Λογοτεχνία, πλάθεις
από την λάσπη έναν άνθρωπο, μια γυναίκα, μια Εύα αυτή με το μήλο, της
δίνεις την πνοή σου και αναπνέει, αγαπιέστε και ζείτε ευτυχισμένοι,
μέχρι που περνά ένας άνεμος, της υπόσχεται τα πλούτη την ντύνει με ένα πέπλο
και σου φεύγει, τρέχεις από πίσω, τη θεωρείς δική σου. Δεν βαριέσαι, αυτή φεύγει,
εσύ ξαναπέφτεις στη λάσπη, από όπου γεννάει
τριαντάφυλλα, αυτά που δίνουν δώρο στους ερωτευμένους, πας να κόψης ένα, δυο, σου τρυπούν τα χέρια με τ’ αγκάθια
τους, σταγόνες κόκκινο αίμα λέρωσαν τη λάσπη, το αίμα και η λάσπη έπλασαν έναν άγιο, που σου
λέει:
γιατί τα έκοψες αφού σου λείπει η γυναίκα;
Κι εσύ κοιτάς σα χαμένος με τα τριαντάφυλλα
στο χέρι ψάχνοντας για εκείνη, χωρίς να μπορείς να σκεφτείς αν άξιζε να χυθεί
το αίμα σου στη λάσπη.
Με τα τριαντάφυλλα στο χέρι κάθεσαι σε μια πέτρα, το κεφάλι σου στηρίζεται στο
δεξί σου χέρι, που κι αυτό ακουμπά στο γόνατό σου, ακούς τη γη που γυρίζει. Αφού βαρεθείς αλλάζεις
στάση και κοιτάς στης νύχτας τη σιγαλιά τον ξάστερο ουρανό μετράς
τ’ άστρα, περιμένεις να πέσει κανένα να του δώσεις μια ευχή, να την φέρει πίσω,
κι αυτά τα άτιμα μένουν ακίνητα και σε κοιτούν ειρωνικά. Κοιτάς το γαλαξία, αισθάνεσαι να πέφτει μια σταγόνα δροσιάς από το άπειρο, ίσως γάλα απ’ τα στήθη της Ήρας, λάθος είναι από τα
τριαντάφυλλα. Πέφτει στην ξερή λάσπη γίνεται μια κουκίδα, τόσο δα μικρή, σαν να είναι ο τελικός προορισμός
της ύπαρξής του ανθρώπου στη μητέρα γη.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης