Για το " Κοινωνία ώρα αγάπης"
Η ΞΕΚΟΥΡΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ:
Ο παπάς προσπάθησε να διώξει απ’ το
μυαλό του την εικόνα του έλληνα ναυτικού που είχε γνωρίσει, αυτού που ως νονός βάφτισε στην εκκλησία του, το μωρό της
φίλης Μαγδαλένας ιδιοκτήτριας μπαρ και
πανσιόν, όπου σύχναζαν ναυτικοί και γυναίκες του λιμανιού.
Στριφογύριζε στο κρεβάτι του χωρίς να
τον παίρνει ο ύπνος. Η συνείδηση του τον τυράννηζε.
Σηκώθηκε, ήταν νύχτα ακόμα. Είχε αρχίσει
να βρέχει, ο αέρας σφύριζε μπαίνοντας από τις χαραμάδες, ένας αέρας ζεστός,
υγρός, με το που θα σταματούσε να φυσά ήξερε ότι θα ερχόταν τα κουνούπια,
ευτυχώς που το κρεβάτι του είχε σκεπή από κουνουπιέρα.
Κοίταξε απ’ το παράθυρο, μπροστά του
ήταν τα φώτα ξενοδοχείου του φίλου του έλληνα ναυτικού, αυτού που είχε αρνηθεί
να βαφτίσει το μωρό, όταν η γυναίκα του
πέθανε στη γέννα.
Τώρα είναι αργά σκέφτηκε, ο φίλος μου
πέθανε.
Η μοναξιά τον έπνιγε, το ανθρώπινο
ένστικτό του ζητούσε παρέα, κάποιον να μιλήσει, αλλά δεν τόλμησε να πάει προς
το ξενοδοχείο που ήξερε ότι θα εύρισκε παρέα.
Θυμήθηκε τα χθεσινά, την πράξη του,
κράτησε τα χρήματα για τον εαυτό του με το πρόσχημα ότι θα τα έδινε στην
εκκλησία, αυτά που του έδωσε η μάνα του άρρωστου δολοφόνου, -αυτού που είχε
σκοτώσει εν πλω συνάδελφο του ναυτικό,
σε ελληνικής ιδιοκτησίας βαπόρι που έπλεε κάτω από τους νόμους της Λιβερίας όπου ήταν η σημαία του πλοίου. Σημαία
ευκαιρίας (πειρατική) Τα χρήματα που του
είχαν δώσει για άφεση αμαρτιών του γιου
της ώστε να ανοίξει η πύλη του παραδείσου.
-Ετοιμάσου τέκνο μου να μετανιώσεις…
-Ώστε θα πεθάνω παπά μου; Α! τώρα
καταλαβαίνω, ήρθες να πάρεις την ψυχή μου, φύγε παπά μου, φύγε να μη σε βλέπω.
Αισθάνθηκε σα ράπισμα από την προσβλητική
γι’ αυτόν άρνηση του άρρωστου να τον δεχτεί. Στα αυτιά του ακόμα ηχούσαν οι
εφιαλτικές στριγκλιές των γυναικών που μαζεμένες στην αυλή περίμεναν το θάνατο
του άρρωστου δολοφόνου, κι άρχισαν τα μοιρολόγια όταν είδαν τον παπά να βγαίνει
απ’ το δωμάτιο του, νομίζοντας ότι όλα τελείωσαν.
Για ότι μου συμβαίνει δεν φταίω εγώ,
σκεφτόταν, το έκανα για να μη κακοκαρδίσω τους πλούσιους Η κοινωνία μας είναι τόσο
πολύπλοκη, προσφέρεις αγάπη, κατανόηση, μα δεν σε καταλαβαίνουν.
Άρχισε να κλαίει, με το κλάμα
ξεκουράστηκε η ψυχή του, τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξημέρωσε, η βροχή είχε
σταματήσει, τα σύννεφα προσπαθούσαν να κρύψουν τον ήλιο, αλλά μια του αχτίδα
πέρασε, φώτισε του παπά το δωμάτιο.
Ξύπνησε αισιόδοξος, η καινούργια μέρα
αναζωογόνησε τις ελπίδες του κι έθαψε βαθιά στη λήθη του παρελθόντος τα
περασμένα, κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από το πεπρωμένο, όποιο και να ήταν, παραδέχθηκε ότι η μοίρα του, του παίζει παιχνίδια, αισθάνθηκε νικημένος
και αφέθηκε στις βουλές της μοίρας, ας γίνει το θέλημά της ψιθύρισε. Αυτή η σκέψη
τούφερε ένα ξαλάφρωμα στην ψυχή, ευδιάθετος ξεκίνησε για την εκκλησία.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης