρνιόταν να τον παραδεχθεί κι έστελναν εμένα.
Με φώναζαν πολλές φορές σε γραφεία Ιατρών, σε κάθε γειτονιά, όλα είχαν να κάνουν με εργατικά ατυχήματα, ανάμεσα εργάτες και γιατρούς ασφάλειας.
Πάντα μου έγραφαν και με ρωτούσαν έχουμε τόσες υποθέσεις, που σε βολεύει  να πας, μέχρι μια μέρα μου τηλεφωνούν πρέπει να πας στο Μπρούκλιν, ένας  Έλληνας δεν μιλά καθόλου Αγγλικά, εκείνη την ημέρα ήμουνα  άρρωστος, δεν γίνεται τους λέω,  με πόναγε το στομάχι…
Είδα ότι δεν τους άρεσε,
Μετά με στέλνουν σε μια καινούργια δουλειά, στο κέντρο του Μανχάταν,
Μπαίνω σε έναν ουρανοξύστη σε ένα πολυτελές γραφείο, ήταν μόνο μια γραμματέας, σαν αυτές που έχουν στα δικαστήρια και γράφουν shorthand,
Της λέω είμαι ο διερμηνέας,
Μου λέει η δικαστίνα δεν μπόρεσε να έρθει αλλά θα γίνει η εξέταση-ανάκριση μέσω teletype, ή κάτι τι παρόμοιο ηλεκτρονικό μέσω που ομολογώ ότι δεν γνώριζα. Δηλαδή θα μιλώ σε ένα κουτί που ήταν πάνω στο γραφείο, χωρίς να βλέπω ανθρώπινες γκριμάτσες, ώστε να ψυχολογώ κι εγώ τον αντίπαλο.
Αυτή θα κάνε ερωτήσεις από την Φλώριδα κι εσύ θα τις μεταφέρεις μεταφράζοντας.
Ήρθε λοιπόν και ο εργάτης…
Ήταν ένας τύπος από τον Άγιο Δομίνικο Santo Domingo, τα Ισπανικά του ακαταλάβητα, μιλούσε μια ντοπιολαλιά που θα έπρεπε να τον ρωτήσω μια και δυο φορές για να καταλάβω τι εννοούσε.
Ε! λοιπόν αυτό απαγορεύεται, αυτή η δικαστίνα από το Μαϊάμι, θύμωσε και ανέβαλε την υπόθεση για άλλη φορά, δεν μου έδωσε καιρό ούτε να πάρω ανάσα ήταν σαν να  έμοιαζε με αυτό το ψυχρό μεταλλικό κουτί, αυτό που φωνή είχε αλλά χωρίς  ψυχή.   
Εν τέλει τους εξήγησα ότι να μιλάω να μεταφράζω με ζωντανούς ανθρώπους πολύ ευχαρίστως, αλλά όταν πρόκειται να μιλάω σε ένα μηχάνημα και να μην μπορώ να διαμορφώσω μια απάντηση εκτός από ένα ναι ή όχι, τότε ας βρίσκουν άλλον.
Εξακολουθούσαν να με φωνάζουν ειδικά για μεταφράσεις από Ελληνικά στα Αγγλικά, διαζύγια, και λογαριασμούς του ΙΚΑ…
Όλα αυτά έγιναν πριν 3-4 χρόνια,  σήμερα ψάχνοντας στα αρχεία μου ξαναθυμήθηκα τα καθέκαστα  διαβάζω τα τότε πρακτικά και φιλοσοφώ, κάθε βήμα της ζωής έχει και κάτι καινούργιο να με διδάξει.
Κάτι το οποίο λυπάμαι στη ζωή μου είναι ένα, ότι δεν πήγα σχολείο να έχω ένα formal education, μια περγαμηνή ρε παιδί, να την κρεμάσω σε έναν τοίχο να την βλέπουν οι διαβάτες, οι αναγνώστες να με θαυμάζουν, χωρίς να με ξέρουν, μια περγαμηνή να γράφει με χρυσά γράμματα απόφοιτος του τάδε πανεπιστημίου,   αλλά όχι της ζωής.
Αλλά ποιος ξέρει,  ίσως στην άλλη ζωή  θα βγάλω το άχτι μου ίσως  γίνω μπακαλόγατος των γραμμάτων…
Να έχετε έναν καλό μήνα Απρίλη, μήνα της άνοιξης των λουλουδιών και του έρωτα, με  ένα μπουκέτο λουλούδια

                                                Γαβριήλ Παναγιωσούλης        
          






Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Από την Ναυτική ζωή!

                                                          Από την Ναυτική ζωή,

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη στο Περναμπούκο Βραζιλίας, το πλήρωμα του βαποριού όλοι έλληνες νεαρά παιδιά, οι γυναίκες σαν τις μέλισσες όπου κολλούσαν, άφηναν το κεντρί τους, η πειθαρχία των ναυτικών είχε χαθεί, βγαίνανε έξω και δεν γύριζαν στην βάρδια, η τύχη τόφερε ένας Κεφαλλονίτης θερμαστής είχε την βάρδια 4-8, όταν ήρθε η ώρα της σκάντζας βάρδιας τα χαράματα  και δεν εμφανίστηκε, τότε  ο θερμαστής των 12-4 έκλεισε τις φωτιές απ’  τα καζάνια και βγήκε έξω, τον περίμενε η γκόμενα,
Σαν ξημέρωσε μια απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο βαπόρι, είχε σταματήσει η παραγωγή ατμού μαζί με αυτό και η παραγωγή ηλεκτρισμού.
Κατεβαίνει κάτω ο πλοίαρχος ο καπετάν Γιάννης,  ξυπνάνε τους μηχανικούς βάνουν μπροστά τις φωτιές στα καζάνια, σε λιγάκι νάσου και ανεβαίνει τις σκάλες ο Κεφαλλονίτης, γελώντας γεμάτος μυρωδιά  γυναίκας, ο καπετάνιος χειροδίκησε φώναξαν την αστυνομία και τον έστειλαν στην Ελλάδα.
Έπρεπε να ξαναέρθει η πειθαρχία, αλλιώς ήμασταν χαμένοι.   
        
Ξεκινήσαμε  από    το Περναμπούκο Βραζιλίας περάσαμε τον νότιο ατλαντικό, καβατζάραμε  το ακρωτήρι της καλής Ελπίδας και αγκυροβολήσαμε στο port Elizabeth, South Africa.
Περπατώντας στην πλατεία της πολιτείας αυτής μας κουράστηκα, κάποτε συνάντησα τον Ονέσιμο έναν ναύτη από το βαπόρι μας που κι αυτός έκανε βόλτες πήγαμε να πιούμε  μια κόκα κόλα σε καφετέρια  που ιδιοκτήτες ήταν Έλληνες.
Αμέσως μας πλησίασε ο Έλληνας και μας λέει δεν μπορώ να σας σερβίρω πρέπει να φύγετε. Μα γιατί; Είπα.  
Να αυτός ο φίλος σου δεν μου φαίνεται αρκετά άσπρος,
Η αλήθεια είναι ότι αυτός ήταν από την Ονδούρας και είχε το χρώμα των λατινοαμερικάνων της Καραϊβικής,
Ο Ονέσιμο παρεξηγήθηκε διαμαρτυρήθηκε,
Μα δεν είμαι μαύρος.
Εν τέλει μας πέταξαν έξω αν και ο ιδιοκτήτης μου εξήγησε μπορώ να πάω μόνος μου να καθίσω και να πιω ότι θέλω, συνεχίσαμε το περπάτημα, μας διπλάρωσε μαύρος ταξιτζής, έχω λευκές γυναίκες, κοντοσταθήκαμε,
Που τις έχεις;
Στο ταξί μου…
Αν θέλετε πάμε βόλτα.

Από εκεί στην Βιρμανία τη σημερινή Μυανμάρ, φουντάραμε σε ποταμό και  άρχισε η ξεφόρτωση, κλεισμένοι μέσα όταν με φώναξε ο καπετάνιος να με στείλει στο πρακτορείο στην στεριά,    μπήκα σε ένα πλεούμενο αυτό που ανέβαινε το ποτάμι να με βγάλει στην αποβάθρα.
Πήγα στον πράκτορα, του λέω με στέλνει ο καπετάνιος να πάμε  στην αστυνομία να καταγγείλω μια κλεψιά κλέφτες μπήκαν στο βαπόρι, μας κόψανε τα σχοινιά από τις σωσίβιες λέμβους.
Ο πράκτορας με κοίταξε με ένα περίλυπο ύφος, με άκουε που του μίλαγα σαν να άκουγε το φτερούγισμα μύγας που πετούσε, φορούσε για παντελόνι όπως και όλοι τους ένα πολύχρωμο πανί σαν τραπεζομάντιλο ζωσμένος με αυτό από την μέση και κάτω.
Μα  που νομίζεις ότι βρίσκεσαι; Μου το πέταξε έτσι απότομα!
Το κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω,  μετά  σαν να τον  τσίμπησε η μύγα, αυτή που έπαψε να φτερουγίζει,  ζωντάνεψε  σηκώθηκε απ την καρέκλα ήρθε κοντά μου και μου λέει:
Μια συμβουλή σας δίνω, γύρισε στο βαπόρι. Μη πείτε κανενός τίποτα, αγοράσετε καινούργια σχοινιά και άντε στην ευχή του Θεού.
 Άνοιξα την πόρτα και βγήκα, περπάτησα μόνος μου για ώρες, επί τη ευκαιρία επισκέφτηκα και μια βουδιστική παγόδα, αυτή που ο τρούλος της φάνταζε από μακριά σαν ψεύτικο χρυσάφι.

Άφησα τα παπούτσια μου απ έξω ένωσα τις δυο μου παλάμες όπως κάνανε οι άλλοι και κοίταζα το τεράστιο άγαλμα που καθόταν οκλαδόν με ένα πιάτο ρύζι στα χέρια του.
Βγήκα, ευτυχώς βρήκα τα παπούτσια μου.  Είχα και λίγα ντόπια λεφτά μαζί μου από λαθρεμπόριο τσιγάρων, μου ήταν άχρηστα αφού δεν υπήρχε τίποτα ούτε μπαρ ούτε διασκέδαση, ούτε γυναίκες. Σκέφτηκα τι να τα κάνω μπήκα λοιπόν σε ένα κατάστημα κι αγόρασα ρούχα, με το που έφτασα στο βαπόρι τα δοκίμασα ήταν όλα μικρά όπως και οι κάτοικοι μικροί λιλιπούτειοι, έτσι τα πέταξα στα άχρηστα.  Περπατώντας  γύρισα στον μόλο βρήκα μια βάρκα αυτή που την κυβερνά μόνο ένας κωπηλάτης στην πρύμη στριφογυρίζοντας το κουπί λες και ήταν σφοντύλι με αδράχτι.
Γύρισα στο βαπόρι και είπα τα νέα του καπετάνιου.
Μετά από δυο μέρες  αναχωρήσαμε για το Bangladesh, για το  δέλτα των ποταμών Μέγνα και Γάγγη     σε αυτόν το ιερό  ποταμό των Ινδιών  όπου μας περίμεναν  στο λιμάνι της Chittagong για να ξεφορτώσουν το ρύζι.    

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

  
          


Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Οι Αναμάρτητοι...

Στους αγαπητούς αναγνώστες του Πύλαρος Εύχομαι καλό μήνα Απρίλη, με ένα μπουκέτο λουλούδια απο τον κήπο μου,
 είναι ο μήνας που ανοίγουν τα μπουμπούκια,  ώστε ν’ ανθίσουν σε πολύχρωμα λουλούδια έτσι όπως και η αγάπη από μπουμπούκι ξεσπά κι ανθίζει σε έναν παραδεισένιο κήπο της  Εδέμ.      

                                                                   Οι αναμάρτητοι, 
 
Το κορίτσι και τ’ αγόρι προχωρούσαν αγκαλιασμένοι στη ζούγκλα με οδηγό τους τ’ αχνάρια του  μονοπατιού  που είχαν αφήσει τα τεράστια ξανθά μερμήγκια, αυτά που ξεγύμνωναν τα δένδρα από τα φύλλα τους. Στα χέρια τους κρατούσαν χατζάρες «ματσέτες» κι άνοιγαν δρόμο στην πυκνή βλάστηση. Σε κάθε τους βήμα με το θρόισμα των θάμνων σηκωνόταν κουνούπια σα σύννεφο κι επιτίθεντο.
Για προστασία είχαν δέσει στην πλάτη τους μακριά άδεια τσουβάλια,  έψαχναν για ξερόκλαδα   να ανάψουν φωτιά στην καλύβα τους  που ήταν φτιαγμένη από κορμούς δένδρων. Η σκεπή ήταν πλεγμένη από φύλλα φοίνικα. Αλλά  πράμα παράξενο μερμήγκια δεν φαινόταν πουθενά.
-Μπορεί να τα έφαγαν οι ιθαγενείς, είπε το  κορίτσι.

Ένα τεράστιο δένδρο γεμάτο καρπούς φάνηκε μπροστά τους.
-Για κοίτα ένα αρτόδενδρο, είπε το αγόρι,
-Αυτό δεν είναι αρτόδενδρο αλλά το στοιχειωμένο δένδρο, λέγεται χίκαρα,   τα φρούτα του μοιάζουν σαν κολοκύθες αλλά στην πραγματικότητα είναι νεκροκεφαλές, είπε το κορίτσι…
-Είναι ο απαγορευμένος καρπός, σύμφωνα με την παράδοση των ιθαγενών Μάγια, ξανά είπε το κορίτσι.
-Καλύτερα  να γυρίσουμε είπε το αγόρι, που είχε αρχίσει να φοβάται.


Η ζέστη ήταν φοβερή, σταμάτησαν να βουτήξουν στο μικρό ποταμάκι, ψάρεψαν με δόλωμα από σκουληκάκια που έβγαλαν από το χώμα σε αγκάθια δεμένα σε σχοινί από ρίζες ‘bejucos’  αυτές που φυτρώνουν  ανάποδα που κρέμονται απ’ τα ψηλά κλαριά των δένδρων.
 
Άναψαν φωτιά τα ξερό-κλαδιά έψησαν τα ψάρια, έστω κι ας είχαν μια μυρωδιά βρεγμένης γης. 


Κοιμήθηκαν στην καλύβα τους αγκαλιά, κουκουλώθηκαν με την κουνουπιέρα, οι νυχτερίδες πετούσαν γύρω τους, τα ποντίκια χάθηκαν από τον φόβο. 
Τι δύναμη έχει η έλξη, το  εσύ κι εγώ, η αγάπη, η καταπράσινη  φύση, η ξεγνοιασιά  έτσι όπως οι πρωτόπλαστοι, τι όμορφα που έφτιαξε ο Θεός τον κόσμο, μα και την  σκέψη της ελπίδας  για αύριο:  έχει  ο Θεός!
Κι όλα αυτά πριν την αμαρτία!
Αφού δεν δοκίμασαν να κόψουν τον απαγορευμένο καρπό.
 

                                                Γαβριήλ Παναγιωσούλης